Τη θέσπιση αγροτικού πετρελαίου κίνησης με βάση τα στρέμματα και το είδος της καλλιέργειας πρότεινε ο πρόεδρος της ΔΗΜΑΡ και κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος της Δημοκρατικής Συμπαράταξης, Θανάσης Θεοχαρόπουλος.
Μιλώντας στο «Πρακτορείο 104,9 FM» ο κ. Θεοχαρόπουλος τόνισε ότι πρέπει να αλλάξουν «άμεσα» ακόμη δύο σημεία ρυθμίσεων που προβλέπονται στο πλαίσιο της συμφωνίας με τους εταίρους, τα οποία, όπως είπε, είναι και «πέραν του κοινοτικού κεκτημένου» και έχουν αρνητικές επιπτώσεις στην παραγωγική δραστηριότητα, όπως είναι η φορολόγηση των κοινοτικών ενισχύσεων και η αύξηση του ΦΠΑ στα γεωργικά εφόδια από 13% σε 23%.
Υπογράμμισε την ανάγκη να υπάρξουν ρυθμίσεις «κοινωνικά δίκαιες» και ταυτόχρονα «οικονομικά αποτελεσματικές».
Ο κ. Θεοχαρόπουλος σημείωσε ότι «η συμφωνία πρέπει να εφαρμοστεί για να επανακτηθεί η αξιοπιστία της χώρας μας, που με ευθύνη της προηγούμενης κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, χάθηκε», αλλά ταυτόχρονα «καθώς επανακτά η χώρα την αξιοπιστία της» υπάρχουν περιθώρια επαναδιαπραγμάτευσης σε σημεία, που οδηγούν σε «οικονομικά αναποτελεσματικά και κοινωνικά άδικα μέτρα».
Πρόσθεσε πως η χώρα θα εφαρμόσει μια συμφωνία. Π«ρέπει να επαναδιαπραγματευθεί αυτά τα στοιχεία, τα βασικά στοιχεία, τα οποία νομίζω σε οποιαδήποτε διαπραγμάτευση, αν είναι μια σοβαρή διαπραγματευτική ομάδα, θα μπορέσουν να γίνουν αποδεκτά».
Ο κ. Θεοχαρόπουλος έθεσε επίσης θέμα αλλαγής του εκλογικού νόμου, όπως άλλωστε το έκανε και κατά τη διάρκεια της συζήτησης των προγραμματικών δηλώσεων στη Βουλή.
«Είναι ιστορική ευκαιρία, να πάμε σε ένα σύστημα απλής αναλογικής» τόνισε ο κ. Θεοχαρόπουλος και επέρριψε ευθύνες στην κυβέρνηση που δεν το έθεσε ευθέως στις προγραμματικές δηλώσεις της, σημειώνοντας ότι η αλλαγή του εκλογικού νόμου προς αυτή την κατεύθυνση είναι «απαραίτητη» και «απαίτηση της πλειοψηφίας των πολιτών», καθώς «η τελευταία αυτοδύναμη κυβέρνηση ήταν το 2009».
«Από τη στιγμή που οι πολίτες έχουν αποφασίσει ότι θέλουν να κυβερνηθούν από κυβερνήσεις συνεργασίας, δεν υπάρχει κανένα επιχείρημα, πλέον, στο να παραμένουν αυτές οι έδρες, οι πενήντα επιπρόσθετες έδρες στο πρώτο κόμμα».