Από την έντυπη έκδοση
Της Αγγελικής Κοτσοβού
[email protected]
Ηταν ένα δύσκολο καλοκαίρι, που δεν είχε καμία ομοιότητα με την ξεγνοιασιά των προηγούμενων. Το δημοψήφισμα του Ιουλίου διαδέχθηκε η υπογραφή του νέου μνημονίου τον Αύγουστο και η προκήρυξη πρόωρων εκλογών για τον Σεπτέμβριο.
Ο φετινός Αύγουστος δεν ήταν θερμός μόνο εξαιτίας της ελληνικής κρίσης: η «μαύρη Δευτέρα» της 24ης Αυγούστου έχει περάσει ήδη στη σφαίρα της ιστορίας ως μια από τις χειρότερες επετείους των διεθνών χρηματιστηρίων, με τους φόβους μήπως η επιβράδυνση του κινεζικού «δράκου» γονατίσει και την παγκόσμια οικονομία να κρατούν και τον Σεπτέμβριο υπό αιχμαλωσία τις διεθνείς αγορές μετοχών και εμπορευμάτων.
Η ελληνική κρίση πέρασε πλέον σε δεύτερη μοίρα, με την Κίνα να έχει πλέον υποκαταστήσει την Ελλάδα ως τον πρωταρχικό παράγοντα που κλονίζει το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα. Τα μεγέθη απέχουν πολύ από το να είναι συγκρίσιμα.
Η Ελλάδα αντιπροσωπεύει μόλις το 0,3% του παγκόσμιου ΑΕΠ, ενώ η Κίνα σχεδόν το 14%. Είναι φυσικό, λοιπόν, να κλονίζονται οι αγορές κάθε φορά που ο κινεζικός «δράκος» φαίνεται πως χάνει τη δύναμή του. Ο φετινός Αύγουστος ήταν μήνας δυσάρεστων εκπλήξεων για τους επενδυτές.
Η αιφνίδια απόφαση της κινεζικής τράπεζας για υποτίμηση του γιουάν λειτούργησε ως καμπανάκι κινδύνου για τους επενδυτές, που συνειδητοποίησαν για πρώτη φορά ότι η κινεζική ατμομηχανή εμφανίζει ανησυχητικά σημάδια κόπωσης.
Η απότομη αφύπνιση «στοίχισε» χαμένη κεφαλαιοποίηση άνω των 5 τρισ. δολαρίων από τις διεθνείς αγορές μετοχών. Και είναι πολύ σημαντικό το γεγονός ότι οι αρχές του Πεκίνου έχουν ήδη δαπανήσει 200 δισ. δολάρια για τη στήριξη των κινεζικών μετοχών και έως τώρα οι προσπάθειές τους έχουν αποβεί άκαρπες.
Ούτε το «μαξιλάρι» των τεράστιων συναλλαγματικών αποθεμάτων της Κίνας -σχεδόν 4 τρισ. δολάρια το 2014- είναι αρκετό για να κατευνάσει τους φόβους των αγορών για τον κίνδυνο να σκάσει μια νέα «φούσκα», αυτή του χρέους των περιφερειακών κυβερνήσεων και τοπικών αυτοδιοικήσεων της Κίνας.
Μέσα σε λίγους μήνες αυτό το χρέος εκτοξεύθηκε στα 24 τρισ. γιουάν (3,7 τρισ. δολάρια), ποσό που ισοδυναμεί με το 38% του ΑΕΠ της Κίνας.
Εάν σε αυτό το ποσό προστεθεί το χρέος της κινεζικής κυβέρνησης (9,6 τρισ. γιουάν), συν το χρέος των δημόσιων επιχειρήσεων (5,1 τρισ. γιουάν), τότε το χρέος της Κίνας υπερβαίνει το 60% του ΑΕΠ, σύμφωνα με υπολογισμούς της Moody’s.
Δεν είναι παράλογες οι ανησυχίες των επενδυτών. Εάν σκάσει η κινεζική «φούσκα», το τσουνάμι θα είναι τόσο ισχυρό που θα μπορούσε να συμπαρασύρει ολόκληρο το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα. «Αυτό που φάνηκε τις τελευταίες εβδομάδες είναι πόσο εύκολα μπορούν οι “αναταράξεις” σε μια αγορά της Ασίας να εξαπλωθούν στον υπόλοιπο κόσμο» παραδέχθηκε η γενική διευθύντρια του ΔΝΤ Κριστίν Λαγκάρντ.
Διότι σε έναν παγκοσμιοποιημένο κόσμο, είναι πολύ αφελές να πιστεύει κανείς ότι δεν είναι τόσο μέρος του προβλήματος όσο και της επίλυσής του.