Από την έντυπη έκδοση
Της Αγγελικής Κοτσοβού
[email protected]
Πριν από έναν χρόνο η τιμή του ξεπερνούσε το όριο των 100 δολαρίων το βαρέλι. Και δικαιολογημένα χαρακτηριζόταν ως «μαύρος χρυσός». Μόνο που τώρα, αυτός ο χρυσός χάνει τη λάμψη του και κινδυνεύει να εξελιχθεί σε «κατάρα» για εκείνες τις οικονομίες που εξαρτώνται από τις εξαγωγές του.
Η τιμή του πετρελαίου μπρεντ έχει διολισθήσει σε χαμηλά εξίμισι ετών, κάτω από τα 43 δολάρια το βαρέλι, έχοντας υποχωρήσει πάνω από 60% από τα επίπεδα-ρεκόρ του περσινού Ιουνίου. Σε έναν κόσμο όπου η παγκόσμια προσφορά ήδη υπερβαίνει τη ζήτηση, η κινεζική οικονομία κατεβάζει «ταχύτητα» και οι χώρες-μέλη του άλλοτε πανίσχυρου ΟΠΕΚ δεν εμφανίζονται διατεθειμένες να μειώσουν την παραγωγή ώστε να σταθεροποιήσουν τις τιμές, η κατρακύλα των τιμών δεν φαίνεται να έχει τέλος.
Για τις παραγωγούς χώρες -όπως η Σαουδική Αραβία, η Ρωσία, αλλά και τις οικονομικά ασθενέστερες όπως η Νιγηρία και η Βενεζουέλα, η εξάρτησή τους από τις πετρελαϊκές εξαγωγές, αλλά και οι πιέσεις που δέχονται τα εθνικά τους νομίσματα εν μέσω των ευρύτερων «κλυδωνισμών» που δέχονται οι αναδυόμενες αγορές- το φθηνό πετρέλαιο επιδεινώνει τις οικονομικές προοπτικές, αλλά και τα δημοσιονομικά τους μεγέθη.
Οι περισσότερες χώρες του Αραβικού Κόλπου που εξαρτώνται από πετρελαϊκές εξαγωγές -όπως το Κουβέιτ και το Μπαχρέιν- αναμένεται να εμφανίσουν έλλειμμα για πρώτη φορά εδώ και δεκαετίες. Σύμφωνα με έναν πρόχειρο απολογισμό, η δραματική μείωση των τιμών του αργού έχει κοστίσει μέσα σε ένα χρόνο τουλάχιστον ένα τρισ. δολάρια σε χαμένα έσοδα για τις μεγάλες πετρελαιοπαραγωγούς χώρες.
Πέραν της οικονομικής διάστασης, η υποχώρηση των πετρελαϊκών τιμών σε ναδίρ πολλών ετών ενδεχομένως να προοιωνίζεται μια νέα περίοδο παγκόσμιας οικονομικής αβεβαιότητας, μια ανησυχία που ήδη κλονίζει τις αγορές. Επιπλέον, ενέχει τον κίνδυνο δημιουργίας εστιών έντασης και γεωπολιτικής αστάθειας σε διάφορες γωνιές του κόσμου.
Από την άλλη, το φθηνό πετρέλαιο συνεπάγεται και οικονομικά οφέλη, ειδικά για τις χώρες εισαγωγής καυσίμων, «ανακουφίζοντας» τους καταναλωτές. Παρότι το τοπίο παραμένει θολό, οι ισορροπίες μεταξύ προσφοράς και ζήτησης είναι ίσως ο παράγοντας-κλειδί που θα καθορίσει τη μελλοντική πορεία των τιμών.