Ένας από τους μεγάλους κερδισμένους της «πυρηνικής» συμφωνίας μεγάλων δυνάμεων - Ιράν φαίνεται ότι είναι ο πρόεδρος της Συρίας, Μπασάρ Αλ Άσαντ, αφού η χαλάρωση των διεθνών κυρώσεων κατά του Ιράν διευκολύνει τη ροή βοήθειας προς το συριακό καθεστώς.
Κατά τη διάρκεια του συριακού εμφυλίου πολέμου, ο οποίος διαρκεί τέσσερα και πλέον χρόνια, η Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν δαπανά ποσά που κινούνται από 6 έως 35 δισ. δολάρια κατ' έτος για την ενίσχυση του καθεστώτος του κ. Άσαντ, ο οποίος μάχεται ένοπλα κατά της κοσμικής, μετριοπαθούς ισλαμιστικής και ακραίας τζιχαντιστικής αντιπολίτευσης, η οποία αποτελείται κυρίως από σουνίτες μουσουλμάνους.
Πρόκειται για τεράστια ποσά, αν σκεφτεί κανείς ότι ο μέσος ετήσιος προϋπολογισμός του Ιράν για στρατιωτικές δαπάνες είναι 15 δισ. δολάρια, σημειώνει, σε άρθρο του στον ιστότοπο του διεθνούς αραβικού δικτύου Al Arabiya ο δρ. Ματζίντ Ραφιζαντέχ.
Πολλοί εντός Ιράν εξέφραζαν προβληματισμούς για το κατά πόσον αξίζει να δαπανώνται τόσο μεγάλα ποσά για τη στήριξη ενός καθεστώτος που, αν και κοσμικό, αποτελεί τον μεγαλύτερο σύμμαχο της Τεχεράνης στην περιοχή, καθώς η συριακή κυβερνητική ελίτ ανήκει κυρίως σε μια παραλλαγή του σιιτικού Ισλάμ, παρά το γεγονός ότι η πλειοψηφία των Σύρων πολιτών είναι σουνίτες μουσουλμάνοι.
Η «πυρηνική» συμφωνία μεταξύ Ιράν και μεγάλων δυνάμεων ωστόσο, η οποία οδηγεί σε «ξεπάγωμα» ιρανικών περιουσιακών στοιχείων στο εξωτερικό ύψους 100 δισ. ευρώ, κάνει τη βοήθεια προς το συριακό καθεστώς πιο εύκολη και διαχειρίσιμη για την Τεχεράνη.
Το Ιράν χρηματοδοτεί τόσο τις συριακές ένοπλες δυνάμεις, όσο και τη Δύναμη Εθνικής Άμυνας (πολιτοφυλακή Σύρων φιλικών προς το καθεστώς), καθώς και τις πολιτοφυλακές που αποτελούνται από ξένους σιίτες συμμάχους του Άσαντ, κυρίως από Ιρακινούς και Αφγανούς.
Σημαντικός είναι και ο ρόλος της χρηματοδοτούμενης από το Ιράν, σιιτικής Χεζμπολάχ του Λιβάνου, ενώ στη Συρία βρίσκονται και μέλη της Δύναμης Κουντς, σώματος - ελίτ των Φρουρών της Ισλαμικής Επανάστασης του Ιράν.