Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, με σημερινή απόφασή του, αρνήθηκε να επιτρέψει στην Ελλάδα τη χρήση βαρέος μαζούτ, μέγιστης περιεκτικότητας σε θείο 3% κατά μάζα.
Συγκεκριμένα έκρινε ότι ορθώς η Ευρωπαϊκή Επιτροπή απέρριψε κατά το παρελθόν αίτημα των ελληνικών αρχών να επιτραπεί η χρήση του βαρέος μαζούτ, σε τμήμα της επικράτειάς της και ειδικότερα στο σύνολό της πλην του λεκανοπεδίου της Αττικής.
Υπενθυμίζεται ότι η Ελλάδα είχε ζητήσει την άρση της απαγόρευσης για χρήση του βαρέος μαζούτ υποστηρίζοντας ότι αυτή η δυνατότητα προσφέρεται από την οδηγία 1999/32/ΕΚ σχετικά με τη μείωση της περιεκτικότητας ορισμένων υγρών καυσίμων σε θείο. Σύμφωνα με την τελευταία παράγραφο της οδηγίας, «ένα κράτος-μέλος έχει το δικαίωμα να επιτρέψει τη χρήση βαρέος μαζούτ περιεκτικότητας σε θείο μεταξύ 1% και 3% κατά μάζα, σε τμήματα ή στο σύνολο της επικράτειάς του. Ωστόσο η έγκριση αυτή ισχύει μόνο για όσο χρόνο οι εκπομπές ενός κράτους-μέλους δεν συμβάλλουν στην υπέρβαση των κρίσιμων φορτίων σε άλλο κράτος-μέλος.
Η Ελλάδα βασιζόμενη στην εν λόγω παράγραφο, ζήτησε στις 17 Δεκεμβρίου 2001, τη συμφωνία της Επιτροπής για τη χρήση βαρέος μαζούτ, μέγιστης περιεκτικότητας σε θείο 3 % κατά μάζα, σε ολόκληρη την επικράτειά της, εκτός του λεκανοπεδίου της Αττικής.
Η Επιτροπή, στο πλαίσιο της εξέτασης του ελληνικόυ αιτήματος, ζήτησε τη βοήθεια του προγράμματος συνεργασίας για τη συνεχή παρακολούθηση και την αξιολόγηση της σε μεγάλες αποστάσεις μεταφοράς των ατμοσφαιρικών ρύπων στην Ευρώπη (ΕΜΕΡ). Στη συνέχεια το ΕΜΕΡ προέβη σε λεπτομερή ανάλυση της ελληνικής συμβολής στις εναποθέσεις θείου, και ιδιαίτερα στην Ιταλία όπου έχει καταγραφεί υπέρβαση των κρίσιμων φορτίων για την οξύτητα στο 5 % των οικοσυστημάτων που είναι ευαίσθητα στην οξίνιση. Τα αποτελέσματα της αναλύσεως αυτής απεκάλυψαν, σύμφωνα με τη σημερινή ανακοίνωση της Επιτροπής, ότι οι ελληνικές εκπομπές συνέβαλλαν στην υπέρβαση των κρίσιμων φορτίων για την οξύτητα.
Στη συνέχεια, και συγκεκριμένα στις 5 Ιουλίου 2002, η ελληνική κυβέρνηση ζήτησε την επανεξέταση της αίτησής της. Το ΕΜΕΡ επιβεβαίωσε εκ νέου ότι οι ελληνικές εκπομπές όντως συμβάλλουν σε υπερβάσεις εναποθέσεως πέρα από τα κρίσιμα φορτία για την οξίνιση σε άλλα κράτη μέλη, και ιδιαίτερα στην Ιταλία. Κατόπιν τούτου, η Επιτροπή εξέδωσε την προσβληθείσα απόφαση και αρνήθηκε να επιτρέψει τη ζητηθείσα από την Ελληνική Δημοκρατία παρέκκλιση από την κοινοτική νομοθεσία.
Σήμερα, το Ευρωπαϊκο Δικαστήριο απορρίπτοντας την προσφυγή της Ελλάδας απεφάνθη ότι η απαγόρευση της Επιτροπής ήταν συμβατή προς το κοινοτικό Δίκαιο.
Πηγή ΑΠΕ