Από την έντυπη έκδοση
ΝΑΤΑΣΑ ΣΤΑΣΙΝΟΥ
[email protected]
«Λατρεύω τις αυστηρές προθεσμίες. Ειδικά τον ήχο που κάνουν, καθώς παρέρχονται» έχει πει ο γνωστός Αμερικανός καρτουνίστας Σκοτ Ανταμς.
Και το ίδιο μάλλον αισθάνονται και οι πρωταγωνιστές του ελληνικού δράματος.
Τα τελεσίγραφα, οι ημερομηνίες-κλειδιά, οι συναντήσεις-σταθμοί, οι συνεδριάσεις τελευταίας ευκαιρίας ήταν δεκάδες τους τελευταίους μήνες, ανατρέποντας συνεχώς τις προθεσμίες, συντηρώντας την αγωνία αγορών, επιχειρήσεων και πρωτίστως των απλών πολιτών.
Εάν μάθαμε κάτι όλον αυτόν τον καιρό είναι πως τίποτα δεν μπορεί να θεωρείται δεδομένο, πως τα τελεσίγραφα δεν λειτουργούν και πως η όλη συζήτηση για τις κρίσιμες ημερομηνίες τελικά δεν έχει νόημα όσο οι πρωταγωνιστές αρνούνται πεισματικά να τις τηρήσουν.
Αυτό από τη μία είναι απόδειξη ασυνεννοησίας, αδυναμίας ή και απροθυμίας Αθήνας και διεθνών πιστωτών να συμβιβαστούν. Μαρτυρά ένα επικίνδυνο παιχνίδι επίδειξης ισχύος.
Από την άλλη, ωστόσο, θα μπορούσε να αποκαλύπτει και κάτι θετικό: ότι, παρά τις όποιες προειδοποιήσεις και απειλές, την πληθώρα των διαρροών περί προετοιμασίας για το χειρότερο και τα επαναλαμβανόμενα σενάρια καταστροφής, καμία πλευρά δεν επιθυμεί οριστική ρήξη.
Οτι όλοι αντιλαμβάνονται το τεράστιο κόστος μιας τέτοιας κατάληξης.
Για την ελληνική οικονομία οι επιπτώσεις ενός Grexit, όπως παραδέχεται και η ίδια η κυβέρνηση, θα ήταν οδυνηρότατες. Και τούτο γιατί η επιστροφή σε ένα αισθητά υποτιμημένο εθνικό νόμισμα δεν θα «εξαφανίσει», όπως κάποιοι πιστεύουν, το χρέος.
Και οι πιστωτές, ωστόσο, αν και δηλώνουν θωρακισμένοι έναντι της μετάδοσης του «ελληνικού ιού», γνωρίζουν πολύ καλά πως το τίμημα θα ήταν υψηλό.
Η πρόσφατη αναστάτωση στις αγορές ήταν μία ένδειξη. Σύμφωνα με υπολογισμούς του Bloomberg, η ελληνική κρίση έχει στοιχίσει φέτος στους επενδυτές της ευρωπαϊκής αγοράς μετοχών 897 δισ. δολάρια, καθώς από τα μέσα Απριλίου χάθηκε περισσότερο από το 1/3 των κερδών που είχαν διασφαλιστεί έως τότε.
Στις αγορές ομολόγων το «πάρτι» έληξε απότομα, με το κόστος δανεισμού των κρατών-μελών να ακολουθεί και πάλι την ανιούσα. Ο πανικός έχει αποφευχθεί.
Τι θα συμβεί, όμως, στην περίπτωση του «κακού σεναρίου»;
Το κόστος για την Ευρώπη, όμως, θα είναι και πολιτικό. Η έξοδος ενός μέλους από τη νομισματική ένωση θα ήταν παραδοχή της αποτυχίας του εγχειρήματος.
Και αυτό είναι κάτι που δεν θέλει να χρεωθεί σε καμία περίπτωση το Βερολίνο, που όπως αναγνωρίζεται από όλους έχει τον πρώτο λόγο στις διαπραγματεύσεις.
«Διακυβεύεται η κληρονομιά της καγκελαρίου Μέρκελ» σχολίαζε πρόσφατα ο γερμανικός Τύπος, υπογραμμίζοντας ότι ακόμη και εάν μία αρνητική εξέλιξη θεωρηθεί δίκαιη τιμωρία του «κακού μαθητή», η ευθύνη για τον αντίκτυπο αυτής της τιμωρίας στην υπόλοιπη Ευρωζώνη θα αποδοθεί σε μεγάλο βαθμό στη Γερμανία.
Ισως γι’ αυτό παράλληλα με τα σενάρια χρεοκοπίας έρχονται στο φως, λίγο πριν χτυπήσει το τελευταίο κουδούνι, και εκείνα για ελάφρυνση του χρέους. Αυτό δεν σημαίνει, ωστόσο, πως τα περιθώρια χρόνου είναι απεριόριστα.
Γιατί ακόμη και εάν δεν πιέζουν οι προθεσμίες, πιέζουν ασφυκτικά οι συνθήκες της πραγματικότητας.