Κάθε Πρωτοχρονιά επικυρώνει την ακατάσχετη ροή του χρόνου.
«Τι είναι, λοιπόν, ο χρόνος; Αν δε με ρωτά κανείς, γνωρίζω. Αν, όμως, θέλω να το εξηγήσω σε κάποιον που με ρωτά, δε γνωρίζω. Αλλά σε κάθε περίπτωση τολμώ να πω πως τούτο γνωρίζω. Αν τίποτε δεν τελείωνε, δε θα υπήρχε παρελθόν. Αν τίποτε δεν πλησίαζε, δε θα υπήρχε μέλλον. Αν τίποτε δεν υπήρχε, δε θα υπήρχε και παρόν. Ομως, πώς είναι δυνατόν να υπάρχει το παρελθόν και το μέλλον, αφού τo παρελθόν πέρασε και το μέλλον δεν έχει έρθει ακόμη;
Από την άλλη, αν το παρόν ήταν πάντα παρόν και δεν κυλούσε, το παρελθόν δε θα ήταν χρόνος αλλά αιωνιότητα. Αλλά, αν ήταν το παρόν μόνο χρόνος, γιατί κυλά στο παρελθόν, πώς μπορούμε να πούμε ότι υπάρχει; Υπάρχει, μόνον γιατί κάποια στιγμή θα πάψει να υπάρχει. To μόνο, λοιπόν, που μπορούμε να βεβαιώσουμε είναι ότι ο χρόνος οδηγεί στη μη-ύπαρξη». (Αγ, Αυγουστίνου, Εξομολογήσεις, XI, 14)
Οταν στενεύει ο μελλοντικός χρόνος, δοκιμάζεται και το παρόν, καθώς σε προκαλεί να το σκεφτείς αλλιώτικα και να εξοφλήσεις το παρελθόν.
«Οπως το πεύκο καταμεσήμερα
κυριεμένο απ' το ρετσίνι
βιάζεται να γεννήσει φλόγα
και δε βαστά πια την παιδωμή
φώναξε τα παιδιά να μαζέψουν τη στάχτη
και να τη σπείρουν.
Ο,τι πέρασε πέρασε σωστά». («Τρία κρυφά ποιήματα» του Γ. Σεφέρη)
Αν «καθαρίσεις» με τα φαντάσματα του χρόνου, μένεις οχυρωμένος στο μυστηριώδες και αψηλάφητο παρόν, στο οποίο και μέσω του οποίου βιώνουμε την ύπαρξή μας.
K.T.