Από την έντυπη έκδοση
Του Βασίλη Κωστούλα
[email protected]
«Η κυβέρνηση Τσίπρα θα προχωρήσει σε ορισμένες παραχωρήσεις οι οποίες θα απελευθερώσουν κάποια χρηματοδότηση και σε λίγους μήνες θα βρισκόμαστε πάλι στα ίδια». Αυτή είναι η πρόβλεψη συνομιλητή του Γερούν Ντέισελμπλουμ ως προς την εξέλιξη της διαπραγμάτευσης.
Ουδείς γνωρίζει αν αυτή θα επιβεβαιωθεί. Είναι ούτως ή άλλως γενικά διατυπωμένη. Αναδεικνύει όμως την περιρρέουσα ατμόσφαιρα στην Ευρωζώνη. Οι εταίροι και πιστωτές εμφανίζονται κουρασμένοι με την ελληνική υπόθεση. Συζητούν το ακραίο ενδεχόμενο μιας Ευρωζώνης χωρίς την Ελλάδα, αλλά λαμβάνουν σοβαρά υπ’ όψιν τη γεωπολιτική παράμετρο. Η τελευταία είναι ίσως αυτή που κρατά ακόμη ανοιχτούς τους διαύλους συνεργασίας οδηγώντας στο «μη χείρον βέλτιστον», το οποίο ως τέτοιο στερεί τη δυναμική που χρειάζεται η αναμόρφωση της ελληνικής οικονομίας.
«Μια χώρα δεν μπορεί να μεταρρυθμιστεί αν δεν το επιθυμεί η ίδια» λέει σύμβουλος του οικονομικού επιτελείου χώρας της κεντρικής Ευρώπης. Είναι μεταρρύθμιση η αύξηση του ΦΠΑ; Οχι. Αλλά ο συνδαιτυμόνας επιμένει ότι τα υφεσιακά μέτρα κυριαρχούν ελλείψει ουσιαστικής προόδου στο πεδίο των διαρθρωτικών παρεμβάσεων.
Στέλεχος της απενεργοποιημένης Task Force στην Ελλάδα, με εξέχουσα τεχνοκρατική και πολιτική εμπειρία, μιλά για ανάμικτα αποτελέσματα, με κύριο χαρακτηριστικό την αργή πρόοδο. Την αποδίδει στην απουσία κουλτούρας συνεργασίας από την ελληνική πλευρά, αλλά και στις εγγενείς αδυναμίες της δημόσιας διοίκησης. «Συχνά συναντήσαμε ανθρώπους στην ελληνική διοίκηση που ήθελαν πραγματικά να κάνουν πράγματα, αλλά δεν ήξεραν τον τρόπο». Tα ευρωπαϊκά κλιμάκια διαπιστώνουν τόσο διοικητική όσο και πολιτική αντίδραση στον εκσυγχρονισμό της δημόσιας διοίκησης, καθώς και μεγάλη έμφαση στη νομοθέτηση η οποία δεν συνοδεύεται από την αντίστοιχη συνέπεια στην εφαρμογή της. Οι λέξεις «κτηματολόγιο» και «δικαιοσύνη» μονοπωλούν την επιχειρηματολογία του ξένου παράγοντα, ο οποίος αναρωτιέται πώς αλλιώς θα καταστεί η Ελλάδα ικανή για την προσέλκυση επενδύσεων.
«Πιστεύετε ότι αν το Eurogroup έκανε πίσω σε ορισμένα ζητήματα και έδινε χρόνο σε αυτήν την κυβέρνηση, θα εφάρμοζε μεταρρυθμίσεις;». Πρόκειται για την ερώτηση παράγοντα υπουργείου Οικονομικών που βρίσκεται στον πυρήνα της Ευρωζώνης, η οποία αν μη τι άλλο προδίδει την έλλειψη εμπιστοσύνης στο ελληνικό πολιτικό σύστημα.
Η ειρωνεία του θρίλερ το οποίο εκτυλίσσεται γύρω από τη διαπραγμάτευση είναι ότι οι βασικοί παίκτες της Ευρωζώνης αρχικά πίστεψαν σε αυτήν την κυβέρνηση, ομολογουμένως με έναν ανορθόδοξο τρόπο. Εκτίμησαν ότι οι προεκλογικές κορόνες του ΣΥΡΙΖΑ, που ήταν για εκείνους ανεξήγητες κατά οποιονδήποτε άλλον τρόπο στην περίπτωση μιας χρεοκοπημένης χώρας όπως η Ελλάδα, είχαν ημερομηνία λήξης την ημέρα της ορκωμοσίας στο Προεδρικό Μέγαρο. Συγχρόνως, εμπιστεύτηκαν τον ζήλο των εξαγγελιών κατά της διαφθοράς και της υψηλής φοροδιαφυγής.
Στην πραγματικότητα πίστεψαν αυτά που ήθελαν οι ίδιοι να πιστέψουν, παρατηρώντας την κυβέρνηση Σαμαρά να σκίζει τα μνημόνια πριν από την ώρα τους. Προς το παρόν, παρατηρούν την κυβέρνηση Τσίπρα να «μένει προσκολλημένη στην ανεδαφική ρητορική της αντιπολίτευσης», αυξάνοντας τον λογαριασμό για την Ελλάδα.