Από την έντυπη έκδοση
Του Νίκου Μπέλλου
[email protected]
Η ραγδαία επιδείνωση της ελληνικής οικονομίας, η οποία οφείλεται στην αβεβαιότητα των επιχειρήσεων, των νοικοκυριών και των επενδυτών για την επόμενη μέρα, καθιστά επιτακτική την ανάγκη επίτευξης συμφωνίας της κυβέρνησης με τους εταίρους το συντομότερο δυνατό.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, μέσω των εαρινών προβλέψεων που δημοσιοποίησε στις αρχές του μήνα, χτύπησε πρώτη το καμπανάκι, περιορίζοντας δραστικά τις προσδοκίες για την ανάπτυξη.
Τον Φεβρουάριο η Κομισιόν προέβλεπε για φέτος αύξηση του ΑΕΠ της τάξης του 2,5%, ενώ τρεις μήνες αργότερα αναθεώρησε την πρόβλεψη σε μόλις 0,5% και μάλιστα υπό την προϋπόθεση πως θα υπάρξει προθεσμία στις διαπραγματεύσεις μεταξύ των δύο πλευρών.
Προχθές, η Εurostat ήρθε να επιβεβαιώσει την πρόβλεψη και να μας πει στην ουσία ότι το 2015 θα πρέπει να θεωρείται «χαμένο» σε σχέση με τις προσδοκίες που είχαν δημιουργηθεί το περασμένο φθινόπωρο για δυναμική ανάκαμψη της οικονομίας από φέτος.
Με οικονομικούς όρους, η ελληνική οικονομία καταγράφοντας δύο διαδοχικά τρίμηνα αρνητικής ανάπτυξης, δηλαδή το τέταρτο τρίμηνο του 2014 (-0,4%) και το πρώτο του 2015 (-0,2%), βρίσκεται σε τεχνική ύφεση.
Ακόμη και σε ετήσια βάση, δηλαδή το πρώτο τρίμηνο του 2015 σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του 2014, καταγράφεται μια συρρίκνωση της ανάπτυξης, από 1,3% σε 0,3%. Είναι προφανές ότι η αρνητική αυτή εξέλιξη οφείλεται αποκλειστικά σε ενδογενείς παράγοντες, που έχουν να κάνουν με τη μεγάλη αβεβαιότητα για το μέλλον της χώρας στην Ευρωζώνη, εξαιτίας της αδυναμίας επίτευξης συμφωνίας με τους εταίρους.
Μια εξέλιξη που προκαλεί μείωση της εσωτερικής κατανάλωσης, αναβολή υλοποίησης επενδυτικών σχεδίων από την πλευρά των ελληνικών επιχειρήσεων λόγω της μεγάλης έλλειψης ρευστότητας του τραπεζικού τομέα, αλλά και αποφυγή της Ελλάδας από τους ξένους επενδυτές.
Την ίδια στιγμή η διεθνής συγκυρία είναι απολύτως θετική κι αυτό φαίνεται από τη δυναμική της ανάκαμψης της ευρωπαϊκής οικονομίας.
Τα χαμηλά επιτόκια, οι σχετικά χαμηλές τιμές του πετρελαίου και η διολίσθηση του ευρώ ήταν τρεις ευνοϊκοί παράγοντες για την ευρωπαϊκή οικονομία, στους οποίους ήρθε να προστεθεί και η ποσοτική χαλάρωση της ΕΚΤ από τις αρχές Μαρτίου, η οποία δίνει περαιτέρω ώθηση στην ανάκαμψη.
Η ελληνική οικονομία όχι μόνο δεν επωφελείται από αυτή τη μοναδική συγκυρία που επικρατεί σε διεθνές επίπεδο, αλλά διολισθαίνει πολύ επικίνδυνα, αυξάνοντας τις πιθανότητες ενός ατυχήματος με δραματικές συνέπειες για όλους.
Είναι, λοιπόν, ζωτικής σημασίας πλέον η επίτευξη συμφωνίας με τους εταίρους μέσα στο τελευταίο 10ήμερο του Μαΐου ή το αργότερο στις αρχές Ιουνίου.
Οι επιπτώσεις μιας τέτοιας εξέλιξης θα είναι θετικές, έστω κι αν οι απώλειες το 2015 θεωρούνται δεδομένες. Η ελληνική οικονομία θα αρχίσει αμέσως να επωφελείται από το θετικό διεθνές περιβάλλον, ενώ οι ευνοϊκές ρυθμίσεις που θα προκύψουν στο πλαίσιο του καθορισμού της επόμενης μέρας, όπως η αναμενόμενη ελάφρυνση του δημόσιου χρέους, θα άρουν τις επιφυλάξεις των επενδυτών για το μέλλον της Ελλάδας στην Ευρωζώνη.