Ένα εύλογο ερώτημα που τίθεται δυστυχώς πολύ τακτικά στα περισσότερα πλέον σπίτια καθώς δεν είναι λίγα τα ζευγάρια που είτε για τον έναν, είτε για τον άλλο λόγο δεν αντέχουν τη συμβίωση και αποφασίζουν να χωρίσουν. Πως διαλύεται όμως μια οικογένεια όταν στη μέση υπάρχουν παιδιά; Πώς λέμε στα παιδιά μας ότι η μαμά και ο μπαμπάς αποφάσισαν να μην ζουν πλέον μαζί;
Η ψυχολόγος από το «Μαζί για το παιδί» Πανελλαδική Γραμμή 115 25 και Συμβουλευτικό Κέντρο για μητέρες, γονείς, παιδιά και εφήβους κα Κλεοπάτρα Τσουχνικά μάς εξηγεί ότι το διαζύγιο είναι μια επίπονη διαδικασία για όλα τα μέλη της οικογένειας, έντονα συναισθηματικά φορτισμένη και συχνά, με πολλές συγκρούσεις ανάμεσα στους γονείς. Όπως λέει, κανείς δεν αποφασίζει να φτιάξει οικογένεια έχοντας στο μυαλό του ότι πρόκειται να χωρίσει. Πολλές φορές όμως τα πράγματα δεν πηγαίνουν όπως τα ονειρευόμαστε, πολλές φορές οι συγκρούσεις ανάμεσα στο ζευγάρι είναι συνεχείς και έντονες ενώ άλλες φορές ο ένας απομακρύνεται συναισθηματικά από τον άλλον.
Πολλές φορές, το ζευγάρι παρατείνει την απόφαση του διαζυγίου «για χάρη των παιδιών». Κάνουν υπομονή μέχρι να μεγαλώσουν τα παιδιά ή ελπίζοντας ότι οι εντάσεις θα ατονήσουν με τον καιρό. Τα παιδιά όμως είναι εκεί, αντιλαμβάνονται την ένταση όσο κι αν προσπαθούν οι γονείς να τα προστατεύσουν, ακούνε/κρυφακούνε συζητήσεις τους, παρατηρούν τις συναισθηματικές δυσκολίες των γονιών τους και την κακή τους διάθεση.
Φαίνεται όμως, πως δεν είναι το ίδιο το διαζύγιο που πληγώνει τα παιδιά αλλά η κακή επικοινωνία και σχέση μεταξύ των γονιών, κάτι που μπορεί να υπάρχει πριν, κατά τη διάρκεια και μετά το διαζύγιο. Ένα διαζύγιο λοιπόν, μπορεί να λειτουργήσει ανακουφιστικά και προστατευτικά για το παιδί όταν αυτό γίνει ομαλά και με καλή συνεργασία ανάμεσα στους γονείς.
Πώς μπορούν όμως να μιλήσουν οι γονείς στο παιδί για το διαζύγιο;
Σύμφωνα με την ψυχολόγο, είναι καλό να μιλήσουν και οι δύο γονείς μαζί με τρόπο ήρεμο και σαφές και να χρησιμοποιούν λόγια ανάλογα με την ηλικία του παιδιού. Η συζήτηση αυτή είναι πράγματι σοβαρή και συναισθηματικά φορτισμένη και δε χρειάζεται να προσπαθούν να την κάνουν να μοιάζει εύκολη ή ευχάριστη.
Είναι σημαντικό να έχουν συναποφασίσει οι γονείς από πριν τα «πρακτικά ζητήματα», ποιος θα μετακομίσει, πού θα βρίσκεται, πότε θα βλέπει το παιδί, πώς θα μπορέσει να τον/την βρίσκει το παιδί, ώστε να παρέχουν στο παιδί μια νέα σταθερή ρουτίνα, να του δώσουν την αίσθηση της ασφάλειας, ότι πρόκειται να συμβεί κάτι για το οποίο διατηρούν τον έλεγχο.
Όπως λέει, η κα Τσουχνικά, σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να δοθεί χρόνος και χώρος στο παιδί να ανοιχτεί, να εκφράσει τα συναισθήματά του, τις απορίες του, τις ανησυχίες του. Δεν είναι ασυνήθιστο τα παιδιά να ενοχοποιούνται σε αυτές τις περιπτώσεις, να αισθάνονται υπεύθυνα για αυτό που συμβαίνει και να προσπαθούν να αποτρέψουν το διαζύγιο των γονιών τους μέσα από τη συμπεριφορά τους. Χρειάζεται οι γονείς να κάνουν σαφές στο παιδί ότι είναι δική τους απόφαση και σε καμία περίπτωση δεν ευθύνεται το παιδί για αυτό. Χρειάζεται να γίνει σαφές ότι οι γονείς αποφασίζουν να χωρίσουν και να πάψουν να είναι ζευγάρι, δε θα πάψουν όμως ποτέ να είναι γονείς.
Το σπουδαιότερο όμως για το παιδί , σε αυτή τη δύσκολη περίοδο είναι να αισθάνεται ασφάλεια, να αισθάνεται ότι οι γονείς του θα το αγαπάνε πάντα και θα είναι δίπλα του για να το στηρίζουν. Ενδεχομένως το παιδί να παραμείνει σιωπηλό και να χρειαστεί χρόνο για να επεξεργαστεί αυτό που οι γονείς του ανακοινώνουν. Χρειάζεται οι γονείς να δώσουν αυτό το χρόνο και να του δείξουν ότι θα είναι εκεί όταν θα είναι έτοιμο να ανοίξει τα συναισθήματά του. Τη συναισθηματική έκφραση του παιδιού μπορούν να διευκολύνουν οι γονείς όταν οι ίδιοι εκφράζουν τα δικά τους συναισθήματα, επιτρέποντας με αυτό τον τρόπο και ενθαρρύνοντας το παιδί να κάνει το ίδιο.