Κατ’ αντιπαράσταση εξετάστηκαν από την 3η τακτική ανακρίτρια οι δύο κατηγορούμενοι για τη δολοφονία του συγγραφέα Μένη Κουμανταρέα, μετά από αίτημα του 29χρονου κατηγορουμένου.
Σύμφωνα με πληροφορίες, οι δύο κατηγορούμενοι επανέλαβαν όσα είχαν υποστηρίξει και στις απολογίες τους για το τι συνέβη το βράδυ της 5ης Δεκεμβρίου στο διαμέρισμα του συγγραφέα.
Στην απολογία του ο 29χρονος είχε υποστηρίξει ότι ο συγκατηγορούμενός του εκείνο το βράδυ χτύπησε πολλές φορές τον συγγραφέα στην είσοδο της πολυκατοικίας του, όταν του ζήτησε να του δώσει χρήματα και ο Μένης Κουμανταρέας αρνήθηκε να του τα δώσει. Μάλιστα, όπως είπε, τον χτύπησε έξω από το ασανσέρ, σε σημείο που δεν φαινόταν από τον δρόμο, με αποτέλεσμα το θύμα να λιποθυμήσει.
Ενώπιον της ανακρίτριας, ο κατηγορούμενος φέρεται να αναπαράστησε τα όσα συνέβησαν μπροστά από το ασανσέρ, ισχυριζόμενος ότι ο συγκατηγορούμενός του έβαλε τα γόνατά του στο λαιμό και στο στήθος του πεσμένου θύματος, και συνέχισε να τον χτυπάει με γροθιές στο πρόσωπο.
Από την πλευρά του ο 26χρονος συγκατηγορούμενός του απολογούμενος στην ανακρίτρια υποστήριξε ότι λάτρευε τον συγγραφέα που τον είχε σαν πατέρα του και πως δεν θα του έκανε ποτέ κακό.
Ωστόσο, ενώπιον των αστυνομικών αρχών φέρεται να είχε πει ότι διαπληκτίστηκε με τον συγγραφέα.
«Εκείνος όμως συνέχιζε να φωνάζει και εγώ τσαντίστηκα και τον έσπρωξα με το ένα μου χέρι. Δεν ήθελα να του κάνω κανένα κακό, ούτε τον χτύπησα. Ο Μένης έπεσε δίπλα από μία πολυθρόνα και τον άκουσα που έβγαλε ένα βογγητό σαν "αχ". Έμεινε εκεί πεσμένος και δεν τον είδα να σηκώνεται. Τότε εγώ τσαντισμένος, είπα στον συγκατηγορούμενό μου να φύγουμε και βγήκαμε από το διαμέρισμα. Δεν έψαξα τίποτα και δεν πήρα χρήματα ή κοσμήματα που μου λέτε», φέρεται να είχε πει στην αστυνομία.