Για σημαντική διαπραγματευτική επιτυχία έκανε λόγο ο πρωθυπουργός, Αλ. Τσίπρας, σε διάγγελμά του για την απόφαση του Eurogroup, σημειώνοντας πάντως ότι «χθες κερδίσαμε μια μάχη, όμως όχι και τον πόλεμο».
«Χθες κάναμε ένα αποφασιστικό βήμα, αφήνοντας πίσω μας τη λιτότητα, τα μνημόνια και την τρόικα. Ένα αποφασιστικό βήμα για αλλαγή πορείας εντός της Ευρωζώνης», τόνισε ο Πρωθυπουργός. Επεσήμανε ωστόσο ότι η διαπραγμάτευση δεν τελείωσε χθες, αλλά αντίθετα τώρα μπαίνει στο πιο ουσιαστικό στάδιο «μέχρι την οριστική συμφωνία μετάβασης από τη πολιτική των μνημονίων της καταστροφής στη πολιτική της ανάπτυξης και της απασχόλησης».
Κάνοντας ειδικότερα μία αποτίμηση του χθεσινού κοινού ανακοινωθέντος, ο κ. Τσίπρας τόνισε ότι αυτό αποτελεί μια κατ’ αρχήν συμφωνία-πλαίσιο, η οποία γεφυρώνει το χρόνο ανάμεσα στο μνημόνιο και στο σχέδιο της κυβέρνησης για την ανάπτυξη. «Είναι μια συμφωνία που ακυρώνει στην πράξη τις δεσμεύσεις της προηγούμενης κυβέρνησης για περικοπές σε μισθούς και συντάξεις, για απολύσεις εργαζομένων στο δημόσιο, για αυξήσεις στο ΦΠΑ», είπε. Παράλληλα, τόνισε, δημιουργείται το θεσμικό πλαίσιο για την εφαρμογή μίας σειράς μεταρρυθμίσεων που αφορούν την πάταξη της διαφθοράς και της φοροδιαφυγής, τη μεταρρύθμιση του κράτους, αλλά και την ανάσχεση της ανθρωπιστικής κρίσης.
«Πριν περίπου είκοσι μέρες, παραλάβαμε μια χώρα στο χείλος του γκρεμού, με άδεια ταμεία και με έλλειμμα ρευστότητας. Και ταυτόχρονα παγιδευμένη σε ένα εσκεμμένα ασφυκτικό χρονοδιάγραμμα, γιατί κάποιοι σχεδίαζαν το σενάριο της αντιμνημονιακής παρένθεσης. Χθες ακυρώσαμε τα σχέδιά τους», συμπλήρωσε ο Πρωθυπουργός, προσθέτοντας ότι η κυβέρνηση απέτρεψε το σχέδιο «των τυφλών, συντηρητικών δυνάμεων να προκαλέσουν ασφυξία στην Ελλάδα στις 28 Φεβρουαρίου».
Χαρακτήρισε ακόμη την χθεσινή μέρα πιο σημαντική για την Ευρώπη από ό,τι είναι για την Ελλάδα, αφού αποδείχθηκε ότι η Ε.Ε. αποτελεί πεδίο διαπραγμάτευσης και όχι πεδίο εξόντωσης και τυφλής τιμωρίας.
Ευχαρίστησε δε τον ελληνικό λαό «που στη συντριπτική του πλειοψηφία στάθηκε στο πλευρό της κυβέρνησης», κάτι το οποίο, όπως είπε, αποτέλεσε «το πιο ισχυρό διαπραγματευτικό μας όπλο».