Τα στοιχεία τα οποία οδήγησαν αμερικανούς αξιωματούχους στο να κατηγορήσουν τη Βόρεια Κορέα για την καταστροφική επίθεση εναντίον της Sony Pictures Entertainment ανάγονται στο 2010- όταν η NSA είχε επιχειρήσει να παραβιάσει τα συστήματα υπολογιστών της χώρας, η οποία θεωρείται ως ένας από τους πιο «σκληρούς στόχους» που υπάρχουν στον πλανήτη.
Όπως αναφέρεται σε σχετικό δημοσίευμα των New York Times, το οποίο επικαλείται έγγραφο που είδε το φως της δημοσιότητας στο πλαίσιο της υπόθεσης Σνόουντεν (το γερμανικό περιοδικό Spiegel δημοσίευσε νέο «πακέτο»), η αμερικανική υπηρεσία, λόγω ανησυχιών σχετικά με τις αυξανόμενες δυνατότητες κυβερνοπολέμου της Βόρειας Κορέας, διείσδυσε στα κινεζικά δίκτυα που συνδέουν την απομονωμένη χώρα με τον έξω κόσμο, παρακολούθησε συνδέσεις στη Μαλαισία που προτιμώνται από τους βορειοκορεάτες χάκερ και «τρύπωσε» απευθείας στη χώρα με τη βοήθεια της Νότιας Κορέας και άλλων συμμάχων.
Το πρόγραμμα επεκτάθηκε σε μία φιλόδοξη προσπάθεια εγκατάστασης κακόβουλου λογισμικού (malware) το οποίο θα είχε στόχο την παρακολούθηση της λειτουργίας πολλών υπολογιστών και δικτύων που χρησιμοποιούνται από χάκερ της Βόρειας Κορέας: σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Νότιας Κορέας η εν λόγω δύναμη αριθμεί περίπου 6.000 άτομα. Οι περισσότεροι βρίσκονται υπό την αιγίδα της κεντρικής υπηρεσίας πληροφοριών της χώρας και του αποκαλούμενου «Γραφείου 121», που ειδικεύεται σε θέματα hacking και διατηρεί ένα «μεγάλο φυλάκιο» στην Κίνα.
Όπως αναφέρεται στο δημοσίευμα, τα στοιχεία που συγκεντρώθηκαν μέσω αυτών των μέσων έπαιξαν μεγάλο ρόλο στο να πειστεί ο πρόεδρος Ομπάμα να κατηγορήσει την κυβέρνηση του Κιμ Γιονγκ Ουν για τις επιθέσεις στη Sony, σύμφωνα με αξιωματούχους που μίλησαν υπό καθεστώς ανωνυμίας.
Η απόφαση του Ομπάμα να κατηγορήσει απευθείας τη Βόρεια Κορέα για μια καταστροφική επίθεση τέτοιας έκτασης ήταν ιδιαίτερα ασυνήθιστη, καθώς στο παρελθόν οι ΗΠΑ δεν έχουν κατηγορήσει άμεσα άλλες κυβερνήσεις. Ωστόσο, σε αυτή την περίπτωση «δεν είχε αμφιβολίες», σύμφωνα με αμερικανό αξιωματούχο.
Εδώ και μια δεκαετία περίπου, οι ΗΠΑ τοποθετούν «beacons» (φάρους/ σημαδούρες) για τη χαρτογράφηση δικτύων υπολογιστών, μαζί με λογισμικό παρακολούθησης και κάποιες φορές ακόμα και καταστροφικό malware στα συστήματα ξένων αντιπάλων. «Η κυβέρνηση δαπανά δισεκατομμύρια δολάρια στην τεχνολογία αυτή, η οποία ήταν κρίσιμη όσον αφορά στις αμερικανικές και ισραηλινές κυβερνοεπιθέσεις εναντίον του πυρηνικού προγράμματος του Ιράν, και αρχεία τα οποία διέρρευσε ο Έντουαρντ Σνόουντεν, πρώην εργαζόμενος της NSA, επέδειξαν πόσο εκτεταμένα έχουν χρησιμοποιηθεί εναντίον της Κίνας» σημειώνουν οι NY Times. Ωστόσο, λόγω φόβων για έκθεση των μεθόδων που χρησιμοποιήθηκαν εναντίον μιας χώρας που παραμένει «μαύρη τρύπα» όσον αφορά στη συλλογή πληροφοριών, οι αμερικανοί αξιωματούχοι τείνουν να αποφεύγουν να σχολιάσουν τον ρόλο της τεχνολογίας που ήταν κομβικής σημασίας όσον αφορά στην εκτίμηση της Ουάσιγκτον πως η βορειοκορεατική κυβέρνηση είχε διατάξει την επίθεση στη Sony.
Ωστόσο, σε κάθε περίπτωση, η εκτεταμένη αμερικανική διείσδυση στα βορειοκορεατικά συστήματα εγείρει ερωτήματα σχετικά με το για ποιον λόγο οι ΗΠΑ δεν μπόρεσαν να ενημερώσουν έγκαιρα τη Sony ενώ οι επιθέσεις προετοιμάζονταν, ακόμα και από τη στιγμή που η Βόρεια Κορέα είχε ήδη απειλήσει ότι η κυκλοφορία του «The Interview» (κωμωδία γύρω από ένα υποθετικό σχέδιο της CIA για τη δολοφονία του Κιμ Γιονγκ Ουν) θα αποτελούσε «πράξη πολέμου».