Ο μεγάλος «τραγικός» του 20ου αιώνα Σάμουελ Μπέκετ (Νόμπελ Λογοτεχνίας 1969) γεννήθηκε στις 13 Απρίλη του 1906 στο Φοξρόκ, νότια του Δουβλίνου.
Λέγεται ότι το έργο του είναι ιδιαίτερα ερμητικό και στοχαστικό, έτσι όπως μ' ένα σχεδόν απλοϊκό κείμενο μιλάει για ένα αδυσώπητο βούλιαγμα σε κάποια μορφή ανυπαρξίας, για αλλεπάλληλα αισθήματα αβεβαιότητας, για ατέρμονες αναμονές.
Κι όμως η ομορφιά των κειμένων του βασίζεται στο ότι αντιμετωπίζει με το πιο λιτό, ακραίο χιούμορ τα σοβαρότερα πράγματα και με την πλέον αριστοκρατική σοβαρότητα τις κατά τεκμήριο αστειότερες καταστάσεις.
Στο αριστούργημά του «Περιμένοντας τον Γκοντό» ο χρόνος ορίζεται «στο τέλος αυτού του αιώνα και στην αρχή του επόμενου», και παραπέμπει σε μια no mans land, έπειτα από κάποια αόρατη -προσωπική ή συλλογική- καταστροφή.
Ο τίτλος του έργου έχει καθιερωθεί ως σύμβολο του σταθερά απόντος αλλά αιωνίως αναμενόμενου προσώπου ή πράγματος, και ως μεταφορά της απελπισμένης, μάταιης αναμονής ή αναβλητικότητας.
Οι δύο ήρωες περιμένουν τον κύριο Γκοντό που «... σήμερα δεν ήρθε, αλλά αύριο οπωσδήποτε θα 'ρθει...».
«Αυτό που απομένει είναι η ώθηση προς την αλήθεια της ύπαρξής μας: την επώδυνη αναγκαιότητα να παραμείνουμε ορατοί. "Πες του ότι μας είδες" λέει ο Ντίντι στον αγγελιαφόρο του Γκοντό. Να γίνουμε αντιληπτοί, να ακουστούμε, από έναν Γκοντό, ο ένας από τον άλλο και, στο σκοτάδι, από τον ίδιο μας τον εαυτό: αυτό αποτελεί μια υποχρέωση, μια μοίρα και, τελικά, μια ιστορία» γράφει ο Ρίτσαρντ Γκίλμαν στο βιβλίο του «The Making of Modern Drama».