Τι απαντά ο ΣΥΡΙΖΑ στο ΥΠΟΙΚ για το πρόγραμμα που παρουσίασε ο Αλ. Τσίπρας

Τετάρτη, 17 Σεπτεμβρίου 2014 14:21
UPD:14:31
FOSPHOTOS /Panayiotis Tzamaros
A- A A+

Η κυβέρνηση διαπραγματεύεται μόνο για το χρόνο εφαρμογής και τη δοσολογία του προγράμματος, πιστεύειμε όλη της τη δύναμη στη συνταγή του Μνημονίου, σημειώνει ο υπεύθυνος Οικονομικών του ΣΥΡΙΖΑ Ευκλείδης Τσακαλώτος, ο οποίος απαντά στο υπουργείο Οικονομικών, που χαρακτήρισε λάθος συνταγή το πρόγραμμα που παρουσίασε ο Αλέξης Τσίπρας στη ΔΕΘ.

Ο κ. Τσακαλώτος τονίζει πως ουσιαστική διαπραγμάτευση μπορεί να γίνει μόνο από μια πολιτική δύναμη που διαθέτει διαφορετική ανάλυση, άλλες προτεραιότητες και εν τέλει ένα εναλλακτικό πρόγραμμα για το πώς θα βγούμε από την κρίση.

Όπως λέει, τα βασικά σημεία ενός τέτοιου προγράμματος παρουσίασε ο Πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ, ενώ τονίζει πως «το λόγο πια οφείλει να έχει ο λαός».

Η απάντηση του Ευ. Τσακαλώτου

Η ανακοίνωση της κυβέρνησης σχετικά με την ομιλία του Προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ, Αλ. Τσίπρα, στηρίζεται σε δύο βασικές παραδοχές.

Η πρώτη είναι ότι η Ελλάδα για χρόνια κατανάλωνε περισσότερα από όσα παρήγαγε κι άρα σωστά η ασκούμενη πολιτική έχει ως στόχο τη μείωση της κατανάλωσης.

Η δεύτερη παραδοχή είναι ότι οποιαδήποτε άλλη στρατηγική θα είχε και μεγάλο κόστος και θα ήταν αναποτελεσματική.

Με λίγα λόγια, καλώς ήρθαν τα Μνημόνια και καλώς συνεχίζεται η εφαρμογή τους. Τα περί «σκισίματος» του μνημονίου και «εξόδου» από αυτό είναι προφανές ότι πάνε στον κάλαθο των αχρήστων.

Ισχυρίζεται η κυβέρνηση ότι τα προβλήματα της Ελλάδας πριν την κρίση συνδέονταν με την παραγωγή και όχι με την ζήτηση και άρα τώρα οι πολιτικές ζήτησης θα ήταν αναποτελεσματικές. Εδώ υπάρχει μια προφανής λογική ανακολουθία. Η Αριστερά επίσης πιστεύει ότι τα προβλήματα της Ελλάδας είναι διαρθρωτικά, αν και προτείνει ένα πολύ διαφορετικό σύνολο μέτρων για την αναγκαία παραγωγική ανασυγκρότηση. Αλλά πώς θα μπορούσαμε να είμαστε αδιάφοροι για τη ζήτηση, όταν τα στοιχεία δείχνουν τη μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος κατά 25% και μια ανεργία που πλησιάζει το 30%;

Αλήθεια, έχει περπατήσει τελευταία ο κ. Σαμαράς σε έναν εμπορικό δρόμο, έχει δει πόσα μαγαζιά έχουν κλείσει και πόσοι λίγοι καταναλωτές πράγματι αγοράζουν προϊόντα σε όσα έχουν μείνει ανοιχτά;

Αγνοεί το γεγονός ότι οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις δεν θέλουν να πάρουν νέα δάνεια για επενδύσεις ή πολύ περισσότερο να προσλάβουν εργαζόμενους επειδή δεν αναμένουν αύξηση του τζίρου τους σε αυτή την κατάσταση;

Το γεγονός ότι η κατανάλωση στην Ελλάδα ως ποσοστό του ΑΕΠ παραμένει υψηλότερη από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, που είναι το βασικό επιχείρημα της κυβέρνησης, δεν μπορεί να ακυρώσει τη σημασία της ζήτησης. Η κατανάλωση παραμένει υψηλή ως ποσοστό του ΑΕΠ επειδή αυτό κάνει ο κόσμος σε μια τόσο μεγάλη κρίση – προσπαθεί να διατηρήσει την κατανάλωσή του σε βάρος των αποταμιεύσεων (που είναι σήμερα αρνητικές). Βεβαίως οι επενδύσεις είναι χαμηλές, αλλά θα έρθουν ως αποτέλεσμα της ανάπτυξης. Και δεν μπορεί να υπάρξει ανάπτυξη όταν ακολουθείς πολιτικές λιτότητας, όταν πρέπει να επιτυγχάνεις τεράστια πρωτογενή πλεονάσματα – που αφαιρούν πόρους από την οικονομία – και όταν προσπαθείς να μειώσεις την κατανάλωση του ιδιωτικού τομέα. Όταν οι πολίτες και οι επιχειρήσεις προσπαθούν να αυξήσουν τις αποταμιεύσεις τους για να μειώσουν τα χρέη τους και το κράτος κάνει ταυτόχρονα το ίδιο, τότε το μοναδικό αποτέλεσμα είναι η μείωση των εισοδημάτων χωρίς να αυξάνονται οι αποταμιεύσεις ως ποσοστό του ΑΕΠ. Επειδή δεν υπάρχει κανένα σημάδι ότι αυτή η κυβέρνηση μαθαίνει κάτι από την εμπειρία του παρελθόντος, συνεχώς θα επιδιώκει τη μείωση της κατανάλωσης όταν οι πολιτικές της δεν αποδίδουν τα αναμενόμενα.

Σε αυτή την κατάσταση, η μόνη λογική απάντηση από μια κυβέρνηση που κατανοεί τα οικονομικά της ύφεσης θα ήταν να μην προσπαθήσει να αυξήσει τις αποταμιεύσεις της αλλά αντίθετα να αυξηθούν οι κρατικές δαπάνες ως ποσοστό του ΑΕΠ! Η αύξηση αυτή δεν χρειάζεται να είναι μόνιμη - είναι διαφορετική συζήτηση το βέλτιστο μέγεθος του κρατικού τομέα - αλλά το βασικό ζήτημα είναι ότι σε μεγάλες υφέσεις μόνο η κυβέρνηση μπορεί να σπάσει τους φαύλους κύκλους που δημιουργούνται. Οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις χρειάζονται – διαφορετικές από αυτές της κυβέρνησης – αλλά δεν μπορούμε να περιμένουμε πότε θα απαντήσει η αγορά. Δεν συνέβη κάτι τέτοιο στη Μεγάλη Κρίση του ’30, δεν συμβαίνει και σήμερα. Πρέπει να επανεκκινήσουμε την οικονομία έτσι ώστε οι πολίτες να αισθάνονται μια ελπίδα για ανάκαμψη, πρέπει να δημιουργήσουμε θέσεις εργασίας για να έρθουν οι επενδύσεις (κι όχι αντίστροφα) και προπαντός πρέπει να απομακρυνθεί ο φόβος, που είναι ο μεγαλύτερος εχθρός των επενδύσεων.

Η επίθεση του Υπ. Οικονομικών στην πρόταση για αύξηση του κατώτατου μισθού είναι ενδεικτική για τη συνολική προσέγγιση της κυβέρνησης – ελπίζει ότι οι μισθοί θα μειωθούν τόσο πολύ ώστε να ανταγωνιζόμαστε τη Βουλγαρία ή οποιαδήποτε άλλη αναπτυσσόμενη χώρα. Τουλάχιστον έγινε ξεκάθαρο ότι το μόνο ενδιαφέρον που δείχνει το Υπουργείο είναι για την εξωτερική ζήτηση, κάτι δύσκολο στις τωρινές συνθήκες που η ευρωζώνη ξαναμπαίνει σε ύφεση. Το μόνο σίγουρο είναι ότι δεν περιλαμβάνεται στα σχέδιά του η κατανάλωση των Ελλήνων πολιτών. Δεν μπορεί να κατανοήσει επίσης, ότι με μια τόσο μεγάλη μείωση της ζήτησης η αύξηση του κατώτατου μισθού θα βοηθήσει τα ελληνικά προϊόντα και τις υπηρεσίες με πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα στην οικονομία και τα φορολογικά έσοδα.

Αυτή η επίθεση στους μισθούς, δείχνει όμως και τη μεγάλη διαφορά της προσέγγισης του ΣΥΡΙΖΑ με εκείνη της κυβέρνησης. Η κυβέρνηση περιμένει τα πάντα από την αγορά. Ο Αλέξης Τσίπρας στην ομιλία του κάλεσε σε συστράτευση όλους τους πολίτες και όλους τους φορείς της χώρας. Έχοντας επίγνωση για το βάθος της ύφεσης και της ανθρωπιστικής κρίσης, κατανοούμε ότι και ο ιδιωτικός και ο δημόσιος και ο κοινωνικός τομέας πρέπει να κινητοποιηθούν για να αντιστρέψουμε αυτή την κατάσταση.

Στα θέματα της κοστολόγησης, θα περίμενε κανείς η κυβέρνηση να είναι τουλάχιστον πιο προσεκτική. Αλλά η προχειρότητα με την οποία αντιμετωπίζει τα περισσότερα ζητήματα – όπως με τις συνεχείς αλλαγές στον ΕΝΦΙΑ – φαίνεται να αποτελεί πια μόνιμο χαρακτηριστικό.

Πιο συγκεκριμένα, αναφέρεται στο κόστος των 4 δισ. για την αύξηση του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων, το οποίο δήθεν ξέχασε να κοστολογήσει ο ΣΥΡΙΖΑ. Αν διάβαζαν άλλη μια φορά την ομιλία του Αλ. Τσίπρα, θα έβλεπαν ότι το ζήτημα αυτό τέθηκε από τον Πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ ως αντικείμενο διαπραγμάτευσης και όχι ως άμεσο μέτρο του Εθνικού Σχεδίου Ανασυγκρότησης.

Ας σταθούμε για λίγο στις λαθροχειρίες ή ακόμα και στα προφανή λάθη του κειμένου του Υπουργείου. Σημειώνουμε, ενδεικτικά, ότι η κυβέρνηση κοστολογεί τη μείωση του ΕΦΚ στο πετρέλαιο θέρμανσης σε 250 εκατ. €, όταν το ίδιο έχει παλαιότερα παραδεχτεί ότι τα έσοδα μειώθηκαν όταν αυξήθηκε ο φόρος. Φαίνεται ότι για τον κ. Σαμαρά, το πετρέλαιο θέρμανσης είναι ένα προϊόν που είτε αυξάνουμε ή μειώνουμε την τιμή του, τα δημόσια έσοδα πάντα θα μειώνονται. Επίσης, όταν αυθαίρετα προσπαθούν να εντοπίσουν τις πηγές χρηματοδότησης των μέτρων του ΣΥΡΙΖΑ, μιλούν για φορολόγηση των επενδύσεων. Εξ όσων γνωρίζουμε, φορολογία επιβάλλεται στα κέρδη, όχι στις επενδύσεις. Όσο για τον ειρωνικό τόνο σε σχέση με τις προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ για τη φοροδιαφυγή, το μόνο που μπορεί κανείς να πει είναι ότι η κυβέρνηση διατηρεί την μοναδική κόκκινη γραμμή απέναντι στους δανειστές – δεν πρόκειται να κάνει τίποτα γι’ αυτό το θέμα.

Σε σχέση με το κόστος της διαχείρισης των κόκκινων δανείων, που το Υπουργείο ανεβάζει κατά €8 δισ, αξίζει να ειπωθούν τα εξής. Το Υπουργείο θεωρεί ότι οι προβλέψεις των τραπεζών – τα αποθέματα για πιθανές ζημιές από τα κόκκινα δάνεια- είναι λιγότερες, μάλλον γιατί υπολογίζει τις συγκεκριμένες προβλέψεις κι όχι τις γενικές. Το κυρίαρχο, όμως, δεν είναι αυτό. Η λογική για τις τράπεζες θα έπρεπε να ήταν να χρησιμοποιήσουν αυτές τις προβλέψεις εμπροσθοβαρώς για να μπορούν μετά να ξαναχτίσουν αποθέματα από τα δάνεια που θα εξυπηρετούνται. Και αυτό είναι πιο εύκολο να πραγματοποιηθεί καθώς η οικονομία θα βγαίνει από την ύφεση. Η λογική για το τι πρέπει να κάνει μια εναλλακτική κυβέρνηση είναι παρόμοια. Εμείς αντιτείνουμε ότι η εφαρμογή του προγράμματός μας, που προβλέπει τη διαγραφή μόνο των δανείων που πραγματικά δεν μπορούν να εξυπηρετηθούν, θα δώσει μια ώθηση μαζί με όλα τα άλλα μέτρα που προτείνουμε στην ανάπτυξη, με αποτέλεσμα το κόστος της διαχείρισης των κόκκινων δανείων να είναι πολύ μικρότερο, αφού σημαντικό μέρος των δανειοληπτών θα μπορούν να ανταποκρίνονται στις υποχρεώσεις τους. Αν αφεθεί η κατάσταση ως έχει με τα κόκκινα δάνεια, όπως θέλει η κυβέρνηση ή καλύτερα αν οι τράπεζες έχουν τον πρώτο και τελευταίο λόγο για τη διαχείριση αυτών των δανείων, τα πράγματα θα χειροτερεύουν και το κόστος θα αυξηθεί. Δεν βλέπουμε το λόγο γιατί δεν μπορεί η κυβέρνηση να συζητήσει εναλλακτικές προτάσεις για το χρηματοπιστωτικό σύστημα. Αφού κανένας δεν αμφισβητεί ότι τα κόκκινα δάνεια είναι ο βασικός παράγοντας που τροφοδοτεί την αστάθεια του τραπεζικού συστήματος, γιατί να μην χρησιμοποιηθούν τα κεφάλαια του ΤΧΣ για τη λύση του προβλήματος; Γιατί δεν θα ήταν καλή ιδέα, όπως πιστεύουν και πολλοί συστημικοί παράγοντες, να μετατραπεί το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων σε Αναπτυξιακή Τράπεζα;

Προφανώς, πάντα θα υπάρχουν διαφορές για τις εκτιμήσεις του όποιου προγράμματος είτε από την πλευρά των εσόδων είτε από την πλευρά των δαπανών – πώς θα μπορούσαν να ήταν αλλιώς τα πράγματα όταν οι οικονομικές συνθήκες είναι τόσο ευμετάβλητες. Σημειώνουμε εδώ ότι το Υπ. Οικονομικών δεν θέλησε να αρπάξει την ευκαιρία που πρόσφερε η ομιλία του Αλ. Τσίπρα για να εμπλακεί σοβαρά σε μια συζήτηση για διαφορετικές πολιτικές στα προβλήματα που αντιμετωπίζει η χώρα. Ούτε βέβαια θεωρούμε σοβαρό το Υπ. Οικονομικών να απαντά στις εξαγγελίες, ούτε καν σε μια νομοθετική πρόταση, ενός κόμματος. Δυστυχώς, για μια ακόμα φορά το κράτος τίθεται στην εξυπηρέτηση των συμφερόντων ενός ή στην περίπτωσή μας δύο κομμάτων. Με θετικό πνεύμα, προτείνουμε τη συγκρότηση ενός ανεξάρτητου φορέα που θα κοστολογεί τις εκάστοτε προτάσεις των κομμάτων για την αναβάθμιση του δημοσίου διαλόγου.

Τέλος, υπάρχει στο κείμενο μια άμεση ή έμμεση απειλή, ότι αν εφαρμοστούν τα μέτρα που προτείνει ο ΣΥΡΙΖΑ οι αγορές θα αντιδράσουν με καταστροφικές συνέπειες για τη χώρα. Για μια ακόμα φορά προβάλλεται το επιχείρημα ότι οι αγορές είναι πάνω από τις κοινωνίες και τη δημοκρατία. Αλλά απ’ ό,τι φαίνεται η σημερινή κυβέρνηση συμμερίζεται την ανάλυση και τις προτεραιότητες των αγορών. Και οι αγορές, και οι πιστωτές και η κυβέρνηση θέλουν χαμηλούς μισθούς και μικρό κράτος. Γίνεται έτσι φανερό ότι έχοντας την ίδια ατζέντα, η κυβέρνηση διαπραγματεύεται μόνο για το χρόνο εφαρμογής και τη δοσολογία του προγράμματος. Πιστεύει, όπως φαίνεται σε αυτή την ανακοίνωση, με όλη της τη δύναμη στη συνταγή του Μνημονίου.

Προτεινόμενα για εσάς



Δημοφιλή