ΕΕ και ΗΠΑ δεν εμπλέκονται στρατιωτικά στην κρίση και το Κίεβο επισπεύδει τον συμβιβασμό. Η Ρωσία υπερασπίζεται τον κεντρικό της ρόλο στον πρώην σοβιετικό χώρο σε μία υπόθεση την οποία δεν θα μπορούσε να διαχειριστεί με τις ίδιες επιδόσεις σε βάθος χρόνου. Ο διευθυντής Ερευνών στο Ινστιτούτο Διεθνών Σχέσεων Δρ. Κωνσταντίνος Φίλης περιγράφει στο naftemporiki.gr τις συνθήκες που διαμορφώνονται στην ανατολική Ουκρανία.
Πώς αξιολογείτε τις προσδοκίες για εξομάλυνση στα σύνορα Ουκρανίας και Ρωσίας;
Ο διευθυντής Ερευνών στο Ινστιτούτο Διεθνών Σχέσεων Δρ. Κωνσταντίνος Φίλης αναλύει στο naftemporiki.gr τους παράγοντες οι οποίοι επιβάλλουν ως φυσιολογική εξέλιξη τον δρομολογούμενο συμβιβασμό στο μέτωπο της ανατολικής Ουκρανίας, αλλά την ίδια ώρα καθιστούν δύσκολη μία βιώσιμη λύση. Σχολιάζοντας το κλίμα των ημερών υπογραμμίζει: «Είμαστε μακριά από έναν Ψυχρό Πόλεμο».
Έχουν πράγματι δημιουργηθεί ελπίδες για εξομάλυνση από τη στιγμή που το προηγούμενο διάστημα η κατάσταση κλιμακώθηκε, φτάνοντας -θα έλεγα- σε ένα σημείο μηδέν, στο οποίο όλες οι πλευρές αντιλήφθηκαν ότι μόνο ζημιές έχουν να υποστούν από τη διατήρηση αυτών των ανώμαλων συνθηκών. Η πλευρά που φαίνεται να είναι η επισπεύδουσα σε ό,τι αφορά την εκεχειρία είναι η ουκρανική και αυτό διότι προέβη σε έναν λάθος υπολογισμό, όταν λίγο μετά την εκλογή του Ποροσένκο δημιούργησε ένα μομέντουμ υπέρ των δικών της συμφερόντων, με τις στρατιωτικές της δυνάμεις να ενισχύουν τις θέσεις τους στην ανατολική Ουκρανία. Όμως, εκείνη την περίοδο που θα μπορούσε να είχε επιδιώξει την εκεχειρία με πολύ καλύτερους όρους διαπραγμάτευσης για την ίδια. Επέλεξε ωστόσο να συνεχίσει τις στρατιωτικές επιχειρήσεις, εκτιμώντας ότι θα μπορούσε να εξουδετερώσει τους Ρωσόφωνους και να ανακαταλάβει όλες τις αντίστοιχες περιοχές. Αυτό δεν κατέστη εφικτό. Παρ’ όλες τις κυρώσεις σε βάρος της, γνωρίζοντας ότι η Δύση δεν επρόκειτο για προσφέρει κάποια ουσιαστική στρατιωτική στήριξη στις ουκρανικές δυνάμεις, η Ρωσία προσέφερε τη δική της στήριξη στους Ρωσόφωνους με αποτέλεσμα να διαφοροποιηθούν υπέρ των Ρωσόφωνων οι ισορροπίες στο πεδίο της μάχης, γεγονός που υποχρέωσε το Κίεβο να ζητήσει εκεχειρία, φοβούμενο όχι μόνο ότι δεν θα μπορούσε να ανακαταλάβει ορισμένες περιοχές, αλλά θα βρισκόταν υπό χειρότερες συνθήκες, διότι οι Ρωσόφωνοι είχαν αρχίσει να επεκτείνουν την επιρροή τους προσεγγίζοντας τη Μαριούπολη, μία περιοχή που αρχικά δεν βρισκόταν καν στο πεδίο δράσης τους.
Είστε σε θέση να προβλέψετε από εδώ και στο εξής τον βασικό κορμό μιας φόρμουλας συμβιβασμού;
Αν και εφόσον υπάρξει συμβιβασμός, μετά την κατάπαυση του πυρός (μένει να φανεί στην πράξη κατά πόσο αυτή θα τηρηθεί), το επόμενο βήμα θα είναι προφανώς μία διαπραγμάτευση μεταξύ της κυβέρνησης του Κιέβου και κάποιων από τους Ρωσόφωνους αυτονομιστές, γεγονός το οποίο όπως αντιλαμβάνεστε συνιστά σημαντική υποχώρηση για την Ουκρανία, δεδομένου ότι μέχρι πρότινος δεν αποδεχόταν κανενός είδους συζήτηση με αυτά τα στοιχεία. Αν και εφόσον φτάσουμε σε εκείνο το σημείο, το επόμενο βήμα θα είναι πλέον να συζητηθεί κατά πόσο η Ουκρανία θα πρέπει να προβεί σε μία συνταγματική μεταρρύθμιση, την οποία ζητούσε η Μόσχα από την αρχή της κρίσης και που σημαίνει διευρυμένη αυτονομία για τις περιοχές της ανατολικής και νοτιανατολικής Ουκρανίας στις οποίες είναι κυρίαρχο το ρωσόφωνο στοιχείο. Έπειτα, θα πρέπει να περιμένουμε προφανώς τον αφοπλισμό όλων των ένοπλων δυνάμεων οι οποίες βρίσκονται στην περιοχή, την αποχώρηση των ρωσικών δυνάμεων οι οποίες έχουν παρεισφρήσει σε αυτά τα στοιχεία και, απ’ ό,τι φαίνεται, υπάρχει και μία πρόθεση της Ουκρανίας να κλείσουν τα σύνορα για ένα χρονικό διάστημα. Σε κάθε περίπτωση, οφείλει να επισημάνει κανείς, ότι δεν είναι καθόλου εύκολο να έχουμε μία βιώσιμη λύση, καθώς αυτή συνεπάγεται θεαματικούς συμβιβασμούς από όλες τις εμπλεκόμενες πλευρές, τουλάχιστον με βάση τα τωρινά δεδομένα.
REUTERS/GLEB GARANICH
«Αν και εφόσον υπάρξει συμβιβασμός, μετά την κατάπαυση του πυρός (μένει να φανεί στην πράξη κατά πόσο αυτή θα τηρηθεί), το επόμενο βήμα θα είναι προφανώς μία διαπραγμάτευση μεταξύ της κυβέρνησης του Κιέβου και κάποιων από τους Ρωσόφωνους αυτονομιστές, γεγονός το οποίο όπως αντιλαμβάνεστε συνιστά σημαντική υποχώρηση για την Ουκρανία, δεδομένου ότι μέχρι πρότινος δεν αποδεχόταν κανενός είδους συζήτηση με αυτά τα στοιχεία».
Υπάρχουν αυτήν τη στιγμή οι προϋποθέσεις ώστε να υποστηρίξει κανείς ότι είναι σε εξέλιξη μία νέα έκδοση του Ψυχρού Πολέμου;
Υπάρχουν πολύ διαφορετικά χαρακτηριστικά της σημερινής εποχής με την αντίστοιχη του Ψυχρού Πολέμου. Από την άλλη πλευρά, υπάρχουν χώρες οι οποίες ανασύρουν ψυχροπολεμικές αντιλήψεις και εμμονές έναντι της Ρωσίας, όπως υπάρχουν και κύκλοι εντός της Ρωσίας οι οποίοι με τη σειρά τους ανασύρουν ανάλογες αντιλήψεις έναντι ορισμένων κρατών της Δύσης. Είμαστε μακριά από το σημείο όπου θα μπορούσε να πει κανείς ότι βρισκόμαστε σε μία ψυχροπολεμική κατάσταση, κυρίως επειδή η αλληλεξάρτηση συμφερόντων μεταξύ Ρωσίας και Δύσης είναι σήμερα πολύ μεγαλύτερη απ’ ό,τι ήταν την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου. Βεβαίως, επί Ψυχρού Πολέμου υπήρχε και μία μεγαλύτερη σταθερότητα σε μία σειρά περιοχών, την οποία δεν συναντάμε αυτήν τη στιγμή, υπό την έννοια ότι έως τώρα ο κίνδυνος της ανάλογης αντίδρασης από τη μία ή από την άλλη πλευρά και ο έλεγχος που αυτές ασκούσαν μέσω κρατών – δορυφόρων είχαν μία σημαντική επιρροή σε μία έστω επίπλαστη σταθερότητα η οποία επικρατούσε. Σε κάθε περίπτωση, οφείλει να επισημάνει κανείς επιπλέον ότι σήμερα, υπό μη ψυχροπολεμικές συνθήκες, η κατάσταση ως προς την παγκόσμια σταθερότητα είναι μάλλον δυσμενέστερη απ’ ό,τι ήταν επί Ψυχρού Πολέμου.
Σε επίπεδο κυρώσεων, ποιος θα λέγατε ότι μπορεί να πλήξει ποιον σε μεγαλύτερο βαθμό;
Δεν υπάρχουν νικητές και ηττημένοι σε αυτήν την υπόθεση. Για την ακρίβεια, υπάρχουν μόνο ζημιωμένοι. Από τη μία πλευρά, επηρεάζεται η θέση της Ρωσίας, η οικονομία της οποίας βρίσκεται σε κατάσταση ύφεσης και πλήττεται περαιτέρω καθώς εξαρτάται σημαντικά από τη ροή των ξένων κεφαλαίων –εξού και οι μειωμένες τραπεζικές συναλλαγές οι οποίες καταδεικνύουν μικρότερη οικονομική δραστηριότητα. Από την άλλη πλευρά, δεδομένου ότι οι ετήσιες οικονομικές συναλλαγές μεταξύ Ρωσίας και ΕΕ υπερβαίνουν τα 310 δις ευρώ, είναι προφανές ότι υπάρχει θέμα και για την ευρωπαϊκή οικονομία, αν συνεχιστεί αυτή η κρίση, εν μέσω κυρώσεων κ.ο.κ. Όλοι είναι ζημιωμένοι από αυτήν την υπόθεση και, νομίζω, η συνειδητοποίηση ακριβώς αυτής της κατάστασης είναι και ο κύριος λόγος που οδηγεί όλες τις πλευρές να βάλουν νερό στο κρασί τους και να φτάσουν σε μία λύση, όπως τουλάχιστον διαφαίνεται αυτήν τη στιγμή που συζητάμε.
Πάντως, όπως φαίνεται, η Ρωσία μέχρι τώρα μάλλον έχει κερδίσει τις εντυπώσεις αν όχι την ουσία σε αυτήν την υπόθεση.
Η Ρωσία έχει πράγματι κερδίσει τις εντυπώσεις. Απλώς, ο κίνδυνος για εκείνη είναι να πετύχει μία τακτική νίκη, αλλά να υποστεί μία μακροπρόθεσμη ήττα, από τη στιγμή που η οικονομία της είναι πολύ πιο ευάλωτη από της Δύσης. Άλλωστε, και σε επιχειρησιακό επίπεδο δεν μπορεί να αντεπεξέλθει στο πλαίσιο του στρατιωτικού ανταγωνισμού, πράγμα που αντιλαμβάνεται. Αν προσθέσει κανείς και τα μέτωπα στο εσωτερικό της, οδηγείται στο συμπέρασμα ότι η Ρωσία δεν έχει μεγάλα περιθώρια τακτικών ελιγμών. Από την άλλη πλευρά, θα πρέπει και η Δύση να αντιληφθεί ότι ο σοβιετικός χώρος είναι μια περιοχή στην οποία η Ρωσία -λόγω ιστορίας, παράδοσης και γεωγραφίας- έχει τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο.
ΒΑΣΙΛΗΣ ΚΩΣΤΟΥΛΑΣ
[email protected]
@VasKostoulas