Ένα από τα μεγάλα πλεονεκτήματα της εποχής των social media είναι η δημιουργία μίας τεράστιας «δημόσιας σφαίρας», στην οποία διευκολύνεται η ανταλλαγή απόψεων και η πολυφωνία για κάθε θέμα που απασχολεί τους πολίτες. Ωστόσο, σύμφωνα με μελέτη του Pew Research Center, ίσως τελικά το συγκεκριμένο πλεονέκτημα να αρχίζει να χάνει έδαφος- ή ίσως και να μην ήταν τόσο μεγάλο εξαρχής.
Μελέτες πάνω στην επικοινωνία κατά την εποχή πριν το Ίντερνετ είχαν υποδείξει μία τάση των ανθρώπων (την αποκαλούμενη «σπειροειδή γραμμή της σιωπής»- «spiral of silence») να μη μιλούν για θέματα πολιτικής δημοσίως, ή ακόμα και μεταξύ των μελών της οικογένειάς τους, των φίλων τους και των συναδέλφων τους, εάν θεωρούσαν ότι την άποψή τους δεν τη συμμερίζονται άλλοι. Η ελπίδα πολλών υποστηρικτών των κοινωνικών δικτύων ήταν ότι πλατφόρμες όπως το Facebook και το Twitter θα ήταν σε θέση να παράγουν πολλαπλά «σημεία» συζητήσεων, όπου αυτοί με μη δημοφιλείς απόψεις θα ένιωθαν ελεύθεροι να εκφραστούν, διευρύνοντας το φάσμα της συζήτησης περί πολιτικών ζητημάτων.
Για τους σκοπούς της έρευνας εξετάστηκε ένα δείγμα 1.801 ενηλίκων, επικεντρώνοντας στο θέμα των αποκαλύψεων του Έντουαρντ Σνόουντεν για τις ηλεκτρονικής παρακολουθήσεις. Όπως αναφέρεται σχετικά, «επιλέξαμε αυτό το ζήτημα επειδή σε άλλες μελέτες του Pew Research Center εκείνη την περίοδο φάνηκε ότι οι Αμερικανοί ήταν διχασμένοι όσον αφορά στο αν οι διαρροές του εργαζομένου της NSA για τις παρακολουθήσεις ήταν δικαιολογημένες και το αν η ίδια η πολιτική σχετικά με τις παρακολουθήσεις ήταν καλή ή κακή ιδέα. Για παράδειγμα, το Pew Research διαπίστωσε σε μία έρευνα ότι το 44% εκτιμούν ότι η δημοσίευση απορρήτων πληροφοριών βλάπτει το δημόσιο συμφέρον ενώ το 49% θεωρούν ότι το εξυπηρετεί».
Η εν λόγω έρευνα ασχολήθηκε με τις απόψεις του κοινού σχετικά με τις διαρροές του Σνόουντεν, την προθυμία τους να μιλήσουν για τις αποκαλύψεις σε προσωπικό και online επίπεδο και τις αντιλήψεις τους σχετικά με τις απόψεις των γύρω τους σε μία ποικιλία online και offline πλαισίων.
Τα αποτελέσματα της έρευνας χαρακτηρίζονται ως αρκετά ενδιαφέροντα:
-Οι άνθρωποι ήταν λιγότερο πρόθυμοι να συζητήσουν την υπόθεση στα social media από ό,τι πρόσωπο με πρόσωπο: Το 86% των Αμερικανών παρουσιάζονταν πρόθυμοι να προβούν σε συζήτηση για το πρόγραμμα παρακολούθησης «ζωντανά», αλλά μόλις το 42% των χρηστών του Facebook και του Twitter ήταν πρόθυμοι να κάνουν σχετικές δημοσιεύσεις σε αυτές τις πλατφόρμες.
-Τα κοινωνικά δίκτυα δεν παρείχαν μία εναλλακτική πλατφόρμα συζητήσεων για αυτούς που δεν ήθελαν να συζητήσουν την υπόθεση: από το 14% των Αμερικανών που δεν επιθυμούσαν να συζητήσουν την υπόθεση με άλλους, μόνο το 0,3% ήταν πρόθυμοι να κάνουν δημοσιεύσεις στα social media.
-Τόσο σε προσωπικό όσο και σε online επίπεδο, οι χρήστες ήταν πιο πρόθυμοι να εκφράσουν τις απόψεις τους εάν θεωρούσαν ότι το κοινό συμφωνούσε μαζί τους. Για παράδειγμα, στη δουλειά, αυτοί που ένιωθαν ότι οι συνεργάτες τους συμφωνούσαν με την άποψή τους ήταν τρεις φορές πιο πιθανό να πουν ότι θα συμμετείχαν σε μια συζήτηση στον χώρο εργασίας σχετικά με την υπόθεση Σνόουντεν.
-Προηγούμενα πορίσματα περί της «σπείροειδούς γραμμής της σιωπής», σχετικά με την προθυμία των ατόμων να μιλούν υπό διάφορες συνθήκες φαίνεται να ισχύουν και για τους χρήστες των social media. Αυτοί που χρησιμοποιούν το Facebook ήταν πιθανότερο να μοιραστούν τις απόψεις τους εάν θεωρούσαν ότι οι «followers»/ φίλοι τους συμφωνούσαν μαζί τους. Εάν κάποιος πίστευε ότι οι άνθρωποι στο Facebook συμφωνούσαν με την άποψή τους πάνω στο θέμα, ήταν δύο φορές πιο πιθανό να συμμετέχουν σε σχετική συζήτηση στο κοινωνικό δίκτυο.
-Οι χρήστες του Facebook και του Twitter ήταν λιγότερο πιθανό να μοιραστούν τις απόψεις τους σε πολλές περιπτώσεις πρόσωπο με πρόσωπο επαφής. Αυτό φάνηκε να ισχύει ακόμα περισσότερο εάν οι συγκεκριμένοι χρήστες θεωρούσαν ότι οι φίλοι τους στο Facebook ή οι followers στο Twitter δεν συμφωνούσαν με την άποψή τους. Εάν θεωρούσαν ότι οι online φίλοι τους συμφωνούσαν με τις απόψεις τους, τότε η προθυμία να συζητήσουν «ζωντανά» ήταν μεγαλύτερη.
Συνολικά, η έρευνα υπέδειξε ότι, στην υπόθεση Σνόουντεν, τα κοινωνικά δίκτυα δεν παρείχαν νέα «φόρουμ» συζητήσεων για αυτούς που υπό άλλες συνθήκες θα παρέμεναν σιωπηλοί, μη εκφράζοντας τις απόψεις τους και συμμετέχοντας σε διάλογο. Επίσης, εάν οι χρήστες θεωρούσαν ότι οι φίλοι και followers τους στα social media διαφωνούσαν μαζί τους, ήταν λιγότερο πιθανό να δηλώσουν ότι θα μοιράζονταν τις απόψεις τους πάνω στην υπόθεση Σνόουντεν online ή και υπό άλλες συνθήκες- όπως σε συναντήσεις με φίλους, γείτονες και συναδέλφους.
«Αυτό υποδεικνύει ότι μία ʽσπειροειδής γραμμή της σιωπήςʼ μπορεί να μεταδοθεί από online πλαίσια σε διαπροσωπικά/ ζωντανά πλαίσια, αν και τα δεδομένα μας δεν μπορούν να υποδείξουν κατηγορηματικά αυτή την αιτιότητα. Επίσης, θα μπορούσε να σημαίνει ότι η ευρεία αντίληψη που έχουν οι χρήστες των social media για τα δίκτυά τους μπορεί να τους κάνει πιο διστακτικούς στο να εκφραστούν επειδή είναι ʽσυντονισμένοιʼ με τις απόψεις των γύρω τους» αναφέρεται στην έρευνα.