Λεϊλά Ζανά. 43 ετών, τιμημένη με το Βραβείο Ζαχάροφ της Ευρωβουλής. Μετά από δέκα χρόνια στις τουρκικές φυλακές, αφέθηκε χθες ελεύθερη http://www.naftemporiki.gr/news/static/04/06/09/922471.htm . Ας όψεται η εικόνα και τα συμφέροντα της Αγκυρας, ιδίως αναφορικά με τις επιδιώξεις της για ένταξη στην Ε.Ε.
Η Λεϊλά ποτέ δεν φανταζόταν ότι θα γινόταν σύμβολο του κουρδικού αγώνα.
Παιδί μιας κουρδικής οικογένειας με παραδοσιακές αντιλήψεις, εγκαταλείπει το σχολείο και γίνεται μητέρα στα 15 της.
Ο σύζυγός της, Μέχντι Ζανά, δήμαρχος του Ντιγιάρμπακιρ και κούρδος ακτιβιστής, γίνεται ο πυγμαλίωνά της.
Οταν μετά το στρατιωτικό πραξικόπημα στην Τουρκία το 1980, ο Μέχντι φυλακίζεται, η Ζανά θα ευαισθητοποιηθεί για τη μοίρα των ομοεθνών της, λαμβάνει τα κατάλληλα εφόδια με την εξ αποστάσεως εκπαίδευση, και προσλαμβάνεται σε μια τοπική φιλοκουρδική εφημερίδα.
Το 1988 συλλαμβάνεται με την κατηγορία της υποκίνησης σε εξέγερση.
Τρία χρόνια αργότερα, είναι υποψήφια στις βουλευτικές εκλογές με ένα κεντροαριστερό κόμμα. Γίνεται η πρώτη βουλευτής κουρδικής καταγωγής στην Τουρκία.
Κατά την ορκωμοσία της εκφωνεί ένα λόγο στα κουρδικά: «Θα αγωνιστώ προκειμένου ο κουρδικός και ο τουρκικός λαός να μπορέσουν να ζήσουν μαζί ειρηνικά σε ένα δημοκρατικό πλαίσιο».
Η Ζανά προκαλεί το καθεστώς. Εμφανίζεται στο Κοινοβούλιο με μια κορδέλα στο κεφάλι με τα χρώματα του ΡΚΚ.
Η βουλευτική ασυλία θα την προστατεύσει από διώξεις μέχρι το 1994, όταν, προσχωρώντας στο παράνομο Δημοκρατικό Κόμμα (DEP), θα συλληφθεί και θα καταδικαστεί σε 15 έτη κάθειρξης, μαζί με τρεις άλλους πρώην βουλευτές.
Η διαδικασία με την οποία οι τέσσερις Κούρδοι κρίθηκαν ένοχοι, αμφισβητήθηκε από οργανώσεις προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και από την Ε.Ε. Ο εκπρόσωπος του αρμόδιου για τη διεύρυνση επίτροπου Γκίντερ Φερχόιγκεν, Ζαν-Κριστόφ Φιλορί, είχε χαρακτηρίσει τη Ζανά «πολιτική κρατούμενη» και όταν ρωτήθηκε για την πιθανότητα έναρξης ενταξιακών διαπραγματεύσεων με μία χώρα που έχει πολιτικούς κρατουμένους, απάντησε: «όχι».
Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για τα ανθρώπινα δικαιώματα καταδίκασε ομόφωνα το 2001 την Τουρκία για άδικη δίκη και ζήτησε την απελευθέρωση των κρατουμένων.
Υπό την διεθνή πίεση, η Τουρκία αποφάσισε να επανεξετάσει το ζήτημα, χωρίς να καταλήξει σε πρώτη φάση σε διαφορετική απόφαση από αυτή του 1994.
Στις 21 Απριλίου 2004, δεκατρείς μήνες αφότου άρχισε η νέα δίκη των τεσσάρων (Λεϊλά Ζανά και οι Χατίπ Ντίτσλε, Ορχάν Ντογάν και Σελίμ Σαντάκ), καταδικάστηκαν εκ νέου για σχέσεις με παράνομες οργανώσεις.
«Σθεναρά αποδοκίμασε» αυτή την ετυμηγορία ο κ. Φερχόιγκεν προειδοποιώντας ότι «δημιουργεί σοβαρές ανησυχίες υπό το φως των κριτηρίων της Κοπεγχάγης και σηματοδοτεί αρνητική εξέλιξη ως προς την εφαρμογή των πολιτικών μεταρρυθμίσεων στην Τουρκία».
«Απογοήτευση» είχε εκφράσει και ο επικεφαλής της αντιπροσωπείας του Ευρωκοινοβουλίου στη δίκη, Γιοόστ Λαγκεντάικ, ενώ για «ντροπή» και «προσβολή προς την Ε.Ε., που ζητεί εκδημοκρατισμό της Τουρκίας», είχε μιλήσει έξω από το δικαστήριο ο ευρωβουλευτής Λουίτζι Βίντσι, που χαρακτήρισε τα δικαστήρια κρατικής ασφαλείας «λείψανα του φασισμού».