Εκατό χρόνια -στις 2 Ιουλίου 1904 με το παλαιό ημερολόγιο, στις 15 με το νέο- από το θάνατο του κορυφαίου ρώσου διηγηματογράφου και θεατρικού συγγραφέα Αντον Παύλοβιτς Τσέχωφ.
Εκατό χρόνια μετά, το έργο του όχι μόνο δεν ξεθώριασε, αλλά συνεχίζει να γητεύει αναγνώστες, σκηνοθέτες, ηθοποιούς.
Ο Τσέχωφ είχε δύο αγάπες, όπως έλεγε ο ίδιος, την «ερωμένη» του (λογοτεχνία) και τη «νόμιμη γυναίκα» του (Ιατρική). Ακριβώς λόγω της ενασχόλησής του ως ιατρού, πολλοί κριτικοί εκτιμούν ότι έγραφε με το «νυστέρι». Παρακολουθούσε τη ζωή με διπλή ματιά: «ζωγράφιζε» με την γραφίδα του την αληθινή της όψη και έδειχνε πόσο μετέωρη και μακριά από την ιδανική είναι.
Ο κριτικός Ρίτσαρντ Γκίλμαν τον αποκαλεί «ο Αγιος Αντον»: Aπ' τα πιο τρυφερά χρόνια του επωμίσθηκε τη συντήρηση της πάμπτωχης και πολυμελούς οικογένειάς του. Με κλονισμένη υγεία (είχε προσβληθεί από φυματίωση) ταξίδεψε στο νησί-κάτεργο Σαχαλίνη, όπου έμεινε τρεις μήνες (Ιούλιος - Σεπτέμβριος 1890), για να ερευνήσει την αποτρόπαιη ζωή των καταδίκων και να την καταγγείλει σε βιβλίο του. Στην επιδημία χολέρας του 1892, «όργωνε» την ουκρανική ύπαιθρο για να βοηθήσει τους χωρικούς, οργάνωνε εράνους για να ιδρυθούν βιβλιοθήκες και σχολεία για τους φτωχούς. Παραιτήθηκε απ' τη Ρωσική Ακαδημία (1892), επειδή η εκλογή του Μαξίμ Γκόρκι σ' αυτήν, ακυρώθηκε με διαταγή του Τσάρου Νικόλαου Β’.
«Προτιμώ να είμαι θύμα παρά θύτης», έγραφε στον αδερφό του Αλέξανδρο. «Κατάλαβα τώρα με τον νου μου, με την ψυχή μου που τόσο έχει υποφέρει, πως ο άνθρωπος ή δεν έχει κανένα προορισμό, ή έχει έναν και μόνο: τη γεμάτη αυταπάρνηση αγάπη για τους άλλους».
Βαθιά ανθρωπιστής, σταθερός στις αξίες και τα «πιστεύω» του, στη λογοτεχνία, άρχισε να ξεχωρίζει όταν δημοσίευσε σε λογοτεχνικό περιοδικό το έργο του «Θάλαμος 6».
Τα θεατρικά «Ο Γλάρος», «Ο θείος Βάνιας», «Οι Τρεις Αδερφές» και «Ο Βυσσινόκηπος» γνωρίζουν τον θρίαμβο. Μερικά από τα γνωστά διηγήματά του: Στο σούρουπο (Βραβείο Πούσκιν), Η στέπα, Η κυρία με το σκυλάκι, Στο φαράγγι, Ο επίσκοπος, Η αρραβωνιαστικά.