«Προδήλως απαραίτητες» για το Δημόσιο έκρινε το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών τις θέσεις εργασίας των καθαριστριών του υπουργείου Οικονομικών που είχαν προσφύγει σε αυτό, διατάσσοντας την επαναπρόσληψή τους, καθώς θεωρεί αντισυνταγματική και ως εκ τούτου άκυρη τη διαδικασία που εφαρμόστηκε για τις προσφεύγουσες γυναίκες.
Στο σκεπτικό της απόφασής του (αριθμός 1584/2014) το δικαστήριο, που διατάσσει να είναι προσωρινά εκτελεστή η κρίση του, διατυπώνει τη θέση ότι η διαθεσιμότητα των καθαριστριών αντίκειται στο Δημόσιο συμφέρον και τονίζει πως «ήταν προδήλως ασύμφορη να εξυπηρετήσει τον σκοπό του νόμου».
Σημειώνει ακόμη πως η διαδικασία που εφαρμόστηκε στις συγκεκριμένες εργαζόμενες του υπουργείου ουσιαστικά ισοδυναμεί με καταγγελία των συμβάσεων εργασίας τους.
Όπως αναφέρεται στο σκεπτικό της απόφασης, «οι μονομερείς ενέργειες του εναγομένου (σ.σ. Δημοσίου) αποτελούν καταγγελία της υφιστάμενης σχέσης εργασίας, διότι μπορεί να προβλέπεται δυνατότητα μετακίνησης των εναγόντων σε άλλους φορείς με τη διαδικασία της κινητικότητας, πλην όμως δεν υφίσταται τοιαύτη πρόθεση του εναγομένου όπως προκύπτει από την έως τώρα συμπεριφορά του...».
Ο πρόεδρος Πρωτοδικών που εξέδωσε την απόφαση επισημαίνει ακόμη ότι η κατάργηση οργανικής θέσης δεν μπορεί να είναι τυχαία αλλά προϊόν εμπεριστατωμένης μελέτης, κάτι που στην περίπτωση των καθαριστριών δεν έγινε, και έτσι «το εναγόμενο αρκέστηκε να προχωρήσει αυθαίρετα στην κατάργηση των οργανικών θέσεων».
Υπογραμμίζει επίσης ότι «οι θέσεις δεν πλεόναζαν» και αναφέρει πως «μετά κλήθηκαν οι προϊστάμενοι των κατά τόπους υπηρεσιών να προσδιορίσουν τις ανάγκες καθαριότητας προκειμένου να ανατεθούν οι αρμοδιότητες σε ιδιωτικά συνεργεία».
Σύμφωνα με το σκεπτικό της απόφασης, το Δημόσιο οφείλει να εξυπηρετεί τις λειτουργικές του ανάγκες με το υπάρχον προσωπικό του και εν προκειμένω η ανάθεση της καθαριότητας σε ιδιωτικά συνεργεία πρέπει να δικαιολογείται από λόγους προάσπισης δημοσιονομικού συμφέροντος «το οποίο δεν ταυτίζεται με το απλό ταμειακό».
Κατά την κρίση του δικαστηρίου, οι καθαρίστριες του υπουργείου παρείχαν υψηλότερης ποιότητας υπηρεσίες από τα ιδιωτικά συνεργεία «τα οποία ισοσκελίζουν τις χαμηλές προσφορές μέσω της παροχής ελλιπών και χαμηλής ποιότητας υπηρεσιών».
Επισημαίνεται ακόμη πως ούτως ή άλλως οι απολαβές των καθαριστριών ήταν ήδη χαμηλές «αφού κυμαίνονταν από 373 έως 750 ευρώ μηνιαίως» και έτσι η ανάθεση σε ιδιώτες «συνεπάγεται αμφίβολο ταμειακό όφελος και επέφερε υποβάθμιση των συνθηκών υγιεινής.. και δυσλειτουργία των υπηρεσιών αυτών».
Σύμφωνα με την απόφαση, «η καταγγελία των συμβάσεων δεν ήταν αναγκαία κρίνεται δε αποκλίνουσα από την αρχή της αναλογικότητας και υπ' αυτή την έννοια προσέβαλε δυσανάλογα το ατομικό δικαίωμα των εναγόντων στην εργασία και στην περιουσία». Το δικαστήριο αναφέρει μάλιστα ότι οι γυναίκες που προσέφυγαν ανήκουν στην ηλικιακή κατηγορία των 45-60 ετών «με εκμηδενισμένες πιθανότητες εξεύρεσης άλλης εργασίας», ενώ υπογραμμίζει ότι πολλές από αυτές μεγαλώνουν μόνες ανήλικα παιδιά.
Σε ό,τι αφορά την επίκληση «λόγων δημοσίου συμφέροντος» που προέβαλε το Δημόσιο διά των εκπροσώπων του, το δικαστήριο απεφάνθη: «Οι δε λόγοι δημοσίου συμφέροντος που επικαλείται το εναγόμενο δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να δικαιολογήσουν ριζοσπαστικές επεμβάσεις στην ζωή των πολιτών, που οδηγούν στην εξαθλίωση πλήθος οικογενειών με προφανή τον κίνδυνο αποδόμησης της κοινωνίας».
Πηγή: ΑΜΠΕ