«Ήταν πολύ δύσκολο αλλά ξέραμε ότι θα μας απελευθέρωναν», δήλωσε η μία εκ των δύο ιταλίδων που κρατούνταν όμηροι στο Ιράκ, Σιμόνα Τορέτα, λίγα λεπτά μετά την άφιξή της μαζί με τη φίλη της Σιμόνα Πάρι στη Ρώμη, έπειτα από τρεις εβδομάδες ομηρίας στο Ιράκ.
«Θα το ξαναέκανα», δήλωσε η Σιμόνα Τορέτα, εννοώντας την εργασία της για λογαριασμό μη κυβερνητικής οργάνωσης στο Ιράκ, «με όλες τις συνέπειες που θα μπορούσε να έχει παρά το γεγονός ότι λυπάμαι για τον πόνο που ένιωσε η μητέρα μου, κάτι που δεν άξιζε», υπογράμμισε.
Η νεαρή ιταλίδα εξέφρασε επίσης την επιθυμία της να επιστρέψει στη Βαγδάτη. «Θα δούμε αλλά πιθανότατα, ναι, θα επιστρέψω».
Η Σιμόνα Τορέτα εξέφρασε τις ευχαριστίες της σε όλους όσους στάθηκαν στην οικογένειά της.
Από την πλευρά της, η Σιμόνα Πάρι έφθασε αργά τη νύχτα στην πόλη της, το Ρίμινι, συνοδευόμενη από τους γονείς της, τον αδελφό της και το δήμαρχο της πόλης. «Όλα πήγαν καλά, πολύ καλά» δήλωσε η μητέρα της Ντονατέλλα.
Aμφότερες δήλωσαν ότι έτυχαν καλής μεταχείρισης από τους απαγωγείς τους.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η Σιμονα Τορέτα κατά την έξοδό της από το αεροπλάνο που την έφερε στη Ρώμη, κρατούσε συνεχώς ένα πακέτο, το οποίο δεν αποχωρίστηκε ούτε μία στιγμή. Το πακέτο περιείχε γλυκά και καραμέλες που της έδωσαν οι απαγωγείς της τη στιγμή της απελευθέρωσής της.
Σύμφωνα με τον διευθυντή του ιταλικού Ερυθρού Σταυρού, Μαουρίτσιο Σέλλι, οι δύο Ιταλίδες του διηγήθηκαν ότι κρατούνταν σε ένα μικρό δωμάτιο. Δεν ήταν δεμένες, ούτε είχαν δεμένα τα μάτια τους. Δεν γνώριζαν που ακριβώς ήταν, αλλά αντιλήφθηκαν ότι οι απαγωγείς τους άλλαξαν το χώρο κράτησής τους, πάντα μέσα στην πόλη της Βαγδάτης. Επίσης, κατά την απελευθέρωσή τους, οι απαγωγείς έκαναν για ώρες κύκλους με το αυτοκίνητο που τους μετέφεραν.
Ο πρωθυπουργός της Ιταλίας Σίλβιο Μπερλουσκόνι, αφού υποδέχθηκε τις δύο Ιταλίδες στο στρατιωτικό αεροδρόμιο του Τσιαμπίνο, μετέβη λίγο μετά τα μεσάνυχτα στο φημισμένο καφέ της Ρώμης, Tre Scalini, για να πιει ένα ποτήρι σαμπάνια και να φάει ένα παγωτό με την ευκαιρία των 68ων γενεθλίων του.