«Οι σφυγμομετρήσεις είναι σαν τις κολώνιες. Ευχάριστες, όταν τις μυρίζεις, επικίνδυνες αν τις καταπιείς». Τα επιτελεία των δύο υποψηφίων στις ΗΠΑ, σχεδιάζουν, διορθώνουν, σβήνουν και γράφουν, διαβάζοντας τις τάσεις, από τις οποίες συχνά εξάγονται διαφορετικά συμπεράσματα.
Ο «πόλεμος» των δημοσκοπήσεων επιβεβαιώνει ότι οι αμερικανικές προεδρικές εκλογές θα κριθούν, στο «φωτοφίνις».
Εντεκα ημέρες πριν από την 2α Νοεμβρίου, δημοσιεύτηκαν δύο δημοσκοπήσεις. Στη μία που διενήργησε η εταιρεία Zogby για λογαριασμό του πρακτορείου Reuters από 19-21 Οκτωβρίου σε δείγμα 1.213 ενηλίκων, o αμερικανός πρόεδρος Τζόρτζ Μπους έχει ένα προβάδισμα δύο εκατοστιαίων μονάδων με 47% έναντι του γερουσιαστή Τζον Κέρι στην κούρσα για τον Λευκό Οίκο.
Στην άλλη του Associated Press από 18-20 μεταξύ 980 ψηφοφόρων, o Kέρι προηγείται τρεις μονάδες με 49%. Και στις δύο όμως, η διαφορά είναι στα όρια του στατιστικού σφάλματος.
Η κρίσιμη ψήφος των μαύρων
Το Δημοκρατικό Κόμμα χρειάζεται απαραιτήτως τους μαύρους ψηφοφόρους για να νικήσει στις δύσκολες πολιτείες. Στο Μιζούρι, το 2000, απείχαν από τις εκλογές 86.000 μαύροι και ο Μπους κέρδισε με διαφορά 3%, που αντιστοιχεί σε 79.000 ψήφους. Και στη Φλόριντα, δεν μπήκαν στον κόπο να ψηφίσουν πάνω από 600.000 και ο Μπους κέρδισε την πολιτεία (και την προεδρία) με διαφορά μόλις 537 ψήφων.
Συνολικά, στις εκλογές του 2000 δεν προσήλθε στις κάλπες πάνω από το 50% των 24,1 εκατομμυρίων μαύρων που έχουν δικαίωμα να ψηφίσουν. Η ψήφος τους μπορεί να κρίνει τη μάχη σε πολιτείες που δεν έχουν κάνει μια σαφή επιλογή: στη Φλόριντα (όπου οι μαύροι αποτελούν το 14% του πληθυσμού), στο Μίσιγκαν (13%), στο Οχάιο (12%), στην Πενσιλβάνια (9%) ή στη Βόρεια Καρολίνα (23%).
Αλλά, όπως λέει ο συγγραφέας και ακτιβιστής Κιτουάνα, «το να είσαι αντίθετος προς τον Μπους δεν σημαίνει ότι ψηφίζεις τον Κέρι. Οι Δημοκρατικοί δεν προτείνουν μια πραγματική εναλλακτική λύση».
Το σταυρόλεξο της οικονομίας
Στο Οχάιο τα τέσσερα τελευταία χρόνια έχουν χαθεί 230.000 θέσεις εργασίας, διστάζει όμως να συνταχθεί με τον «φιλελεύθερο από την ελίτ της Μασαχουσέτης» Τζον Κέρι.
Ο Μπραντ Κόβαρικ, που δουλεύει στον χάλυβα εδώ και τριάντα χρόνια, λέει στον ανταποκριτή της Liberation. «Ο Κέρι δεν είναι σαν εμάς. Κι ύστερα, δεν είναι αλήθεια ότι ο Μπους φταίει που χάνουμε τις δουλειές μας. Ούτε ο Κλίντον έκανε τίποτα για μας».
Για πολλούς ξένους παρατηρητές, οι φορολογικές προτάσεις του Κέρι ακούγονται προφανείς: ακύρωση των φορολογικών περικοπών στο πιο πλούσιο 2% προκειμένου να χρηματοδοτηθούν νέες μειώσεις φόρου για τη μεσαία τάξη.
Οταν όμως οι Αμερικανοί ερωτώνται ποιον εμπιστεύονται περισσότερο στη φορολογική πολιτική, επιλέγουν κατά πλειοψηφία τον Μπους. Πώς εξηγείται αυτό;
Μία απάντηση είναι η άγνοια του φορολογικού συστήματος, μία δεύτερη ότι παραδοσιακά οι Αμερικανοί απαντούν αρνητικά σε φορολογικά συστήματα που υπόσχονται να πάρουν από τους πλούσιους για να δώσουν στους φτωχούς.
Και μία τρίτη δίνει ο Κρίστοφερ Σουον στους «Financial Times», ότι πολλοί Αμερικανοί λειτουργούν με βάση τις προσδοκίες, ονειρεύονται ότι μια μέρα θα γίνουν Ντόναλντ Τραμπ. Σε μια έρευνα που πραγματοποίησε το περιοδικό ΤΙΜΕ το 2000, το 19% των ερωτηθέντων εξέφρασαν την πεποίθηση ότι ανήκουν στο ανώτερο 1% των Αμερικανών – που κερδίζουν πάνω από 337.000 δολάρια το χρόνο- ενώ ένα πρόσθετο 19% απάντησαν ότι μια μέρα θα περάσουν κι αυτοί σε αυτή την κατηγορία.
Tι να κάνεις την οικονομία χωρίς ασφάλεια;
Δημοσκόπηση στα μέσα Σεπτεμβρίου στους «ΝΥ Τimes» φέρει την πλειονότητα των Αμερικανίδων (48%) να δηλώνει ότι θα ψηφίσει τον Μπους έναντι 43% που δήλωσε ότι θα προτιμήσει τον Κέρι, επειδή θα κρατήσει την Αμερική ασφαλή.
«Εγώ ψήφιζα πάντα Δημοκρατικούς», λέει η Νάνσι Μέρφι. «Τώρα όμως αναρωτιέμαι αν ο Κέρι θα μπορέσει να μας προστατεύσει σε περίπτωση τρομοκρατικής επίθεσης. Δεν είμαι καθόλου σίγουρη».
Οπως ο Ρίγκαν είχε καταφέρει να πάρει με το μέρος του τους λεγόμενους «Reagan Democrats», οι οποίοι ήθελαν να πληρώνουν λιγότερους φόρους, έτσι και ο Μπους έχει καταφέρει να επιστρατεύσει τους «Bush Democrats», που έχουν προοδευτικές πεποιθήσεις, αλλά ανησυχούν για την ασφάλειά τους.
Ποιος έχει ήδη χάσει τις εκλογές;
«Δεν ξέρουμε ποιος θα κερδίσει τις εκλογές του ερχόμενου μήνα, ξέρουμε όπως ποιος τις έχει ήδη χάσει: τα μέσα ενημέρωσης», υποστηρίζει ο Ντέηβιντ Μπρόντερ, αρθρογράφος της «Ουάσινγκτον Ποστ».
Το 1968, ο Αμερικανός δημοσιογράφος Ουόλτερ Κρόνκαϊτ πήγε στο Βιετνάμ για να καλύψει τις επιχειρήσεις για λογαριασμό του CBS. Όταν μεταδόθηκαν τα πρώτα του ρεπορτάζ, που περιέγραφαν έναν αιματηρό και παράλογο πόλεμο, ο πρόεδρος Λύντον Τζόνσον είπε στους συνεργάτες του: «Αν χάσαμε τον Κρόνκαϊτ, αυτό σημαίνει ότι χάσαμε τον πόλεμο».
Τριάντα έξι χρόνια μετά, εν μέσω του «πολέμου» για την προεδρία και στη σκιά του πολέμου στο Ιράκ, οι ειδησεογραφικές εκπομπές βλέπουν τη θεαματικότητά τους να μειώνεται δραστικά. Οι ψηφοφόροι στρέφονται πλέον προς το Ιντερνετ για να ενημερωθούν.