Η «τυχόν απομάκρυνση του πρύτανη του Πανεπιστημίου της Αθήνας, Θεοδόση Πελεγρίνη, θα πυροδοτήσει εντάσεις και θα οδηγηθούμε σε χαοτικές καταστάσεις», δηλώνει ο πρύτανης του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και πρόεδρος της Συνόδου των Πρυτάνεων, Γιάννης Μυλόπουλος.
Όπως λέει, σε συνέντευξή του στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, «ο πρύτανης είναι ο ηγέτης του Πανεπιστημίου και η Σύγκλητος οφείλει να τον στηρίξει ώστε να βγει πιο δυνατός από αυτήν την περιπέτεια και να διαπραγματευτεί με όλους τους εμπλεκόμενους για την καλύτερη λειτουργία του ΕΚΠΑ».
Η συνέντευξη έγινε με αφορμή μια συνολική εκτίμηση της κατάστασης στο ζήτημα της Παιδείας λίγο πριν από την απόφαση της Συγκλήτου σχετικά με την παραπομπή του Θεοδ. Πελεγρίνη στο Πειθαρχικό από τον υπουργό Παιδείας.
Ο κ. Μυλόπουλος επαναλαμβάνει τη θέση που εξέφρασε και χθες η σύγκλητος του ΑΠΘ περί αβάσιμης απόφασης του υπουργού για παραπομπή του πρύτανη.
Σε ερώτηση αν κρίνεται ικανοποιητική η υπαναχώρηση του υπουργού στο ζήτημα της διαθεσιμότητας, δήλωσε, ότι «το μέτρο αυτό έχει βλάψει πάρα πολύ τα πανεπιστήμια. Έγινε τυφλά και οριζόντια και αφήρεσε πολύ χρήσιμο προσωπικό. Τώρα προσπαθούμε σε συζήτηση με τον υπουργό να αποκαταστήσουμε κάποιες από τις βλάβες που έχει επιφέρει, ώστε να μπορέσουν να λειτουργήσουν τα οκτώ πανεπιστήμια».
Ωστόσο, επεσήμανε ότι «το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι τι θα γίνει την επόμενη ημέρα της αποχώρησης των υπαλλήλων».
Για τα ΑΠΘ, λέει, όπου απομακρύνθηκαν 250 άτομα επί συνόλου 800 ατόμων, αυτό σημαίνει αίθουσες παγωμένες διότι δεν υπάρχουν τεχνικοί να συντηρήσουν και να ανοίξουν τα καλοριφέρ, βιβλιοθήκες χωρίς βιβλιοθηκονόμους κ.ά.
Η μείωση αφενός του κρατικού προϋπολογισμού κατά 60% και αφετέρου του προσωπικού αποδυναμώνουν τα πανεπιστήμια και τα πτυχία των σπουδαστών τα οποία είναι βέβαιο ότι θα υποβαθμιστούν πολύ. Φοβόμαστε λοιπόν ότι ακόμη και αν σωθεί το εξάμηνο, τι θα γίνει με τα επόμενα εξάμηνα τα οποία δεν θα χαθούν αλλά θα είναι εξάμηνα μιας χαμένης γενιάς, θα σπουδάσουν σε χειρότερες συνθήκες και θα πάρουν πτυχία χειρότερης ποιότητας απ’ ό,τι τα προηγούμενα, σημειώνει ο κ. Μυλόπουλος.
Η χώρα μας, υπογραμμίζει, με τη συμμετοχή όλων έκανε μια υπερπροσπάθεια με το υστέρημα του ελληνικού λαού μετά τη μεταπολίτευση για να φέρει τα πανεπιστήμια στο σημερινό επίπεδο για να βγαίνουμε στο 1% της παγκόσμιας κατάταξης και τώρα τα διαλύουμε, τα αποδιαρθρώνουμε και για να φτάσουμε στα σημείο που είμαστε σήμερα θα χρειαστούν δεκαετίες.
Υποστηρίζει καόμη ότι «το κόστος και το όφελος αυτής της διαθεσιμότητας είναι δυσανάλογα.
Σύμφωνα με τον κ. Μυλόπουλο, θα έπρεπε να λάβει κανείς υπόψη του, ότι σε αυτή την εποχή της ύφεσης τα πανεπιστήμια έχουν παραγωγικά αποτελέσματα, είναι δηλαδή κερδοφόρα: Για κάθε ένα ευρώ που παίρνουμε από το κράτος επιστρέφουμε 4-5 ευρώ, εννοώ ότι μέσω της ερευνητικής δραστηριότητας των μελών της πανεπιστημιακής κοινότητας, μέσω της συμμετοχής μας σε ευρωπαϊκά ερευνητικά ανταγωνιστικά προγράμματα, οι ερευνητές τουλάχιστον στο ΑΠΘ πετυχαίνουν και φέρνουν στο Ίδρυμα έσοδα που είναι 4 και 5 φορές περισσότερα από τα χρήματα που μας χορηγεί ο κράτος.
«Αυτό μάλιστα μας δίνει τη δυνατότητα να προσλαμβάνουμε κάθε έτος 3.000 ερευνητές αντιμετωπίζοντας έτσι και το πρόβλημα της ανεργίας και τη μεταφορά στο εξωτερικό νέων εγκεφάλων. Τα πανεπιστήμια με την έρευνα και την καινοτομία μπορούν να στηρίξουν την οικονομική ανάπτυξη. Είναι απορίας άξιο γιατί αποδιαρθρώνουν έναν οργανισμό που είναι κερδοφόρος, παράγει και συμβάλλει ικανοποιητικά στην ανάπτυξη. Είναι αυτό που λέμε ‘’μια ομάδα που κερδίζει δεν τη χαλάς’’».