Πρόσφατη έρευνα Βρετανών επιστημόνων καταδεικνύει τη συσχέτιση της αύξησης των αυτοκτονιών με τις επιπτώσεις της ύφεσης. Η πρόληψη των αυτοκτονιών και της αυτοκτονικής συμπεριφοράς αποτελεί σήμερα μία από τις κύριες προκλήσεις για τη δημόσια υγεία σε ολόκληρη την Ευρώπη. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, κάθε χρόνο αυτοκτονούν περίπου 900.000 άνθρωποι, ενώ 15.000.000 κάνουν απόπειρα αυτοκτονίας. Ποιοι είναι οι παράγοντες και ποιες οι λύσεις που αφορούν το σύνθετο ζήτημα των αυτοκτονιών.
Τα ποσοστά αυτοκτονιών είναι υψηλότερα στις χώρες που έχουν πληγεί από την ύφεση, καθώς μετά το 2008 σημειώθηκαν 5.000 επιπλέον αυτοκτονίες στην Ευρώπη. Επιπλέον, ο καταγεγραμμένος αριθμός των ανθρώπων, που διαπράττουν αυτοκτονίες αυξάνεται με αλματώδεις ρυθμούς σε σχέση με τον αντίστοιχο αριθμό των ανθρώπων, που χάνουν τη ζωή τους σε τροχαία ατυχήματα.
Από την πλευρά τους οι ειδικοί τονίζουν ότι η αυτοκτονία είναι πολυπαραγοντική. Οι παράγοντες που εμπλέκονται μπορεί να είναι βιολογικοί, ψυχολογικοί, κοινωνικοί, πολιτισμικοί, περιβαλλοντικοί και οικονομικοί.
Στο σημείο αυτό, το καίριο ερώτημα που τίθεται αφορά στο αν και κατά πόσο τα ευρωπαϊκά κράτη αξιοποιούν τις υπάρχουσες στατιστικές, προκειμένου να αντιμετωπίσουν το δυσεπίλυτο αυτό κοινωνικό φαινόμενο, που τείνει να εξελιχθεί σύγχρονη μάστιγα.
Εφαρμοσμένες στρατηγικές αντιμετώπισης των αυτοκτονιών
Οι στρατηγικές για την πρόληψη της αυτοκτονίας μπορούν να διαιρεθούν σε δύο κατηγορίες: στην προσέγγιση της υγειονομικής περίθαλψης και στην προσέγγιση της δημόσιας υγείας. Η πρώτη προσέγγιση έχει ως στόχο τη βελτίωση των υπηρεσιών υγειονομικής περίθαλψης, την παρακολούθηση και αποκατάσταση των ψυχικά ασθενών, αυτών που επιχειρούν αυτοκτονία, αλλά και γενικότερα των ατόμων με αυτοκτονικό ιδεασμό. Πρωταρχικός στόχος στο έργο της πρόληψης είναι η αύξηση της ευαισθητοποίησης του προσωπικού υγειονομικής περίθαλψης απέναντι στα άτομα που επιχειρούν αυτοκτονία και στην εξάλειψη των ταμπού που παρεμποδίζουν την αποτελεσματικότητα της θεραπείας.
Η προσέγγιση της δημόσιας υγείας εστιάζει στον έλεγχο της πρόσβασης στα μέσα αυτοκτονίας, στην πολιτική που εφαρμόζουν τα ΜΜΕ αναφορικά με το ζήτημα, ενώ παράλληλα θεωρείται υπεύθυνη για την μεταβολή της καταδικαστικής στάσης της κοινωνίας απέναντι στις αυτοκτονίες.
Ο συγκερασμός των δύο προσεγγίσεων εξασφαλίζει μία αποτελεσματική και επιτυχημένη πρόληψη, η οποία περιλαμβάνει τα εξής :
-
Δημόσιες εκπαιδευτικές εκστρατείες με στόχο την ενημέρωση, τη βελτίωση της αναγνώρισης του κινδύνου αυτοκτονίας σε πρώιμο στάδιο και την αναζήτηση βοήθειας για την κατανόηση των αιτιών και των παραγόντων κινδύνου, που θα αποτρέψουν την αυτοκτονική συμπεριφορά Σε ευρωπαϊκό επίπεδο όλες οι χώρες παρέχουν κάποιου είδους δημόσια εκπαίδευση επί του θέματος π.χ προγράμματα πρόληψης στα σχολεία της Σουηδίας έχουν οδηγήσει στην ενθάρρυνση μείωσης της απόπειρας αυτοκτονίας.
-
Σειρά από παρεμβάσεις που επικεντρώνονται στην κοινότητα ή τις φυλακές, όπου η επαφή με δυνητικά ευάλωτες ομάδες παρέχει μία ευκαιρία για τον εντοπισμό ατόμων υψηλού κινδύνου, την αξιολόγηση αυτών και τις κατευθυντήριες γραμμές για την μετέπειτα θεραπεία τους. Για τον λόγο αυτό οι επαγγελματίες της υγειονομικής περίθαλψης, ειδικά στις υπηρεσίες έκτακτης ανάγκης, πρέπει να εκπαιδεύονται στην αναγνώριση του κινδύνου πριν ακόμη διαπραχθεί η αυτοκτονία και να συνεργάζονται με τις υπάρχουσες υπηρεσίες ψυχικής υγείας π.χ τα προγράμματα πρόληψης με στόχο την ενίσχυση επιμόρφωσης του υπεύθυνου προσωπικού μπορούν να οδηγήσουν σε μείωση των αυτοκτονιών, σε συγκεκριμένα περιβάλλοντα όπως ο στρατός, η αστυνομία ή τα καταστήματα κράτησης. Η πρακτική αυτή στέφθηκε με επιτυχία στη Νορβηγία και την Ουκρανία.
-
Ο προσυμπτωματικός έλεγχος (screening) αποσκοπεί στον προσδιορισμό των ατόμων υψηλού κινδύνου, που εμφανίζουν την τάση για αυτοκτονία. Πέρα, όμως, από την αυτοκτονική συμπεριφορά, το κέντρο βάρους βρίσκεται σε ψυχικές διαταραχές όπως η κατάθλιψη ή ακόμη η κατάχρηση ουσιών.
-
Αναγνώριση και μείωση της διαθεσιμότητας στα αυτοκτονικά μέσα. Η νομοθετική μέριμνα είναι αναγκαία για τον περιορισμό εύρεσης των μέσων αυτών.
-
Αρκετοί ερευνητές, ωστόσο, αναρωτιούνται, αν η παρέμβαση της νομοθεσίας από μόνη της θα καταφέρει να προκαλέσει αισθητή μείωση του φαινομένου. Την απάντηση στο ερώτημα την δίνει ο Σωτήρης Βανδώρος, Λέκτορας Οικονομικών Υγείας στο King's College του Λονδίνου, σε συνέντευξή του στο naftemporiki.gr : «Η νομοθεσία μπορεί να βοηθήσει στον περιορισμό της πρόσβασης μέσων που μπορούν να χρησιμοποιηθούν στην αυτοκτονία. Τέτοια παραδείγματα αποτελούν περιορισμοί στην οπλοκατοχή, πρόσθεση ουσιών σε φάρμακα, ώστε η υπερβολική δόση να προκαλεί εμετό, αλλαγές στις μηχανές των αυτοκινήτων για την αποτροπή ασφυξίας κλπ», ενώ υπογραμμίζει ότι το βασικό ζητούμενο, όμως, είναι να περιοριστούν οι αιτίες που ενδεχομένως κάνουν το άτομο να θέλει να αυτοκτονήσει, και αυτό μπορεί να είναι πολύ πιο αποτελεσματικό από τον περιορισμό πρόσβασης στα μέσα.
-
Ένταξη και εκπαίδευση των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης στο θέμα της πρόληψης, το οποίο θα πρέπει να προσεγγίζεται με σεβασμό και ιδιαίτερη προσοχή. Ο κ. Βανδώρος αναφέρει τις συνέπειες μιας λανθασμένης προβολής της αυτοκτονίας από τα ΜΜΕ: «Από συμπεριφορικής άποψης, η αναγγελία κάποιας αυτοκτονίας μπορεί να οδηγήσει σε νέες αυτοκτονίες. Πρόκειται για αυτό που αποκαλούμε “priming” στην συμπεριφορική επιστήμη. Δηλαδή μαθαίνοντας ότι κάποιος άλλος αυτοκτόνησε, κάποιος αποκτά νέο κίνητρο ή θάρρος να πραγματοποιήσει και ο ίδιος την ίδια πράξη. Είναι μια γενική ανθρώπινη τάση το να είναι πιο πιθανό να προβεί κανείς σε κάποια πράξη, όταν γνωρίζει ότι δεν είναι ο μόνος που το κάνει αυτό. Ειδικά μετά από αυτοκτονία κάποιου διάσημου, παρατηρείται μια προσωρινή αύξηση στις αυτοκτονίες. Συνεπώς, ο ρόλος των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης είναι σημαντικός, συνήθως στο να μην τονίζουν συγκεκριμένες περιπτώσεις αυτοκτονιών. Φυσικά η απόκρυψη ή η λογοκρισία δεν είναι ενδεδειγμένη, αλλά γενικότερα μπορούν να υποβαθμίζονται μεμονωμένα περιστατικά. Όταν φυσικά έχουμε γενικευμένα φαινόμενα π.χ. όπως γίνεται στην Ελλάδα, δυστυχώς, αυτόν τον καιρό λόγω της οικονομικής κρίσης, δεν πρέπει οι τάσεις αυτές να αποκρύπτονται. Αντιθέτως, πρέπει να λειτουργούν σαν σήμα κινδύνου για τους αρμόδιους φορείς».
-
Βελτίωση των υπηρεσιών υγειονομικής περίθαλψης και προώθηση υποστηρικτικών λειτουργιών για τα άτομα που πλήττονται.
-
Προώθηση της έρευνας σχετικά με την πρόληψη και ενθάρρυνση συλλογής δεδομένων πάνω στις αιτίες των αυτοκτονιών.
Τροχοπέδη, ωστόσο, στη δημιουργία μίας στρατηγικής πρόληψης αποτελούν σύμφωνα με τον κ. Βανδώρο «η άρνηση αποδοχής ενός προβλήματος από το οικογενειακό περιβάλλον, και ο φόβος από το άτομο να αναζητήσει βοήθεια, συχνά λόγω φόβου στιγματισμού. Η υποχρηματοδότηση του τομέα ψυχικής υγείας αποτελεί και αυτό σημαντικό εμπόδιο στην σωστή αντιμετώπιση του φαινομένου».
Για την περαιτέρω κατανόηση και αποσαφήνιση του περιεχομένου των στρατηγικών πρόληψης, παρουσιάζονται οι διαφορετικές πολιτικές, που εφαρμόζουν οι περισσότερο οργανωμένες χώρες επί του θέματος:
Νορβηγία: Το νορβηγικό σχέδιο για την πρόληψη ξεκινά το 1994 και ολοκληρώνεται το 1999, μετά από πέντε έτη συνεχούς δραστηριότητας και αξιολόγησης. Κύριος στόχος του ήταν η συμβολή των υπηρεσιών υγείας στη μείωση των αυτοκτονιών. Στο πλαίσιο αυτό τέθηκαν τέσσερις πολιτικές:
1. Θεσπίστηκαν τρεις περιφερειακές κοινότητες και μία εθνική,
2. Τονώθηκε ποιοτικά και ποσοτικά η συστηματική έρευνα,
3. Ξεκίνησε η συστηματική κατανομή της γνώσης, η οποία αναπτύχθηκε ευρέως με διδακτικά βοηθήματα, προγράμματα επαγγελματικών ομάδων (ψυχολόγων, νοσηλευτών, γιατρών) και μέσα από την επαφή με τα άτομα που παρουσίαζαν αυτοκτονικό ιδεασμό. Ιδιαίτερα σημαντικές ήταν και οι διαπραγματεύσεις με τα επιμέρους πανεπιστήμια και κολλέγια, ώστε τα μαθήματα να επικεντρώνονται στο θέμα αυτό. Το αποτέλεσμα ήταν να ενταχθεί στο πρόγραμμα σπουδών ένα μεταπτυχιακό μάθημα σχετικά με το φαινόμενο της αυτοκτονίας και την πρόληψή της. Επιπλέον, το εθνικό κέντρο ‘’Suicide Research and Prevention Unit’’ του πανεπιστημίου του Όσλο διαχειρίζεται ένα εθνικό πρόγραμμα επικοινωνίας, συμπεριλαμβάνοντας παρουσιάσεις στο Διαδίκτυο με διεξοδική περιγραφή του εθνικού σχεδίου, καθώς και πληροφορίες για μαθήματα, συνέδρια, ερευνητικές δραστηριότητες. Σημαντική κίνηση ήταν η δημιουργία μίας ιστοσελίδας παρέμβασης, φυλλάδια που δόθηκαν στο κοινό, αλλά και δημιουργία περιοδικού που στόχευε στην αύξηση της ενημέρωσης για την πρόληψη.
4. Εφαρμόστηκαν συντονισμένα προγράμματα θεραπείας στα νοσοκομεία. Το νορβηγικό σχέδιο ξόδεψε ένα σημαντικό μέρος του προϋπολογισμού του για τη θέσπιση συντονισμένων μέτρων θεραπείας. Τα έργα αυτά έχουν αξιολογηθεί θετικά, έχοντας, επίσης, θετικές συνέπειες στις τοπικές κοινότητες. Επίκεντρο των εργασιών έγιναν ομάδες, όπως οι επιζώντες από αυτοκτονία, οι ομοφυλόφιλοι, οι ηλικιωμένοι άνδρες, οι νέοι και τα άτομα που αντιμετώπιζαν προβλήματα εργασιακής φύσεως. Τα τελευταία χρόνια προτεραιότητα του σχεδίου αποτελεί ο περιορισμός της πρόσβασης στα μέσα αυτοκτονίας.
Σουηδία: Το 1994 δημιουργείται στη Σουηδία το Κέντρο Έρευνας για την Αυτοκτονία και την Πρόληψη της Ψυχικής Υγείας’’, το οποίο σε συνεργασία με το ‘’Εθνικό Συμβούλιο Υγείας και Πρόνοιας’’ και το ‘’Εθνικό Ινστιτούτο Δημόσιας Υγείας’’, συνέβαλε στην ανάπτυξη ενός εθνικού προγράμματος για την πρόληψη που δημοσιεύθηκε πρώτη φορά το 1995, αλλά άρχισε να λειτουργεί το 1997. Το πρόγραμμα αυτό περιλαμβάνει έξι περιφερειακά δίκτυα που συνδέονται με τις περιοχές υγειονομικής περίθαλψης. Σε κάθε δίκτυο υπάρχουν επαγγελματίες προαγωγής της υγείας, καθώς και τμήματα κοινωνικών υπηρεσιών, σχολεία, εκκλησίες και εθελοντικές οργανώσεις.
Τον Ιούνιο του 2008, η σουηδική κυβέρνηση συμφώνησε σε ένα εθνικό πρόγραμμα με 9 στρατηγικές που περιλαμβάνει την βελτίωση των ευκαιριών ζωής σε ομάδες υψηλού κινδύνου, την μείωση της κατανάλωσης του αλκοόλ, τον περιορισμό της πρόσβασης σε μέσα αυτοκτονίας, την αποτελεσματική διαχείριση των ψυχολογικών διαταραχών, τη διάδοση της γνώσης, την βελτίωση των ικανοτήτων του προσωπικού περίθαλψης και την υποστήριξη των εθελοντικών οργανώσεων. Πρόσφατα ενισχύθηκαν προγράμματα, που θα βελτιώσουν τις γνώσεις των εκπαιδευτικών στα σχολεία.
Γαλλία: Η γαλλική εθνική στρατηγική για την καταπολέμηση των αυτοκτονιών ανακοινώθηκε τον Σεπτέμβριο του 2000 και περιλαμβάνει τέσσερις βασικές πολιτικές:
1. Προώθηση της πρόληψης μέσω της αύξησης του ελέγχου στον κίνδυνο αυτοκτονίας. Ένα μέρος αυτού μπόρεσε να επιτευχθεί μέσα από την βελτίωση της ευαισθητοποίησης της οικογένειας και την ανάγκη να ακούγεται η ‘’φωνή’’ των νέων,
2. Μείωση της πρόσβασης σε θανατηφόρα μέσα, μέσω εθνικών μελετών, οι οποίες προσπαθούν να αναπτύξουν νέα μέτρα πρόληψης,
3. Βελτίωση φροντίδας και μεταχείρισης ανθρώπων, που αποπειράθηκαν να αυτοκτονήσουν, μέσω ενός κλινικού ελέγχου, ο οποίος επεκτείνεται σταδιακά σε όλες τις περιοχές της Γαλλίας,
4. Βελτίωση των επιδημιολογικών γνώσεων μέσω έρευνας και ετήσιας έκθεσης υπό τη ‘’Διεύθυνση Έρευνας, Μελετών, Αξιολόγησης και Στατιστικών’’ του Υπουργείου Απασχόλησης και Αλληλεγγύης.
Ηνωμένο Βασίλειο: Η στρατηγική της βασίστηκε σε ένα έγγραφο προς συζήτηση με τίτλο ‘’Saving Lives: our Healthier Nation’’, το οποίο πρότεινε την μείωση της αυτοκτονίας από 20% μέχρι το 2010. Συνολικά εφαρμόστηκαν έξι πολιτικές, οι οποίες παρουσιάζουν χρονική εξέλιξη. Αυτές είναι οι εξής:
1. Βελτιωμένη κλινική διαχείριση των κινδύνων στον τομέα της ψυχικής υγείας και εφαρμογή πιλοτικού σχεδίου με στόχο την προαγωγή της ψυχικής υγείας σε νέους άνδρες, που θεωρούνται περισσότερο ευάλωτοι, σε σχέση με τις γυναίκες,
2. Προώθηση της ευημερίας στον ευρύτερο πληθυσμό μέσω ενός κυβερνητικού δικτύου, που αποσκοπεί στην αντιμετώπιση κοινωνικών ζητημάτων για τα άτομα με προβλήματα ψυχικής υγείας π.χ. επίλυση προβλημάτων που αφορούν στην ανεργία ή τη στέγαση,
3. Μείωση της διαθεσιμότητας των μεθόδων αυτοκτονίας μέσω της ασφαλέστερης συνταγογράφησης και την βελτίωση της ασφάλειας στα ‘’hotspots’’ της αυτοκτονίας,
4. Αναφορά της αυτοκτονικής συμπεριφοράς από τα ΜΜΕ μέσα από τη δημιουργία ενός σχεδίου δράσης, εργαστήρια με τους φοιτητές της δημοσιογραφίας, road shows δημοσιογραφίας και αναφορά των χαρακτηριστικών της αυτοκτονίας στα περιοδικά,
5. Εθνική συνεργατική ομάδα για την προώθηση της έρευνας και ιστοσελίδες ενημέρωσης που περιλαμβάνουν τρέχοντα στοιχεία σχετικά με την πρόληψη, τα οποία είναι στη διάθεση των τοπικών υπηρεσιών,
6. Παρακολούθηση προόδου, ανάλογα με το φύλο και την ηλικία, από ανθρώπους που ασχολούνται με τη φροντίδα της ψυχικής υγείας.
Η εθνική στρατηγική του Ηνωμένου Βασιλείου βασίζεται σχεδόν αποκλειστικά στην μείωση των κινδύνων και στη βελτίωση των υπηρεσιών. Αντιθέτως, η ευεξία και η προαγωγή της ψυχικής υγείας φαίνεται να είναι ελάχιστα αντιληπτές, ενώ ταυτόχρονα το πλήρες φάσμα της πρόληψης δεν έχει αναγνωριστεί.
Γερμανία: Η παρέμβαση της Γερμανίας προσέγγισε την πρόληψη της αυτοκτονίας και των μη θανατηφόρων αυτοκτονικών πράξεων, εστιάζοντας στη βελτίωση της κατάθλιψης. Η υπόθεση ήταν, ότι η θεραπεία της κατάθλιψης θα οδηγούσε σε μείωση της αυτοκτονικής συμπεριφοράς μεγάλου μέρους του πληθυσμού. Με βάση την υπόθεση αυτή οι πολιτικές που εφαρμόστηκαν ήταν οι εξής:
1. Εκπαίδευση και υποστήριξη πρακτικής για τους γιατρούς πρωτοβάθμιας περίθαλψης στην ανίχνευση και θεραπεία της κατάθλιψης,
2. Δραστηριότητες δημοσίων σχέσεων για την ενημέρωση του κοινού σχετικά με την κατάθλιψη, συμπεριλαμβανομένων των εκστρατειών κατά του ‘’στίγματος’’ της αυτοκτονίας,
3. Προσφορά μαθημάτων κατάρτισης, σχετικά με την κατάθλιψη και την αυτοκτονικότητα, σε ιερείς, εκπαιδευτικούς, κοινωνικούς λειτουργούς, δημοσιογράφους, οι οποίοι είναι σε θέση να κατευθύνουν άτομα ευάλωτα και υψηλού κινδύνου προς μία αποτελεσματική θεραπεία,
4. Δημιουργία γραμμών βοήθειας και υποστήριξη στους ασθενείς και τους συγγενείς τους.
Συμπερασματικά, η κατάρτιση των προγραμμάτων πρόληψης κρίνεται αναγκαία για κάθε χώρα και οφείλει να είναι αποτέλεσμα συλλογισμού ειδικών παρεμβάσεων για διαφορετικές ομάδες κινδύνου (που μπορεί να σχετίζονται με το φύλο ή την ηλικία), περιλαμβάνοντας καθήκοντα που ανατίθενται σε διαφορετικούς τομείς (εκπαίδευση, αγορά εργασίας, κοινωνικές υποθέσεις), χωρίς να παραβλέπεται η συνεχής αξιολόγησή τους.
Το κλειδί της επιτυχίας για την μείωση των αυτοκτονιών είναι ακριβώς η συντονισμένη συνεργασία όλων των φορέων, που εμπλέκονται στη διαδικασία της πρόληψης και μέσω αυτής δημιουργούνται αποτελεσματικές εθνικές στρατηγικές.
Επιπλέον, στην πλειονότητα των ευρωπαϊκών χωρών οι παρεμβάσεις περιέχουν τα ίδια συστατικά στοιχεία, που ορίζονται ως ‘’υποχρεωτικές παρεμβάσεις’’ και εφαρμόζονται σε ένα παρόμοιο χρονικό πλαίσιο, ενώ παράλληλα, ορίζονται ‘’προαιρετικές παρεμβάσεις’’, που μπορούν να υλοποιηθούν στις περιφέρειες, σύμφωνα με τις τοπικές ανάγκες και τους οικονομικούς πόρους.
Συνεπώς, με βάση τη διάκριση αυτή οποιαδήποτε τροποποίηση και προσαρμογή στρατηγικών στις τοπικές ανάγκες και ιδιαιτερότητες των ευρωπαϊκών χωρών είναι επιτρεπτή, εξασφαλίζοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο την ουσιαστική και πολύπλευρη αντιμετώπιση του φαινομένου της αυτοκτονίας.
ΕΙΡΗΝΗ ΣΩΤΗΡΟΠΟΥΛΟΥ