Εξηγήσεις από τις ΗΠΑ ανακοίνωσε ότι θα ζητήσει η Βραζιλία, μετά τις αναφορές περί παρακολούθησης των βραζιλιάνικων κυβερνητικών επικοινωνιών από την αμερικανική Υπηρεσία Εθνικής Ασφάλειας (NSA).
Η καταγγελία έγινε από τον δημοσιογράφο Γκλεν Γκρίνγουολντ, η οποίας εργάζεται στο Ρίο Ντε Τζανέιρο, μέσω εκπομπής του τηλεοπτικού σταθμού TV Globo την Κυριακή.
Ο κ. Γκρίνγουολντ έχει στην κατοχή του απόρρητα αρχεία τα οποία του προμήθευσε ο πρώην συνεργάτης της NSA και φυγάς, Έντουαρντ Σνόουντεν.
Σύμφωνα με τον δημοσιογράφο, ίδιες πρακτικές ακολουθούνταν από τις ΗΠΑ και σε ό,τι αφορά τις επικοινωνίες του προέδρου του Μεξικού.
Ο αρθρογράφος του βρετανικού Guardian αποκάλυψε μάλιστα, κατά τη διάρκεια της εκπομπής, πώς οι αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες «παγίδευαν» τις επικοινωνίες μεταξύ συνεργατών της προέδρου της Βραζιλίας, Ντίλμα Ρούσεφ.
«Επίθεση στην εθνική κυριαρχία»
Ο υπουργός Δικαιοσύνης της Βραζιλίας, Χοσέ Εδουάρδο Καρντόσο, τόνισε ότι «σε περίπτωση που τα συγκεκριμένα γεγονότα αποδειχθούν αληθινά, θα θεωρηθούν απαράδεκτα και ανοικτή επίθεση στην εθνική κυριαρχία της Βραζιλίας».
Σύμφωνα με τα λεγόμενα του κ. Γκρίνγουολντ, η Υπηρεσία Εθνικής Ασφάλειας των ΗΠΑ χρησιμοποιούσε πρόγραμμα μέσω του οποίου παρακολουθούσε το περιεχόμενο των διαδικτυακών επισκέψεων της προέδρου της Βραζιλίας.
Οι δε επικοινωνίες του σημερινού προέδρου του Μεξικού, Ενρίκε Πένα Νιέτο, παρακολουθούνταν, σύμφωνα με τα στοιχεία που αποκάλυψε ο κ. Σνόουντεν, ακόμη και πριν από την εκλογή του.
Έγγραφο με ημερομηνία Ιουνίου του 2012 αποδεικνύει, σύμφωνα με τον αρθρογράφο του Guardian, ότι η ηλεκτρονική αλληλογραφία του κ. Νιέτο διαβαζόταν ήδη από τις αμερικανικές υπηρεσίες.
Εκπρόσωπος Τύπου του μεξικανικού υπουργείου Εξωτερικών σημείωσε, μιλώντας στο Γαλλικό Πρακτορείο, ότι η κυβέρνηση του Μεξικού έχει λάβει γνώση των καταγγελιών, ωστόσο αρνήθηκε να τις σχολιάσει.
Ο κ. Γκρίνγουολντ ήταν ο πρώτος δημοσιογράφος ο οποίος αποκάλυψε στοιχεία τα οποία παρείχε ο Έντουαρντ Σνόουντεν, στις 6 Ιουνίου.
Ο 30χρονος αμερικανός φυγάς βρίσκεται στη Ρωσία, όπου έχει λάβει προσωρινό άσυλο διάρκειας ενός έτους.