Ανεπίσημα πρακτικά δίκης 17Ν (7/3/2003) Μέρος 2/8

Παρασκευή, 07 Μαρτίου 2003 23:02
UPD:08/03/2003 00:00
A- A A+

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Δεν έχει σχέση με αυτά που λέτε. Κάτι ήθελε να μου πει.

Ι. ΚΟΥΡΤΟΒΙΚ: Δημιουργήθηκε η Οργάνωση, για τη δραστηριότητα της οποίας καλείστε να καταλογίσετε και να επιμετρήσετε τις ποινικές ευθύνες, δημιουργήθηκε στα πλαίσια αυτού του κλίματος, στα πλαίσια των ιδεών, των ιδεολογιών εκείνων που αμέσως μετά τη Μεταπολίτευση, οι οποίες αμφισβητούσαν τη μετάβαση στην Κοινοβουλευτική Δημοκρατία, αμφισβητούσαν το αληθές αυτής της μετάβασης, αμφισβητούσαν την ικανότητα των πολιτικών εκπροσώπων εκείνου του συστήματος να εκφράσουν το πολιτικό σώμα, αμφισβητούσαν τις δομές του πολιτικού εκείνου συστήματος, δομές, τις οποίες κατάγγελλαν ως δομές υποτέλειας, δομές εξάρτησης της πολιτικής και οικονομικής ζωής της χώρας από ξένους παράγοντες και βασίστηκαν ακόμη στις θεωρίες εκείνες, οι οποίες υποστήριζαν την αναγκαιότητα ανατροπής της καθεστηκυϊα τάξεως του πολιτικού συστήματος και εγκαθίδρυσης μιας άλλης τάξης πραγμάτων, αυτής που ορίζεται με τις προκηρύξεις της ως σοσιαλισμός με καθεστώς αυτοδιαχείρισης και λαϊκής εξουσίας με καθεστώς άμεσης δημοκρατίας, όπως προκύπτει από αυτές. Μετατροπή, μετασχηματισμό, που κατά τις θεωρίες τις οποίες αποδεχόταν η Οργάνωση και τα μέλη της, μπορούσε να γίνει μόνο με βίαια μέσα.

Να σημειώσω σε αυτό το σημείο ότι τον πολιτικό χαρακτήρα της σύστασης της Οργάνωσης και το πολιτικό περιεχόμενο της ιδεολογίας της, αποδέχεται και η ίδια η εισαγγελική πρόταση. Τι μας λέει η εισαγγελική πρόταση; Τοποθετεί την Οργάνωση στις ιστορικές συνθήκες δημιουργίας αυτού του τύπου των Οργανώσεων, ως αντάρτικου πόλεων –λέει η εισαγγελική πρόταση- οι οποίες αναπτύχθηκαν, ή το οποίο αναπτύχθηκε ως παρακλάδι του Κινήματος της κοινωνικής αμφισβήτησης του 1968.

Επομένως ο πολιτικός χαρακτήρας της Οργάνωσης της οποίας τη δράση καλείστε να κρίνετε, προκύπτει ήδη και κατοχυρώνεται και θεμελιώνεται και στοιχειοθετείται από την ίδια την εισαγγελική πρόταση και από το ίδιο το βούλευμα, με το οποίο καλείστε να δικάσετε.

Αντίστοιχα μέσα από τις προκηρύξεις προκύπτουν οι απώτεροι στόχοι της Οργάνωσης. Τι μας λένε οι προκηρύξεις; Μας λένε και επαναλαμβάνουν συνεχώς είτε υπό μορφή συνθημάτων, είτε υπό μορφή θεωρίας, την ανάγκη μιας δημοκρατικής και αντιϊμπεριαλιστικής επανάστασης για τη δημοκρατική και αντιϊμπεριαλιστική επανάσταση, για το χτίσιμο της λαϊκής εξουσίας και το σοσιαλισμό, για την εγκαθίδρυση της λαϊκής εξουσίας, όλες αυτές οι φράσεις τις οποίες ανέφερα και πριν, φράσεις οι οποίες συνεχώς επαναλαμβάνονται στις προκηρύξεις από την αρχή της δράσης της Οργάνωσης, μέχρι και το τέλος της.

Προκύπτει ότι από την αρχή της δράσης της Οργάνωσης μέχρι και το τέλος της, μέχρι και την τελευταία της ενέργεια, μέσα στους κύριους στόχους της είναι να πλήξει την αμερικανική παρουσία στη χώρα, να πλήξει δηλαδή τις διεθνείς σχέσεις της χώρας, τις διακρατικές σχέσεις της χώρας με το κράτος των ΗΠΑ, με σύμμαχη χώρα και να δημιουργήσει πρόβλημα, ρήγμα, στις σχέσεις αυτές και στην εξωτερική εικόνα της χώρας.

Προκύπτει ακόμη ότι στη διάρκεια της δράσης της επέλεξε στόχους, οι οποίοι είχαν πολιτικό σκεπτικό και οι οποίοι αποτελούσαν κατ’ εξοχήν προσβολή πολιτικών έννομων αγαθών. Ποιοι ήταν οι στόχοι -είναι κακός ο όρος, δεν βρίσκω όμως ποιον άλλον θα μπορούσα να χρησιμοποιήσω γιατί μιλάμε για ανθρώπινες ζωές και είναι σεβαστή η ανθρώπινη ζωή- που επέλεξε στη δράση της η Οργάνωση, έπληξε, προσέβαλε η προκήρυξη 4 φορές άτομα που επιλέγησαν υπό την ιδιότητά τους ως εκπρόσωποι πολιτικής αρχής, πολιτικών σωμάτων της χώρας: τρεις βουλευτές κι ένας υπουργός.

Δύο φορές επιλέγησαν άτομα, ως εκπρόσωποι της δικαστικής εξουσίας, δύο εισαγγελείς. Έξι φορές υπό την ιδιότητά τους αυτή, επελέγησαν εκπρόσωποι και αξιωματούχοι των σωμάτων ασφαλείας αξιωματούχοι της αστυνομικής δύναμης, λεωφορεία που μετέφεραν ομάδες σώματα αστυνομικών.

Δέκα φορές προσεβλήθησαν υπό την ιδιότητά τους αυτή, ξένοι διπλωματικοί εκπρόσωποι ή σημαίνοντα μέλη ξένων διπλωματικών και στρατιωτικών αντιπροσωπειών, τρεις Τούρκοι διπλωμάτες, ένας ¶γγλος, έξι Αμερικανοί. Τέσσερις φορές επλήγησαν έδρες ξένων διπλωματικών αντιπροσωπειών ή υπερεθνικών οργανισμών.

Μία φορά επλήγη στρατιωτική μονάδα ξένης χώρας, αμερικανικής, η απόπειρα επίθεσης κατά του αμερικανικού αεροπλανοφόρου, μια φορά ελληνική στρατιωτική μονάδα, ενώ 17 τουλάχιστον φορές με πρόκληση εκρήξεων επλήγησαν σύμβολα υπερεθνικών οικονομικών μονάδων, συμβούλων κι αυτών κατά κανόνα της οικονομικής εξάρτησης της χώρας κατά την ιδεολογία που προέβαλαν τα μέλη της Οργάνωσης, που προέβαλε η Οργάνωση και σύμβολα της καταπίεσης και της εκμετάλλευσης των λαών.

Προσεβλήθησαν επομένως στόχοι πολιτικοί, οι οποίοι κατά τις αντιλήψεις των μελών της Οργάνωσης και όπως προκύπτει από τις προκηρύξεις τους, ήταν στόχοι εμπόλεμοι, στον βαθμό που όπως προκύπτει από τα κείμενα των διακηρύξεων θεωρούσαν τα μέλη της ότι βρίσκονται σε κοινωνικό πόλεμο και θεωρούσαν ότι απέναντι τους έχουν τον κοινωνικό εχθρό.

Αναφέρομαι όχι μόνο στις προκηρύξεις, αναφέρομαι και σε μια εκ των απολογιών, η οποία δεν έχει ανακληθεί μέχρι στιγμής, στην απολογία του κ. Τέλιου αν θυμάμαι καλά, όπου ρητά αναφέρεται μέσα, είμαστε σε πόλεμο λένε τα μέλη της, φέρονται να λένε τα μέλη της Οργάνωσης.

Προσεβλήθησαν λοιπόν οι στόχοι οι οποίοι συνιστούσαν πολιτικά έννομα αγαθά υπό την έννοια της πολιτικής θεωρίας. Αγαθά συνδεόμενα με την εσωτερική κρατική ασφάλεια και με την εξωτερική κρατική ασφάλεια, συνδεόμενα με την αμυντική θωράκιση της χώρας, συνδεόμενα με την διεθνή της εμφάνιση και τις διεθνείς της σχέσεις.

Αγαθά δηλαδή, που κατ’ εξοχήν κατά την πολιτική θεωρία υπάγονται στις έννοιες που κωδικοποιούνται ως κράτος, ως πολιτικό σύστημα της χώρας, ως εσωτερική ασφάλεια της χώρας και ως εξωτερική ασφάλεια της χώρας. Επλήγησαν φορείς της πολιτικής εξουσίας, εκπρόσωποι της ασφάλειας της χώρας, εκπρόσωποι ξένων εθνικών αρχών, υπερεθνικοί οργανισμοί, ΕΟΚ και στόχοι που αποτελούσαν έκφραση της ξένης εξάρτησης.

Αυτά είναι τα δεδομένα με τα οποία καλείστε να δικάσετε, πως υπάγονται αυτά στην έννοια του πολιτικού εγκλήματος. Θεωρούμε ότι κατ’ εξοχήν έχετε μπροστά σας ένα αδίκημα, το οποίο είναι αμιγώς πολιτικό, το οποίο αυθεντικά υπάγεται στην έννοια του πολιτικού εγκλήματος και το οποίο είναι το έγκλημα του 187, της συγκρότησης Οργάνωσης.

ΔΙΚΗ 17Ν

ΩΡΑ ΕΝΑΡΞΕΩΣ: 9:05

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: ΜΙΧΑΗΛ ΜΑΡΓΑΡΙΤΗΣ

B΄ ΜΕΡΟΣ

10:00 – 11:00

Ι. ΚΟΥΡΤΟΒΙΚ: Έχετε μπροστά σας μία Οργάνωση, ένα αδίκημα, το οποίο συνίσταται στην οργάνωση των μέσων, στη σύμπραξη ατόμων με στόχο να επιτελέσουν, να προκαλέσουν τα εγκλήματα τα οποία στη συνέχεια θα προκαλέσουν, το οποίο όμως, στο επίπεδο αυτό, παραμένει ως υπόσταση, έγκλημα που κατά την υπόστασή του, κατά τη συγκρότηση δηλαδή και μόνο στο στάδιο αυτό της ομάδας, προσβάλλει και απειλεί τη δημόσια τάξη της χώρας και σαν τέτοιο εισάγεται και στοιχειοθετείται ως αδίκημα.

Προσβάλλει λοιπόν και απειλεί στην πολιτειακή της όψη τη δημόσια τάξη ως χώρας, ως έκφανση της εσωτερικής κρατικής ασφάλειας που αποτελεί κρατικό έννομο αγαθό. Και ως τέτοιο αποτελεί μέρος του πολιτικού συστήματος με απώτερο στόχο, όπως προκύπτει από τις προκηρύξεις και όπως προκύπτει και από το σύνολο της δράσης της, την ανατροπή του πολιτικού συστήματος και την ανατροπή της καθεστηκυίας τάξης.

Η επιβολή λοιπόν του αγαθού της δημόσιας τάξης συνιστά καθαυτό πολιτικό έγκλημα. Καθιστά μάλλον καθαυτό πολιτικό έγκλημα, την εγκληματική Οργάνωση με την προσέγγιση της ευρείας αντικειμενικής θεωρίας. Γιατί προσβάλλει πολιτικό έννομο αγαθό. Υπό την έννοια την οποία τη θέτει ο Σαρίπολος και τη θέτουν και οι υπόλοιποι νομικοί θεωρητικοί που προσεγγίζουν το θέμα.

Συνιστά όμως αμιγές πολιτικό αδίκημα και υπό τη στενή αντικειμενική θεωρία, αν θέλουμε να την προσεγγίσουμε υπό την έννοια του πραγματικού στο χώρο της ιστορικής πραγματικότητας, των δυνατών καταστάσεων της ρύθμισης δυνατών ιστορικών καταστάσεων και όχι παράλογων και νομικίστικων κατασκευών, που δεν έχουν σχέση με την πολιτική πραγματικότητα.

Διότι συνιστά η δημόσια τάξη αγαθό από εκείνα τα ενδιάμεσα αγαθά τα οποία αποτελούν την ασπίδα προστασίας του πολιτεύματος που αν δεν προσβληθεί, δεν είναι δυνατή η κατάργηση του πολιτεύματος. Δεν είναι δυνατή υπό όρους πολιτικής πραγματικότητας η απευθείας, κατά τρόπο άμεσο, προσβολή του πολιτεύματος ενός θεσμού, είναι δυνατή η προσβολή του πολιτεύματος μόνο υπό την έννοια της προσβολής των ενδιάμεσων εκείνων αγαθών, τα οποία συνιστούν την ασπίδα προστασίας του και μόνο υπ’ αυτή την έννοια, μπορούμε να θεωρήσουμε ότι μπορεί να προσεγγίσουμε την έννοια του πολιτικού εγκλήματος και στα πλαίσια της στενής αντικειμενικής θεωρίας, της προσβολής δηλαδή του πολιτεύματος.

Πολύ περισσότερο συνιστά πολιτικό αδίκημα και υπάγεται στις διατάξεις του πολιτικού αδικήματος η σύσταση της εγκληματικής οργάνωσης, υπό την υποκειμενική θεωρία και υπό τις μικτές, αφού είναι προφανείς οι πολιτικοί σκοποί των μελών της, είναι προφανείς και καταγεγραμμένοι οι πολιτικοί σκοποί της Οργάνωσης οι οποίοι υπερπροσδιορίζουν και το περιεχόμενο των επιμέρους πράξεων, των επιμέρους εγκλημάτων, τα οποία αυτή η Οργάνωση σκοπεύει, στοχεύει να τελέσει.

Για να ολοκληρώσω, θεωρούμε λοιπόν ότι αμιγώς το έγκλημα του 187 το οποίο καλείστε να δικάσετε, υπάγεται στην έννοια του πολιτικού εγκλήματος, ως τέτοιο πρέπει να θεωρηθεί και ως τέτοιο υπάγεται στην αρμοδιότητα των Μικτών Ορκωτών Δικαστηρίων.

Αλλά και όσον αφορά τις επιμέρους κατηγορίες, με βάση τα όσα εκτέθηκαν παραπάνω, θεωρούμε ότι τόσο υπό την έννοια της ευρείας, της υποκειμενικής θεωρίας, υπό την έννοια δηλαδή της προσέγγισης των αδικημάτων στα πλαίσια των σκοπών και των κινήτρων, των ελατηρίων των μελών της οργάνωσης τα οποία τα τέλεσαν, προκύπτει όμως και όσον αφορά τις επιμέρους πράξεις της Οργάνωσης, ότι υπάγονται στην έννοια του πολιτικού εγκλήματος, του συνθέτου πολιτικού εγκλήματος.

Να επιμείνω στην αρχική μου θέση, ότι θα ήταν παράλογη μια προσέγγιση της έννοιας του πολιτικού εγκλήματος, ως ήσσονος σημασίας πολιτικής παραβατικότητας στο πνεύμα του Συνταγματικού νομοθέτη, η οποία έχει μόνον ιδεολογικό περιεχόμενο και δεν έχει περιεχόμενο και αμιγώς και ακραία ποινικό, περιεχόμενο έντονης, εντονότερης ποινικής απαξίας.

Οι στόχοι λοιπόν της Οργάνωσης όπως προκύπτει από τα όσα παραπάνω αναφέρονται, όπως προκύπτουν και περιγράφονται στις κατηγορίες, όπως προκύπτουν και περιγράφονται κατά το βούλευμα, ήταν στόχοι οι οποίοι δεν στράφηκαν κατά ιδιωτικών έννομων αγαθών, αλλά στράφηκαν κατά πολιτικών έννομων αγαθών, κατά εκπροσώπων και συμβόλων της πολιτικής ζωής της χώρας, του πολιτικού συστήματος και των πολιτικών σωμάτων, κατά εκπροσώπων διεθνών Οργανισμών, κατά εκπροσώπων υπερεθνικών Οργανισμών.

Στράφηκαν κατά στόχων οι οποίοι εβλήθησαν, προσεβλήθησαν σαν τέτοιοι, και κατά προσώπων, όχι όπως λέχθηκε, στη βάση της ιδιωτικής τους, της ατομικής τους συμπεριφοράς, όχι στη βάση ιδιωτικών κριτηρίων, ατομικών κριτηρίων, αλλά στη βάση της άσκησης υπ’ αυτών πολιτικής, πολιτικής δραστηριότητας, της άσκησης υπ’ αυτών αρχής και λειτουργήματος και στη βάση της υπ’ αυτών εκπροσώπησης του θεσμού.

Και τούτο, διότι θα πρέπει να δεχθείτε ότι η έννοια της αρχής έχει διττή σημασία. Η έννοια της αρχής, περιλαμβάνει κατ’ αρχήν τον θεσμό ως τέτοιο, κατά την αντικειμενική του έννοια. Η έννοια της αρχής, κατά την υποκειμενική της έννοια, συνίσταται στο πρόσωπο, στον φορέα της αρχής. Προσβάλλοντας τον φορέα της αρχής, θεώρησε το Δίκαιό μας μέχρι και πρόσφατα, μέχρι και μια δεκαετία νωρίτερα, ότι προσβάλλεται η ίδια η αρχή.

Αναφέρομαι συγκεκριμένα στα αδικήματα, στο γνωστό αδίκημα περί περιύβρισης αρχής, όπου η προσβολή του φορέα της αρχής, εθεωρείτο ότι συνιστούσε προσβολή της ίδιας της αρχής, του αξιώματος, προσβολή της αυθεντίας της κρατικής και όχι προσβολή του ιδιωτικού της φορέα, εφ’ όσον γινόταν υπ’ αυτή την ιδιότητα.

Πολιτικούς στόχους λοιπόν αποτελούσαν και οι επιμέρους ενέργειες της Οργάνωσης και στην έννοια του πολιτικού εγκλήματος υπό την υποκειμενική θεωρία, ή και με μικτά κριτήρια, αλλά και υπό την ευρεία αντικειμενική θεωρία, υπό την έννοια υπό την οποία, υπό τις διαστάσεις, υπό τις οποίες μπορεί να προσεγγισθεί με αυτές τις σκέψεις, συνιστούσαν και τα επιμέρους εγκλήματα, οι επιμέρους κατηγορίες για τις οποίες παραπέμπονται.

Πολύ περισσότερο την εξυπηρέτηση των πολιτικών αυτών απώτερων στόχων της Οργάνωσης, υπηρετούσαν και η υπόλοιπη δραστηριότητα για την οποία παραπέμπονται κατά το βούλευμα -αναφέρθηκε και ο συνάδελφος της Πολιτικής Αγωγής στις ληστείες- δεν γνωρίζω, δεν μπορώ να αναφερθώ σε αυτές, κατ’ αρχήν διότι νομίζω ότι ο εντολέας μου δεν έχει τοποθετηθεί και δεν έχει αναλάβει ευθύνη για τις συγκεκριμένες πράξεις του κατηγορητηρίου, δεν γνωρίζω εάν τις αναγνωρίζει ως τέτοιες, πλην όμως και ως τέτοιες, αν δεν της αναγνωρίζει ο ίδιος, τις αναγνωρίζει η ελληνική νομολογία, τις αναγνωρίζει η θεωρία, ως πράξεις οι οποίες είναι συναφείς του πολιτικού εγκλήματος, στο βαθμό που προπαρασκευάζουν, αποτελούν προπαρασκευαστικές ενέργειες για την τέλεση του εγκλήματος αυτού, εξασφαλίζοντας τα μέσα για την τέλεση του πολιτικού εγκλήματος, για την επίτευξη των σκοπών για τους οποίους τελείται το πολιτικό έγκλημα.

Πολύ περισσότερο όμως, από τη νομική θεωρία, είναι η εμπειρική πραγματικότητα, από την οποία δεν πρέπει να αποστεί το Δικαστήριο όταν θα προσπαθήσει να προσεγγίσει την έννοια του πολιτικού εγκλήματος. Κατά τον τρόπο με τον οποίο ολόκληρη η ελληνική κοινωνία και η πολιτική μας πραγματικότητα προσεγγίζει την υπόθεση αυτή την οποία δικάζετε και τη δράση της Οργάνωσης την οποία δικάζετε, η δράση αυτή είναι πολιτική και η υπόθεση την οποία δικάζετε είναι πολιτική, δεν έχει αυτό με κανέναν τρόπο και σε καμία διάσταση την έννοια ότι δεν έχει ποινική διάσταση.

Προφανώς και έχουν ποινική διάσταση και έχουν βαρύτατες ποινικές συνέπειες οι πράξεις τις οποίες καλείστε να δικάσετε, σαφώς αποτελούν εγκλήματα υπό την έννοια του δικού μας δικαίου, οι πράξεις τις οποίες καλείστε να εκδικάσετε, πλην όμως, ο πολιτικός χαρακτήρας της δίκης, ο πολιτικός χαρακτήρας αυτών των πράξεων, νομίζω, αποτελεί κοινή πεποίθηση.

Πολιτικοί ήταν οι στόχοι. Πολιτικές ήταν οι συνέπειες κάθε φορά, της δράσης της Οργάνωσης. Πολιτικός ήταν ο λόγος ο οποίος διατυπωνόταν και από στόματα πολιτικών πάνω στη δράση της Οργάνωσης, μετά από κάθε της ενέργεια. Για βλάβη της δημοκρατίας μίλησαν επανειλημμένα τότε οι διάφοροι εκπρόσωποι της πολιτείας οι οποίοι βγήκαν να τοποθετηθούν πάνω σ’ αυτά τα ζητήματα. Εκπρόσωποι της πολιτικής ζωής του τόπου, μέλη της Κυβέρνησης και της Αντιπολίτευσης, ξένοι πρεσβευτές, για βλάβη της δημοκρατίας. «Για βλάβη της Δημοκρατίας› μίλησε και ο κ. Κώστας Καραμανλής, ο Πρόεδρος του Κόμματος της Αντιπολίτευσης. «Έγκλημα κατά της δημοκρατίας› χαρακτήρισε τη δράση της 17Ν. Όχι κατά της κοινωνίας, κύριοι Δικαστές. Όχι κατά της κοινωνίας έγκλημα, τη χαρακτήρισαν με τις δηλώσεις του όλοι όσοι παρενέβησαν σε αυτή και σε προηγούμενες φάσεις για να κρίνουν τη δράση τους. Ως έγκλημα κατά της Δημοκρατίας τη χαρακτήρισαν.

Με παρέμβασή του ο Πρωθυπουργός στα πλαίσια της ομιλίας του –με αποστροφή του μάλλον ο Πρωθυπουργός- στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης, για «λαθρέμπορους της Αριστερής ιδεολογίας› μίλησε.

ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: «Λαθρεπιβάτες›. Έτσι νομίζω

Ι. ΚΟΥΡΤΟΒΙΚ: Λαθρεπιβάτες; Λαθρέμπορους, την έχω και μπροστά μου την εφημερίδα.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Εντάξει, ας μη μεταφέρουμε τί είπαν οι πολιτικοί. Ας κάνουμε την προσέγγισή μας νομικά, δεν υπάρχει λόγος επί αυτού του θέματος.

Ι. ΚΟΥΡΤΟΒΙΚ: «Λαθρέμπορους› λοιπόν «της αριστερής ιδεολογίας› λέει εδώ η εφημερίδα, πιθανό να είναι και «λαθρεπιβάτες› που λέει ο κ. Εισαγγελεύς, που προσπαθούν να διαστρεβλώσουν όρους, όπως ο σοσιαλισμός και η αξιοπρέπεια αλλά και ως «μαφία› φαίνεται να χαρακτήρισε ο Πρωθυπουργός. Πολιτική κριτική είναι αυτή κύριοι Δικαστές, δεν είναι κριτική εγκληματικής ενέργειας κοινού ποινικού εγκλήματος.

Πολιτική ήταν και η κριτική που ο κ. Miller άσκησε στα πλαίσια των ποικίλων και συνεχών παρεμβάσεών του γι’ αυτή την υπόθεση. «Γελοιοποίησε την ελληνική Κυβέρνηση η 17Ν› λέει ο κ. Miller, δεν λέει ο κ. Miller ότι πρόσβαλλε την ελληνική κοινωνία. Ακόμη και στα Πρακτικά της Βουλής, οι ίδιοι όροι επανέρχονται: «Ταλαιπώρησε τη Δημοκρατία› λένε οι εκπρόσωποι του έθνους στα Πρακτικά της Βουλής κατά τη συζήτηση του τρομονόμου. Δεν λένε ότι ταλαιπώρησε την κοινωνία.

Έχουμε λοιπόν, έχετε μπροστά σας, τόσο κατά την έννοια του νόμου, τόσο κατά την έννοια της θεωρίας όσο και κατά την έννοια και τα πλαίσια που σας θέτει η πρόσφατη δική σας νομολογία πάνω σε αυτό το θέμα, εγκλήματα πολιτικά. Και σαν τέτοια πρέπει να τα προσεγγίσετε.

Μια διαφορετική θεώρηση θα ήταν μια θεώρηση η οποία θα αφίστατο αυτό που στην κοινή συνείδηση, στη συνείδηση του μέσου πολίτη, καταγράφεται σαν αλήθεια. Και θα ήταν προβληματικό αν οι διαδικασίες απονομής της Δικαιοσύνης αφίστανται κατά τέτοιο τρόπο από αυτό που είναι η κοινή αλήθεια στον μέσο πολίτη.

Εφ’ όσον έχετε εγκλήματα πολιτικά να δικάσετε, μόνη αρμοδιότητα αποκλειστική, είναι η αρμοδιότητα των Μικτών Ορκωτών Δικαστηρίων, αρμοδιότητα την οποία δεν τόλμησε ούτε ο νόμο 2928 να αγγίξει και να μεταθέσει, αρμοδιότητα αποκλειστική που ορίζεται αποκλειστικά από τις διατάξεις του Συντάγματος οι οποίες και σας δεσμεύουν. Οφείλει λοιπόν το Δικαστήριό σας, με βάση αυτές τις σκέψεις να κρίνει εαυτό αναρμόδιο και να παραπέμψει στο σύνολό της την υπόθεση, στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο.

ΣΥΝΗΓΟΡΟΣ: Κύριε Πρόεδρε, αν μου επιτρέπετε, πρόκειται για δήλωση, δεν πρόκειται για να λάβω το θέμα επί της ενστάσεως. Κατόπιν οδηγίας του εντολέα μου Κωνσταντίνου Τέλιου, θέλω να δηλώσω στο Δικαστήριό σας, ότι η φράση που ακούστηκε από την συνάδελφό μου προηγουμένως, κάνοντας χρήση προανακριτικής απολογίας, αφορά φράση του πρώτου των κατηγορουμένων και όχι φράση του ιδίου του Κωνσταντίνου Τέλιου.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ο λόγος στον κ. Καρύδη.

Β. ΚΑΡΥΔΗΣ: Με έχει επισκιάσει πλήρως η λάμψη και η επάρκεια της συναδέλφου της κας Κούρτοβικ και δικαίως.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ξέρετε, εδώ μέσα οι αρχές της ισότητας ισχύουν για όλους. Εγώ το όνομά σας το συγκράτησα, αλλά δεν θυμόμουν ποιον εκπροσωπείτε. Δεν υπάρχει θέμα. Δεν θέλω να κάνω τέτοιες συγκρίσεις ούτε μου επιτρέπεται, ούτε λογικά, ούτε τίποτα. Εδώ αντιμετωπίζονται όλοι οι παράγοντες το ίδιο.

Β. ΚΑΡΥΔΗΣ: Θα μου επιτρέψετε εμένα να κάνω ένα κομπλιμέντο στη συνάδελφο, διότι ένα δικό σας κομπλιμάν παρεξηγήθηκε, δεν ξέρω αν το λάβατε υπ’ όψιν σας, έγιναν σχόλια ότι «η Κούρτοβικ θύμωσε›.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Μη μου λέτε τί είπαν οι έξω. Τι θα λέμε μέσα εδώ.

Β. ΚΑΡΥΔΗΣ: Εγώ γνωρίζω ότι χαίρεται η συνάδελφός μου τις φιλοφρονήσεις, όπως κάθε άνθρωπος. Και δεν θα με παρεξηγήσει, όπως νομίζουν.

Ι. ΚΟΥΡΤΟΒΙΚ: (εκτός μικροφώνου)

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Να μην λαμβάνουμε υπ’ όψη τί λένε οι άλλοι. Εδώ, ό,τι λέμε μέσα τα ακούμε εμείς. Λοιπόν, να αφήσουμε όλα τα άλλα.

Ι. ΚΟΥΡΤΟΒΙΚ: Η γνωμοδότηση του κ. Μπελαντή ο οποίος όπως είχα έχει το τελευταίο και πλέον ολοκληρωμένο σύγγραμμα εκδώσει πάνω στο ζήτημα του πολιτικού εγκλήματος, για το πολιτικό έγκλημα και την τρομοκρατία νομίζω.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Εντάξει, θα τα δούμε όλα βέβαια. Είναι υποβοηθητικά αυτά της κρίσης. Να πάρουν και αντίγραφο οι λοιποί. Ας δοθεί κάποια ευχέρεια να πάρουν και αντίγραφο.

Β. ΚΑΡΥΔΗΣ: Κύριε Πρόεδρε, είναι πράγματι άχαρο το αίτημα να αποφανθεί ένα Δικαστήριο περί της εαυτού αναρμοδιότητας. Ταυτόχρονα όμως υπάρχει μια μικρή αποζημίωση σε αυτό ότι είναι το θέμα τόσο σημαντικό που πραγματικά αποκτά υπό μία έννοια ιστορική σημασία, όπως πολύ σωστά το κωδικοποιεί και μας προτρέπει όλους, γιατί αυτό νομίζω ανήκει σε όλους τους παράγοντες της δίκης.

Ο Καθηγητής Μανωλεδάκης, ο Πρύτανης των ελληνοποινικολόγων ή έστω Αντιπρύτανης να μην παρεξηγηθούν οι συνάδελφοι του Πανεπιστημίου Αθηνών και λέει πολύ λιτά ότι το Δικαστήριο, το δικό σας Δικαστήριο, είναι αυτή τη στιγμή το μόνο αρμόδιο όργανο να αποφανθεί σχετικά με όλα τα ζητήματα και τις θεωρίες κλπ.

Πρέπει να το κάνει με πλήρως αιτιολογημένη απόφασή του που θα νομολογεί και για τον όρο «πολιτικό έγκλημα› γιατί πραγματικά αυτή την στιγμή στο σημείο αυτό υπάρχει κενό. Η ένσταση της αρμοδιότητας βέβαια ασκήθηκε όχι μόνο για τον πολιτικό χαρακτήρα των εγκλημάτων, αλλά νομίζω ότι ήδη η συνάδελφός μου κα Κούρτοβικ είπε ότι για άλλα ζητήματα που εμπίπτουν στο άρθρο 97 θα αναφερθούν άλλοι συνάδελφοι.

Εγώ λοιπόν προς επικουρία της ίδιας ως προς τον πολιτικό χαρακτήρα αυτής της δράσης θα αναφερθώ. Βεβαίως η ένσταση αυτή δημιουργήθηκε από τον ίδιο τον νόμο δυνάμει του οποίου βρίσκονται οι κατηγορούμενοι αυτή την στιγμή στο εδώλιο τον 2928/2001.

Θα μου επιτρέψετε κ. Πρόεδρε να πω ότι αυτός ο νόμος είναι ένας κυριολεκτικός τραγέλαφος. Δεν είναι ρητορικό σχήμα, είναι κυριολεξία. Η προσπάθεια συγκερασμού εντελώς ανόμοιων πραγμάτων, δηλαδή ένα πράγμα αλλόκοτο όπως λέει και ο κ. Κριαράς ότι σημαίνει ο τραγέλαφος.

Θα εξηγηθώ έπ’ αυτού. Ο νόμος ο συγκεκριμένος ψηφίστηκε ως υλοποίηση της δέσμευσης της χώρας μας που υπέγραψε την σύμβαση του Παλέρμο για το οργανωμένο έγκλημα, όπως άλλωστε αυτό αναφέρεται και στην αιτιολογική του έκθεση ότι τιμάται δηλαδή αυτή η σύμβαση.

Είναι γνωστό ότι ο ορισμός του οργανωμένου εγκλήματος είναι δυσχερής. Έχει επιχειρηθεί από πολλές πλευρές – πολύ συνοπτικά και ενδεικτικά – κατά τον καθηγητή τον κ. Κουράκη πρέπει να συναπαρτίζεται από τέσσερα στοιχεία, ένα, η οργάνωση με διαμορφωμένη ιεραρχία, αυστηρή κατανομή καθηκόντων και ιστορικού κανονισμού επιβολής κλπ. Δύο, ο ορθολογικός σχεδιασμός και η σταθερή ή και αποκλειστική επιδίωξη μιας αθέμιτης δραστηριότητας που στοχεύει σε μαζική διάπραξη παρανομιών και σε μεγάλα οικονομικά ή άλλα οφέλη. Αφήνω τα άλλα στοιχεία γιατί αυτό με ενδιαφέρει.

Κατά τον συνάδελφο τον κ. Λίβο ο οποίος κατά σύμπτωση είναι μεταξύ των Συνηγόρων της πολιτικής αγωγής, πρόκειται για μια ποιοτική μεταβολή η οποία ανιχνεύεται στην συγκρότηση επιχειρηματικών ή οιωνοί επιχειρηματικών δικτύων για τον έλεγχο της παράνομης αγοράς.

Σύμφωνα με την ίδια την σύμβαση, του Παλέρμο εννοώ, χαρακτηρίζεται ιδεολογικά από τα στοιχεία της διάρθρωσης του σχεδιασμού της επιχειρηματικότητας δράσης, της ετοιμότητας τέλεσης κυρίως σοβαρών εγκλημάτων και ιδίως συγκεκριμένου σκοπού του προσπορισμού δηλαδή κατά μάλλον ή ήττον υψηλού παράνομου οφέλους. Δεν θα πω παραπέρα για την Interpol ή για άλλα όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Το κρίσιμο στοιχείο που είναι κοινό όμως, παρά τις δυσχέρειες ή τις διαφοροποιήσεις, είναι ακριβώς η επιδίωξη κέρδους. Αυτό ακριβώς το κρίσιμο στοιχείο που όλοι, ουδείς το εξαιρεί, από κάθε ορισμό ανεξάρτητα από τις δυσχέρειες ή τις μεταξύ τους διαφωνίες δεν το αναφέρει ο Έλληνας νομοθέτης.

Αυτό είναι ο τράγος, ατελής. Θεσπίζεται νόμος για την πάταξη του οργανωμένου εγκλήματος και λείπει το κατεξοχήν κρίσιμο και αδιαφιλονίκητο στοιχείο που χαρακτηρίζει αυτή την εγκληματική μορφή δράσης. Έτσι λοιπόν ο νομοθέτης έκανε μια «πονηριά› αφαιρώντας αυτό το κρίσιμο στοιχείο, έχοντας κατά νου βεβαίως οργανώσεις άλλης φύσεως. Γι’ αυτό πράγματι εμφανίστηκε και το παράδοξο γεγονός από την πρώτη στιγμή αλλά και μέχρι σήμερα, να μιλάνε όλοι στην Ελλάδα περί τρομονόμου, χωρίς αυτή η λέξη να αναφέρεται ούτε στον τίτλο, ούτε και στο κείμενο του νόμου. Τόσο διαφανής ήταν η πρόθεση του νομοθέτη.

Γιατί με αυτή την «πονηριά› απέφυγε τον άλλο σκόπελο, να ορίσει δηλαδή τι είναι τρομοκρατία. Αφού δεν μιλάει για τρομοκρατία δεν ήταν υποχρεωμένος να ορίσει και τι είναι τρομοκρατία, άρα την γλιτώνω. Διότι το ζήτημα αυτό φυσικά έχει κρίσιμη σημασία και μεγάλες δυσχέρειες.

Αυτός ο νόμος κύριε Πρόεδρε και κύριοι Εφέτες όπως ξέρετε, έχει δεχθεί έντονη κριτική από πάρα πολλές πλευρές, κυρίως υπό το πρίσμα της συρρίκνωσης του κράτους δικαίου, εν ονόματι της σκοπιμότητας και της αποτελεσματικότητας. Αberratio ictus, αστόχημα βολής, επιγράφει ένα σχετικό του άρθρο ένας συνάδελφός μας και πρώην σύμβουλος του Υπουργού Δικαιοσύνης και έχουν δίκιο.

Αναφέρθηκε η συνάδελφός μου η κ. Κούρτοβικ για το περιστατικό του φοιτητή που επειδή είχε έντυπο υλικό στο σπίτι του διώχθηκε και πού, πού; Στη χώρα της Μagna Carta και του habeas corpus. Διώκεται ο φοιτητής που έχει έντυπα εις το internet, λέει συμφωνώ ή διαφωνώ με μία δράση. Εκεί ενδεχομένως μας οδηγούν τέτοιου είδους νομοθετήματα.

Όμως δεν είναι το ζητούμενο αυτή την στιγμή αυτό, για το ζήτημα που μας απασχολεί. Έχουμε δύο δεδομένα. Έχουμε μία πρόσφατη αναθεώρηση του Συντάγματος 2001 όπου έχει διατηρηθεί η διάταξη του άρθρου 97 περί πολιτικού εγκλήματος όπως βέβαια και στο άρθρο 47 σχετικά με την αμνηστία που πάλι γίνεται αναφορά στο πολιτικό έγκλημα.

Το κρατάμε αυτό. Το κρατάμε γιατί εγώ δέχομαι αυτό που έγραψε ο Καθηγητής Σταθόπουλος και πρώην Υπουργός Δικαιοσύνης για την ιστορικότητα και την τελολογικότητα του Δικαίου. Το άλλο δεδομένο είναι όπως ήδη ανέφερα ότι δεν υπάρχει ορισμός όχι μόνο του πολιτικού εγκλήματος αλλά και της τρομοκρατίας.

Αυτό που έκανε ο δικός μας νομοθέτης είναι να εξαιρέσει κάπου 30 εγκλήματα του Ποινικού Κώδικα με αυτόν τον πολύ έμμεσο τρόπο όπως σας είπα λέγοντας «αυτά είναι του κοινού Ποινικού Δικαίου›. Υποχρεωνόμαστε λοιπόν να τρέξουμε σε άλλα κείμενα για να προσπαθήσουμε να βρούμε έναν τέτοιο ορισμό. Και φυσικά το πιο πρόσφατο και πιο δεσμευτικό αν θέλετε υπό την ευρεία έννοια κείμενο, είναι το πλαίσιο απόφασης του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο πνεύμα του οποίου κινείται και ο νόμος 2928.

Εκεί που είναι πιο φραγκολεβαντίνοι, πιο αγαθοί από μας που είμαστε πονηροί, κάνουν μια απόπειρα ορισμού της τρομοκρατίας. Αφού μιλάνε για την τρομοκρατία λένε και τι είναι αυτό το πράγμα όσο γίνεται. Έχει ασκηθεί μεγάλη κριτική αλλά είναι ένα έρεισμα, μια αφετηρία. Τι λέει λοιπόν στο άρθρο 1; Ότι η τρομοκρατία υπάρχει όταν διαπράττονται πράξεις με σκοπό: 1) να εκφοβήσει σοβαρά ένα πληθυσμό ή 2) να εξαναγκάσει αδικαιολόγητα τις δημόσιες αρχές ή έναν Διεθνή Οργανισμό να εκτελέσουν οποιαδήποτε πράξη ή να απόσχουν από την εκτέλεσή της ή 3) να αποσταθεροποιήσει ή να καταστρέψει τις πολιτικές, συνταγματικές ή οικονομικές δομές μιας χώρας ή ενός Διεθνούς Οργανισμού.

Θα έλεγα πολιτικό έγκλημα par excellence, οικονομικές, πολιτικές, κοινωνικές δομές, με την διαφορά ότι ταυτόχρονα αυτό το πλαίσιο λέει: «αυτοί που τα επιδιώκουν αυτά δεν διαπράττουν πολιτικό έγκλημα›. Είναι πράγματι λίγο παράδοξο. Δηλαδή λένε δεν είναι αυτή η δράση πολιτικό έγκλημα, γιατί εγώ λέω ότι δεν είναι πολιτικό έγκλημα. Και αυτό κάνει βέβαια ο νομοθέτης χωρίς να το λέει έτσι, με τον τρόπο που σας περιέγραψα πριν, για να μην σας κουράζω.

Για το λόγο αυτό άλλωστε κ. Πρόεδρε, κ. Εφέτες αναγκάστηκαν οι εταίροι στην Ευρωπαϊκή Ένωση και οι συντάκτες αυτού του πλαισίου απόφασης να επισυνάψουν κατάλογο ως παράρτημα των τρομοκρατικών Οργανώσεων. Σου λέει, μην γίνει κανένα λάθος. Πάμε στην Ελλάδα που έχει μία άλλη παράδοση, έναν νομικό πολιτισμό, μπορεί να έχει μία άλλη νομολογία, να πει πολιτικές δομές, οικονομικές, κοινωνικές κλπ. Είναι; Όχι λέει.

Ότι και να κάνουν αυτές οι Οργανώσεις μεταξύ για την Ελλάδα είναι η 17Ν και ο ΕΛΑ, δεν είναι πολιτικό γιατί το λέμε εμείς. Έφυγαν, προσέλαβαν τις πολιτικές, οικονομικές, κοινωνικές δομές αλλά εγώ σας λέω ότι δεν είναι πολιτικό. Για να μην γίνει κανένα λάθος επαναλαμβάνω σας βάζω τον κατάλογο να ξέρετε πότε, δεν θα αναγνωρίσετε ποτέ σε αυτούς τον πολιτικό χαρακτήρα της οποιασδήποτε πράξης τους ή της δράσης τους. Αυτό είναι η έλαφος, ατελής και αυτή.

Αυτό που συμβαίνει λοιπόν κ. Πρόεδρε, κ. Εφέτες είναι μια σαφής απόπειρα αποπολιτικοποίησης ή αποϊδεολογικοποίησης αν θέλετε της τρομοκρατίας.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Στο σημείο αυτό της διαδικασίας κ. Γραμματεύς προσήλθε ο κ. Σάββας Ξηρός, ο κατηγορούμενος.

Σε αυτό το σημείο προσήλθε ο κ. Σάββας Ξηρός

Β. ΚΑΡΥΔΗΣ: Με τον τρόπο αυτό το άρθρο 97 του Συντάγματος καθίσταται πουκάμισο άδειο, κέλυφος άδειο. Φεύγουν ουσιαστικά με τον τρόπο που περιέγραψα από το πεδίο εφαρμογής του όλα τα πιθανά εγκλήματα που ενδεχομένως θα μπορούσαν να σχετίζονται με την οποιαδήποτε πολιτική δράση, πολιτικές επιδιώξεις.

¶ρα πρέπει να προσεγγίσουμε το ζήτημα έξω από το παράδεισο της εννοιοκρατίας, χωρίς τον αφόρητο νομικισμό που πραγματικά κατά την γνώμη μου διακρίνει το παραπεμπτικό βούλευμα. Αναφέρθηκε ήδη για άλλο λόγο η συνάδελφος η κα Κούρτοβικ στην αναφορά του, ότι συγκροτήθηκε αυτή η ομάδα το 1973 με σκοπό την διάπραξη ανθρωποκτονιών, ληστειών και δεν ξέρω τι άλλων εγκλημάτων. Πραγματικά δηλαδή ένας στενά νομικίστικος λόγος που δεν νομίζω ότι μπορεί να σταθεί.

Αντίθετα πολύ συνοπτικά θα προσπαθήσω να προσεγγίσω το ζήτημα όπως οι Καθηγητές Τσάτσος και Τσουκαλάς ανέφεραν στο προλογικό τους σημείωμα στο βιβλίου του Πανεπιστημιακού Ανδρέα Λοβέρδου και νυν Υφυπουργού Εξωτερικών, «παρεκκλίσεις πολιτικής συμπεριφοράς και Σύνταγμα›.

Στο προλογικό τους σημείωμα λοιπόν λένε ότι τέτοιος είναι ο λόγος για το πολιτικό έγκλημα για την τρομοκρατία. Καυτό σίδερο είναι το θάρρος αυτού που τον αρθρώνει για κάθε εξουσία. Η προσπάθεια κοινωνικοπολιτικής εξήγησης σε καθιστά ύποπτο γιατί αποκαλύπτεις ή τουλάχιστον αρνείσαι να συγκαλύψεις την αμηχανία της όποιας κρατικής εξουσίας όταν αρνείται στο φαινόμενο της τρομοκρατίας τις κοινωνικοπολιτικές του διαστάσεις. Εκείνες δηλαδή τις διαστάσεις που γεννούν την εξουσία και αναπαράγονται από την άσκησή της.

Ο δε ίδιος συγγραφέας στο δικό του πρόλογο τελειώνει ως εξής: «Με δεδομένο ότι το σημείο σύγκρουσης ως προς το θέμα που εδώ απασχολεί ανάμεσα στον ετεροκαθοριζόμενο και τον συνεπή επιστημονικό λόγο είναι ο πολιτικός ή μη χαρακτήρας της τρομοκρατίας›.

Νομίζω πως τα παραπάνω ερωτήματα και οι ανησυχίες μπορούν στο σύνολό τους να απαντηθούν με μία φράση του Αλ Τουσέρ. Δεν τίθεται εδώ ζήτημα να διευρυνθεί η υπάρχουσα πολιτική αλλά να κατορθώσουμε να παρακολουθούμε την πολιτική εκεί όπου διεξάγεται.

Επομένως κ. Πρόεδρε για να επανέλθω στο αρχικό ερώτημα της διατήρησης της έννοιας του πολιτικού εγκλήματος στο άρθρο 97 από τον αναθεωρητικό Συνταγματικό Νομοθέτη πολύ πρόσφατα, θα πω ότι πάντοτε οι πολιτικοί αντίπαλοι ονομάζονται τρομοκράτες. Αυτό δεν λέει τίποτα.

Εμείς πράγματι έχουμε τα κείμενα, έχουμε τους νόμους, έχουμε τις διατάξεις. Αν λοιπόν δεχθούμε τη λογική και του πλαισίου απόφασης, ακόμη περισσότερο του νόμου 2928, ότι δηλαδή ανεξάρτητα αν οι πράξεις ή αυτή η δράση προσβάλει τις κοινωνικές, πολιτικές, οικονομικές δομές εγώ σας λέω ότι αυτό δεν είναι πολιτικό έγκλημα. Δεν είναι πολιτικό έγκλημα γιατί έτσι το λέω εγώ;

Αναγκαστικά και έχει αναφερθεί αυτό, έχει λεχθεί, το πεδίο εφαρμογής θα περιοριστεί στην περίπτωση πραξικοπήματος. Δηλαδή θα πρέπει να δεχθούμε έναν παραλογισμό ότι στην πρόσφατη αναθεώρηση του Συντάγματος ο Συνταγματικός Νομοθέτης είχε στο νου του μόνο τους επόμενους χουντικούς.

Αυτό εκτός από παραλογισμός νομίζω ότι προκύπτει ότι μπορούσε να συμβαίνει κάτι τέτοιο και από το ίδιο το Σύνταγμα όταν στο άρθρο 120 παράγραφος 3 αναφέρεται ακριβώς στην εσχάτη προδοσία. Ακριβώς γιατί έχουμε αυτή την ιστορική πείρα.

Λέει η παράγραφος 3 «ο σφετερισμός με οποιονδήποτε τρόπο της λαϊκής κυριαρχίας και των εξουσιών που απορρέουν από αυτή διώκεται μόλις αποκατασταθεί η νόμιμη εξουσία οπότε αρχίζει και η παραγραφή του εγκλήματος›.

Ένας κατ’ εξοχήν συνταγματικός νομοθέτης βεβαίως και θέλει να ορίσει ακριβώς την μεταχείρισή τους. Στο βαθμό που το κάνει τόσο ρητά και τόσο διακριτά, στο άρθρο 47 και στο άρθρο 97, πρέπει να έχει κάτι άλλο στο νου του. Και σωστά είχε κάτι άλλο στο νου του, γιατί είναι δεδομένος ο φιλελευθερισμός του Έλληνα νομοθέτη κατ’ εξοχήν του συνταγματικού. Αφήνει περιθώριο και της αυτοαναίρεσής του. Γιατί αποτελεί μια κρίσιμη ιστορική κατάκτηση του κοινωνικοπολιτικού μας συστήματος αυτό. Αφήνει περιθώριο ακόμη και σε ομάδες σαν αυτήν που φέρονται ότι οι κατηγορούμενοι ανήκαν.

Ήταν η 17Ν κύριε Πρόεδρε, κύριοι εφέτες πολιτικός σχηματισμός; Ουδείς μπορεί να το αμφισβητήσει αυτό. Ήταν τα μέλη της μέλη ενός πολιτικού σχηματισμού, μια έννοια ευρύτερη του πολιτικού κόμματος, έστω και μη λειτουργημένο το πολίτευμα, όπως ήταν τα μέλη και ενός κόμματος πολιτικού επί παραδείγματι του Κομμουνιστικού Κόμματος της Ελλάδος, ήταν παράνομο, όταν και μόνο η συμμετοχή στο κόμμα αυτό ήταν έγκλημα με βάση το ιδιώνυμο το περίφημο.

Ήταν πολιτικός σχηματισμός το ΚΚΕ ως παράνομο μη λειτουργικό για το πολίτευμα κόμμα. Όπως είναι και αυτή η ομάδα, η οποιαδήποτε ομάδα που συγκροτείται με επιδιώξεις πολιτικές. Πολιτικό πρόγραμμα είχαν; Ακούγεται παράδοξο.

Ο Ανδρέας Λοβέρδος λέει ότι είχαν γράφοντας σε ανύποπτο χρόνο βέβαια. Αναφερόμενος και ερμηνεύοντας το άρθρο 29 παρ. 1 περί των κομμάτων, αναφέρει: «Αυτή η διατύπωση αρχών και διαδικασιών υλοποίησής τους –σύμφωνα πάντα με το άρθρο 29 παρ. 1- οφείλει να εντάσσεται στο πλαίσιο της υπηρεσίας του ισχύοντος πολιτεύματος και εξ αντιδιαστολής όταν πρόκειται για στόχους μη λειτουργικού για το πολίτευμα πολιτικού σχηματισμού, μπορεί να αποσκοπεί στην κατάληξη και μεταβολή του›.

Έχοντας τα δυο αυτά στοιχεία του πολιτικού σχηματισμού, έστω και μη λειτουργικού επαναλαμβάνω και του πολιτικού προγράμματος πέρα των άλλων εκφραζόταν με προκηρύξεις, αυτή η ομάδα αποκτά νομικά πολιτικό χαρακτήρα. Υπάρχει μια έκθεση της ΕΛΑΣ κύριε Πρόεδρε που δημοσιεύτηκε στις εφημερίδες, έκθεση της Ελληνικής Αστυνομίας για την τρομοκρατία.

Αναφέρει: «Ενώ ο αρχικός στόχος της 17Ν ήταν η δημιουργία και το χτίσιμο του λαϊκού στρατού και του ένοπλου λαού για τη δημοκρατική και αντιϊμπεριαλιστική επανάσταση που θα οδηγήσει στην λαϊκή εξουσία και το σοσιαλισμό, στη διαδρομή η Οργάνωση εμφανίζεται κατά κύριο λόγο με θέσεις που εξαντλούνται στην αλλαγή των κακώς κειμένων της κοινωνίας και της πολιτείας, παρεμβαίνοντας σε μια σειρά μείζονος σημασίας θεμάτων της εξωτερικής πολιτικής, της δικαιοσύνης της αστυνομικής καταστολής, του ρόλου των Αμερικανών κλπ›.

Οι αναλυτές δηλαδή του Υπουργείου Δημοσίας Τάξης το think tank, τέτοιου τύπου προσέγγιση και ανάλυση κάνει ως προς τη θέση της, τη σχέση της, τη δομή της και το πολιτικό της πρόγραμμα. Καλώς ή κακώς το θέλουμε ή δεν το θέλουμε. Οι ίδιοι σε κάποια προκήρυξη το ’89 διεκδικούσαν με ένα πολιτικό σκεπτικό τα λευκά και τα άκυρα σε κάποια εκλογική αναμέτρηση.

Και σε επίρρωση αυτού, δηλαδή ότι υπάρχει καλώς ή κακώς μια αντανάκλαση, μια ανταπόκριση, εγώ δεν θα αναφερθώ σε διάφορες δημοσκοπήσεις περί κοινωνικών αγωνιστών κλπ, προκύπτει ίσως μια άποψη που δεν έχει καμία σχέση με τα νομικά. Έχει όμως νομίζω σχέση με το νομικό επιχείρημα μια δημοσκόπηση που είναι υπό δημοσίευση απ’ την VPRC, είναι υπό δημοσίευση αυτή τη στιγμή στις έρευνες που κάθε χρόνο αυτή η εταιρεία δημοσιεύει.

Είχε διεξαγάγει μία έρευνα το Σεπτέμβριο του 2001. Στη χειρότερη δυνατή συγκυρία δηλαδή όπως αντιλαμβάνεστε για ομάδες με τέτοιους στόχους και δράση. Τοποθέτησε τη 17Ν ως συναίσθημα, όχι ως άποψη, ως συναίσθημα, λέγοντας προηγουμένως ότι έχει βεβαίως -πράγμα που νομίζω ταιριάζει στον πολιτικό χαρακτήρα- μια υψηλότατη αναγνωρισιμότητα. 99, τάδε γνώριζαν τι είναι και τι οργάνωση και τι θέλει.

Ποιο ήταν το αποτέλεσμα αυτής της έρευνας; Συναίσθημα αρνητικό, 83%. Ουδέτερο 3%, θετικό 3,1%, δεν έχω άποψη 10,2%. Οι ερευνητές εδώ σχολιαστές επισημαίνουν ότι πρέπει να υπογραμμιστεί το ποσοστό 10,2 που απάντησε ότι δεν έχει άποψη για την Οργάνωση και το οποίο είναι μάλλον υψηλό τόσο συγκριτικά με τα ποσοστά που συγκέντρωσαν άλλες οργανώσεις ομάδες, θεσμοί, πρόσωπα κλπ που είχαν συμπεριληφθεί στην έρευνα, όσο και αναφορικά με το είδος, την ιδεολογία και την πρακτική της συγκεκριμένης οργάνωσης γιατί αντιλαμβάνεστε ότι σε εκείνες τις συνθήκες ήταν λίγο δύσκολο ακόμη και σε κάποιον που σου παίρνει μια συνέντευξη ανώνυμα, να πεις ναι έχω πολύ θετικό αίσθημα απέναντι στη 17Ν, όπως είπε αυτό το 3%. Το 10% «έκανε το κουνέλι› όπως λέει η νεολαία μας καμιά φορά. Έχει όμως κάτι να πει τέτοιου είδους ευρήματα.

Έτσι κύριε Πρόεδρε και κλείνω εδώ, αναφερόμενος και στην τεκμηριωμένη προσέγγιση ως προς τις θεωρίες της συναδέλφου μου, λέγοντας ότι σε τελευταία ανάλυση χωρίς οργάνωση καθεστώτα δεν ανατρέπονται. Αυτό πρέπει να το έχετε στο νου σας όταν νομολογήσετε πραγματικά, ιστορικά υπό μία έννοια, σ’ αυτή την υπόθεση. Ευχαριστώ.

Προτεινόμενα για εσάς



Δημοφιλή