Ανεπίσημα πρακτικά δίκης 17Ν (7/3/2003) Μέρος 4/8

Παρασκευή, 07 Μαρτίου 2003 23:04
UPD:08/03/2003 00:05
A- A A+

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ο κ. Ιωάννης Βλάχος, ο άλλος συνήγορος των αδερφών Ξηρού. Νομίζω εσείς θα συμπληρώσετε τώρα.

Ι. ΒΛΑΧΟΣ: Δυστυχώ και το θεωρώ δυστύχημα την σύμπτυξη των επιχειρηματολογιών και για το πολιτικό έγκλημα και για την αναρμοδιότητα του Δικαστηρίου σας με βάση τον Ν. 2928.

Κι αυτό γιατί πιστεύω ότι η συζήτηση για το πολιτικό έγκλημα όσο κι αν παρεμφερώς ή τουλάχιστον δικονομικά εκφράζεται μόνο για να θεμελιωθεί ή να αμφισβητηθεί η αρμοδιότητα του δικού σας Δικαστηρίου είναι ένα πάρα πολύ σημαντικό θέμα το οποίο απασχολεί και την ελληνική κοινωνία και λόγω της φύσης του υποχρεωτικά ξεφεύγουμε λίγο από καθαρά νομικά επιχειρήματα και πρέπει να αναφερθούμε και σε ορισμένες άλλες απόψεις τις οποίες οφείλει το Δικαστήριο σας νομίζω νομολογώντας υποχρεωτικά εφόσον καταθέσαμε την ένσταση να τις λάβει υπόψη του.

Δεν θέλω να αντιταθώ στα όσα κατέθεσε ο συνάδελφος ο κ. Αγιοστρατίτης, απλώς νομίζω ότι θα ήταν υποκρισία το να αρνηθούμε την πολιτική επιδίωξη που είχαν οι συγκεκριμένοι κατηγορούμενοι με τις πράξεις για όλους αυτούς τους λόγους που ανέφερε ο κ. Αγιοστρατίτης.

Νομίζω ότι είναι πολύ σημαντικό για το Δικαστήριο σας αν θέλει να προχωρήσει στην ουσία της εκδίκασης της υπόθεσης να λάβει υπόψη του τα πολιτικά κίνητρα των δραστών αν βεβαίως δεν κληθεί να αποφασίσει επί των πράξεων το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο. Και είναι πολύ σημαντικό διότι πιστεύω ότι μόνο έτσι θα αποδοθεί δικαιοσύνη.

Δεν μπορεί να συγκροτηθεί νόημα των πράξεων, τουλάχιστον όχι το συγκεκριμένο νόημα των συγκεκριμένων πράξεων αν δεν ληφθεί υπόψη η πολιτική διάσταση της βλάβης της συγκεκριμένης Οργάνωσης.

Δυστυχώς αυτή η προσπάθεια που γίνεται να χωριστούν οι δύο έννοιες, πολιτική δράση και εγκληματικότητα, τείνει να απαξιώσει τις πράξεις των συγκεκριμένων κατηγορουμένων. Είναι όμως και μια παλιά παράδοση κάθε εδραιωμένου συστήματος μ’ αυτόν ακριβώς τον τρόπο να απαξιώνει κάθε προσπάθεια ανατροπής του.

Σας υπενθυμίζω μόνο τον τρόπο με τον οποίον αντιμετωπιζόντουσαν από έκτακτα τότε ή όχι δικαστήρια την περίοδο και μετά το τέλος του εμφυλίου πολέμου οι κομμουνιστές τότε αντάρτες ας πούμε, εν πάση περιπτώσει και οι στρατευμένοι στο δημοκρατικό στρατό της Ελλάδος, οι οποίοι δικαζόντουσαν ως ληστοσυμμορίτες. Δεν δικαζόντουσαν ως πολιτικοί δράστες.

Ποιο ήταν όμως το αποτέλεσμα; Αυτή ακριβώς η στάση της δημοκρατίας, η οποία επανήλθε στην Ελλάδα μετά την αποχώρηση του κατακτητή, αντί να βοηθήσει την εθνική συμφιλίωση την κατέστρεψε.

Αντί να αντιμετωπίσουμε με ευθύτητα τότε την στάση την πολιτική αυτών οι οποίοι έστω και ενόπλως, έστω και αδίκως, δεν είναι αυτό που θα κρίνουμε εμείς αυτή τη στιγμή, τα δικαστήρια σας τους καταδίκαζαν ως ληστοσυμμορίτες με αποτέλεσμα η αίσθηση της συμφιλίωσης που δεν διευκολύνθηκε μέσα από αυτή τη στάση της κρατικής εξουσίας και της δικαιοσύνης, να δημιουργήσει την λεπτή αυτή κατάσταση η οποία οδήγησε αργότερα σε νέα συνταγματική εκτροπή το 1967.

Γι’ αυτό λοιπόν είναι πολύ σημαντικό να λάβετε υπόψη σας την πολιτική διάσταση όχι μόνο για να εκτιμήσετε τις πράξεις του κατηγορητηρίου, όχι μόνο για να εκτιμήσετε τους συγκεκριμένους κατηγορουμένους, αλλά ακόμη και για να δικαιωθούν αν θέλετε κι αν μου επιτρέπετε και τα ίδια τα θύματα αυτών των πράξεων.

Διότι άποψη μας είναι ότι μόνο έτσι και τα θύματα των πράξεων αυτών θα βρουν δικαίωση εφόσον θα είναι θύματα πράξεων που είχαν ένα συγκεκριμένο νόημα. Αυτό πρέπει να αναζητήσετε, το νόημα, όχι αποσπασματικά απλώς και μόνο να επιδιώξουμε καταδίκες. Διότι έτσι δεν θα διευκολυνθεί ούτε ο εξιλεασμός των θυμάτων.

Πιστεύω λοιπόν ότι η δημοκρατία μας και ο ελληνικός λαός είναι ώριμοι πλέον να επεξεργαστούν τα ανώριμα πολιτικά μηνύματα της 17Ν και να αντιπαρατεθούν ανοιχτά ιδεολογικά πολιτικά με αυτά τα μηνύματα.

Τρομοϋστερία και συγκάλυψη της πολιτικής φύσης αυτών των εγκλημάτων προδίδουν κ. Πρόεδρε πατερναλιστική στάση του κράτους και της δικαιοσύνης απέναντι στην κοινωνία με όλους τους κινδύνους που αυτή η στάση η πατερναλιστική περιέχει.

Αυτές τις λίγες παρατηρήσεις για το πολιτικό έγκλημα και πολύ σύντομα να αναφερθώ στην αντισυνταγματικότητα που επικαλούμαστε για τον Ν. 2928 ο οποίος 1 χρόνο πριν συλληφθούν οι κατηγορούμενοι τέθηκε σε ισχύ και αναβάθμισε σε κακούργημα την πράξη της Οργάνωσης και της ένταξης σαν Οργάνωση.

Συγχρόνως προστέθηκαν νέες διατάξεις στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, που ρυθμίζουν εξαιρετικώς την διαδικασία εξιχνίασης και εκδίκασης ακριβώς αυτού του εγκλήματος που αναφέρεται εκεί, της εγκληματικής οργάνωσης και βεβαίως και όλων των παρεμφερών μ’ αυτή τη δράση εγκλημάτων.

Υιοθετήθηκε δηλαδή μια εξαιρετική δικονομία παράλληλη με την δικονομία που αφορά όλα τα υπόλοιπα εγκλήματα του ποινικού κώδικος, για τα ίδια όμως εγκλήματα με μοναδικό κριτήριο διαφοροποίησης το αν τελέστηκαν από μεμονωμένο δράστη ή το πολύ από δράστη με συμμετοχή ή σύμπραξη ενός ακόμη.

Αν όμως οι δράστες ήταν τρεις και αυτοί είχαν συγκροτήσει Οργάνωση και είχαν ενταχθεί σ’ αυτήν, τότε μ’ αυτό το κριτήριο εισάγεται με τον Ν. 2928 μια παράλληλη δικονομία, η οποία επιτρέπει ειδικές μεθόδους εξυγίανσης των εγκλημάτων, ειδικές ανακριτικές μεθόδους, ειδικές μεθόδους παρουσίας μαρτύρων στο δικαστήριο, ειδικές μεθόδους παρακολούθησης τηλεφωνημάτων και άρσης δικαιωμάτων των πολιτών. Έχουμε λοιπόν μία κατάσταση η οποία προδίδει, κατά την άποψή μας, μία υστερία του νομοθέτη απέναντι στα εγκλήματα τα οποία διαπράττονται από Οργάνωση και η οποία βεβαίως πρέπει να έχει έναν καλό λόγο.

Βεβαίως υπάρχουν επιχειρήματα στην επικινδυνότητα, όμως νομίζω ότι εάν είναι καλός ο λόγος, δεν έχουμε κανέναν λόγο και να τον αποκρύπτουμε. Απεκρύβη όμως ο λόγος αυτός, διότι, ενώ και στην Εισηγητική Έκθεση και σε όλα τα κείμενα τα προπαρασκευαστικά του νόμου, δεν αναφέρεται πουθενά η λέξη καταπολέμηση του οργανωμένου «πολιτικού εγκλήματος› ή αν θέλετε «τρομοκρατίας›, μια λέξη την οποία βεβαίως καλά έκανε και την απέφυγε ο νομοθέτης, διότι λόγω αοριστίας, ήδη αυτή καθαυτή θα δημιουργούσε πρόβλημα συνταγματικότητας του νόμου, ενώ λοιπόν αποκρύπτονται αυτές οι έννοιες, δηλώνει ο νομοθέτης ότι επιδιώκει την καταπολέμηση του οικονομικού εγκλήματος.

Νομίζω ότι δεν είναι δίκαιο, δεν είναι τίμιο απέναντι στον ελληνικό λαό, ο οποίος βεβαίως δεν κοροϊδεύεται, διότι στην κοινή γλώσσα, αντιτρομοκρατικός λέγεται ο νόμος, να αποκρύπτει τέτοιες προθέσεις. Όταν όμως πρόκειται να εισαχθούν τέτοιες ριζοσπαστικές τομές στο δικονομικό μας σύστημα με κινδύνους τους οποίους αυτές εμπεριέχουν, θα το δείξει η πράξη στο μέλλον, για ατομικά δικαιώματα, θα έπρεπε ο νομοθέτης να είναι πολύ πιο συγκεκριμένος και να λέγει ανοιχτά τί είναι ακριβώς τα έννομα αγαθά τα οποία επιδιώκει να προφυλάξει και με ποιον ακριβώς τρόπο.

Ο νόμος 2928 περιέχει διατάξεις ουσιαστικού και δικονομικού Ποινικού Δικαίου, οι οποίες αντίκεινται σε θεμελιώδεις συνταγματικές επιταγές και θέτουν εκ ποδών σημαντικές αρχές του δικαιακού μας συστήματος, οι οποίες όμως εφαρμόστηκαν ήδη για να στοιχειοθετηθεί εναντίον μας η παραπομπή στο ακροατήριο.

Είναι υποχρεωτική λοιπόν η εξέταση εκ μέρους σας, εφ’ όσον πρόκειται για την πρώτη εφαρμογή, της συνταγματικότητας του νόμου. Το γράμμα του νόμου αναφέρει ότι τιμωρείται για κακούργημα με ποινή φυλάκισης μέχρι 10 ετών όποιος συγκροτεί ή συμμετέχει σε ομάδα τριών ή περισσοτέρων, με σταθερή οργάνωση και δομή και επιδιώκει την τέλεση εγκληματικών πράξεων, οι οποίες αναφέρονται σε μια λίστα που παραθέτει ο νομοθέτης και η οποία είναι τόσο ευρεία που ουσιαστικά καταλαμβάνει το μεγαλύτερο κομμάτι των βαρυτέρων τουλάχιστον πράξεων του Ποινικού μας Κώδικα.

Δεν περιέχει την έννοια του οικονομικού σκοπού ή της επιδίωξης προσπορισμού οικονομικού οφέλους από την Οργάνωση η οποία δρα μαζικά, και αυτό πιστεύω ότι δημιουργεί προβλήματα ασάφειας, διότι τα στοιχεία της λεγόμενης αντικειμενικής υπόστασης της διάταξης αυτής, δηλαδή ομάδα με σταθερότητα, με σταθερή δράση, διάρκεια στο χρόνο, είναι στοιχεία τα οποία χαρακτηρίζουν κάθε σωματειακή ή πολιτική ένωση.

Ειδικότερα οι πολιτικές ομάδες -και ίσως έτσι λοξοκοιτάζουμε και προς το μέρος των κατηγορουμένων για πολιτική ομάδα- είναι όλες ομάδες οι οποίες έχουν και δομή και οργάνωση και διάρκεια. Βεβαίως διαφέρουν οι σκοποί τους. Η αντικειμενική λοιπόν υπόσταση είναι αόριστη και φαίνεται περισσότερο σαν ένα υποκείμενο της υποκειμενικής υπόστασης, διότι αυτή ακριβώς είναι που μας ενδιαφέρει και αυτή χαρακτηρίζει την εγκληματικότητα της αντικειμενικής υπόστασης, η επιδίωξη, ο σκοπός.

Ο σκοπός όμως θα μπορούσε να είναι υπερχειλής. Αυτό είναι το πρόβλημα λοιπόν που δημιουργείται με τη συνταγματικότητα, ουσιαστικά, έχουμε μία διεύρυνση του αξιόποινου, κατ’ αρχήν στο χώρο του φρονήματος. Διότι, με μια τέτοια γενικόλογη και αόριστη περιγραφή της αντικειμενικής υπόστασης, εκείνο το οποίο κυριολεκτικά χαρακτηρίζει και αποφασίζει για το αν θα διαπράξει κάποιος κακούργημα ή όχι, είναι οι σκοποί οι οποίοι επιδιώκονται.

Βεβαίως είναι λίγο ατυχής η διατύπωση του νόμου που λέει «και επιδιώκει›, διότι από κει φαίνεται ότι πρέπει το κάθε άτομο, το κάθε μέλος της ομάδας, προσωπικά να επιδιώκει. Μπορούμε να οδηγηθούμε σε κωμικές καταστάσεις, όπου κάποιος εντάσσεται σε μια ποδοσφαιρική ομάδα, επιδιώκοντας ο ίδιος ή με δύο άλλους, κάποιες συγκεκριμένες εγκληματικές πράξεις του πίνακα, της λίστας αυτής και να κατηγορηθεί γι αυτό, για ένταξη σε εγκληματική Οργάνωση.

Θα ήταν λοιπόν πιο σωστό και πιο κομψά διατυπωμένο να αναφερθεί «η οποία ομάδα επιδιώκει αυτούς τους στόχους›, εν πάση περιπτώσει όπως και να έχει το θέμα, είναι μία συνταγματικά ασύμβατη υπερδιεύρυνση των όρων του αξιοποίνου, το οποίο στηρίζεται αποκλειστικά στις προσωπικές, υποκειμενικές επιδιώξεις του δράστη, δηλαδή στο φρόνημα ουσιαστικά.

Ενώ αν ο νομοθέτης επεδίωκε πράγματι, όπως είναι η εκφρασμένη θέλησή του, την καταπολέμηση του οικονομικού εγκλήματος, θα έπρεπε να αναφέρεται στη «συμμετοχή σε Οργάνωση με παράνομους οικονομικούς στόχους›. Η διαφορά θα ήταν ότι οι δομές αυτές της οργάνωσης, όταν έχει οικονομικούς στόχους, είναι απόλυτα λειτουργικές του σκοπού. Και επομένως οι δομές αυτές είναι ευδιάκριτες.

Τονίζοντας αυτό το στοιχείο, δημιουργείται αοριστία, η οποία θέτει ζήτημα αντισυνταγματικότητας και η αοριστία αυτή βεβαίως είναι απαράδεκτη για την ασφάλεια του δικαίου. Πέραν του θέματος της αοριστίας, είναι το ζήτημα της φρονιματικότητας, δηλαδή της ποινικοποίησης του φρονήματος.

Από κει και πέρα όμως, ο 2928 διευρύνει την ποινικά ενδιαφέρουσα συμπεριφορά και σε χώρους που είναι αμφίβολο αν μπορούν να χαρακτηριστούν έστω και «προπαρασκευαστικό στάδιο συγκεκριμένων πράξεων›. Έχουμε ένα πολύ συγκεκριμένο παράδειγμα, αυτό που σας ανέφεραν οι συνάδελφοί μας σήμερα, το οποίο δεν συνάδει με τις δικές μας παραδόσεις στο χώρο του Ποινικού Δικαίου.

Το δικό μας Δίκαιο θέλει πράξη συγκεκριμένη, στην οποία στηρίζεται όλο το οικοδόμημα, δεν υπάρχει η ασφάλεια του Δικαίου. Όταν λοιπόν διευρύνεται τόσο πολύ το όριο της αξιόποινης συμπεριφοράς που συμπεριλαμβάνει τη συγκρότηση με σκοπό να επιδιώξει χωρίς καν να απαιτείται η διάπραξη έστω και μίας προπαρασκευαστικής πράξης η οποία θα είναι λειτουργική του σκοπού αυτού, της διάπραξης των εγκλημάτων, μπορούμε να οδηγηθούμε σε φαινόμενα όπως του ατυχούς Έλληνος φοιτητή στην Αγγλία, ο οποίος με μια βαλίτσα γεμάτη υλικό για τη 17Ν, την Οργάνωση η οποία δικάζεται εδώ πέρα, βρέθηκε στο Λονδίνο για να γράψει μια επιστημονική εργασία και συνελήφθη για συμμετοχή, ή τουλάχιστον για παρότρυνση τρομοκρατικής δράσης.

Έχουμε λοιπόν τον κίνδυνο και αυτό πρέπει να τονιστεί για το θέμα της συνταγματικότητας, συζητήσεις, απλές συζητήσεις, τριών ατόμων για αποτελεσματικούς τρόπους ένοπλης ανατροπής του συστήματος, για αποτελεσματικούς τρόπους ένοπλης δράσης, χωρίς την οποιαδήποτε προπαρασκευαστική ενέργεια, απλώς και μόνο με τον αόριστο σκοπό κάποτε, αν ωριμάσουν οι συνθήκες, αν μας δοθεί η ευκαιρία, να προβούμε σε αυτές τις πράξεις, αυτές λοιπόν οι συζητήσεις, υπάρχει ο κίνδυνος, εάν κάποιος τις ακούσει, αν κάποιος μαγνητοφωνήσει αυτή τη συζήτηση -διότι ο νόμος επιτρέπει πλέον και τέτοιες παρεμβάσεις στην ιδιωτική σφαίρα- να οδηγήσει τους ανθρώπους αυτούς κατηγορούμενους για το έγκλημα της εγκληματικής Οργάνωσης στο ακροατήριο του Δικαστηρίου.

Με αυτόν τον τρόπο, εγκαταλείπεται ως προϋπόθεση της συμπεριφοράς λοιπόν η τέλεση της συγκεκριμένης πράξης, που αποτελεί θεμέλιο του φιλελεύθερου Ποινικού μας Δικαίου και τιμωρείται ευθέως, όπως προανέφερα, το φρόνημα. Ως εκ τούτου λοιπόν, λόγω του αμιγώς φρονηματικού χαρακτήρα όπως σας ανέλυσα, του άρθρου 187 Ποινικού Κώδικα, όπως τον προβλέπει στη νέα του διατύπωση το άρθρο 1 του Ν. 2928, είναι αντισυνταγματικός και λόγω παράβασης του άρθρου 7 παρ. 1 του Συντάγματος και του άρθρου 7 παρ. 1 της ΕΣΔΑ.

Υπάρχει όμως και το θέμα της συνταγματικότητας του νόμου διότι καταργεί τον θεσμό της εκδίκασης των κακουργημάτων από τα Μικτά Ορκωτά Δικαστήρια, όπως ήδη ανέφερε ο συνάδελφός μου, ο κ. Οικονομίδης. Επιδεικνύεται, νομίζω, μία υπερβολική δυσπιστία στον θεσμό των Ενόρκων, βεβαίως η συζήτηση είναι μακρά και δεν θέλω ούτε καν να την αναφέρω, όμως ένα πρέπει να ληφθεί υπ’ όψιν:

Καθίσταται η συνταγματική επιταγή πλέον ένα κενό κέλυφος, ένα κενό γράμμα, και θα πρέπει πολύ καλά το Δικαστήριό σας, πριν αρχίσει να νομολογεί σε μια σειρά υποθέσεων που πιστεύω ή –δεν το εύχομαι- αλλά θα κριθούν από τη δικαιοσύνη, που θα αφορούν παραβιάσεις του άρθρου 187 του Ποινικού Κώδικα, να σκεφθεί πολύ καλά αν τελικώς δικαιούται η δικαιοσύνη να αποδέχεται την εφαρμογή νόμων που τους έφερε ο νομοθέτης, οι οποίοι καθιστούν μέσα από αυτή την τακτική, το Σύνταγμα, την επιταγή του Συντάγματος, γράμμα κενό. Είναι νομίζω ένα πολύ σημαντικό πρόβλημα, που το έθεσαν και οι συνάδελφοί μου.

Δεν σταματάει όμως μόνο εκεί. Οδηγούνται τα κακουργήματα, τα οποία κατά τη Συνταγματική επιταγή θα έπρεπε να δικάζονται μαζί με τα πολιτικά εγκλήματα από τα Μικτά Ορκωτά, πλην των περιπτώσεων που προβλέπει το Σύνταγμα –να μη σας τα διαβάζω-, πλην των περιπτώσεων που ρητά ο νομοθέτης εξαιρεί κακουργήματα από την αρμοδιότητα των Μικτών Ορκωτών Δικαστηρίων, ανατρέπεται εδώ πέρα, όπως ανέφερε και η συνάδελφος, ο κανόνας, πλήρως.

Δηλαδή, όσα εγκλήματα τελούνται από Οργάνωση, πλέον αφαιρούνται από την αρμοδιότητα των Μικτών Ορκωτών Δικαστηρίων και παραμένουν μόνο τα εγκλήματα τα οποία τελούνται κατά μόνας, από μεμονωμένους δράστες. Είναι όμως λίγο αστείο και δεν ταιριάζει και με την όλη δομή του Ποινικού μας συστήματος, διότι κατά το άρθρο 130 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, ως Ανώτερα Δικαστήρια θεωρούνται τα Μικτά Ορκωτά Δικαστήρια.

Έχουμε εδώ λοιπόν το παράδοξο, σοβαρότατα εγκλήματα, τα οποία τελούνται από Οργάνωση, το οποίο είναι επίταση του βαθμού επικινδυνότητάς τους, να αφαιρούνται από το -κατά τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας- Ανώτερο Δικαστήριο, κατά το άρθρο 130 και να οδηγούνται να εκδικάζονται ενώπιον Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων.

Κατ’ αυτήν βεβαίως την έννοια, κατά την έννοια δηλαδή ότι ο νόμος 2928 επιβάλλει ιδιαίτερη ποινική μεταχείριση σε δράστες κοινών εγκλημάτων, όταν αυτοί ανήκουν σε οργάνωση και έχουν βεβαίως τελέσει ανθρωποκτονίες οι οποίες εκδικάζονται από το Μικτό Ορκωτό, κατ’ αυτή την έννοια προσβάλλονται και οι διατάξεις του Συντάγματος περί ισότητος, όπως προβλέπονται στο άρθρο 4 παρ. 1.

Δε θέλω να πω περισσότερα, νομίζω ότι οι συνάδελφοί μου θα προσθέσουν σ’ αυτά.

(Διαλογικές συζητήσεις)

Β.ΜΑΡΚΗΣ: Κύριε Πρόεδρε, να σας θέσω στο Δικαστήριο έναν προβληματισμό μου, που θα μας βοηθήσει στο να οργανώσουμε αυτή τη συζήτηση. Ο κ. Παρασκευόπουλος, απ’ ότι ξέρω, αντιπροσωπεύει τον κ. Τζωρτζάτο. Ο κ. Τζωρτζάτος, διά του εκπροσώπου του, υποβάλλει και ο ίδιος ένσταση αναρμοδιότητος ή συντάσσεται και υποστηρίζει; Να το ξεκαθαρίσουμε.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: ¶μα θέλει θα μας το λέει. Θα τον ρωτάω.

Β. ΜΑΡΚΗΣ: Ξέρετε γιατί ρωτάω; Γιατί σκέφτομαι αν είναι δικονομικά σωστό, κάποιος ο οποίος αρνείται ότι έχει τελέσει μια αξιόποινη πράξη να προσπαθεί να θεμελιώσει αναρμοδιότητα επί των ελατηρίων του. Εδώ δεν είμαστε πολιτικό Δικαστήριο, πολιτική διαδικασία ώστε να προβάλλουμε διαδοχικά αντιφατικούς ισχυρισμούς.

Δεν είναι δυνατόν, κάποιος ο οποίος λέει «δεν έχω καμία σχέση με την υπόθεση› να επιδιώκει την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου, υποστηρίζοντας ότι τα κίνητρά μου είναι αυτά που το καθιστούν πολιτικό. Ακούστε όμως: αυτό δεν σημαίνει ότι ο κ. Παρασκευόπουλος δεν μπορεί να πάρει τον λόγο. Μπορεί να πάρει τον λόγο, όχι μόνο ο κ. Παρασκευόπουλος αλλά και όλοι οι άλλοι κατηγορούμενοι που δεν αποδέχονται την κατηγορία, π.χ. ο εκπρόσωπος του κ. Γιωτόπουλου.

Από τη στιγμή που από ανθρώπους που πράγματι έχουν αποδεχθεί τουλάχιστον με τον τρόπο που την έχουν αποδειχθεί, τη συμμετοχή τους στην Οργάνωση, δηλαδή ο κ. Κουφοντίνας και απ’ ό,τι ξέρω και ο κ. Σάββας Ξηρός, προβάλλουν αυτή την ένσταση, όλοι οι άλλοι που έχουν έννομο συμφέρον, ναι, μπορούν και να την υποστηρίξουν. Αλλά θεωρώ ότι δεν είναι δικονομικά σωστό, αυτοτελή ένσταση να υποβάλλουν άνθρωποι οι οποίοι, ουσιαστικά δεν νομιμοποιούνται.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Μπορούν όμως να υποστηρίξουν τις ενστάσεις που έχουν ήδη υποβληθεί. Έχουν δικαίωμα. Μα δε λένε τίποτα οι άνθρωποι για ένσταση. Διότι λέει: «Ερχόμαστε με ένα κατηγορητήριο συγκεκριμένο. Εμείς αυτό το αρνούμεθα, αλλά δεν θέλουμε επί της ουσίας να κρίνει το παρόν Δικαστήριο›.

ΣΥΝΗΓΟΡΟΣ: Ακριβώς. Είναι ένα θεσμικό πλαίσιο, κι όταν θα έρθει η ώρα θα αναλυθεί γιατί δεν υπάρχει αντινομία. Ήταν ένα θέμα που πράγματι μας απασχόλησε. Σας λέω ότι μας απασχόλησε κ. Εισαγγελεύ πάρα πολύ. Παρ’ όλα αυτά όμως καταλήξαμε στο ότι έπρεπε να προχωρήσουμε έτσι και αυτοί οι Συνήγοροι οι οποίοι είχαμε τους κατηγορουμένους, οι οποίοι αρνούνται την κατηγορία. Θα αναλυθεί αργότερα.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Επομένως θα σας ακούσουμε.

κ. ΠΑΡΑΣΚΕΥΟΠΟΥΛΟΣ: Κύριε Πρόεδρε, εάν δεν κατηγορούμεθα όπως είπε ο κ. Εισαγγελέας προηγουμένως, να επιμερίσουμε τους λόγους μας, θα μπορούσα να απαντήσω πράγματι, αν δεν υπήρχε κατηγορία για τίποτε, όσον αφορά τον Βασίλειο Τζωρτζάτο. Δεν θα είχα και λόγο εδώ πέρα παρουσίας, δεν θα είχα και λόγο ομιλίας. Πιστεύω λοιπόν και από τον λόγο που έθεσε στην πρώτη εξήγηση ο κ. Τζωρτζάτος, είχε πει «είχα έναν περιφερειακό ρόλο› αν θυμάμαι καλά. Εγώ τουλάχιστον έτσι το θυμάμαι, όπως το έθεσε ο κ. Τζωρτζάτος, εδώ είναι να μας το πει, είναι γραμμένο στα Πρακτικά.

Πέραν όμως απ’ αυτό, έχω τη γνώμη ότι η κατηγορία είναι εκείνη η οποία μας δίνει τον λόγο. ¶λλως δεν θα υπήρχε καν θέμα να μιλάμε, κανένας μας. Διά του βουλεύματος, εν Συμβουλίω θα είχαμε απαλλαγεί ή θα είχαν επιμεριστεί οι τάδε ή οι δείνα ποινές ή ευθύνες ή ενοχές, ή δεν ξέρω τί άλλο, εν πάση περιπτώσει

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Επί της ουσίας της ενστάσεως μπορείτε.

κ. ΠΑΡΑΣΚΕΥΟΠΟΥΛΟΣ: Κύριε Πρόεδρε και κύριοι Εφέται, πράγματι καλείστε για την παρούσα υπόθεση, όχι απλώς να νομολογήσετε, αλλά και να φιλοσοφήσετε. Θα είσαστε ίσως οι πρώτοι, οι οποίοι θα δώσετε έναν λόγο νομικό, εμπεριστατωμένο, γύρω από το ερώτημα το οποίο έχει τεθεί επανειλημμένως και στην ιστορία της Ελλάδος γενικότερα στην κοινωνία και στην ιστορία του δικανικού λόγου, της δικανικής σκέψης.

Το λέω αυτό, διότι είναι δύο τα θέματα τα οποία θα σας απασχολήσουμε. Το ένα είναι η ένσταση αυτή καθ’ εαυτή, της αντισυνταγματικότητας του νόμου ο οποίος θεσπίστηκε και το λέω αυτό ας μου επιτραπεί ως προοίμιο, ο 2928 όπως είπα προχθές και για μια άλλη διάταξη, πραγματικά είναι μια επέλαση της νομοθετικής εξουσίας, κατά της δικαστικής. Το λέω έτσι ευθέως.

ΔΙΚΗ 17Ν

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 7 ΜΑΡΤΙΟΥ 2003

ΩΡΑ ΕΝΑΡΞΕΩΣ: 9:05

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: ΜΙΧΑΗΛ ΜΑΡΓΑΡΙΤΗΣ

Δ΄ ΜΕΡΟΣ

12:00 – 13:10

κ. ΠΑΡΑΣΚΕΥΟΠΟΥΛΟΣ: Είναι κάτι που έδωσε ο αξιότιμος και έγκριτος κ. Σταμούλης για ένα εύρημα τo in rem, διότι πράγματι προχθές μιλάγαμε για το ότι ψηφίστηκε 24 Δεκεμβρίου του ΄90 αυτός ο νόμος 2928 είχε ψηφιστεί πολύ νωρίτερα, πριν δηλαδή γίνει η σύλληψη των παρόντων κατηγορουμένων. Όμως είχε ασκηθεί in rem δίωξη για όλα αυτά τα οποία κατηγορούνται.

Αυτό τουλάχιστον οφείλω να το πω διότι δεν είναι δικό μου εύρημα και πιστεύω ότι είναι αληθές γι αυτό και το ενστερνίζομαι. Περαιτέρω, λέω ότι καλοί οι στόχοι μόνο αν νομολογήσετε αλλά και να φιλοσοφήσετε διότι τίθενται ακριβώς αυτά τα δύο θέματα. Το πρώτο θέμα είναι της συνταγματικότητας και το δεύτερο είναι κατά πόσο συγκεκριμένα αποτελούν τα εγκλήματα για τα οποία κατηγορούνται οι παρόντες κατηγορούμενοι και ο δικός μου φυσικά τον οποίο υπερασπίζομαι ο κ. Τζωρτζάτος, πολιτικό έγκλημα.

Εγώ θα ξεκινήσω από το θέμα του πολιτικού εγκλήματος. Αυτό λοιπόν για να δούμε πώς είναι δυνατόν να ενταχθεί στην πορεία, στις διατάξεις τις οποίες ο 2928 θέλησε να υπαγάγει. Αν αυτές οι πράξεις αποτελούν πολιτικό έγκλημα ή όχι.

Ακούσατε από την έγκριτη συνάδελφο την κα Κούρτοβικ, τον κ. Αγιοστρατίτη και άλλους φυσικά που μίλησαν πριν από μένα ότι εμπεριστατωμένα υπάρχει μια διαδρομή στην φιλοσοφία της έννοιας «πολιτικό έγκλημα›. Εγώ θα προσθέσω ολίγα τινά γι’ αυτό το θέμα διότι θεωρώ ότι είναι περιττό και θα μπορούσε να αποτελέσει περιττή φλυαρία να επαναλαμβάνει κανείς πράγματα τα οποία έχουν ειπωθεί ή έχουν εξαντληθεί αν θέλετε ή έπ’ αυτού αναφέρθηκαν στο κύριο μέρος τους.

Υπήρξε λοιπόν καταρχήν η άποψη του πολιτικού εγκλήματος το οποίο διατυπώθη στο Σύνταγμα. Στο Σύνταγμα και το ισχύον. Θα πρέπει να δούμε λοιπόν τι είναι πολιτικά εγκλήματα, τι αναφέρει ο Συνταγματικός Νομοθέτης ως πολιτικό έγκλημα, ποια ερμηνεία δίδεται σε αυτή την έννοια του πολιτικού εγκλήματος;

Βεβαίως υπάρχει η γενική άποψη ότι πολιτικό έγκλημα είναι η κατά της πολιτειακής εξουσίας και κατά πολιτικών προσώπων δράσης παράνομη. Εδώ έχουμε και ένα άρθρο το 134, αν δεν με απατά η μνήμη μου που περίπου εγγίζει το θέμα πολιτειακών παραγόντων του Ποινικού Κώδικα.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Πάντως παρακαλώ όλες τις πλευρές ορισμένα επιχειρήματα τα οποία αναπτύχθηκαν δεν υπάρχει λόγος να τα λέμε πάλι και πάλι. Συμπληρωματικά θα λέμε.

κ. ΠΑΡΑΣΚΕΥΟΠΟΥΛΟΣ: Αυτό συμπληρωματικά το λέω. Εδώ μιλάμε ακριβώς για τις προσβολές κατά του πολιτεύματος. Ήδη λοιπόν ο Ποινικός μας Κώδικας και αναφέρεται σε συγκεκριμένα πρόσωπα, σε πρόσωπα όπως είναι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας τώρα, όπως είναι ο Πρωθυπουργός και πρόσωπα τα οποία ασκούν πράγματι πολιτειακή εξουσία.

Συνεπώς μας δίνεται ένα πρώτο έναυσμα για να καθορίσουμε την έννοια του πολιτικού εγκλήματος. Ερχόμαστε λοιπόν για τις συγκεκριμένες πράξεις να δούμε αν αυτές καθ’ αυτές αποτελούν πολιτικό έγκλημα. Βεβαίως ακούσατε σωρεία άρθρων ακόμη και απλών κοινωνών, δημοσιογράφων αλλά κυρίως αυτό που ενδιαφέρει νομικών παραγόντων, ανθρώπων που έχουν πραγματικά εισφέρει στη νομική σκέψη, ότι πολιτικό έγκλημα είναι ακριβώς αυτό το οποίο στρέφεται κατά της πολιτείας και θεώρησαν σαν συγκεκριμένα γεγονότα την περίπτωση Πόλε η οποία απασχόλησε τα Δικαστήρια σε μια συγκεκριμένη περίοδο.

Εκεί λοιπόν θα αναφερθώ σε απόψεις οι οποίες οδήγησαν και Καθηγητές Πανεπιστημίου της Νομικής φυσικά εννοώ, να κρίνουν μία απόφαση η οποία είχε κληθεί να δώσει το χαρακτηρισμό του πολιτικού εγκλήματος.

Ο Πόλε λοιπόν όπως ακούσατε κατηγορείτο για πλειάδα ληστειών, ανθρωποκτονιών, για συμμετοχή σε αυτές τις εγκληματικές δραστηριότητες. Βγήκε το Συμβούλιο Εφετών το οποίο, βεβαίως επί θέματος εκδόσεως, αλλά εκλήθη να χαρακτηρίσει ή μη αν πρόκειται περί πολιτικού εγκλήματος ή όχι η δραστηριότητα αυτή.

Μέσα λοιπόν σε όλα αυτά υπάρχει μία ολόκληρη σειρά ανθρώπων οι οποίοι εισέφεραν απόψεις μεταξύ των οποίων υπήρξαν και άνθρωποι οι οποίοι είναι στην παρούσα αίθουσα αυτή την στιγμή. Έφυγε ο αξιότιμος κ. Οικονομίδης, υπάρχει όμως ο εκλεκτός κ. Λυκουρέζος οι οποίοι εμέμψατο, εμέμψατο τι; Υπήρξε παρέμβαση του Εισαγγελέως Ευσταθίου όπως ακούσατε προηγουμένως για το Συμβούλιο των Εφετών και τους παρέπεμψε στο Πειθαρχικό τον Σαρτζετάκη κλπ και τους υπολοίπους Εφέτες.

Κύριε Πρόεδρε, για τον χαρακτηρισμό θα μιλήσουμε. Δεν πρόκειται να σας κουράσω και ελέχθη επανειλημμένως ότι αυτή η δραστηριότης του Πόλε ήταν πολιτικό έγκλημα. Σας λέω τελείως τυχαία, δεν ήμουν παρών στην δίκη αυτή, αλλά όταν ο κ. Μπλέτσας οδήγησε τους Δικαστάς οι οποίοι είχαν την άποψη ότι πρόκειται περί πολιτικού εγκλήματος στο Πειθαρχικό, ήταν άνθρωποι οι οποίοι είναι και σήμερα και εξ αυτών ο εκλεκτός κ. Λυκουρέζος. Είναι γραμμένο στον «ΙΟ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ› αυτό, ότι πράγματι έβαλε φωνή δημοκρατίας και λέει προς Θεού δεν είναι παρά μόνο πολιτικό έγκλημα. Αυτό το λέγω, αν δεν είναι αληθές ας με διαψεύσει ο αξιότιμος κ. Λυκουρέζος μαζί με άλλους νομικούς.

Εν πάση περιπτώσει θα περιοριστώ σε κάποια στοιχεία αξιότιμε κ. Πρόεδρε και κ. Εφέτες συμπληρωματικά, όλως συμπληρωματικά για το θέμα αυτό. Αυτό αφορά την ιστορία. Ίσως αυτό βοηθήσει την σκέψη σας για να δώσουμε τον χαρακτηρισμό. Κάποτε στα προεπαναστατικά χρόνια της τότε Τσαρικής Ρωσίας υπήρχε μία ομάδα επαναστατών υπό τον Λένιν.

Αυτή η ομάδα είχε και κάποιες άλλες ανθυ-υποομάδες. Μία εξ αυτών είχε αναλάβει το λεγόμενο θέμα των απαλλοτριώσεων και εδώ θα σταθώ για λίγο μόνο για να δείτε αν αποτελεί ή όχι πολιτικό έγκλημα η ληστεία ή οποιαδήποτε άλλη άδικη πράξη. Αυτό δεν σημαίνει ότι επικροτείται. Το λέω από την αρχή, ούτε όπως σωστά παρατηρείται από άλλους συναδέλφους δεν είναι ήσσονος σημασίας η εγκληματική δραστηριότητα.

Η ένστασή μας είναι από πού και από ποιους δικαστάς θα πρέπει να δικαστεί. Εκεί λοιπόν μία ομάδα υπό τον τότε Κόμπα, με το ψευδώνυμο Κόμπα απαλλοτρίωσε την άμαξα του Τσάρου η οποία ήταν και χρηματοκιβώτιο, ήταν χρηματαποστολή. Τότε λοιπόν πραγματικά τους συνέλαβε τη «ΟΧΡΑΝΑ›. Η ΟΧΡΑΝΑ ήταν η τσαρική αστυνομία, η ασφάλεια της τσαρικής αστυνομίας και τους οδήγησε φυσικά στο Δικαστήριο. Βεβαίως ως ποινικό αδίκημα ελέχθη και ως ποινική αδίκημα και για ποινικό αδίκημα καταδικάστηκαν. Ήρθε όμως στην πορεία η ιστορία και η ζωή και τους εδικαίωσε ως προς το σημείο του χαρακτηρισμού, ότι ήταν πολιτικό έγκλημα. Δεν επρόκειτο περί ληστείας, επρόκειτο περί απαλλοτριώσεως.

Εδώ λοιπόν ακούσαμε πάρα πολλές φορές και γι αυτό είπα ότι δεν θέλω να επαναλαμβάνω από πολλές πλευρές, ότι ξέρετε ποια αδικήματα, γι’ αυτό και είδατε ότι σηκώθηκα και είπα για όλα, τι αδικήματα θα θεωρηθούν πολιτικά εγκλήματα εξ αυτών και ποια θα θεωρηθούν του Κοινού Ποινικού Δικαίου.

Κατά την άποψη των συγκεκριμένων κατηγορουμένων βεβαίως και αυτό θέλουν να ισχυριστούν και αυτό λέμε κι εμείς, είναι ακόμη και αυτές οι πράξεις πολιτικά εγκλήματα. Απλώς θα έπρεπε να πω ότι ξέρετε και ο Μπελογιάννης όταν το ΄52 καταδικάστηκε και εκτελέστηκε δεν εκτελέστηκε για πολιτική δραστηριότητα. Εκτελέστηκε βέβαια αλλά πρέπει να το πω κι εγώ επειδή είχε την τιμή ή την τύχη αν θέλετε να είναι παιδί ακροατής μαζί με τον πατέρα μου. Πέρασα κι έφυγα. Βεβαίως είμαι το ΄40 γεννηθείς κ. Πρόεδρε, ήμουν 12 χρονών.

Αυτό το λέω λοιπόν ότι πολλοί αγωνιστές τότε της Δημοκρατικής λεγόμενης Παράταξης, της Κομμουνιστικής πλέον νόμιμης Παράταξης, το ΚΚΕ είναι νόμιμο, είχαν διωχθεί με τον 509. Ουδείς σκέφτηκε τότε να περάσει κι εδώ έχω την συμφωνία της Βάρκιζας, αν θέλετε να την διαβάσετε στην διάσκεψή σας. Εν πάση περιπτώσει υπάρχει ένα κομμάτι μέσα κ. Πρόεδρε που αναφέρεται ο Σοφιανόπουλος ακριβώς στο πώς πρέπει να χαρακτηρίσουμε τα εγκλήματα αυτά και δεν εδέχθησαν οι άλλοι και τα αμνήστευσαν. Η αμνηστία ως ορίζεται είναι επιεικής μεταχείριση πολιτικών εγκληματιών. Δεν είναι η χάρις του Κοινού Ποινικού Δικαίου, είναι η αμνηστία. Μόνο έτσι ειρήνευσε ο τόπος.

Δεν μιλάμε φυσικά μονάχα για αυτά τα οποία ενόπλως πάνω οι αντάρτες του δημοκρατικού στρατού ή προηγουμένως του ΕΛΑΣ και θυμάμαι την συμφωνία της «Πάρνηθας› δεχθήκανε κατά των Γερμανών ή οποιονδήποτε άλλων μιλάμε και για πράξεις οι οποίες έφεραν καθαρώς κλειστά ποινικό χαρακτήρα. Δηλαδή μιλάμε για κλοπές σιτηρών μέσα από αποθήκες ανθρώπων, αγροτών και όλα αυτά λοιπόν αμνηστεύθηκαν.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Γιατί η ανησυχία η μεγάλη από την δεξιά πλευρά;

κ. ΠΑΡΑΣΚΕΥΟΠΟΥΛΟΣ: Ίσως επειδή υπάρχει ιστορική αναφορά.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Η διακοπή θα γίνει μόλις τελειώσει ο κ. Παρασκευόπουλος. Πάντα ομιλώ σε σχέση με τον προσανατολισμό της θέσης που είμαι εγώ εδώ. Δεν μπορώ να κάνω άλλες αξιακές και πολιτικές τοποθετήσεις. Αλίμονο! Αλίμονο να το πω αυτό.

κ. ΠΑΡΑΣΚΕΥΟΠΟΥΛΟΣ: Κύριε Πρόεδρε, εδώ θα πρέπει κανείς για να προβεί στον χαρακτηρισμό, για να νομολογήσει επί τους αιτήματος αυτού, δηλαδή για να χαρακτηρίσει κάποιο έγκλημα έτσι ή αλλιώς θα πρέπει να δει και κάποια άλλα πράγματα.

Ο Ποινικός μας Κώδικας σχεδόν στο σύνολό του διαπνέεται από το υποκειμενικό στοιχείο το οποίο και κολάζει δηλαδή στην περίφημη βούληση ή μη βούληση. Ήταν το συγκεκριμένο θέμα που ο αείμνηστος Χωραφάς είχε διεξέλθει με πάρα πολλές λεπτομέρειες και μάλιστα είχε μία αντιπαλότητα με έναν Βέντζελ Καθηγητή τότε αν θυμάμαι καλά και βεβαίως νίκησε λέγοντας ότι «ξέρετε θα πρέπει οπωσδήποτε να μιλήσουμε για το τι σκοπεύει κανείς›. Αυτό κολάζουμε, την βούληση του ανθρώπου και από κει και πέρα βλέπουμε μία σειρά διατάξεων που αναφέρονται σε συγκεκριμένες εκφράσεις, όπως επί σκοπό, με πρόθεση κλπ, κλπ.

Όταν λοιπόν είπα θα πρέπει να δει κανείς τι ακριβώς επεδίωκαν οι συγκεκριμένοι δράστες για να χαρακτηρίσουμε την εγκληματική αυτή δραστηριότητα κατά τον α΄ ή τον β΄ τρόπο θα πρέπει πράγματι να εγκύψουμε στη συγκεκριμένη δραστηριότητα, να κύψουμε ακριβώς στο τι ήθελαν. Το τι ήθελαν λοιπόν μας το έχουν πει πάρα πολλοί παράγοντες. Πάλι δεν θα πρέπει να επαναλάβω περί Πρωθυπουργών, Υπουργών κλπ, κλπ.

Εν πάση περιπτώσει αυτό που μπορεί κανείς να πει είναι το εξής: ότι υπάρχει μία σωρεία αυτών των πράξεων που δεν μπορούν παρά μόνο να χαρακτηριστούν ως πολιτικές πράξεις από την ίδια τους τη φύση. Δηλαδή όταν λέω από την ίδια τους τη φύση, διότι συνέστη αυτή η ομάδα όπως και εν αρχή, όχι το βούλευμα αλλά η πρόταση του Εισαγγελέως. Ακούσατε τι είπε. Το ΄73 συνεστήθη, σε εποχές που πράγματι ήταν δίσεκτες για όλο τον ελληνικό λαό. Εκεί συνέστη με κάποιο σκοπό. Δεν συνέστη φυσικά ούτε για να απλώς πιστεύει ή δεν ξέρω τι άλλο να κάνει από τα εγκλήματα του Κοινού Ποινικού Δικαίου, του νόμου αλλά συνέστη για να αντισταθεί στην κατά την άποψή της δράση της δικτατορίας.

Στη συνέχεια δεν αποκόπτεται αυτή η σκέψη. Θεωρούν ότι δεν εξεπληρώθη ο σκοπός αυτός για τον οποίο έχει γίνει μεταπολίτευση. Αυτός είναι ακριβώς ο λόγος τον οποίο εισφέρουν. Θεωρούν ως ομάδα όποιοι κι είναι αυτοί ότι δεν εξεπληρώθη. Πόσοι από μας αξιότιμοι κ. Εφέται λέμε ότι «ξέρετε, πίστευα σε αυτό το Κόμμα αλλά δυστυχώς απογοητεύτηκα›. Το ίδιο πράγμα λοιπόν μπορούν να που κι αυτοί. Δεν είπαμε ότι δεν είναι μεμπτά αν έκαναν και ότι έκαναν. Δεν σημαίνει επαναλαμβάνω ότι είναι πράγματι ήσσονος σημασίας.

Με αυτές λοιπόν τις σκέψεις οδηγήθηκαν σε αυτές τις δραστηριότητες. Αυτές λοιπόν οι σκέψεις δεν μπορούν παρά να περιγράφουν την έννοια του πολιτικού εγκλήματος.

Δεν είναι δυνατόν επειδή απογοητεύτηκαν κατά τον α΄ ή τον β΄ τρόπο από οποιονδήποτε σχήμα πολιτικό της μεταπολιτεύσεως να τους αποδώσουμε οπωσδήποτε ευθύνη καθαρώς ποινική όταν με όλα τα στόματα και άπαντες ομιλούν για πολιτικές δραστηριότητες, για εγκλήματα τα οποία είχαν σαν στόχο να ανατρέψουν την δημοκρατία.

Ελέχθη πολλές φορές και το ακούσαμε και εδώ μέσα ότι ξέρετε, μία άλλη άποψη «μα πώς θα μας πεις για πολιτικό έγκλημα όταν η τρομοκρατική πράξη δεν συγχωρείται κατά της δημοκρατίας›. Αυτό είναι άποψη δική μας, αν θέλετε και δική μου. Αυτή την στιγμή όμως ο συγκεκριμένος δεν θεωρεί ότι είμαστε σε δημοκρατικό καθεστώς. Θεωρεί ότι οπωσδήποτε καταπιέζεται.

Αυτό λοιπόν το οποίο προσπαθεί να αποτρέψει με οποιονδήποτε τρόπο, νόμιμο ή παράνομο δεν θα τον χαρακτηρίσουμε ποτέ παρά μόνο ως πολιτικό έγκλημα. Ποτέ ως ποινικό αδίκημα.

Αξιότιμοι κ. Εφέται κλείνω το κεφάλαιο αυτό γιατί βεβαίως πολλά ελέχθησαν αλλά θα πρέπει να πω και το εξής: Όταν φτάσαμε στο σημείο να ακούγονται διάφορες φωνές αρνητικές ή θετικές και κυρίως για τις αρνητικές μιλώ, για το τι συνέβη με την τρομοκρατία στην Ελλάδα, κανείς δεν αμφισβήτησε ότι επρόκειτο περί ανατροπέων, εγκληματιών μεν αλλά ανατροπέων ενός καθεστώτος, της καθεστηκυίας τάξης με οποιαδήποτε μορφή της.

Περαιτέρω θα ήθελα να πω το εξής αξιότιμοι κ. Εφέται, κ. Πρόεδρε για το πιο συγκεκριμένο θέμα της αντισυνταγματικότητας η οποία συναρτάται απολύτως με το αν είναι πολιτικό έγκλημα ή όχι. Είπε ο κ. Οικονομίδης και πολύ σωστά και αυτό θα είναι ενδεχομένως αυτό που θα σας δώσει και κάποια λύση, ότι εδώ έχουμε ανθρωποκτονίες και έχουμε και εγκλήματα του 187 τα οποία ξαφνικά υπήχθησαν αντί για τα Μικτά Ορκωτά υπήχθησαν στο Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων.

Το Σύνταγμα όμως στο άρθρο 97 όπως ξέρετε κάλλιο εμού, διαγράφει τι ακριβώς, ποια αδικήματα δικάζονται από τα Μικτά Ορκωτά Δικαστήρια που συγκροτούνται από τακτικούς Δικαστές και ενόρκους. Αυτά είναι λοιπόν τα κακουργήματα και τα πολιτικά εγκλήματα.

Βέβαια στο εδάφιο 2 λέει ότι κακουργήματα και πολιτικά εγκλήματα που με συντακτικές πράξεις ψηφίζανε και ειδικούς νόμους έχουν υπαχθεί ως την ισχύ του Συντάγματος στην δικαιοδοσία των Εφετείων εξακολουθούν να δικάζονται από αυτά, στην παράγραφο 2. Παρακάτω με νόμο μπορεί να υπαχθούν στην δικαιοδοσία των ιδίων Εφετείων και άλλα κακουργήματα.

Αν λοιπόν ο Συνταγματικός Νομοθέτης ήθελε να υπαγάγει και τα πολιτικά εγκλήματα, θα έπρεπε να βάλει εδώ πέρα με νόμο, μπορούν να υπαχθούν στην δικαιοδοσία των δύο Εφετείων άλλα κακουργήματα και πολιτικά εγκλήματα. Αυτή είναι η άποψη η δική μου τουλάχιστον η ταπεινή, εάν ήθελε ο Συνταγματικός Νομοθέτης να κάνει αυτή την παρέκκλιση.

Περαιτέρω βλέπω το εξής, ότι όταν υπάρχει η θεμελιώδης αυτή συνταγματική αρχή του να δικάζεται η ανθρωποκτονία όπως θέλησε ο νομοθέτης από τα Μικτά Ορκωτά και τα πολιτικά εγκλήματα, δεν θα έπρεπε να πούμε ότι είναι παραβίαση του Συντάγματος και κατά τις δύο επίσης θεμελιώδεις διατάξεις του άρθρου 4 και του άρθρου 8. Το ένα είναι αυτό το οποίο θα αναρωτηθεί ο καθένας.

Ένας κοινός εγκληματίας π.χ. Πάσαρης θα δικαστεί από Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων ή θα δικαστεί από το Μικτό Ορκωτό Εφετείο; Αναφέρω το όνομά του επειδή είναι εκτός Ελλάδος. Σαφώς από Μικτό Ορκωτό Εφετείο. Αν μιλήσουμε λοιπόν για ανθρωποκτονίες θα πρέπει να πούμε από όλα αυτά τα εγκλήματα για τα οποία κατηγορούνται οι συγκεκριμένοι κατηγορούμενοι δεν υπάρχει τίποτε που να έχει τον χαρακτήρα του πολιτικού εγκλήματος. Αυτό είναι ανεξάρτητο από τον χαρακτηρισμό που θα δώσετε ή που θα ορίσετε ή για το οποίο θα απαντήσετε.

Λέω λοιπόν ότι έστω ένας θα έπρεπε λοιπόν σύμφωνα με το 128 να υπαχθεί στην αρμοδιότητα των Μικτών Ορκωτών Δικαστηρίων. Δηλαδή θα έπρεπε έστω και ένα έγκλημα, πώς λέγαμε προχθές ότι έρχεται ο νόμος και λέει ότι χρειάζεται ομοφωνία ξέρετε για το θέμα της δημοσιότητας. Εδώ λοιπόν είναι σαφής η διάταξη. Το 128 είναι σαφέστατο.

Αν λοιπόν έχουμε ένα, το βαρύτερο, μία ανθρωποκτονία ότι είναι του κοινού ποινικού νόμου, του Κοινού Ποινικού Δικαίου θα πρέπει λοιπόν κατά συνέπεια και τα υπόλοιπα να υπαχθούν και τι βαρύτερο της ανθρωποκτονίας αξιότιμοι κ. Εφέται; Τι βαρύτερο τούτου; Συνεπώς θα πρέπει να το δούμε και από αυτή την σκοπιά ότι δεν είναι δυνατόν παρά μόνο από κει από το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο να δικαστούν τα εγκλήματα για τα οποία κατηγορούνται.

Κύριε Πρόεδρε, θέλω να τελειώσω με μία αποστροφή θα έλεγα. Γνωρίζετε και έχει αναφερθεί από τον αείμνηστο Ηλιού όταν συνεζητείτο το θέμα του νόμου 509 στην Βουλή. Εκεί λοιπόν ελέχθη το εξής και ήταν οι πρώτες απόπειρες εντάξεως των αδικημάτων του κοινού ποινικού νόμου όπως και ο 509 τα κατεδίκαζε, εγέννετο μία συζήτηση και μία απόπειρα να καθοριστεί η έννοια του πολιτικού εγκλήματος και τότε απευθυνόμενος στους δικαστές κάποιας δίκης σχετικής είπε αυτό -το οποίο θα απευθύνω κι εγώ εις υμάς- «Θα πρέπει και πιστεύω ότι έχετε την δυνατότητα και την ικανότητα να εξαρθείτε στο ύψος ενός Τερτσέτη και Πολυζωίδη›. Δεν είναι δικό μου, είναι του αειμνήστου Ηλιού. Θα πρέπει συνεπώς να το δείτε από αυτή την σκοπιά για να μπορέσετε να δώσετε σωστή και σώφρονα κρίση στις απόψεις σας.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ευχαριστούμε και τον κ. Συνήγορο. Μισή ώρα διακόπτουμε και θα έρθούμε πάλι εδώ.

Προτεινόμενα για εσάς



Δημοφιλή