Ανεπίσημα πρακτικά δίκης 17Ν (7/3/2003) Μέρος 6/8

Παρασκευή, 07 Μαρτίου 2003 23:06
UPD:08/03/2003 00:10
A- A A+

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ένας εκ των κυρίων κατηγορουμένων, έχει διορίσει 4 δικηγόρους, συγκεκριμένα ο Παύλος Σερίφης.

Ι.ΣΤΑΜΟΥΛΗΣ: Είναι οι τρεις, Σερίφης, Καρατσώλης και Κωστάρης. Και οι τρεις έχουν τέσσερις δικηγόρους.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ας κάνουμε όμως μια κατανομή να μη φαίνεται κ. Σταμούλη ότι είμαστε ανακόλουθοι. Ας πούμε τώρα εδώ για τα Πρακτικά: Του κ. Καρατσώλη, ποιους να βάλουμε τρεις; Ποιον να βγάλουμε πείτε μου.

Ι.ΣΤΑΜΟΥΛΗΣ: Ιωάννης Σταμούλης, Αθανάσιος Νίκας....

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Είναι ο κ. Θεμιστοκλής Σοφός, να βγάλουμε την κα Ευαγγελία Σταμούλη από δω.

Ι.ΣΤΑΜΟΥΛΗΣ: Ηρακλής Κωστάρης: Ιωάννης Σταμούλης, Ευαγγελία Σταμούλη και Αθανάσιος Νίκας.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Εδώ βγάζουμε τον κ. Σοφό. Και στον κ. Παύλο Σερίφη;

Ι.ΣΤΑΜΟΥΛΗΣ: Βγάζουμε τον κ. Νίκα.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Οπότε είμαστε εντάξει και με τη Δικονομία. Γιατί είδαμε εδώ, υπάρχει μια υπέρβαση που δεν πρέπει να φαίνεται. Βέβαια, φαινομενική είναι η υπέρβαση.

Μπορούμε να συνεχίσουμε με την κα Καραμπλιάνη ή τον κ. Ζώτο, όποιος θέλει απ’ τους δύο.

Δ. ΖΩΤΟΣ: Κύριε Πρόεδρε, ήδη έχει αρκετά καλυφθεί το θέμα, και τα δύο θέματα της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου σας, που με αρκετή επάρκεια, με πλήρη θα έλεγα επάρκεια, ο προηγούμενος συνάδελφος τα ανέπτυξε. Δηλαδή το θέμα της αρμοδιότητας στη βάση της κατάργησης, ουσιαστικά, του Συνταγματικού Πρωτείου των Μικτών Ορκωτών για τα κακουργήματα, του άρθρου 97, όπως και οι επισημάνσεις για το 187 και το πολιτικό έγκλημα.

Ο Συνήγορος υπεράσπισης του κ. Ψαραδέλλη, θα πρέπει να πω απ’ την αρχή, ότι ο κ. Ψαραδέλλης αρνείται τη συμμετοχή του, είτε με τη μορφή της ένταξης, είτε με τη μορφή της συγκρότησης, στην οργάνωση της 17Ν, το αδίκημα δηλαδή του άρθρου 187 για το οποίο κατηγορείται και συνακόλουθα, αρνείται και τις επιμέρους κατηγορίες οι οποίες του αποδίδονται που φέρουν χρόνο διάπραξης το 1988 και το 1991.

Ωστόσο, και με τη μορφή της υποστήριξης της ενστάσεως της αναρμοδιότητας, αλλά και με τη μορφή του ότι το κατηγορητήριο ήδη, η κατηγορία του αποδίδεται ότι ήταν, υπήρξε μέλος της Οργάνωσης 17Ν μέχρι πρόσφατα, στην οποία οργάνωση αποδίδεται το σύνολο των ενεργειών από το 1988 μέχρι σήμερα. Και με αυτή την έννοια θα γίνει αναφορά σύντομη στην διάσταση του πολιτικού εγκλήματος.

Αν δει κανείς τις συγκεκριμένες δραστηριότητες που αποδίδονται στην Οργάνωση, για την πρώτη κατηγορία, των αδικημάτων που στρέφονται κατά της περιουσίας, των ληστειών που αποδίδονται στα επιμέρους μέλη, όμως με κοινό δόλο έχουν σχεδιαστεί στα πλαίσια του 187, μπορεί να βρει ένα επαρκές κίνητρο οικονομικού χαρακτήρα ότι προφανώς ενυπάρχει σε αυτόν ο δόλος, διότι το κάνουν για τα λεφτά.

Στα υπόλοιπα αδικήματα και κυρίως στις ανθρωποκτονίες που αποδίδονται στους κατηγορουμένους ως μέλη της Οργάνωσης 17Ν σε όσους αποδίδεται, το κίνητρο δεν είναι ούτε επαρκές, ούτε σαφές από την κατηγορία. Ή θα πρέπει να δεχθεί κανείς ως λόγο για τον οποίο το έκαναν, ή θα πρέπει κανείς να δεχθεί ότι πρόκειται για μια ομάδα παραφρόνων οι οποίοι παίρνουν τα όπλα αδιακρίτως και άνευ επιλογής εκτελούσαν, δολοφονούσαν ανθρώπους ή ότι αυτή η βία, η ακραία, ασκούνταν για κάποιο λόγο, με κάποιο σχέδιο ενταγμένη σε κάποιο πρόγραμμα.

Εγώ νομίζω ότι έχουμε ήδη, από τις προκηρύξεις της Οργάνωσης, έχουμε την δικαιολόγηση, την αιτιολόγηση, την επεξήγηση, όπως θέλετε, όποια λέξη μπορεί να επιλέξει κανείς αυτών των πράξεων που η ίδια η Οργάνωση και αυτοί οι οποίοι εκτέλεσαν αυτές τις πράξεις, διεκδικούσαν στο όνομα ενός τελικού ηθικού σκοπού, σύμφωνα με την πρώτη ανακοίνωση της Οργάνωσης που σας διάβασε ο κ. Αργυροκαστρίτης, στο όνομα ενός τελικού ηθικού σκοπού της κοινωνίας της σοσιαλιστικής και του αυτοδιαχειριζόμενου σοσιαλισμό.

Διεκδικούσαν λοιπόν αυτόν τον ηθικό στόχο με μέσα πλήρως αμοραλιστικά, πλήρως ανήθικα, με την τρέχουσα κοινωνική έννοια του όρου. Αυτό ωστόσο, φαίνεται και φέρεται ότι υπάκουε σε ένα πολιτικό σχέδιο. Σε ένα πολιτικό σχέδιο το οποίο έλεγε «ότι με αυτόν τον τρόπο, εμείς, η Οργάνωση, η ομάδα του 187, επιδιώκουμε και θα επιδιώξουμε να ανατρέψουμε τη συγκεκριμένη κοινωνία›.

Είχαν δηλαδή το συγκεκριμένο πολιτειακό σύστημα και το συγκεκριμένο καθεστώς. Είχαν δηλαδή, σε επίπεδο υποκειμενικό τουλάχιστον, νομίζω ότι είναι δεδομένο, ότι έχουμε και τη διάσταση του όρου «πολιτικός σχηματισμός› , του όρου δηλαδή μιας ομάδας ανθρώπων η οποία ενώνεται στα πλαίσια του 187 και αποφασίζει την ανατροπή του αστικού καθεστώτος, την ανατροπή της πολιτειακής τάξης πραγμάτων. Έχουμε με μία έννοια, αν θέλετε, τη μεταβολή του πολιτεύματος του 134 με τη μορφή της προπαρασκευαστικής ενέργειας του 135 παρ. 3 Ποινικού Κώδικα.

Αυτό, ουσιαστικά, λένε οι προκηρύξεις της Οργάνωσης και λένε και ορισμένοι από τους κατηγορουμένους οι οποίοι αποδέχονται τη συμμετοχή τους και λένε «εγώ αναλαμβάνω την πολιτική ευθύνη, αυτό ήθελα να κάνω, ήθελα την ανατροπή του πολιτεύματος›. Το ερευνητέο λοιπόν είναι, όχι εάν οι πράξεις είχαν πολιτικά κίνητρα, αν εντάσσονται, αν θέλετε, στο πλαίσιο της πολιτικής βίας. Αυτό νομίζω ότι είναι δεδομένο.

Πρόκειται για πράξεις πολιτικής βίας, δεν είναι ούτε serial και κατ’ επάγγελμα δολοφόνοι, με την έννοια του serial killer ή του παράφρονα, αλλά πρόκειται για πράξεις, οι οποίες μέσα από μία λογική διεργασία έχουν καταλήξει, υπακούουν σε ένα κατά την άποψη της οργάνωσης, πολιτικό σχεδιασμό, υπακούουν σε έναν τελικό στρατηγικό σκοπό. Το ερευνητέο λοιπόν δεν είναι μόνο αν πρόκειται για πολιτική βία, αλλά αν με την έννοια του νόμου πρόκειται για πολιτικό έγκλημα.

Και εκεί είναι προφανές ότι με τη διάσταση, αν το Δικαστήριό σας αποδεχθεί την αμιγώς αντικειμενική θεωρία, πρέπει να έχουμε την προσβολή του Προέδρου της Δημοκρατίας ή των πολιτειακών θεσμών την άμεση, που περιγράφει το 134, προφανώς δεν υπήρξε με αυτές τις πράξεις άμεση προσβολή, η δυνατότητα άμεσης προσβολής από αυτές τις πράξεις του κέντρου του κράτους, όπως ενδεχομένως θα μπορούσε να αποδοθούν στις Ερυθρές Ταξιαρχίες, στη δολοφονία του ¶λντο Μόρο που ήταν τότε Πρωθυπουργός.

Και άρα, με αυτή την έννοια της αμιγώς αντικειμενικής θεωρίας, δεν έχουμε πολιτικό έγκλημα. Με την έννοια όμως του ότι έχουμε έναν στρατηγικό σχεδιασμό, όλος ο τελικός σκοπός ήταν ο ίδιος, δηλαδή η ανατροπή του πολιτικού συστήματος και άρα οι επιμέρους πράξεις θέλουν να υπακούουν σε αυτόν τον τελικό πολιτικό σχεδιασμό με αυτή την έννοια η οποία υπακούει στην θεώρηση, στο σχήμα, είτε των μικτών θεωριών είτε πολύ περισσότερο του πολιτικού εγκληματία που αναπτύχθηκε από προηγούμενους συναδέλφους, έχει τα τυπικά χαρακτηριστικά του πολιτικού εγκληματία ως οργανισμός, ως Οργάνωση εννοώ του πολιτικού εγκληματία.

Έχουμε δηλαδή και την πολιτική συγκρότηση και την διάρκεια και τον σχεδιασμό και την προγραμματική βία στρατηγικού χαρακτήρα. Δεν πρόκειται δηλαδή για μία εξέγερση των αγροτών του Ηρακλείου οι οποίοι καταλαμβάνουν τη Νομαρχία Ηρακλείου, η οποία είναι μία πράξη βίας, στρέφεται κατά ενός πολιτειακού θεσμού της Νομαρχίας Ηρακλείου, αλλά δεν έχει ούτε προγραμματικό σχέδιο, ούτε πολιτική ένταξη, ούτε τελικώς στρατηγικό στόχο.

Ερευνητέο λοιπόν το τελευταίο στοιχείο, εάν υπήρχε και αν υπάρχει πολιτική αντιστοιχία ανάμεσα στα μέσα που χρησιμοποιήθηκαν και στον σκοπό. Σε ό,τι αφορά την ηθική αντιστοιχία, νομίζω ότι από την αρχή λέχθηκε ότι αυτό ήταν δεδομένο και νομίζω και για τους ίδιους, ότι η ηθικότητα των μέσων, η ανηθικότητα των μέσων, ήταν δεδομένη. Και δικαιολογούνταν μπροστά μόνο στην «ηθικότητα› του τελικού σκοπού.

Αλλά είτε από ποινική, είτε από πολιτική άποψη, είναι απρόσφορη και αποδείχθηκε ιστορικά απρόσφορη, γι αυτό άλλωστε ομολογήθηκε και από τους ίδιους, ομολογήθηκε ως απρόσφορος ο τρόπος και τα μέσα που χρησιμοποιήθηκαν για τη διατάραξη. Το ζήτημα δεν είναι εάν από αντικειμενική άποψη ήταν απρόσφορα, αλλά αν οι ίδιοι τα θεωρούσαν ως τέτοια, τότε που έκαναν τις συγκεκριμένες πράξεις.

Και νομίζω η προσχώρηση του Δικαστηρίου σας στην άποψη, γιατί μόνο έτσι μπορεί να οδηγηθεί το Δικαστήριό σας στο αν ήταν πολιτικά ή όχι τα εγκλήματα, αν δεχθεί μία από τις απόψεις τις επιστημονικές που έχουν διατυπωθεί. Μόνο λοιπόν, νομίζω, με την προσχώρηση στην άποψη των μικτών θεωριών ή του πολιτικού εγκληματία, μπορεί κανείς να τις εντάξει στην έννοια του πολιτικού εγκλήματος.

Τώρα, σε ό,τι αφορά το δεύτερο θέμα της αρμοδιότητας σε σχέση με την αποψίλωση της συνταγματικότητας μάλλον της διάταξης του άρθρου 4 του Ν. 2928, η σχέση αυτής της διάταξης με την συνταγματική διάταξη του Πρωτείου του άρθρου 97. Νομίζω ότι έχει διατυπωθεί με επάρκεια μέχρι τώρα και με αρκετή αιτιολόγηση, ότι πράγματι, αυτή η αποψίλωση της αρμοδιότητας των Μικτών Ορκωτών από την αρμοδιότητά τους να κρίνουν τα αδικήματα ως Πρωτείο Συνταγματικό, η αποψίλωση αυτή, οδηγεί σε οριακή αντισυνταγματικότητα της διάταξης του άρθρου 4.

Απλώς συνεισφέρω στην συζήτηση σε σχέση με αυτό το ζήτημα, και την άποψη της κυρίας Καστανίδου, η οποία έχει διατυπωθεί όταν σε σχετική συζήτηση για το άρθρο 4 του 2928 όπου ρητά αναφέρεται ότι η διάταξη αυτή του άρθρου με τη μορφή της αποψίλωσης όλων των αρμοδιοτήτων των Μικτών Ορκωτών, οδηγεί σε οριακή συνταγματικότητα. Είναι η άποψη της κας Καστανίδου αυτή, έτσι όπως διατυπώνεται.

Ωστόσο, είναι προφανές και από στατιστικά δεδομένα που έχει το Δικαστήριό σας αλλά και από την αποψίλωση αρμοδιοτήτων με τις πράξεις που προβλέπει το 187, ως πράξεις συναφείς οι οποίες παραπέμπονται, εφ’ όσον συνδυάζονται με το 187 στην αρμοδιότητα του Τριμελούς, ότι πια στην αρμοδιότητα του Μικτού Ορκωτού του ορκωτικού συστήματος, έχουν μείνει μόνο κατ’ εξαίρεσιν υποθέσεις. Έχει πλήρως αντιστραφεί ο κανόνας και με αυτή την έννοια, η προσωπική μου άποψη είναι, ότι είναι αντισυνταγματική αυτή η διάταξη, επειδή ακριβώς πλήρως αντιστράφηκε ο κανόνας του Πρωτείου και το Πρωτείο ανατέθηκε από τον κοινό νομοθέτη αντισυνταγματικά στα Τριμελή Εφετεία και αφαιρέθηκε από τα Μικτά Ορκωτά.

Θα ήθελα την προσοχή του Δικαστηρίου σας σε σχέση με το εξής, με ένα πρόσθετο ζήτημα που θα ήθελα να θέσω, σε σχέση με την αρμοδιότητα. Υπάρχει το ζήτημα πότε ορίζεται το αρμόδιο Δικαστήριο. Αναφέρθηκε ακροθιγώς όταν συζητούσαμε χθες την προηγούμενη ένσταση της αντισυνταγματικότητας του νόμου που όριζε έναν διαφορετικό τρόπο εξαίρεσης των Δικαστών που δεν κληρώνονται.

Σε σχέση με αυτό λοιπόν, για τα περισσότερα αδικήματα που συζητούμε σήμερα και κυρίως για τις απόπειρες ανθρωποκτονίας, για τις οποίες θέλω να εστιάσω την προσοχή και τις απόπειρες αποπειρών ανθρωποκτονίας, οι σχετικές ποινικές διώξεις έχουν ασκηθεί στους αντίστοιχους χρόνους. Το 1988, το 1990, 1991, κ.ο.κ. Κατά τον χρόνο που ασκήθηκαν οι αντίστοιχες ποινικές διώξεις και με αντίστοιχες Εισαγγελικές παραγγελίες ανατέθηκε η τακτική ανάκριση στα αντίστοιχα ανακριτικά τμήματα, είχε προσδιοριστεί μία διαδικασία δηλαδή η οποία προσδιόριζε ως αρμόδιο Δικαστήριο το Μικτό Ορκωτό.

Το 1988 αυτό ίσχυε, δεν ίσχυε το 187, όπως ισχύει σήμερα. Παρ’ όλο που και τότε η δίωξη –αναφέρω παραδειγματικά την ληστεία που αφορά στα ΕΛΤΑ Αιγάλεω που έχει και μια απόπειρα ανθρωποκτονίας κατά του αστυνομικού Ξηντάρα- ασκήθηκε ποινική δίωξη και για απόπειρα ανθρωποκτονίας και για την πράξη του 187 όπως τότε είχε διαμορφωθεί.

Κατά την άποψη που έχει γίνει αποδεκτή και από την 257 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου, με ρητή αναφορά, ο κρίσιμος χρόνος για τον καθορισμό της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου, είναι ο χρόνος άσκησης της ποινικής δίωξης. Δηλαδή, στο σκεπτικό της συγκεκριμένης απόφασης και στο διατακτικό της, ασχολήθηκε με τα εξής ζητήματα: Πότε είναι ο κρίσιμος χρόνος που ορίζεται ο φυσικός Δικαστής, του άρθρου 8.

Εκεί λοιπόν, είναι γνωστό στο Δικαστήριό σας, και η απόφαση επιλέχθηκε ανάμεσα στους τρεις κρίσιμους χρόνους: Της τέλεσης της πράξης, της άσκησης της ποινικής δίωξης ή του χρόνου της εισαγωγής της εκδόσεως του παραπεμπτικού βουλεύματος, ως χρόνος, επιλέχθηκε ο χρόνος άσκησης της ποινικής δίωξης και κρίθηκε ότι αυτός είναι ο κρίσιμος χρόνος μετά τον οποίον δεν μπορεί να μεταβληθεί η αρμοδιότητα του Δικαστηρίου.

Με την σκέψη ότι μετά απ’ αυτόν τον χρόνο της άσκησης της ποινικής δίωξης, είναι συνταγματικά ύποπτος ο ετεροκαθορισμός ή ο καθορισμός άλλου Δικαστηρίου, γιατί ήδη ο συγκεκριμένος πολίτης κατηγορούμενος, θα έχει την υποψία ότι γι αυτόν ειδικά γίνεται αυτό, ή γι αυτή την κατηγορία των πράξεων γίνεται αυτό.

Αυτή η σκέψη, αντικρούεται με βάση το γεγονός ότι η διάταξη του άρθρου 4 είναι δικονομική και ως τέτοια, λέει η άποψη αυτή, όλες οι δικονομικές διατάξεις καταλαμβάνουν και τις εκκρεμείς διαδικαστικές πράξεις ή τα εκκρεμή τμήματα των πράξεων της ποινικής διαδικασίας. Με αυτή την έννοια, η διάταξη του άρθρου 4 θεωρείται ότι είναι δικονομική και άρα επιτρεπτώς κατέλαβε το τμήμα των πράξεων για τις οποίες κατηγορούνται οι κατηγορούμενοι.

Σε επικουρία αυτής της άποψης, γίνεται επίκληση του άρθρου 596 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και του 601, τα οποία είναι στο κεφάλαιο των μεταβατικών διατάξεων του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Σε σχέση με αυτά υπάρχει αντίλογος, -δεν είναι δικός μου-, ο αντίλογος έχει κατατεθεί και είναι και νομολογιακός και επιστημονικός.

Για τις μεν διατάξεις του 596 και 601 ο αντίλογος είναι ότι επρόκειτο για μεταβατικές διατάξεις που θέλουν να καλύψουν τις κατά τον χρόνο εκείνοι εκκρεμείς ποινικές διώξεις, δηλαδή τον χρόνο ψηφίσεως του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας του έτους δηλαδή 1951 και άρα η επίκλησή τους δεν μπορεί να γίνεται για μεταγενέστερες πράξεις.

Το δεύτερο όμως και το πιο σημαντικό, είναι ότι –γιατί είναι αληθές και εγώ προσχωρώ σε αυτή την άποψη- ότι οι δικονομικές ρυθμίσεις καταλαμβάνουν τις εκκρεμείς φάσης της ποινικής διαδικασίας, με την εξαίρεση και με την επιφύλαξη, με την ρήτρα, με τον φραγμό, ότι αυτές οι δικονομικές ρυθμίσεις, δεν προσβάλλουν δικαιώματα κεκτημένα του κατηγορουμένου, υπερασπιστικά.

Με αυτή την επιφύλαξη -και αυτό είναι το όριο ή ο φραγμός ο οποίος μπορεί να τεθεί, γιατί πολλές φορές υπάρχουν δικονομικές διατάξεις οι οποίες περιέχουν σπέρματα ουσιαστικών διατάξεων ποινικών, ή προσβάλλουν ουσιαστικά υπερασπιστικά ή ατομικά δικαιώματα των κατηγορουμένων. Με τον, αν θυμάμαι καλά, 1796/87 έγινε η τροποποίηση της ποινικής διάταξης, της δικονομικής διάταξης με την οποία στα εγκλήματα, της ζωοκτονίας και της ζωοκλοπής ήταν υποχρεωτική η προφυλάκιση.

Ερώτημα: καταλάμβανε αυτή η ρύθμιση τις εκκρεμείς ποινικές διώξεις; Δηλαδή, έναν που είχε ασκηθεί η ποινική δίωξη ή είχε τελεστεί η πράξη της ζωοκλοπής και άρα συλλαμβανόταν μετά; Με ποιο καθεστώς θα κρινόταν; Με το προηγούμενο ή το επόμενο;

Η απάντηση που έδωσε το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Πατρών ήταν ότι, επειδή η συγκεκριμένη δικονομική διάταξη προσβάλλει κεκτημένα του κατηγορουμένου δικαιώματα, προσβάλλει δηλαδή το δικαίωμά του ότι με το προηγούμενο καθεστώς δικονομικό δεν μπορούσε, ή θα μπορούσε και να μην προφυλακιστεί ενώ με το νέο, το ατομικό αγαθό της προσωπικής του ελευθερίας ήταν δεδομένο ότι θα πληττόταν, δηλαδή θα προφυλακιζόταν, με αυτή την σκέψη απέκρουσε την εφαρμογή αυτής της δικονομικής διάταξης και δεν την εφήρμοσε.

Στην συγκεκριμένη περίπτωση ισχυρίζομαι ότι η συγκεκριμένη διάταξη του ¶ρθρου 4 του Ν. 2928, παραβιάζει τα δικαιώματα εκείνα από τους κατηγορουμένους για τους οποίους είχε ασκηθεί ποινική δίωξη σε βαθμό κακουργήματος αρμοδιότητας του Μικτού Ορκωτού, επειδή το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο, είναι πρώτον μεν αρμόδιο, ήταν τότε αρμόδιο και δεύτερον, θεωρείται Ανώτερο Δικαστήριο, με τη δικονομική τάξη του 130 από το Τριμελές Εφετείο.

Για τους λόγους αυτούς και για την πρόσθετο λόγο ότι, που αναφέρθηκε και από το συνάδελφο κ. Οικονομίδη, γιατί επέλεξε ο νομοθέτης το ορκωτικό σύστημα για να δικάσουν τα εγκλήματα αίματος, τιμής και τα πολιτικά εγκλήματα. Ακριβώς επειδή θέλησε ο ένορκος δικαστής, ή θεώρησε, κατά τεκμήριο και κατά πλάσμα αν θέλετε Δικαίου, θεώρησε ότι έχουν το τεκμήριο, ότι είναι πιο κοντά στον μέσης ηθικής άνθρωπο, άρα και στις τρέχουσες περί ηθικής, πολιτικής αντιλήψεις. ¶ρα με αυτή την έννοια, θα είχαν οι κατηγορούμενοι μια κρίση από ένα Ανώτερο Δικαστήριο και πιο δίκαιη.

Μ’ αυτές τις σκέψεις συντάσσομαι με το αίτημα των υπερασπιστών για την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Μάλιστα. Συνεχίζουμε παρακαλώ.

Ι.ΜΥΛΩΝΑΣ: Κύριε Πρόεδρε θέλω να κάνω ένα διευκρινιστικό ερώτημα. Απ’ ό,τι με πληροφόρησαν οι συνάδελφοι συζητείται σήμερα, το θέμα της ελλείψεως αρμοδιότητας, επειδή είναι πολιτικό έγκλημα.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Και όχι μόνο.

Ι.ΜΥΛΩΝΑΣ: ¶κουσα όμως τον κ. συνάδελφο να αναπτύσσει και κάποιες άλλες ενστάσεις.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Και όχι μόνο. Δεν συζητείται, ο καθένας προβάλει το λόγο του. Δεν μπορώ εγώ να του πω τι προβάλει και τι δεν προβάλει.

Ι.ΜΥΛΩΝΑΣ: Απλώς θεωρώ ότι έχει άλλη βαρύτητα μια ένσταση περί αναρμοδιότητας....

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Εσείς μπορεί να θεωρείτε ό,τι θέλετε, αλλά και οι κύριοι συνήγοροι μπορεί να λένε και αυτοί ό,τι θέλουν, δεν θα τους πω εγώ τι θα πουν. Να μην καταλήξετε παρακαλώ, όταν θα έρθει η σειρά σας θα καταλήξετε, τώρα αυτή την ώρα δεν έχετε σειρά, δεν θα σας αφήσει κανείς χωρίς λόγο.

Βρισκόμαστε στο Συνήγορο του κ. Καρατσώλη τον κ. Σταμούλη. Δεν θέλει. Η κα Καραμπλιάνη.

Ι.ΣΤΑΜΟΥΛΗΣ: Θα μιλήσω αντικρούοντας τις απόψεις του κ. Εισαγγελέως και των συναδέλφων της Πολιτικής Αγωγής, στη δευτερολογία.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Κανένα πρόβλημα. Θα το έλεγα και εγώ για τους περισσότερους. Διότι ξέρουμε τώρα στις βασικές γραμμές ποια είναι τα επιχειρήματα, ας ακούσουμε την αντίκρουση και μετά τελευταίοι θα μιλήσετε ούτως ή άλλως. Και γι’ αυτό είπα και στον κ. Μυλωνά ότι θα έρθει η ώρα του και θα τα πει. Επίσης έχουμε τον κ. Σοφό και τον κ. Νίκα, είπαμε θα τα πούνε μετά αυτοί. Του κ. Κωστάρη πάλι το ίδιο. Του κ. Σερίφη;

Ορίστε κα Σταμούλη.

Κ.ΣΤΑΜΟΥΛΗ: Ήθελα να ρωτήσω τον κ. Σταμούλη, αν η επιθυμία του να δευτερολογήσουμε, απλώς απευθύνεται και σε μας τους υπολοίπους. Εντάξει ευχαριστώ.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Εσείς πάντως υποβάλατε την ένσταση αναρμοδιότητας, σαν ένσταση την υποβάλατε, ότι είναι αναρμόδιο το παρόν Δικαστήριο και θα μας πείτε για ποιους λόγους είναι, θα τα αναπτύξετε μετά. Δεν υπάρχει λόγος τώρα να λέμε, είναι αναρμόδιο γι’ αυτό, αλλά ξέρεις μια και είπαμε έτσι, τώρα είναι αναρμόδιο για κάτι άλλο. Ή είναι αρμόδιο, ή δεν είναι αρμόδιο. Να τελειώνουμε δηλαδή κάποτε, διότι φοβάμαι ότι τα προδικαστικά είναι στο μυαλό πάρα πολλών και τίποτα άλλο. Δεν θα συμμεριστώ τέτοιες απόψεις σας το λεω.

Η κα Δουλγέρη συνήγορος του Θωμά Σερίφη έχει τον λόγο.

Ε.ΔΟΥΛΓΕΡΗ: Υποβάλουμε τις ενστάσεις της αναρμοδιότητος, πρώτον με την έννοια ότι θεωρούμε ότι το έγκλημα είναι πολιτικό. Δεύτερον, με την έννοια ότι αντιτίθεται η εφαρμογή του ¶ρθρου 4 του Ν. 2928 στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι αντίθετη με το ¶ρθρο 97 του Συντάγματος και θεωρούμε ότι αρμόδια είναι τα Μικτά Ορκωτά.

Τρίτο, ότι ακόμα και αν κριθεί ότι δεν είναι αντισυνταγματική η διάταξη του παραπάνω νόμου, ότι έρχεται και σε αντίθεση με τις γενικές αρχές της Ποινικής Δικονομίας και εννοώ, σύμφωνα με τον 128 και 129, διότι ο κ. Θωμάς Σερίφης κατηγορείται και για τα αδικήματα του 270, 272 και 2168, που έτσι κι αλλιώς είναι τα βαρύτερα και πηγαίνουν στο Μικτό Ορκωτό. Λόγω ακριβώς αυτής της συνάφειας πιστεύουμε ότι πρέπει να παραπεμφθεί στο Μικτό Ορκωτό.

Ως προς το πολιτικό έγκλημα τώρα, θεωρούμε ότι, εκτός από τα υπόλοιπα που είπαν οι συνάδελφοι και που μάλλον είναι άχαρο να μιλάω μετά από τόσους, ότι ο πελάτης μας, από την αρχή, κατά την απολογία του, έθεσε λόγους πολιτικούς και ιδεολογικούς για την ελάχιστη έστω συμμετοχή του και δράση στη συγκεκριμένη οργάνωση. Και τα υπόλοιπα σας τα λεω μετά. Να σας το καταθέσουμε τώρα κύριε Πρόεδρε;

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Δεν υπάρχει πρόβλημα, όποτε θέλετε, δεν θα αποφανθούμε τώρα, ούτως ή άλλως. Αλίμονο, πρέπει να αναπτυχθούν τα επιχειρήματα σε ευρύτητα να δούμε και εμείς τι θα κάνουμε. Δεν είναι τόσο εύκολο το θέμα, το βλέπετε.

Ο κ. Ζούλας.

Γ.ΖΟΥΛΑΣ: Κύριε Πρόεδρε, για το ενιαίο των ενστάσεων, επιφυλασσόμαστε στην δευτερολογία μας.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ευχαριστώ. Ο κ. Πρωτέκδικος Συνήγορος του κ. Κωνσταντίνου Τέλιου έχει τον λόγο.

Ν.ΠΡΩΤΕΚΔΙΚΟΣ: Κύριε Πρόεδρε, καταρχήν όσον αφορά τον Κωνσταντίνο Τέλιο, η όποια συμμετοχή την οποία εσείς θα κρίνετε το περιεχόμενό της στην Οργάνωση της 17Ν, έχει σταματήσει, έχει τελειώσει, ή καλύτερα, δεν υπάρχει καμία σχέση μετά το 1992.

Παρά ταύτα, δεν υποβάλουμε εμείς προσωπικά ένσταση αναρμοδιότητας του Δικαστηρίου σας, διότι η συμμετοχή έχει γίνει κάτω από τους όρους που έχουν ήδη αναπτυχθεί στις απολογίες του κατηγορουμένου τις οποίες έχει παραπέμψει ήδη, όμως θα πρέπει να επισημάνω στο Δικαστήριό σας, πως η υποστήριξη των ενστάσεων των υπολοίπων συγκατηγορουμένων μας, όχι όσον αφορά το πολιτικό έγκλημα, όσον αφορά την αναρμοδιότητα του Δικαστηρίου σας, βασιζόμενος στις υπόλοιπες ποινικές και δικονομικές διατάξεις. Πολύ σύντομα, για να μην επαναλάβω στο Δικαστήριό σας, αυτά που έχουν αναφέρει οι προηγούμενοι συνάδελφοι, δυο θέματα μόνο τα οποία θέλουν μια επισήμανση.

Εάν θεωρήσετε το ¶ρθρο 8 του Συντάγματος, με την αρχή του φυσικού δικαστή, ότι είναι μια απλή δικονομική διάταξη, η οποία απλώς δίνει μια οδηγία στο νομοθέτη, θα ανακύψει το πρόβλημα, γιατί ο νομοθέτης την χαρακτήρισε ως ατομικό δικαίωμα και την περιέβαλε με συνταγματική περιωπή.

Θα έλεγα ότι κατά την δράση την οποιαδήποτε, όταν δηλαδή υπήρξαν οι ενέργειες κατά των Ανδρουλιδάκη και Παλαιοκρασά θα έλεγα για τον συγκεκριμένο κατηγορούμενο, ο φυσικός δικαστής ήταν αναμφισβήτητα το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο. Είναι λοιπόν προβληματικό θα έλεγα, χωρίς να έχει κάνει καμία άλλη ενέργεια έκτοτε, απλώς να μεταβάλλεται η αρμοδιότητα του Δικαστηρίου, με βάση μια νομοθεσία που έπεται γύρω στα 9 χρόνια.

Όσον αφορά το ¶ρθρο 97 του Συντάγματος και αναφέρομαι στη συνταγματική εξουσιοδότηση προς το κοινό νομοθέτη, να μεταφέρει αδικήματα από την αρμοδιότητα των Μικτών Ορκωτών Δικαστηρίων προς τα Τριμελή Εφετεία, και μάλιστα εδώ έχει ανακύψει και ένα ζήτημα, εάν ο νόμος καταλαμβάνει και τα Τριμελή Εφετεία, ή θα έπρεπε μόνο τα Πενταμελή Εφετεία που ο νομοθέτης αυτό γνώριζε το 1975 και νομίζω ότι κάπου έχει γραφτεί και ένα σχετικό άρθρο στην υπεράσπιση του 1983, ασχέτως αυτού, θα έλεγα, ότι αυτό που θέλει ο συνταγματικός νομοθέτης, είναι τη μεταφορά αυτούσιου του εγκλήματος.

Δηλαδή, το ¶ρθρο 299 θα εκδικάζεται από το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων στο εξής. Δεν νομίζω ότι του δίνει τη δυνατότητα να θεσπίζει διπλή αρμοδιότητα δικαστηρίων. Όπως έχουμε πλέον σήμερα μετά την θέσπιση του 2928. Και εξηγούμαι: εάν διαπράξω μόνος μου μια ανθρωποκτονία θα πάω να δικαστώ από το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο. Εάν διαπράξουμε τρεις την ανθρωποκτονία, δυο τινά συμβαίνουν, ή θα θεωρηθεί ότι δεν είμαστε εγκληματική οργάνωση, οπότε πάλι θα πάμε στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο, ή θα θεωρηθεί ότι διαπράττουμε την ανθρωποκτονία στα πλαίσια μιας εγκληματικής οργανώσεως, οπότε το πιο σύνθετο δικονομικά και ερευνητέο ζήτημα, επαφίεται σε κατώτερο δικαστήριο σύμφωνα με τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, δηλαδή στο Δικαστήριο, το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων.

Νομίζω λοιπόν ότι και εξ αυτού του λόγου δεν είναι παραδεκτό και δεν είναι συνταγματικά αν θέλετε συμβατό, να καθιερώνεται εν τοις πράγμασι διπλή αρμοδιότητα δικαστηρίων.

Πράγματι, για τους λόγους που θα αναπτύξω αργότερα γιατί θ’ αναφερθώ κυρίως πλέον στον 187, νομίζω ότι ο νομοθέτης με την άστοχη επιλογή του και στην προσπάθειά του να καλύψει και το έγκλημα της «τρομοκρατίας›, αφού δεν έχουμε καταφέρει να βρούμε κοινό αποδεκτά ορισμό, αλλά και του οργανωμένου εγκλήματος, παραλείποντας λοιπόν όλα τα χαρακτηριστικά του οργανωμένου εγκλήματος και αφήνοντας μια γυμνή διάταξη, έχει θεσπίσει το κατ’ εξοχήν πολιτικό έγκλημα.

Όσον αφορά τώρα τον ίδιο το νόμο τον 2928, στο Δικαστήριό σας έτυχε απ’ ότι γνωρίζω, να εφαρμόσει για πρώτη φορά αυτό το νόμο. Ως 2928 δεν ξέρω εάν έχουν οι κ. Εισαγγελείς άλλη πληροφόρηση, αλλά νομίζω πλέον ότι με τη νέα διαδικασία πρώτη φορά το Τριμελές Εφετείο, θα ασχοληθεί με τον 187.

Δυστυχώς εδώ θα ήθελα να τονίσω, ότι υπήρξε άστοχη πάλι επιλογή του νομοθέτη, να αφαιρέσει το ένδικο μέσο της αναιρέσεως και κατά συνέπεια, πολύ σοβαρά ζητήματα τα οποία άρχισαν ήδη να μας απασχολούν και θα μας απασχολήσουν και στη συνέχεια, έχουν μείνει χωρίς μια έστω πρώτη διερεύνηση από το Ακυρωτικό, ώστε να υπάρχει και μια ενιαία γραμμή στη νομολογία μας.

Θα επαναλάβω, τα γνωρίζετε καλύτερα με την εμπειρία σας κύριοι Δικαστές, με τον 2928, ο Έλληνας νομοθέτης, όπως τουλάχιστον ο ίδιος ανέφερε στην εισηγητική του έκθεση, προσπάθησε να εναρμονίσει την εσωτερική μας νομοθεσία, με την Συνθήκη του Παλέρμο για το οργανωμένο έγκλημα.

Βεβαίως στη Συνθήκη του Παλέρμο το οργανωμένο έγκλημα, χαρακτηρίζεται ως έγκλημα με ιδιαίτερη επικινδυνότητα, με πολλά χαρακτηριστικά τα οποία είναι αναγκαία, ένα από τα οποία είναι το οικονομικό όφελος, αλλά ένα επίσης άλλο, είναι και η πρόσβαση στην ίδια την εξουσία, ώστε μέσω -αν θέλετε- της διαφθοράς του δημόσιου τομέα, να μπορεί να έχει τις όλες προϋποθέσεις ώστε να υπάρξει το οικονομικό όφελος που επιδιώκει η οργάνωση.

Κοινώς, υπάρχει ο προβληματισμός, ο οποίος πιστεύω ότι αφορά και το Ποινικό Δίκαιο όλου του καινούριου αιώνα που ξεκίνησε, κατά πόσο πλέον έχουμε αρχίσει να μεταβαίνουμε από την μεμονωμένη εγκληματικότητα στην εγκληματική επιχείρηση.

Μόνο έτσι βεβαίως, λόγω αυτής ακριβώς της εγκληματικής επιχείρησης, με την δομή και τα μέσα που διαθέτει, θα μπορούσε να υπάρχει αυτό το ?plou savicou?, ώστε να τιμωρεί και σε τέτοιο βαθμό μάλιστα, τη συμμετοχή σε μια τέτοια Οργάνωση.

Δυστυχώς ο Έλληνας νομοθέτης θέλησε να εντάξει τα πάντα σ’ αυτό το νόμο, να αντιμετωπίσει ανόμοιες καταστάσεις, που βεβαίως μπορεί η μια να περικλείει την άλλη, αλλά το αντίστροφο δεν συμβαίνει. Δυστυχώς επίσης, έχει επιλέξει, μια διολίσθηση θα έλεγα, προς τις αρχές του Αγγλοσαξονικού Δικαίου. Από την έννοια της πράξεως, πηγαίνουμε σιγά – σιγά προς την έννοια του εγκληματία, προς το υποκειμενικό στοιχείο της τέλεσης, ακολουθώντας αν θέλετε το μόρφωμα της ?sinomosias con spiras?, το οποίο βεβαίως εξυπηρετεί πρακτικούς λόγους στο Αγγλοσαξονικό Δίκαιο, αλλά πολύ φοβάμαι ότι στην ηπειρωτική Ευρώπη υπάρχουν πολλές δικαιοκρατικού τύπου αντιρρήσεις γι’ αυτό το θέμα.

Ο Έλληνας νομοθέτης απαλείφει τα κύρια χαρακτηριστικά και από μια διατύπωση που μας είχε δώσει η Συνθήκη του Παλέρμο, σύμφωνα με την οποία, οργανωμένη εγκληματική ομάδα, είναι η δομημένη ομάδα τριών ή περισσοτέρων προσώπων, που υφίσταται για κάποια χρονική περίοδο και ενεργεί από κοινού, με σκοπό να τελέσει ένα ή περισσότερα σοβαρά εγκλήματα, ή αδικήματα, που θεσπίζονται με την παρούσα σύμβαση, έτσι ώστε να προσποριστεί άμεσα ή έμμεσα, οικονομικό, ή άλλο υλικό όφελος, μας έφερε, μια επικίνδυνη αόριστη ποινική διάταξη, η οποία δυστυχώς έχει μεταβληθεί και σε κέντρο πλέον του Ποινικού μας Κώδικα και πολύ φοβάμαι, ότι όπως έχουν δείξει οι πρώτες διώξεις, όταν πλέον υπάρχουν τρία άτομα και όχι μάλιστα αυτουργοί, αλλά απλώς τρία άτομα, με οποιονδήποτε βαθμό συμμετοχής στη πράξη, ασκείται δίωξη πλέον με το καινούριο 187. Ένα θέμα, που θ’ αντιμετωπίσετε αργότερα στο Εφετείο και πολύ φοβάμαι πολύ οξυμένο.

Τι είπε ο Έλληνας νομοθέτης; Με κάθειρξη μέχρι 10 ετών, τιμωρείται όποιος συγκροτεί ή εντάσσεται ως μέλος σε δομημένη και με διαρκή δράση ομάδα, από τρία ή περισσότερα πρόσωπα (Οργάνωση) και επιδιώκει τη διάπραξη περισσοτέρων κακουργημάτων που προβλέπονται κλπ, τον αναλυτικό κατάλογο.

Ήδη ο νομοθέτης έσπευσε να προσθέσει νέα κακουργήματα στο κατάλογο και πολύ φοβάμαι, ότι δεν είναι πια μακριά η στιγμή, όπου όλα τα κακουργήματα θα μπουν στο συγκεκριμένο κατάλογο.

Προτεινόμενα για εσάς



Δημοφιλή