Aνεπίσημα πρακτικά δίκης 17Ν (11/3/2003) Μέρος 4/9

Τρίτη, 11 Μαρτίου 2003 23:18
UPD:23:27
A- A A+

Γ΄ ΜΕΡΟΣ

11:18 – 12:40

κα ΒΑΓΙΑΝΟΥ: Ο εκ των προτέρων αποκλεισμός του πολιτικού χαρακτήρα, είτε απ’ το προσβαλλόμενο έννομο αγαθό, είτε απ’ τα κίνητρα του δράστη, είτε απ’ το σκοπό που οδηγεί το δράστη, που προαποκλείει μια τέτοια συγκριτική διαδικασία, δεν είναι παρά μια υποταγή -αυτό νομίζω είναι αναντίρρητο- στον πολιτικό λόγο και στη κρατική εξουσία.

Αυτό δεν το λέω μόνο εγώ. Αυτό και μάλιστα με πάρα πολύ υπερβατικό και ρηξικέλευθο τρόπο το λέει ο Ανδρέας Λοβέρδος στο βιβλίο που έγραψε το 1988 αν θυμάμαι «παρεκκλίσεις πολιτικής συμπεριφοράς και Σύνταγμα›. Το 1988 γράφτηκε αυτό.

Λέει συγκεκριμένα, ότι το καθοριστικό στοιχείο που συντελεί στη μη νομιμοποίηση ενός τρομοκρατικού φαινομένου -λέει συγκεκριμένα– ως πολιτικής πρακτικής, είναι η με βίαια μέσα αμφισβήτηση απ’ την πλευρά του υποκειμένου που την ασκεί, τόσο του σκληρού πυρήνα του αστικού κράτους, δηλαδή την αναμφισβήτητη μονοπώληση της βίας, όσο και η αμφισβήτηση της μοναδικότητας και της παντοδυναμίας της συνταγματικά κατοχυρωμένης πολιτικής τάξης του σύγχρονου κράτους.

Νομίζω το λέει με ένα πιο ακραίο τρόπο. Φυσικά έχει αναδιπλωθεί ο κ. Λοβέρδος ως προς αυτή τη θεώρηση, τουλάχιστον αναλύοντας τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά του φαινομένου που εκδικάζεται σήμερα. Αλλά εν πάση περιπτώσει θέτει το ζήτημα ότι η με βίαια μέσα αμφισβήτηση του μονοπώλιου της βίας απ’ το κράτος, της βίαιης δυνατότητας και της μοναδικότητας της συνταγματικής της πολιτικής τάξης, εξορίζει τέτοια αναντίρρητα πολιτικά φαινόμενα, γιατί η σύγκρισή τους με το πολιτικό αδίκημα τα ταυτίζει ως προς τα κύρια στοιχεία, τα εξορίζει στο χώρο του ποινικού φαινομένου απλώς και έτσι επενδύονται αυτά μονάχα την αρνητική φόρτιση που έχει το ποινικό φαινόμενο, χωρίς οποιεσδήποτε άλλες συνιστώσες.

Στο ίδιο βιβλίο ο νυν Υπουργός ο κ. Λοβέρδος, προχωρεί ακόμη περισσότερο. Λέει ότι η δικαιική άρνηση της αναγνώρισης της πολιτικής ιδιότητας ενός φαινομένου, ενός πολιτικού σχηματισμού, πράξεων οι οποίες όπως είπαμε έχουν μπει στο χώρο της ποινικής απαξίας, δεν προκύπτει από συγκεκριμένο αντικειμενικό και γενικής ισχύος κριτήριο και κάνοντας μια ιστορική αναδρομή, λέει ότι αυτό είναι ανιστόρητο μαζί με όλα τα άλλα, γιατί το ίδιο το αστικό καθεστώς -το καθεστώς που όπως αναφέρει εγκαθίδρυσε ανθρώπινα δικαιώματα, δικαιικό κράτος κλπ.- γεννήθηκε μέσα από βίαιες ιστορικές κινήσεις, ιστορική τρομοκρατία, κρατική τρομοκρατία, όπου θεωρείται ιστορικά πια σαν μια αδιαφιλονίκητη πολιτική πρακτική.

Πράγματι κύριοι δικαστές οι μεγάλες επαναστάσεις, η γαλλική, η αγγλική, η αμερικάνικη, γεννήθηκαν μέσα από βίαιες ανατροπές καθεστηκυιών τάξεων και με βίαια μέσα σε πολλές περιπτώσεις.

¶ρα θέλω να σας πω καταλήγοντας, ότι η απριόρι αποπολιτικοποίηση μόνο στη βούληση κρατικών εξουσιών μπορεί να αποδοθεί και όχι αν προηγηθεί μια τέτοια ανάλυση συγκριτικής διαδικασίας με το πολιτικό αδίκημα.

Κάτι άλλο θα αναφέρω και θα κλείσω αυτό το θέμα. Ο κ. Σταθόπουλος σε ένα πρόσφατο φύλλο της «ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑΣ›, προφανώς παίρνοντας υπόψη ή τουλάχιστον ενσωματώνοντας όλο αυτό το διάλογο και όλο αυτό τον προβληματισμό που με πάρα πολλές δυσκολίες οφείλω να πω, αλλά πάντως ανέδειξε αυτά τα πολιτικά χαρακτηριστικά των πράξεων για τις οποίες κατηγορούνται οι σημερινοί κατηγορούμενοι, διαλέγει ένα άλλο επιχείρημα.

Δεν επιμένει ότι λείπουν τα πολιτικά στοιχεία όπως αυτά έχουν αναπτυχθεί στις θεωρίες, στη νομολογία κλπ. Λέει όμως ότι θα πρέπει να γίνει μια ιστορική ερμηνεία του άρθρου 97 του Συντάγματος μια ιστορική ερμηνεία της βούλησης, δηλαδή μια ανίχνευση της βούλησης του νομοθέτη, οπότε θα δούμε υποστηρίζει ότι ο συνταγματικός νομοθέτης όταν ξεχώριζε τα πολιτικά και τα λοιπά εγκλήματα, το έκανε γιατί ήθελε να επιφυλάξει σ’ αυτά πιο επιεική μεταχείριση.

Επομένως, αφού δεν είχε υπόψη του την εγκληματικότητα της τρομοκρατίας, σήμερα -λέει πάντα ο κ. Σταθόπουλος- αναρωτιόμαστε βάσιμα αν αυτού του είδους η εγκληματικότητα εμπίπτει στη λογική του συνταγματικού νομοθέτη. Αν δηλαδή πράγματι θα επέμενε σ’ αυτή την προσέγγιση των πολιτικών στοιχείων μιας ποινικής πράξης.

Καταλήγει βεβαίως ότι όχι, αυτό δεν θα μπορούσε και δεν επρόκειτο να συμβεί και όπως σας είπα και προηγούμενα, δεν επιμένει καθόλου στην έλλειψη αντικειμενικών πολιτικών χαρακτηριστικών.

Νομίζω πάνω σ’ αυτό το θέμα που έθεσα, ότι θεμέλιο κάθε εφαρμογής του Δικαίου, είναι βέβαια και η θέληση του ιστορικού νομοθέτη, αλλά ειδικά σήμερα, που και στον ποινικό χώρο αντιμετωπίζουμε πολύπλοκα φαινόμενα παγκόσμιας εμβέλειας το να καταφεύγουμε στην ιστορική θέληση του νομοθέτη, νομίζω πάλι ότι αποτελεί ένα κλείσιμο των ματιών στα καθήκοντα που και εσείς ως νομικοί και δικαστές έχετε να αντιμετωπίσετε.

Νομίζω το ορθότερο για να ερμηνεύσει κανείς και αυτό το θέμα της επιείκειας ή μη ή των σκοπών που εξυπηρετεί η εκδίκαση των πολιτικών εγκλημάτων απ’ το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο και το σύμφυτο ζήτημα ποια είναι αυτά τα πολιτικά εγκλήματα, πρέπει πάνω απ’ όλα να βασιστεί στις αξιολογήσεις πάνω στις οποίες στηρίζεται η έννομη τάξη. Τις σημερινές αξιολογήσεις. Αυτές -που όπως σας είπα- ενσωματώνουν την ιστορικότητα καταστάσεων, αγώνων κλπ, το σύγχρονο παρόν, τα επιτεύγματα, τις κατακτήσεις, τις νομικές κατακτήσεις κάποιων περασμένων εποχών. Αυτές νομίζω, είναι οι αξιολογήσεις πάνω στις οποίες πρέπει να βασίζεται η έννομη τάξη μας σήμερα και όχι μια ιστορική αναγόμενη στο παρελθόν βούληση του νομοθέτη.

Οι αξιολογήσεις αυτές του νομοθέτη δηλαδή δεν μπορούν να απομονωθούν. Πρέπει να αναχθούν σε άλλες αξιολογήσεις, που στέκονται πίσω απ’ το νόμο και του δίνουν το συγκεκριμένο χαρακτήρα του. Δηλαδή είναι το βασικό ζήτημα εδώ του δίκαιου και του νόμου. Ειδικά πράξεις με πολιτικά χαρακτηριστικά, που εκπορεύτηκαν ή πήγασαν από πολιτικές πηγές, δεν μιλώ για την ηθική αξία ή απαξία. Θα το θίξω και αυτό.

Αλλά η ιστορικότητα τέτοιων φαινομένων, μπορεί να αντιμετωπιστεί και οι νόμοι να λειτουργήσουν μονάχα στη βάση τέτοιων αξιολογήσεων. Νομίζω κύριοι δικαστές ότι αυτό είναι και το μεγαλύτερο και κεντρικό ζήτημα για την τάση αυτή να αφαιρούνται απ’ τα Μικτά Ορκωτά Δικαστήρια, να αφαιρείται διαρκώς ύλη και συστηματικά ύλη και να ανατίθεται στους τακτικούς δικαστές, που καθιστά και την διάταξη του άρθρου 4 του Ν.2928 αντισυνταγματική.

Διότι πράγματι σ’ αυτή την περίπτωση είναι μια συλλογική αφαίρεση πάρα πολλών κακουργημάτων απ’ τη δικαιοδοσία των ορκωτών δικαστηρίων, που στην ουσία συνιστά κατάργηση συνταγματικής πρόβλεψης με ένα απλό νόμο.

Επανερχόμενη όμως σ’ αυτό που είπα πριν, είναι ότι πάνω απ’ όλα το πολύτιμο ζήτημα, το πολύτιμο στοιχείο που θα έδινε τη δυνατότητα να φωτιστούν, να ερμηνευτούν, να αξιολογηθούν πλευρές αυτών των πράξεων όπως διατυπώνονται, είναι ότι οι αξιολογήσεις αυτές σε ένα Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο, λειτουργούν με πολύ μεγαλύτερη πληρότητα, βάθος, πολύπλευρη θεώρηση.

Δηλαδή σκεφτείτε, είναι ορισμένα εγκλήματα εδώ πέρα, αδικήματα όπως περιγράφονται, δεν θα ήταν πολύτιμο πιστεύετε, μάλιστα με ένα πολύ αντιπροσωπευτικό σύστημα εκπροσώπησης ενόρκων σε ένα δικαστήριο, να δικάσουν άνθρωποι απ’ τα πιο βασανισμένα τμήματα της κοινωνίας, απ’ τα πιο νεαρά τμήματα της κοινωνίας, απ’ τα τμήματα των διανοουμένων της κοινωνίας, μαζί με εσάς.

Δεν νομίζετε ότι οι προσεγγίσεις, όχι απαραίτητα προς την κατεύθυνση της επιείκειας, δεν το βάζω μ’ αυτόν τον ωφελιμιστικό τρόπο, προς την κατεύθυνση της διερεύνησης της αλήθειας, των διαστάσεων και της πορείας που θα πορευτούμε στη συνέχεια, θα ήταν πολύ πιο πλήρεις.

Μ’ αυτή την έννοια επειδή τα υπόλοιπα ζητήματα έχουν ήδη αναλυθεί απ’ τους συναδέλφους, βάζω το θέμα της αντισυνταγματικότητας του άρθρου 4, την άποψη της αφαίρεσης συνταγματικά αποδιδόμενης ύλης στο Δικαστήριο το Μικτό Ορκωτό.

Θα σας θίξω και ένα άλλο θέμα που θα είναι και το τελευταίο της συνεισφοράς μου. Δεν είναι μόνο ότι όπως σας είπα το πολιτικό αδίκημα είναι ένα αβλαβές εικόνισμα πια, κάτι σαν αντίκα στο δικαιικό μας σύστημα, το βάλαμε στα ράφια. Είναι ότι εγκαταλείποντας την πολιτική θεώρηση και τις πολιτικές διαστάσεις τέτοιων αδικημάτων, δεν ξαναγυρίζουμε καν στο κοινό ποινικό δίκαιο για να αντιμετωπίσουμε αυτά τα φαινόμενα.

Έχουμε κάτι ακόμα πιο επικίνδυνο εδώ πέρα: Εγκαταλείπουμε αυτές τις δικαιικές επίσης εκτός όλων των άλλων κατακτήσεις, για να πάμε σε μια ειδική κατά κάποιο τρόπο νομοθεσία μια ειδική ποινική νομοθεσία, που υποτίθεται χειρίζεται και απαντά σε όλα αυτά τα ζητήματα της διεθνοποίησης του Ποινικού Δικαίου και των απόλυτων εχθρών και των πολιτικών σταυροφοριών που καλείται αυτό να υπηρετήσει απ’ τη διεθνή έννομη τάξη.

Αυτό πιστεύω ότι είναι ένα ζήτημα που επίσης ο νομικός μας πολιτισμός πρέπει να αντιμετωπίσει και να αντισταθεί απ’ την άποψη ότι πρέπει να περιφρουρηθούν όσο γίνεται -γιατί ήδη οι απώλειες είναι πάρα πολύ μεγάλες- μεγάλων κατακτήσεων προς την κατεύθυνση του ανθρωπισμού, του κράτους δικαίου, των ατομικών δικαιωμάτων, που εν πάση περιπτώσει δεν ήταν κατακτήσεις στενά μιας ποινικής αναζήτησης, ήταν κατακτήσεις που προέκυψαν από αγώνες λαών, κοινωνιών, με μεγάλο κόστος και πολύ οδύνη.

Θα δεχθούμε την αλλοίωση αυτών των κατακτήσεων μέσα από ειδικές ποινικές νομοθεσίες; Σε τι εξυπηρετεί αυτή η ένταση απ’ την μια μεριά της ποινικής καταστολής, όπου πράγματι σε τέτοια νομοθετήματα και νόμους φτάνει στα ακραία όρια της έντασής της ποινική καταστολή.

Αλλά εκτός απ’ αυτό, που είναι επίσης ακόμα πιο επικίνδυνο, ο κοινωνικός κίνδυνος μεταλλάσσει το ποινικό δίκαιο σε όργανο επιτέλεσης προληπτικών ρυθμίσεων, του προσδίδει μια προληπτική αποτελεσματικότητα δεδομένη εκ των προτέρων και ακόμα πιο επικίνδυνο, έναν συμβολικό χαρακτήρα.

Νομίζω ότι πράγματι σήμερα το φαινόμενο που αντιμετωπίζουμε, που εσείς αντιμετωπίζετε κύριοι δικαστές, είναι το θέμα του συμβολικού Ποινικού Δικαίου. Δηλαδή το Ποινικό Δίκαιο στην αρχή και ήδη έχει κινηθεί προς αυτή την κατεύθυνση, θεσμικά από άποψη μεγέθους ποινών, φτάνει στα όρια της ποινικής καταστολής και οποιοδήποτε αίτημα για ένταση αυτής της ποινικής καταστολής, μέσα απ’ τη θέσπιση μια εξαιρετικής ειδικής δηλαδή και παράλληλης προς το κοινό δίκαιο νομοθεσίας, πορεύεται προς υιοθέτηση ποινικής νομοθεσίας με καθαρά πια συμβολικό χαρακτήρα.

Αυτοί οι νόμοι που εισηγείται η Ευρωπαϊκή Ένωση, οι διεθνείς Συνθήκες που υιοθετούνται στον πρώην δυτικό κόσμο από Αμερική και Ευρώπη κυρίως, είναι πια πέρα απ’ το ότι εξαντλούνται τα όρια της ποινικής καταστολής από άποψη έντασης, είναι πια μέσο ή πεδίο επίδειξης συμβολικής δύναμης εκ μέρους της συντεταγμένης πολιτείας, με σκοπό έναν αποφασιστικό έλεγχο και βεβαίως εκφοβισμό αμφισβητιών και μεθαύριο και δυσαρεστημένων και ανυπάκουων κλπ.

Θα σας πω ένα παράδειγμα, το αναφέρει και ο Καθηγητής ο κ. Μανωλεδάκης. Δεν στέγνωσε καλά-καλά το μελάνι στον 2928, ήταν την ίδια χρονιά νομίζω, που το Συμβούλιο Υπουργών της Ευρωπαϊκής Ένωσης έβαλε καθήκον για την τροποποίησή του επί το αυστηρότερον.

Ο 2928 θεσπίστηκε για την αντιμετώπιση και της τρομοκρατίας και ιδίως αυτής, απλώς δεν περιλήφθηκε -φαντάζομαι για πολλούς λόγους– ο όρος τρομοκρατία σ’ αυτό το νόμο.

Το Συμβούλιο Υπουργών θέτει την ανάγκη υιοθέτησης εκτός από κοινού ορισμού και ρητής μνείας του όρου τρομοκρατίας στο νέο βελτιωμένο νόμο που θα προκύψει και πρέπει να προκύψει ως νομίζω το τέλος Δεκεμβρίου του 2003, του χρόνου που διανύουμε.

Μπορεί κανείς να πει πάρα πολλά προς αυτή την κατεύθυνση της εξάντλησης της έντασης της καταστολής και του χαρακτήρα αυτού του συμβολικού που υιοθετεί αυτός ο νέος νόμος-πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Κοινότητας. Θα θίξω ένα-δυο σημεία μόνο για να μη σας κουράσω.

Πέρα απ’ τον ορισμό που επιχειρείτε, τον οποίο σχολίασα προηγούμενα, είναι ένας ορισμός καθαρά πολιτικός, δηλαδή που μπορεί να ταυτιστεί με το πολιτικό έγκλημα. Δεν βλέπω σε τι διαφοροποιείται. Είναι ένας ορισμός που προβλέπει κίνητρα πολιτικά και μάλιστα τα βάζει σε πρώτη μοίρα, με έναν τρομερά επικίνδυνο τρόπο και προβλέπει επίσης προσβολή πολιτικών εννόμων αγαθών, απ’ την άποψη της αποσταθεροποίησης ή καταστροφής πολιτικών, συνταγματικών, οικονομικών δομών μιας χώρας.

Είναι επομένως και προς τις δυο κατευθύνσεις αυτό που σας ανέφερα προηγούμενα: Εξάντληση ποινικής καταστολής, προώθηση και εγκαθίδρυση μιας συμβολικής δύναμης της ποινικής νομοθεσίας με στόχο, με κίνητρα την καταπολέμηση φαινομένων τα οποία καλείται να αντιμετωπίσει, δείχνοντας πρώτα απ’ όλα μια συμβολική δύναμη αναμφισβήτητη και αήττητη.

Ένα άλλο σημείο που μπορώ επίσης να σας αναφέρω απ’ το νομοθέτημα αυτό, απ’ τα επικίνδυνα ζητήματα. Πρώτα απ’ όλα τίθεται το θέμα του αξιοποίνου, πως μπορεί να θεμελιώνεται νέο ή να διευρύνεται παλιό, το αξιόποινο που υπάρχει ήδη υιοθετημένο, το ήδη υπάρχον αξιόποινο, το οποίο περιφρουρείται απ’ το άρθρο 7 παρ. 1 του Συντάγματος. Πως αυτό οι εθνικές δικαιικές τάξεις θα το αντιμετωπίσουν κύριοι δικαστές.

Επίσης, όπως σας είπα υπερτονίζεται ο σκοπός των επιτελούντων αυτά τα αδικήματα. Ο σκοπός του εκφοβισμού ή της σοβαρής μετατροπής, καταστροφής των πολιτικών, οικονομικών και κοινωνικών δομών, όπου στα πλαίσια αυτά πλήττονται και κοινά έννομα αγαθά.

Σκεφτείτε, έχω πάρα πολλές περιπτώσεις νεαρών ανθρώπων που πετούν βόμβες μολότοφ σε κινητοποιήσεις, σε διαδηλώσεις κλπ. Αν υποτεθεί ότι ανιχνευθεί ένας τέτοιος σκοπός μετατροπής, καταστροφής οικονομικών δομών ή κοινωνικών, αυτός ο νεαρός άνθρωπος μπορεί κάλλιστα να θεωρεί ότι διαπράττει τρομοκρατική πράξη, η οποία μόνο στο βαθμό νομίζω της απόπειρας έχει μίνιμουμ ποινή 8-9 χρόνια. Της απόπειρας κοινών πράξεων.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Εμείς μιλάμε με το ισχύον καθεστώς.

κα ΒΑΓΙΑΝΟΥ: Θα είναι σε λίγους μήνες νόμος, κύριοι Δικασταί.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Αυτά αν είστε στη Βουλή, να πάτε να τα πείτε.

κα ΒΑΓΙΑΝΟΥ: Αυτό φωτίζει και τον τωρινό νόμο. Ότι δηλαδή οι κατευθύνσεις πάνω στις οποίες υιοθετήθηκε ο νόμος με τον οποίο σήμερα αφαιρούμε τη δικαιοδοσία από τα Μικτά Ορκωτά Δικαστήρια, είναι ακριβώς αυτές οι κατευθύνσεις που εντατικοποιούνται με καινούριους νόμους.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Δηλαδή τα απώτερα κίνητρα του νομοθέτη. Αυτά θέλετε να πείτε, πρέπει να τα ελέγξουμε. Αν νομίζετε ότι μπορούμε, πέστε το.

κα ΒΑΓΙΑΝΟΥ: Μπορούμε, βεβαίως. Πώς μπορούμε να τα ανιχνεύουμε; Μέσα από τη λειτουργία τέτοιων νομικών διατάξεων. Το φαινόμενο και τη λειτουργία της ποινικής καταστολής. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος να το ανιχνεύσουμε κ. Πρόεδρε. Δεν υπάρχει.

Νομίζω ότι μπορώ να τελειώνω θίγοντας και το ζήτημα της εντολέως μου, που εκπροσωπώ. Νομίζω ότι όλη αυτή η τάση που σας ανέφερα, που διαπνέει και τον υπάρχοντα νόμο, δε θέλω να παρεξηγηθώ ότι είναι κάτι μόνο μελλοντικό, σας το ανέλυσα και προηγούμενα, αυτή η αυταρχική αποπολιτικοποίηση, ο συμβολικός χαρακτήρας και η ένταση της ποινικής καταστολής, αυτό το θέμα, νομίζω, το βάζει πάρα πολύ ωραία η κα Τσαλίκογλου στην φιλοσοφική του, ας το πούμε, θεώρηση.

Ότι έχει πίσω του ενάντια σε κινδύνους που μετονομάζονται σε απόλυτους εχθρούς, σε απόλυτα κατά, έχει τη θεώρηση ενός συναινετικού πρότυπου της κοινωνίας, δήθεν, όπου οι άχρωμοι πολίτες συμφωνούν μεταξύ τους για το τί αποτελεί παραβατικότητα, το κράτος στέκεται ουδέτερο και αντιμετωπίζει το απόλυτο κακό, και οι εγκληματικές πράξεις προκύπτουν σαν μια έκφανση, αυτό το είδαμε πάρα πολύ και στον σχολιασμό του φαινομένου, που μερίδα πολιτών διαφόρων ιδιοτήτων, το εγκληματικό λοιπόν φαινόμενο ή η άδικη πράξη, όπως τυποποιείται, προκύπτει σαν μια έκφανση ατομικής δυσλειτουργίας, παθολογικού, αποκρουστικού και όχι σαν ένα γέννημα συνθηκών κοινωνικών, πολιτικών, που κατά κάποιον τρόπο το προσδιόρισαν και αυτό, όπως όλα τα κοινωνικά φαινόμενα.

Είναι η θεωρία δηλαδή ότι όλους τους γεννάει η μητέρα τους τελικά και οι κοινωνικές αντιφάσεις, οι κοινωνικές ιστορικές συγκρούσεις δεν παίζουν κανένα ρόλο στη διαμόρφωση τέτοιων φαινομένων. Αυτό ακριβώς -για να τελειώνω, να μη σας κουράσω άλλο- το αντιμετωπίσαμε, η συνάδελφος και η πελάτισσά μου, η κα Σωτηροπούλου, αυτόν τον συμβολικό χαρακτήρα του παθολογικού, του αποτρόπαιου, του κακού, που είναι μια ατομική δυσλειτουργία, μια προσωπική κακία, ας πούμε, ένα θύμα αυτής της προσέγγιση, έγινε ιδιαίτερα η κα Σωτηροπούλου. Ιδιαίτερα.

Για την κα Σωτηροπούλου, πριν ακόμα προφυλακιστεί, στήθηκε μια συμβολική πυρά, θα το ζήσατε κι εσείς, φαντάζομαι, θα το πήρατε μάλλον είδηση κύριοι Δικαστές. Κατηγορήθηκε, δηλαδή πάνω της προβλήθηκαν συμβολισμοί κακού δυσλειτουργικού, παθολογικού, αυτή η γυναίκα ό,τι και να έκανε, τελικά βρισκόταν υπόλογη και υπό επίθεση των πάντων.

Κύριοι Δικαστές, αυτό εννοώ «συμβολισμός› τέτοιων ποινικών καταστολών. Δεν είναι μόνο ότι περιορίζονται στην ποινική αντιμετώπιση του φαινομένου, γίνονται πράγματι πολιτικές -ή κινδυνεύουν να γίνουν- σταυροφορίες, όπου ένας κατηγορούμενος που θα βρεθεί, όπως αυτή η γυναίκα, τελικά είναι πάρα πολύ ενδεχόμενο να καταρρεύσει κάτω απ’ αυτή τη συμβολική επίθεση.

Το γεγονός ότι αντιστάθηκε η κα Σωτηροπούλου με τη συμμετοχή και την συμβολή της εξαιρετικής μου συναδέλφου, της κας Κούρτοβικ, ήταν πράγματι θεαματικό. Και ρωτώ το Δικαστήριό σας: Κάτω από τέτοιες συμβολικές προβολές, πώς μπορεί κανείς να λειτουργήσει το δικαίωμα, το τεκμήριο της αθωότητας, το δικαίωμα υπεράσπισης του εαυτού του, το δικαίωμα ακροάσεως, που είναι ένα τμήμα αυτού του δικαιώματος υπεράσπισης του εαυτού του, όταν βρίσκεται κάτω απ’ τον καταιγισμό των παθολογικών δήθεν εκφάνσεων τέτοιων φαινομένων που προσωποποιούνται και ρίχνουν στην πυρά ανθρώπους;

Επομένως, για να ξαναγυρίσω στο θέμα με το οποίο άρχισα, όλα αυτά τα «κακά›, ένα μεγάλο μέσο για να ξορκίσουμε αυτά τα κακά, από τα οποία πράγματι, πιστεύω, απειλείται το δικαιϊκό μας σύστημα, είναι να μην αφήσουμε κατακτήσεις και νομικές, όπως το πολιτικό αδίκημα, νεκρές να περάσουν στη λήθη και να ξεχαστούν.

Σήμερα ειδικά σ’ αυτή την υπόθεση νομίζω ότι είναι πραγματικά μια ευκαιρία να θέσουμε τα χαρακτηριστικά τα διάφορα με τα οποία θα έρθετε αντιμέτωποι στα πλαίσια της διερεύνησης των πράξεων και της τυποποίησής τους να τα θέσουμε όλα αυτά, πάνω σε αυτή τη δικαιϊκή κατάσταση του πολιτικού εγκλήματος, που -όπως είπα και προηγούμενα- δεν τίθεται από άποψη ηθικής αξίας ή απαξίας, αλλά σαν μια βαθύτερη δυνατότητα προσδιορισμού και των ποινικών στοιχείων και των στοιχείων όπως στοιχειοθετούν μια ποινική πράξη υπάρχουν και με τα οποία θα έρθετε αντιμέτωποι.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Οι κ.κ. συνήγοροι του κ. Γιωτόπουλου. Ο κ. Ραχιώτης ή ο κ. Χρυσικόπουλος; Ποιος θέλει πρώτος;

Ναι, κύριε Χρυσικόπουλε.

Κ.ΧΡΥΣΙΚΟΠΟΥΛΟΣ: Βεβαίως, η αγόρευση και τα όσα θα υποστηρίξουμε έχουν την έννοια της στήριξης της ένστασης την οποία έχουν υποβάλλει οι συνάδελφοι περί αναρμοδιότητος του Δικαστηρίου. Θεώρησα όμως ροσωπικά, σε ό,τι με αφορά, ότι είχα και καθήκον ως Συνήγορος να αγορεύσω, διότι πρόκειται με την απόφαση την οποία θα λάβει το Δικαστήριό σας, να ερμηνευθεί εμμέσως θα έλεγα, όχι αμέσως, και ένας όρος δύσκολος που υπάρχει στο Σύνταγμά μας, το πολιτικό έγκλημα, ο οποίος αναδεικνύεται σε Γολγοθά, απ’ ότι φαίνεται από τη διαδικασία και με το πολύπλοκο σύστημα το οποίο διαμορφώνεται νομοθετικά με τις τροποποιήσεις που γίνονται κ. Πρόεδρε και ο οποίος, επειδή αναφέρεται στο Σύνταγμα, αλλά αναφέρεται και στον Ποινικό νόμο και έχει ορισθεί ότι το πολιτικό έγκλημα αφορά το Ποινικό Δίκαιο του πολιτικού αντιπάλου, έχω την αίσθηση ότι πρέπει να αναφέρω κάποιες σκέψεις και κάποια επιχειρήματα, ούτως ώστε να εκδοθεί ορθή απόφαση, γιατί η ορθή απόφαση αφορά γενικότερα όλους, αφορά τη δημοκρατία. Και το πιστεύω βαθύτατα αυτό.

Εκείνο το οποίο απ’ την πρώτη στιγμή θέλω να εισφέρω στη συζήτηση και να υπενθυμίσω, είναι ότι όταν το 1975 ψηφίστηκε το Σύνταγμα από τη Συντακτική Βουλή, υπήρχαν διάφορες διατάξεις που ανέφεραν τον όρο «πολιτικό έγκλημα›. Υπήρχε και μια διάταξη στο άρθρο 7 παρ. 3, η οποία σήμερα δεν υπάρχει με αυτή την τη μορφή, έχει όμως αξία γι αυτό το οποίο συζητούμε.

Το άρθρο 7 παρ. 3 του Συντάγματος του ’75 μέχρι την αναθεώρησή του, το έτος 2001, την τελευταία αναθεώρηση που έγινε δηλαδή, προέβλεπε ότι η θανατική ποινή επί πολιτικών εγκλημάτων, εκτός των συνθέτων, δεν επιβάλλεται. Δηλαδή έχουμε αναφορά του όρου «σύνθετο πολιτικό έγκλημα› και στο Σύνταγμα και μάλιστα έχουμε και διαφοροποίηση ως προς την ποινή.

Από την απλή γραμματική ερμηνεία και τον συνδυασμό του 7 με το 97 και το 47, προκύπτει ότι όπου ηθέλησε ο νομοθέτης να μιλήσει για τα πολιτικά εγκλήματα και στην ποινή μίλησε και είπε ότι ως προς την ποινή, τα πολιτικά εγκλήματα δεν είναι αυτονόητο ότι έχουν ευνοϊκή μεταχείριση, δεν είναι αυτόματη συνέπεια, μπορούμε να έχουμε και πολιτικά εγκλήματα, τα οποία ως προς την ποινή να μην έχουν καμία ευνοϊκή μεταχείριση.

Ως προς το 97 όμως, κύριοι Δικαστές, δεν την έκανε αυτή τη διάκριση. Και δεν έκανε μόνο αυτό. Δεν είναι ότι δεν ομίλησε για την ποινή. Το 97 μιλά για εγκλήματα, δεν κάνει καν διάκριση μεταξύ κακουργημάτων και πλημμελημάτων. Και να θυμίσω και τη διάταξη του άρθρου 109 του Κ.Π.Δ. η οποία ορίζει, μεταφέροντας τη συνταγματική ρύθμιση στη Δικονομία, ότι «τα πολιτικά πλημμελήματα, δικάζονται απ’ το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο›.

Αυτές είναι οι ρυθμίσεις του νομοθέτη, το 7, όπως θεσπίστηκε. Όταν άλλαξε, το 2001 η διάταξη, γιατί πράγματι έχει τροποποιηθεί και αυτό δεν το αναφέρει, αυτό δεν έγινε γιατί άλλαξε ο ορισμός του πολιτικού εγκλήματος, αυτόν τον οποίο ήθελε και ο συνταγματικός νομοθέτης, έγινε διότι καταργήθηκε, είχε ήδη και με νόμο πριν καταργηθεί η θανατική ποινή, και βεβαίως άλλαξε και ως προς το ζήτημα της θανατικής ποινής η διάταξη του άρθρου 7 και προβλέπει διαφορετικά και δε γράφει πλέον γι αυτήν στα πολιτικά εγκλήματα.

Υποστηρίζω λοιπόν την άποψη, κ. Πρόεδρε, και νομίζω ότι σε αυτό δεν μπορεί να διαφωνήσει κανείς απ’ όσους ασχολούνται με το θέμα, ότι αυτό το οποίο απετέλεσε την αιτία για τη διάκριση μεταξύ κοινών και πολιτικών εγκλημάτων, είναι ο σκοπός, η πρόθεση, θα έλεγα και η πεποίθηση του δράστη. Αυτό ήταν η αιτία για την οποία μιλούμε για κοινά εγκλήματα και πολιτικά.

Αυτά λοιπόν, την πεποίθηση, τον σκοπό, με όποια ονομασία και εκδοχή και να τα δώσουμε, πεποίθηση, σκοπός και κίνητρα, δεν μπορεί στον ορισμό του πολιτικού εγκλήματος να μην το λαμβάνει υπόψη και ο εφαρμοστής του Δικαίου, να μη λαμβάνεται υπόψη από όποιον καλείται να κρίνει ένα συγκεκριμένο πραγματολογικό υλικό και να πει αν υπάγεται ή δεν υπάγεται εις την έννοια του πολιτικού εγκλήματος. Διότι, παρενθετικά λέγω ότι εσείς, και σε όποιον ορισμό επιλέξετε, δεν θα τον ορίσετε μιας και διά παντός. Θα ξαναοριστεί το πολιτικό έγκλημα, συνέχεια θα ορίζεται. Γιατί ακριβώς είναι αόριστη αξιολογική έννοια.

Εσείς, αυτό που θα πείτε, είναι αν τα συγκεκριμένα αδικήματα, σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο, η συγκεκριμένη δράση, υπάγεται στην έννοια του πολιτικού εγκλήματος. Το τί είναι πολιτικό έγκλημα, το καθορίζουν πολιτικές, κοινωνικές, οικονομικές συνθήκες, το καθορίζουν πολλοί παράγοντες. Και μπορεί να αλλάξουν. Και αλλάζουν οι θέσεις.

Έχω λοιπόν την άποψη ότι την ερμηνεία του πολιτικού εγκλήματος την οποία αναφέρει το βούλευμα, όπου ορίζει ότι πολιτικό έγκλημα είναι αυτό που βλάπτει αμέσως το πολίτευμα, τη συνταγματική τάξη, ή τείνει στην ανατροπή ή την αλλοίωσή του, αυτή η ερμηνεία, η τόσο στενή, η μικτή, η αντικειμενική, όπως και να οριστεί, δεν είναι ορθή. Δεν είναι ορθή γιατί μένει, όπως την ήθελε ο συνταγματικός νομοθέτης, διότι τί σημαίνει «σύνθετο πολιτικό έγκλημα›;

Θα σας αναγνώσω μία περικοπή μικρή, από τα πρακτικά της συζήτησης της Βουλής το 1975, κατά την συζήτηση του συγκεκριμένου άρθρου 7. Τότε, το 1975, είχε προταθεί από τον κ. Μαγκάκη η απάλειψη του όρου «θανατική ποινή δεν επιβάλλεται πλην των συνθέτων›. Είχε προταθεί ούτως ώστε να προβλέπεται στο Σύνταγμα, από το 1975, ότι η θανατική ποινή σε πολιτικά εγκλήματα δεν επιβάλλεται. Το «πλην των συνθέτων› να φύγει.

Αυτή η πρόταση δεν έγινε δεκτή και παρέμεινε. Πλην όμως, στην εισήγησή του τότε ο κ. Μαγκάκης, -κατά λέξη αναφέρονται αυτά που σας διαβάζω, αν θέλετε να σας δώσω και τα πρακτικά της Βουλής-:

«Τα περισσότερα πολιτικά εγκλήματα είναι σύνθετα. Απλά πολιτικά εγκλήματα ίσως να είναι μόνο οι προπαρασκευαστικές πράξεις εσχάτης προδοσίας. Αι προπαρασκευαστικαί αυταί πράξεις δεν είναι τίποτε άλλο, παρά καθαρά πολιτικά εγκλήματα. Διότι τί θα πει σύνθετον πολιτικόν αδίκημα; Το αδίκημα εκείνο το οποίο έχει πολιτικά ελατήρια και κατά την εκτέλεσίν του έχει παραβεί ο δράστης του και ορισμένας διατάξεις του κοινού Ποινικού νόμου. Τα περισσότερα από αυτά τα εγκλήματα είναι σύνθετα›.

Αυτό ελέχθη, δεν έγινε δεκτό, παρέμεινε ο όρος «σύνθετα›. Τούτο σημαίνει ότι όταν έχουμε και προσβολή ιδιωτικών εννόμων αγαθών, μπορεί να έχουμε πολιτικό έγκλημα, πολιτικό αδίκημα, το οποίο, ως προς την αρμοδιότητα, επειδή ο συνταγματικός νομοθέτης το θέλησε, με μία διάταξη ειδική, αρμόδιο είναι το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο και κανένα άλλο.

Διότι και στην παράγραφο 3 του άρθρου 97 που λέει ότι «με νόμο μπορεί κακουργήματα να υπαχθούν στην αρμοδιότητα του Εφετείου›, δεν κάνει διάκριση και πολιτικά εγκλήματα, λέει μόνο «κακουργήματα μπορούν με νόμο να υπαχθούν στην αρμοδιότητα του Εφετείου›. Τα πολιτικά εγκλήματα τα αφήνει, ορισμένα, εκεί να τα δικάζει πάντα το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο.

Δεν είναι τυχαίο επίσης κ. Πρόεδρε, ότι η θέση αυτή, το σύνθετο πολιτικό έγκλημα, διότι το Σύνταγμα ερμηνεύουμε, αυτό το 7, που μιλά περί της ποινής, δεν είναι καθόλου τυχαίο και γνωρίζουμε, δεν χρειάζεται να σας πω εγώ τί είναι ποινή, το γνωρίζουμε όλοι, τουλάχιστον όσοι είμαστε εδώ, η εξατομίκευση, το τί λαμβάνεται υπ’ όψιν για την ποινή. Ούτε η θέση εκεί είναι τυχαία, κατά τη γνώμη τη δική μου.

Υπάρχει όμως κι ένα δεύτερο ερμηνευτικό επιχείρημα, το οποίο θέλω να αναπτύξω κ. Πρόεδρε. Λέγεται ότι θα πρέπει το πολιτικό αδίκημα να βλάπτει αμέσως το πολίτευμα. Και αυτόν τον ορισμό δίνει και το βούλευμα και όλες οι αποφάσεις κι η Νομολογία που υπάρχει.

Θέτω το εξής ερώτημα: Εφ’ όσον στην έννοια του πολιτικού εγκλήματος υπάγεται και η έννοια του πολιτικού πλημμελήματος, το οποίο πολιτικό πλημμέλημα δικάζεται από το Ορκωτό Δικαστήριο, πραγματικά διερωτώμαι -ρητορικώς διερωτώμαι- αλλά θα πρέπει η άποψη που το υποστηρίζει να το εξηγήσει, ποια πολιτικά πλημμελήματα τα οποία υπάγονται στο Μ.Ο.Δ., μπορούν να προσβάλλουν αμέσως το πολίτευμα, όπως θέλει ο ορισμός της στενής αντικειμενικής ή μικτής θεωρίας την οποία αναφέρει και το βούλευμα και τόσες αποφάσεις οι οποίες έχουν εκδοθεί κυρίως στα πλαίσια συμβάσεων εκδόσεως; Ποια πολιτικά πλημμελήματα;

Θα πρέπει λοιπόν να απασχολήσει το Δικαστήριό σας η γραμματική ερμηνεία και η θέληση του συνταγματικού νομοθέτη, όταν και τα πολιτικά πλημμελήματα τα υπάγει στην αρμοδιότητα, αναφέρω, του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου, η οποιαδήποτε ερμηνεία δοθεί σε ορισμό όπου θα λέει ότι η πράξη πρέπει αμέσως να προσβάλλει το πολίτευμα, κατά την άποψή μου δεν είναι ορθή.

Υπάρχει ένα άλλο θέμα το οποίο θέλω θέσω και πιστεύω, καθ’ υποφοράν ίσως το απαντώ, διότι πιστεύω ότι θα το ακούσω απ’ την άλλη πλευρά. Αντιτρομοκρατικοί νόμοι υπήρξαν και στη χώρα μας και άλλοι, είναι γνωστοί, ο 774, ο 1916/90. Υπήρξαν και κατηγορούμενοι οι οποίοι προσήχθησαν με αυτούς τους νόμους στα διάφορα Δικαστήρια και απ’ όσο είμαι σε θέση να γνωρίζω, δεν ξέρω αν κάνω λάθος, αλλά νομίζω ότι έτσι είναι, πολλοί απ’ αυτούς τους κατηγορουμένους, κανείς δεν προέβαλε ότι ήταν πολιτικό το αδίκημα. Και θα μας πουν «μα πώς τολμάτε να το βάζετε εσείς; Και άλλοι είχαν πάει κατηγορούμενοι, και γιατί το βάζετε;›.

Κύριε Πρόεδρε, υπάρχει μεγάλη διαφορά με τις υποθέσεις που δικάστηκαν με τους προηγούμενους αντιτρομοκρατικούς και με την υπόθεση την οποία δικάζεται σήμερα. Υπάρχει διαφορά, όχι μόνο στη σοβαρότητα, διότι σήμερα δικάζονται κάποιοι άνθρωποι οι οποίοι έχουν αναλάβει τις πολιτικές ευθύνες και σε αυτό αναφέρομαι κυρίως.

Έχετε για πρώτη φορά ενώπιόν σας, ενώπιον του Δικαστηρίου σας, άνθρωπο, ο οποίος από την πρώτη στιγμή που εμφανίστηκε και έθεσε τον εαυτό του εις εκτέλεσιν, λέει ότι «αναλαμβάνω την ευθύνη, την πολιτική ευθύνη› και ενώπιόν σας είπε και τις ποινικές συνέπειες, αν ενθυμούμαι καλώς, της δράσης της συγκεκριμένης Οργάνωσης. Αυτό, διαφοροποιεί γενικώς την υπόθεση, την ιστορική δίκη αυτή, διότι όταν λέμε «ιστορική›, να το εννοούμε, την ιστορική αυτή δίκη η οποία διεξάγεται.

Και αυτό δημιουργεί καθήκον στο Δικαστήριό σας, να ερμηνεύσετε τη συγκεκριμένη υπόθεση και να υπάγετε τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά στην έννοια του πολιτικού εγκλήματος, όπως την ηθέλησε ο συνταγματικός νομοθέτης. Και καμία προηγούμενη νομολογία, από καμία προηγούμενη υπόθεση και από κανέναν νόμο που ίσχυσε από σύμβαση εκδόσεως, δεν δεσμεύει το Δικαστήριό σας, παρά μόνο το Σύνταγμα και το τί θέλησε ο συνταγματικός νομοθέτης. Και η ερμηνεία του Συντάγματος, βέβαια και σε αναφορά με τα πραγματικά γεγονότα και τις συνθήκες τις υπόλοιπες.

Έχω λοιπόν την άποψη ότι το άρθρο 187 έτσι όπως τροποποιηθεί από το νόμο 2928/2001, στο σημείο αυτό να υπογραμμίσω ότι αν δεν είχε ψηφιστεί ο 2928/2001 από το ΄93 μέχρι σήμερα αυτή η υπόθεση θα πήγαινε στο ΜΟΔ. Δεν υπήρχε άλλη διάταξη, ήταν αυτονόητο.

Αν δεν είχε ψηφιστεί η διάταξη του άρθρου 4 αυτή η υπόθεση θα δικαζόταν στο ΜΟΔ. Αυτός ήταν το φυσικό Δικαστήριο για να δικάσει αυτές τις πράξεις. Όπως λοιπόν τροποποιήθηκε η διάταξη του άρθρου 187, προστατεύει πλέον πολιτικό έννομο αγαθό και όχι απλά τη δημόσια τάξη όπως πιθανόν θα ισχυριστούν.

Αυτό συνάγεται και από την εισηγητική έκθεση στην οποία αναφέρεται ότι η εγκληματική τρομοκρατική δράση καταλαμβάνει μέρος του πεδίου εφαρμογής του αλλά και από το γεγονός κ. Πρόεδρε και αυτό θα πρέπει να το αξιολογήσει το Δικαστήριό σας ότι κατά την ψήφιση του 2928 έχει αναφερθεί – εγώ επιγραμματικά θα το αναφέρω – όταν έγινε εσωτερικό Δίκαιο η σύμβαση του Παλέρμο που όριζε τι είναι οργανωμένο έγκλημα απαλείφθηκε η επιδίωξη οφέλους σαν στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης στοιχειοθέτησης της οργανωμένης ομάδας.

Αυτό αποδεικνύει και από την εισηγητική έκθεση προκύπτει ότι στο μέτρο που με αυτή τη διάταξη του 187 επιδιώκεται να κολαστεί, να τιμωρηθεί, να τιμωρηθούν οι δράστες οι οποίοι έχουν αναπτύξει πολιτικά οργανωμένη δραστηριότητα σε αυτό το μέτρο με βάση την ερμηνεία του Συντάγματος την οποία προανέφερα, είναι αναρμόδιο το Δικαστήριό σας.

Δεν τίθεται θέμα ευνοϊκής ή μη μεταχειρίσεως. Εδώ μιλούμε για την αρμοδιότητα. Εγώ ερμηνεύεται η διάταξη του άρθρου 97. Τότε είναι πολιτικό έγκλημα, αυτό ερμηνεύεται και αν είναι αρμόδιο το Δικαστήριό σας. Τώρα αν θα είναι επιεικές ή όχι αυτό είναι άλλο ζήτημα και δεν αφορά αυτή την παρούσα φάση της διαδικασίας.

Θέλω να πω επίσης κ. Πρόεδρε και κλείνω ότι, για να μιλάμε και σε πραγματική βάση, προσβολή του πολιτεύματος αόριστα και αφηρημένα δεν γίνεται. Όταν επιχειρείται -όχι από τα πάνω αλλά από τα κάτω- να γίνει προσβολή του πολιτεύματος, είναι βέβαιο ότι για να φτάσουμε στον πυρήνα της συνταγματικής τάξης θα προσβληθούν προγενέστερα αγαθά όπως είναι η δημόσια τάξη, η δημόσια ειρήνη. Διότι δεν γίνεται να φτάσεις στον πυρήνα αν δεν προσβληθούν άλλα αγαθά.

Έτσι λοιπόν όπως έχει ορισθεί το 187, όπως το ανέπτυξαν και άλλοι συνάδελφοι, νομίζω ότι πλέον προστατεύει πολιτικό έννομο αγαθό και με βάση αυτό υπάγεται συνολικά η δραστηριότητα στην έννοια του συνθέτου πολιτικού εγκλήματος για το οποίο αρμόδιο να δικάσει είναι το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο.

Να υπενθυμίσω μια άλλη διάταξη που δεν έχει αναφερθεί, το 49 παράγραφος 1 αν θυμάμαι καλά, που αναφέρει για το ανεύθυνο του Προέδρου της Δημοκρατίας. Λέει ότι ευθύνεται μόνο για εσχάτη προδοσία. Δηλαδή ο συνταγματικό νομοθέτης όπου ήθελε να ορίσει συγκεκριμένα τι ήθελε να ορίσει το όρισε, το έλεγε, δεν το άφηνε αόριστο. Ό,τι ήθελε να ορίσει ανάλογα με τις ανάγκες το όριζε.

Κλείνοντας λοιπόν πιστεύω και με βάση την σκέψη που ανέπτυξα, ότι το Δικαστήριό σας είναι αναρμόδιο να δικάσει αυτή την υπόθεση και θα πρέπει να παραπεμφθεί στο αρμόδιο Δικαστήριο που είναι το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο διότι όλη η δραστηριότητα συνιστά σύνθετο πολιτικό έγκλημα.

Προτεινόμενα για εσάς



Δημοφιλή