ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Έχουμε του Σόντερς, μίλησε ο κ. Αναγνωστόπουλος. Δεν έχει κανένας άλλος λόγο.
Η κ. Τζούλη για τον Ξηντάρα.
κα ΤΖΟΥΛΗ: Όσον αφορά την επίκληση της νομολογίας με κάλυψε πλήρως η προλαλήσασα συνάδελφός μου με το μεστό της λόγο. Εδώ θα πρέπει σε αυτή την περίπτωση να εξετάσουμε και κρίσιμο είναι να εξετάσουμε ως πολιτικό έγκλημα όχι τι θεωρούμε εμείς αλλά τι προέβλεπε και τι εννοεί ο συνταγματικός νομοθέτης και μάλιστα συσχετιζόμενο με τις προβλεπόμενες για το πολιτικό έγκλημα συνέπειες.
Σε εξωνομικό επίπεδο μπορεί οι ίδιοι οι κατηγορούμενοι να θεωρούν τις πράξεις τους ως πολιτικά εγκλήματα, με πολιτική διάσταση σε ότι αφορά τους στόχους, τα κίνητρα και όλες τις λοιπές εκφράσεις, καθόσον είναι προφανές ότι υπάρχει κάποια πολιτική και κοινωνική εξήγηση.
Το τι εννοούσε και τι ήθελε πραγματικά ο συνταγματικός νομοθέτης όταν χρησιμοποιούσε την έννοια του πολιτικού εγκλήματος πρέπει να αναζητηθεί με βάση το σκοπό που επεδίωκε, καθόσον ως γνωστό η κρισιμότητα του σκοπού είναι ένας από τους βασικούς κανόνες ερμηνείας των νόμων και το κριτήριο μάλιστα του σκοπού επικρατεί σε σχέση με την γραμματική διατύπωση η οποία ως καθαρά εννοιοκρατική μέθοδος ερμηνείας χαρακτηρίζεται ως ξεπερασμένη, ας μου επιτραπεί η έκφραση.
Ο νομοθέτης όταν ξεχώριζε τα πολιτικά από τα λοιπά εγκλήματα το έπραξε γιατί ήθελε να επιφυλάξει σε αυτά κατά την άποψη της ομιλούσας επιεικέστερη μεταχείριση. Γι αυτό άλλωστε υπάρχει και η συνταγματική πρόβλεψη για παροχή αμνηστίας μόνο σε πολιτικά εγκλήματα ως ένα είδος κατανόησης. Είναι κάπως τραβηγμένη η έκφραση θα τολμούσαμε να πούμε γι αυτή την κατηγορία των εγκλημάτων.
Και εδώ θα πρέπει να αναρωτηθούμε κ. Πρόεδρε αν η εγκληματικότητα της τρομοκρατίας εμπίπτει σε αυτή τη λογική του συνταγματικού νομοθέτη που υπάγει το καθαρά πολιτικό έγκλημα στην άρρηκτη συνδεδεμένη με αυτό συνταγματική επιείκεια.
Η δική άποψη μου είναι ότι η υποβολή της ένστασης για την αναρμοδιότητα του παρόντος Δικαστηρίου από την πλευρά της Υπεράσπισης δεν έχει να κάνει μόνο με την πολιτική χροιά που τυχόν θα έδινε η μη υπαγωγή της υπόθεσης σε αυτό το Δικαστήριο στις εγκληματικές πράξεις κατά την άποψή μου των κατηγορουμένων, αλλά έχει να κάνει και με το ότι θεωρώ ότι ο θεσμός των Ενόρκων σε κάθε περίπτωση είναι πολύ πιο επιεικής.
Αυτό το αναφέρω σε αντίθεση με την άποψη του αξιόλογου συνάδελφού μου του κ. Κεχαγιόγλου ο οποίος διατύπωσε την άποψη ότι ο θεσμός των Ενόρκων εκφράζοντας το λαϊκό έρεισμα θα μπορούσε να είναι και πολύ πιο αυστηρός στην κρίση του. Ωστόσο πιστεύω και υπάρχουν ισχυρά επιχειρήματα για τους Ενόρκους ότι είναι περισσότερο εκτεθειμένοι και επηρεάζονται σε αντίθεση με τους Δικαστές και από τα ΜΜΕ στα οποία είναι επιρρεπείς αλλά και από πρόσκαιρες εντυπώσεις και συγκινήσεις ως προς την διαμόρφωση της κοινής γνώμης και είναι επιρρεπείς σε ψυχολογικές πιέσεις και μη.
Το μεγαλύτερο ποσοστό της κοινής γνώμης θεωρεί λοιπόν ότι οι Ένορκοι επηρεάζονται. Σε αυτούς ανήκω κι εγώ. Εν πρώτοις τα επιχειρήματα αυτά είναι μαχητά. Όπως μαχητά είναι και τα επιχειρήματα που θέλουν το θεσμό των Ενόρκων ως μείζονα εγγύηση μιας πλησιέστερες προς το κοινό περί Δικαίου αίσθημα, καθόσον δεν αποκλείεται στη συνείδηση του μη νομικού κόσμου η υπαγωγή ενός αδικήματος στην κατηγορία των πολιτικών εγκλημάτων να προσδίδει και κάποια ευγενή κίνητρα που στον μέσο πολίτη αυτό είναι συνδεδεμένο με την προβλεπόμενη αμνηστία που προβλέπεται μόνο για τα πολιτικά εγκλήματα ως θεσμός.
Διατυπώνεται για τρίτη αν δεν απατώμαι ημέρα ενώπιόν σας και ενώπιον του ακροατηρίου σας το θέμα της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου. Πίσω από την επικαλούμενη αντισυνταγματικότητα του άρθρου 4 του νόμου 2028/2001 σε ό,τι αφορά την δράση των τρομοκρατικών Οργανώσεων και θεμελιώνεται με σοβαρά ομολογουμένως επιχειρήματα από την άλλη πλευρά με καταλυτικό μεταξύ αυτών, αυτό που θεωρώ εγώ, ότι αν δεχθούμε τελικά ότι τα αδικήματα που διέπραξαν οι Οργανώσεις αυτές εμπίπτουν στην έννοια των πολιτικών εγκλημάτων, τότε πρέπει αναπόφευκτα να δεχτούμε ότι η σχετική διάταξη του άρθρου 97 του Συντάγματος που εξακολουθεί και μετά την πρόσφατη συνταγματική αναθεώρηση να είναι σε ισχύ και να υπάγει τα πολιτικά εγκλήματα στα Μικτά Ορκωτά Δικαστήρια είναι μια διάταξη κενή κανονιστικού περιεχομένου. Και η τοποθέτηση αυτή ίσως πράγματι να οδηγήσει το Δικαστήριό σας στο να σταθμίσει με πολύ και περίσσια σκέψη την απόφαση περί της αρμοδιότητάς του, ιδίως σε ότι αφορά το χαρακτηρισμό των αδικημάτων που διέπραξε η Οργάνωση κατά την πρώτη φάση της κυρίως.
Τι γίνεται όμως με τις ληστείες και τις απόπειρες ανθρωποκτονίας ειδικά στην περίπτωση του εντολέα μου, του Αστυνομικού ο οποίος τελούσε σε διατεταγμένη υπηρεσία στη ληστεία των ΕΛΤΑ στο Αιγάλεω. Με ποιο τρόπο και σε ποιο βαθμό ο εν λόγω άνθρωπος που εκείνη την ώρα έκανε την δουλειά του, αντιμάχονταν και εντάσσονταν σε ένα κοινωνικό σύστημα που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως αναγκαία ή παράπλευρη απώλεια έτσι όπως χαρακτηρίζεται από την πλευρά των φερομένων σήμερα ως κατηγορουμένων. Με ποια έννοια λοιπόν θα μπορούσε να πείσει τον μέσο άνθρωπο ότι κάτι τέτοιο θα ήταν παράπλευρη απώλεια.
Αν υποθέσουμε ότι πράγματι αυτή η λογική και οι στόχοι τους όπως αυτοί τις αντιλαμβάνονται με τις δικές τους προσλαμβάνουσες παραστάσεις θα μπορούσαν κάλλιστα να επικεντρωθούν αποκλειστικά και μόνο σε στόχους που αντιπροσώπευαν την καθεστηκυία τάξη και την πολιτική εξουσία προκειμένου να προσπορίσουν στην Οργάνωση τα μέσα είτε αυτά είναι όπλα, είτε αυτά είναι χρήματα για να συνεχίσουν και να επιτεύξουν τον ένοπλο αγώνα τους.
Στην περίπτωση αυτή έχουμε προσβολή περιουσιακών εννόμων αγαθών. Όπως φέρονται να έκλεψαν κάποιον οπλισμό από κάποιες στρατιωτικές μονάδες, θα μπορούσαν να κλέψουν άλλες 10 τέτοιες εφόσον θεωρηθεί ότι αυτές αντιπροσωπεύουν την πολιτική τάξη. Πλην όμως δεν το έκαναν και η λεία από τις ληστείες ειδικά κατά τα τελευταία χρόνια δράσης της Οργάνωσης ήταν ομολογουμένως πάρα πολύ υψηλή.
Το βέβαιο πάντως είναι ότι όταν θεσπίζουν αυτές τις διατάξεις κ. Πρόεδρε του Συντάγματος ο νομοθέτης δεν είχε στο μυαλό του την τρομοκρατία, γιατί τότε δεν υπήρχαν τρομοκρατικές Οργανώσεις κατά την έννοια που υπάρχουν σήμερα. Επομένως στην περίπτωση αυτή η ερμηνεία του Συντάγματος δεν πρέπει να γίνει με βάση την γραμματική ερμηνεία. Πρέπει να γίνει με βάση το τι θα ήθελε ο νομοθέτης αν είχε υπόψη την περίπτωση.
Σε κάθε περίπτωση δεν αρκεί για το χαρακτηρισμό του εγκλήματος η πρόθεση ή η όποια πολιτική διάσταση. Ο Έλληνας συνταγματικός νομοθέτης είχε υπόψη του την ιστορική εμπειρία κ. Πρόεδρε εννοώντας τα πολιτικά πάθη της νεώτερης Ελλάδας, τις κοινωνικές αντιπαραθέσεις, εμφυλίους πολέμους και σπαραγμούς και ας σημειωθεί ότι κάθε ένα από αυτά τα ιστορικά γεγονότα είχε πίσω της ένα λαϊκό έρεισμα, ένα λαϊκό υπόβαθρο.
Κάτι τέτοιο γιατί σε κάθε χρονική και ιστορική περίοδο υπάρχουν πολιτικές κινητοποιήσεις στην οποία ενυπάρχει το στοιχείο της πολιτικής εγκληματικότητας, έλειπε από την δράση της παρούσας Οργάνωσης. Δεν αρκεί να υπάρχουν μόνο πολιτικά κίνητρα αλλά και η λογική αντιστοιχία μεταξύ κινήτρου και πράξης ή για την ακρίβεια προσφορότητα υλοποίησης των στόχων μέσω της εγκληματικής δραστηριότητας αφού σε κάθε αντίθετη περίπτωση θα υποβαθμίζονταν ο πολιτικός χαρακτήρας της προφανώς απρόσφορης εγκληματικής δράσης.
Το αποτέλεσμα είναι η δράση αυτή να μένει εκτός της συνταγματικής έννοιας του πολιτικού εγκλήματος αφού αναδεικνύεται μόνο η εγκληματικότητά της. Στην περίπτωση των ληστειών και στη απόπειρα ανθρωποκτονίας που τελέστη εις βάρος του εντολέα μου ο οποίος ούτε πολιτικός παράγοντας ήταν, ούτε καθόριζε ή επηρέαζε με κάποιο άλλο τρόπο τα πολιτικά δρώμενα της χώρας. Ήταν ένας ανυπεράσπιστος πολίτης που τελούσε το καθήκον του να φυλάει ένα Δημόσιο Οργανισμό εν ώρα υπηρεσίας.
Ερωτώ. Η θέληση θανάτωσης αυτού του απλού πολίτη ποιο ακριβώς στόχο της Οργάνωσης θα καθιστούσε πρόσφορο προς υλοποίηση ώστε η εγκληματική της δράση να περιαφθεί τον μανδύα εν τέλει του πολιτικού εγκλήματος;
Επιπρόσθετα δε όπως προανέφερα λείπει το στοιχείο του λαϊκού ερείσματος το οποίο σαφώς δεν θα εξαντλείται στην ανοχή ή την συμπάθεια που η αλήθεια είναι ότι κατά τα πρώτα έτη της Οργάνωσης πραγματικά ενυπήρχε, υπό μορφή της ανοχής και ενίοτε της συμπάθειας από μερίδα του κόσμου.
Ας μας απαντήσουν λοιπόν ποιος τους εξουσιοδότησε όλα αυτά τα χρόνια που δρούσαν να δρουν έπ’ ονόματι του Ελληνικού λαού, για να απελευθερώσουν το λαό από τα δέσμια της αμερικανοκρατίας και του καπιταλισμού όπως ισχυρίζονται κατά καιρούς.
Ας υποθέσουμε όμως ότι υπάρχει μερίδα της κοινής γνώμης που πράγματι αντιμετωπίζει ανεκτικά ή ακόμα με συμπάθεια και επιείκεια την πολυετή δράση τους και όντως υπάρχει τέτοια πληθυσμιακή μερίδα. Διερωτώμαι όμως, ο μέσος πολίτης διερωτάται αφού μετά από τόσα χρόνια δράσης δεν κατάφερε η Οργάνωση αυτή να αλλάξει τα πολιτικά δρώμενα και τους πολιτικούς συσχετισμούς δυνάμεων, γιατί εξακολουθούσε να δρα επιλέγοντας μάλιστα τα τελευταία χρόνια δράσης της Οργάνωσης εκτός από δολοφονίες πολιτικών προσώπων και αιματηρές ληστείες.
Κάθε πολιτικός οργανισμός είτε αυτός είναι επαναστατικός είτε καθεστωτικός, εφόσον διαπιστώνει ότι στο πέρασμα της ιστορικής δράσης του δεν έχει καταφέρει να πλήξει το υπάρχον καθεστώς θα μπορούσε τουλάχιστον αν όχι να αυτοδιαλυθεί, να αλλάξει πεδίο δράσης.
Διαβάζοντας τις προκηρύξεις τους κανείς εκτός από γενικότητες περί άμεσου σοσιαλισμού –προσωπική μου κρίση– και απέχθεια για το αστικό σύστημα το οποίο χαρακτηρίζουν βίαιο, βάναυσο, εκμαυλιστικό και διάφορους άλλους χαρακτηρισμούς και καλά κάνουν, έχουν ελευθερία σκέψης και γνώμης και καλά κάνουν και την διατυπώνουν, δεν μπορεί ωστόσο κανείς να ανακαλύψει ένα μοντέλο κοινωνίας που θα μπορούσε εν πάση περιπτώσει να σταθεί και που ονειρεύονται μέσω του ένοπλου αγώνα τους. 19 άνθρωποι δρώντας επί 27 περίπου χρόνια πίστευαν ότι ακόμα μετά από τόσα χρόνια μπορούν να αλλάξουν το αστικό καθεστώς με την ένοπλη ανυπακοή συνοδευόμενη με λουτρό αίματος σε κάθε προσπάθειά τους;
Προσωπική μου άποψη είναι ότι η εμβέλεια της Οργάνωσης θα ήταν μηδενική αν οι διακηρύξεις της δεν συνοδεύονταν με αίμα. Κανένας δεν θα μιλούσε σήμερα γι’ αυτή την Οργάνωση κ. Πρόεδρε. Σφραγίζονταν με αίμα κάθε δράση της Οργάνωσης γιατί έτσι εξωτερίκευαν τον ένοπλο αγώνα τους και τα ιδεολογικά τους επιχειρήματα και μόνο έτσι αυτή τη στιγμή σήμερα μιλάμε όχι μόνο εμείς αλλά και διάφοροι άλλοι πολιτικοί παράγοντες του εξωτερικού που πιθανότατα η παρέμβασή τους να μην είναι η πρέπουσα αυτή την στιγμή και έχουμε βάλει σε στόχο τη χώρα μας και στο εξωτερικό.
Η συνεχής όμως δράση και η κατ’ επάγγελμα επανάληψη της δράσης τους επί τόσα χρόνια παρά την πρόδηλη ματαιότητά της στην επίτευξη πολιτικών στόχων δείχνει και κάτι άλλο. Ότι οι δράστες ενώ έπρεπε να είχαν αντιληφθεί το απρόσφορο των ενεργειών τους για την επίτευξη αυτή, έβρισκαν ικανοποίηση από την συνέχιση της δράση τους για άλλους προφανείς λόγους. Μεταξύ αυτών θεωρώ και τον εύκολο πορισμό εισοδημάτων γιατί έτσι πλέον πρέπει να μεταφράζονται οι ένοπλες ληστείες.
Τελειώνοντας κατά την έννοια και τον ορισμό του πολιτικού εγκλήματος κ. Πρόεδρε, δεν μπορούμε να αμφισβητήσουμε ότι συντρέχει η πρώτη προϋπόθεση για τους φερομένους σήμερα ως κατηγορούμενους. Δηλαδή είναι αναμφίβολο ότι συμμετείχαν σε ένα πολιτικό μόρφωμα και επεδίωκαν την ανατροπή του αστικού καθεστώτος όπως λένε και σε κάποιες προκηρύξεις τους.
Όμως δεν εκπληρώνεται η δεύτερη αναγκαία προϋπόθεση για την υπαγωγή των εγκλημάτων τους σε πολιτικά. Η ανάπτυξη της τακτικής για την υλοποίηση των στόχων τους τελούσε σε πλήρη αναντιστοιχία με τις προσβολές των εννόμων αγαθών που προκάλεσαν.
Η δολοφονία ενός Βουλευτή ή η δολοφονία ενός σταθμάρχη της CIA ή η δολοφονία ενός μέσου πολίτη ο οποίος τελούσε τα καθήκοντά του εν ώρα διατεταγμένης υπηρεσίας, δεν μπορούσαν αντικειμενικά και σε καμία περίπτωση να εκτροχιάσουν τις θεμελιώδεις δομές του αστικού καθεστώτος αλλά σε καμία περίπτωση όμως.
Επιπλέον και κάτι άλλο που πρέπει να τονιστεί ως παρατήρηση, δεν υπήρχε χρονική συνοχή μεταξύ των εγκληματικών πράξεων ώστε να καταφάσκεται μια διαρκή δράση της Οργάνωσης. Μπορούμε να πούμε ότι ήταν μεμονωμένα χτυπήματα που κατά καιρούς επέλεγαν τους στόχους τους και ότι η 17Ν επεδίωκε μάλλον να παρεμβαίνει βίαια κατά καιρούς στο υπάρχον και στο υφιστάμενο συσχετισμό δυνάμεων και στο κοινωνικό γίγνεσθαι και ενόψει όλων αυτών μπορεί να συμπεράνει κανείς ότι υπήρχε πράγματι μια δυσαναλογία ανάμεσα στα μέσα που χρησιμοποιήθηκαν και στον τελικό σκοπό.
Υπ’ αυτή την έννοια οι αξιόποινες πράξεις δεν είναι πολιτικά εγκλήματα κ. Πρόεδρε. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι πρέπει να τα από-λιτικοποιήσουμε και να τα αποχαρακτηρίσουμε από έναν τέτοιο ευρύ χαρακτηρισμό. Όλα σχεδόν τα αδικήματά τους είχαν όντως ένα πολιτικό υπόστρωμα.
Όμως πολύ γρήγορα οι κατηγορούμενοι πιστεύω ότι θεοποίησαν αυτόν τον τρόπο δράσης τους. Θεοποίησαν κάποιες συνθήκες μέσα στις οποίες μπορούσαν να δράσουν και την προβολή που τους δίδονταν και από τον Έντυπο Τύπο και εκφυλίστηκαν –ας μου επιτραπεί η έκφραση– σε μια τρομοκρατική ομάδα. Δεν μπορεί κανείς να αρνηθεί ότι είχαν κατά τα πρώτα χρόνια δράσης τους πολιτικά κίνητρα και πολιτική ιδεολογία αυτοί οι άνθρωποι. Στην πορεία όμως πιστεύω ότι έφτασε στο σημείο να εκφυλιστεί η έννοια αυτή σε τρομοκρατική ομάδα από Επαναστατική Οργάνωση.
Πολιτικό έγκλημα σε δημοκρατικό καθεστώς σαφώς υπάρχει γιατί η ύπαρξη πολιτικού εγκλήματος στο πλαίσιο κοινοβουλευτικού καθεστώτος ακόμα και υπό το θεσμό της φιλελεύθερης Δημοκρατίας ενόψει των ταξικών και της άνισης κατανομής πλούτου σαφώς μπορεί να υποστηριχθεί ότι υπάρχει. Θα ήταν φαιδρό αν χαρακτηρίζαμε κάτι τέτοιο και απόλυτο.
Με τους παραπάνω όρους όμως μια δικαιότερη κοινωνία με τον τρόπο που θέλησαν να επιβάλλουν οι φερόμενοι σήμερα ως κατηγορούμενοι δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί με την πρακτική της βίας, καθόσον η βία κατά την άποψη της ομιλούσης, δεν οδηγεί ποτέ σε αυτό το αποτέλεσμα.
Ποιο είναι το συμπέρασμα από όλα αυτά; Η άρνηση ότι υπάρχουν πολιτικά εγκλήματα στην περίπτωση της 17Ν δεν ενοχοποιεί βέβαια την πολιτική κοσμοαντίληψη της Αριστεράς όπως εσφαλμένα υποστηρίχθηκε, ούτε επιδρά πάνω στα πολύμορφα Κινήματα που μάχονται εναντίον της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης. Γιατί; Γιατί η προοδευτική σκέψη έχει να κάνει με την συλλογική ανθρώπινη πράξη και όχι με ατομικές βίαιες ενέργειες.
Τελειώνοντας θα αναφέρω ότι θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι ο πολιτικός χαρακτήρας ενός εγκλήματος συνεπάγεται, θα μπορούσε όντως να υποστηριχθεί αυτό και την δυνατότητα να αποδοθεί το έγκλημα σε μη ταπεινά αίτια. Είναι μία άποψη. Δηλαδή αίτια που αναγνωρίζονται από το νόμο ως μία ελαφρυντική περίσταση η οποία δικαιολογεί επιβολή τυχόν μειωμένης ποινής, πρόσκαιρης αντί ισόβιας κάθειρξης.
Βέβαια συνεπεία εξάλλου του χαρακτηρισμού ενός εγκλήματος ως πολιτικού είναι το έγκλημα αυτό δικάζεται κατά το Σύνταγμα από τα Μικτά Ορκωτά Δικαστήρια και όχι μόνο από Τακτικούς Δικαστές. ¶λλες συνέπειες εδώ δεν θα ήθελα να τις εξετάσω.
Ως προς τα μη ταπεινά αίτια ωστόσο που συνιστούν ελαφρυντική περίσταση για τον δράστη κακώς πιστεύεται ότι στα αίτια αυτά εμπίπτουν για εξ ορισμού τα πολιτικά και ιδεολογικά κίνητρα. Και ο Χίτλερ είχε πολιτικο-ιδεολογικά κίνητρα όταν διέπραττε την γενοκτονία ή οι Συνταγματάρχες όταν επέβαλαν την δικτατορία στην Ελλάδα, αλλά η ελληνική δικαιοσύνη ορθώς δεν αναγνώρισε στους τελευταίους ελαφρυντικά. Οι πολιτικές μας απόψεις δεν καθιστούν κατ’ ανάγκη τα κίνητρά μας ευγενή.
Δεν μπορούν λοιπόν επομένως τα ενδεχόμενα πολιτικά κίνητρα της 17Ν να θεωρηθούν ελαφρυντικά για τις εν ψυχρώ δολοφονίες και ληστείες και είναι περισσότερο ιδεολόγοι και μάλιστα οι Αριστεροί ιδεολόγοι που θα έπρεπε να ενοχλούνται από την δράση της που μιαίνει κατά την άποψή μου τις ιδέες και για τις οποίες οι δράστες χειρίζονται ότι αγωνίζονται, με κάποιες αλλαγές στη διατύπωση των κινήτρων και της έννοιας που αντιλαμβάνονται αυτοί την Αριστερά.
Μένει να εξεταστεί σε τελευταίο στάδιο αν η δράση τρομοκρατών που έχουν πολιτικά κίνητρα και στόχους υπάγεται στην έννοια του πολιτικού εγκλήματος που κατά το άρθρο 97 του Συντάγματος πρέπει να δικάζεται από τα Μικτά Ορκωτά Δικαστήρια.
Ανεξάρτητα από το ότι τα υποκειμενικά κριτήρια όπως τα παραπάνω δεν αρκούν για να καταστήσουν το έγκλημα πολιτικό, η έννοια αυτή δεν μπορεί να αποσυνδεθεί από το σκοπό κάθε φορά της διάταξης νόμου που την χρησιμοποιεί. Συνήθως επιχειρείται ο ορισμός του πολιτικού εγκλήματος αποκομμένα από τις ανάγκες που υπηρετεί η χρήση της έννοιας αυτής και υπερτονίζεται η έννοια αυτή και σχεδόν μυθοποιείται.
Σήμερα όμως η εννοιοκρατία στο Δίκαιο είναι ξεπερασμένη και δεν οδηγεί στην ασφαλή ερμηνεία και στον σκοπό που ο ίδιος ο νομοθέτης είχε στο μυαλό του όταν θέσπιζε κάποιο νόμο. Μπορεί σε άλλες διατάξεις για να εξυπηρετηθεί ο σκοπός αυτός και το εύρος της έννοιας «πολιτικό έγκλημα› να είναι διαφορετικό αλλά στο άρθρο 97 του Συντάγματος το πολιτικό έγκλημα δεν περιλαμβάνει τρομοκρατικές Οργανώσεις του τύπου της 17Ν.
Το Σύνταγμα με την διάταξη του άρθρου 97 θέλησε την συμμετοχή του λαϊκού ερείσματος με την έννοια και των μαζικών Κινημάτων στην εκδίκαση αυτής της κατηγορίας εγκλημάτων έχοντας υπόψη του όχι θεωρητικές έννοιες αλλά και επιστημονικές συζητήσεις αλλά την ελληνική, ιστορική εμπειρία όπως έχει καταγραφεί μέχρι σήμερα.
Η μερική λαϊκή στήριξη δικαιολογούσε την συμμετοχή του λαϊκού στοιχείου. Αντίθετα η τρομοκρατία στην Ελλάδα κατά την διαδρομή της έμεινε αποξενωμένη από οποιοδήποτε μαζικό Κίνημα. Από την οργάνωση και την δράση τους λείπει ακριβώς το παραπάνω καίριο στοιχείο που είχε ο συνταγματικός νομοθέτης στο νου του ιστορικά αλλά και αιτιολογικά θεωρώ σύμφωνα με το νομοθετικό σκοπό όταν θέσπιζε την διάταξη του άρθρου 97.
Γι’ αυτό ακριβώς το πολιτικό έγκλημα κατά την διάταξη αυτή δεν συμπεριλαμβάνεται η δράση της 17Ν. Αυτό το γνώριζε ο νομοθέτης όταν πέρσι ψήφιζε το νόμο που μετάφερε την αρμοδιότητα εκδίκασης των σχετικών πράξεων σε Τακτικούς Δικαστές, μολονότι για άλλες ανάγκες είναι δυνατό να χρησιμοποιηθεί ο όρος αυτός.
Κύριε Πρόεδρε καταλήγοντας η άποψη της ομιλούσης είναι ότι σε καμία περίπτωση οι εν ψυχρώ δολοφονίες και οι ληστείες μετά φόνου δεν θα μπορούσαν ποτέ να περιαφθούν το μανδύα του πολιτικού εγκλήματος και σε κάθε περίπτωση θεωρώ ότι πρέπει να απορριφθεί η ένσταση που προβλήθηκε από την άλλη πλευρά και ότι είναι αρμόδιο το Δικαστήριό σας. Ευχαριστώ.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Πάλι και το λέω και στις δυο πλευρές, επιχειρήματα που ήδη αναπτύχθηκαν, διότι πρόλαβαν κάποιοι άλλοι, ας είμαστε πιο συνεπτυγμένοι. Δεν λέω ότι δεν θα τα θίγουμε. Δεν υπάρχει λόγος να λέμε πάλι τα ίδια και τα ίδια και τα ίδια. Γιατί τα άκουσα πολλές φορές τα ίδια επιχειρήματα. Εντάξει.
Για τα ΕΛΤΑ νομίζω είναι ο κ. Ευαγγελάτος.
Δ. ΕΥΑΓΓΕΛΑΤΟΣ: Θέλω να πιστεύω κύριε Πρόεδρε ότι η παραίνεσή σας αυτή δεν με αφορά προσωπικά και θέλω να υπογραμμίσω κ. Πρόεδρε ότι δεν απασχόλησα το δικαστήριό σας τρία λεπτά όταν έκανα τη δήλωση παράστασης Πολιτικής Αγωγής και 11 λεπτά όταν ανέπτυξα τις απόψεις μου για το θέμα της δημοσιότητας. Θα ήθελα επιπλέον να σας υπογραμμίσω ότι δεν ανήκω σε εκείνους που αρέσκονται να επαναλαμβάνουν εκείνα που οι προλαλήσαντες συνάδελφοί τους επιτυχώς έγκριτοι συνάδελφοί τους υπογράμμισαν και επεσήμαναν.
Κύριε Πρόεδρε, κύριοι Εφέτες, από τον Ιούνιο του 2001 ισχύει στην Ελλάδα ο Ν. 2928 για την τροποποίηση των διατάξεων του Ποινικού Κώδικα και Κ.Π.Δ. και άλλες διατάξεις για την προστασία του πολίτη από αξιόποινες πράξεις εγκληματικών οργανώσεων. Ο νόμος αυτός καθ’ όλα συνταγματικός, σύμφωνα και με όσα οι έγκριτοι συνάδελφοί μου της Πολιτικής Αγωγής αλλά και οι τιμώντες την έδρα εκείνοι κύριοι κύριοι Εισαγγελείς διεξοδικά ανέπτυξαν, μπορεί να είναι σκληρός, αλλά είναι νόμος του ελληνικού κράτους.
Όπως κάθε νόμος που αποτελεί υποδοχέα που αναμένει την ζώσα πραγματικότητα όπως επέρχεται, όπως έλεγε και ο Γεώργιος Παπανδρέου, προσβλέπει στο παρόν και στο μέλλον και αποσκοπεί στην καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος και της τρομοκρατίας. Αυτές οι λέξεις που τώρα εκφέρω, έρχονται αξιότιμοι κύριοι Δικαστές, αμέσως μετά το τραγικό συμβάν, την δολοφονία του Πρωθυπουργού της Σερβίας χθες δυστυχώς. Είναι και αυτή μια βάρβαρη μορφή του οργανωμένου εγκλήματος.
Αποτελεί προϊόν της διεθνούς συνεργασίας, που αποτυπώθηκε στη σύμβαση κατά του οργανωμένου υπερεθνικού εγκλήματος, που υπογράφτηκε υπό την αιγίδα του ΟΗΕ στο Παλέρμο της Ιταλίας, από περισσότερα από 120 κράτη, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα.
Ο ίδιος ο νόμος έθεσε ως πρώτιστο μέλημά του τον συνδυασμό του σεβασμού των συνταγματικών και κατοχυρωμένων δικαιωμάτων των πολιτών, με το αίσθημα ασφάλειας που πρέπει να απολαμβάνουν οι πολίτες σε μια δημοκρατική κοινωνία και που αναφέρεται επίσης στην προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
¶λλωστε και σύμφωνα με τη γνωστή ιστορική ελληνική διακήρυξη του Ρήγα Φεραίου στα 1797 τέσσερα είναι τα θεμελιώδη φυσικά δίκαια του ανθρώπου. Η ισότητα, η ελευθερία, η σιγουρότης, δηλαδή η ασφάλεια, το αίσθημα της ασφάλειας το οποίο πρέπει να κατοχυρώνεται αντικειμενικά και υποκειμενικά και η ιδιοκτησία. Αυτό το αίσθημα της ασφάλειας των πολιτών που είναι συνυφασμένο με το καίριας σημασίας έννομο αγαθό της δημόσιας τάξης, προστατεύει και ο Ν. 2928/2001.
Επίσης, και ο διεθνής νομοθέτης, ο Ν. 1789/1988, πασίγνωστος για την κύρωση της ευρωπαϊκής σύμβασης για την καταστολή της τρομοκρατίας που ισχύει και στην Ελλάδα, αποκλείει γενικά εκ των προτέρων και χωρίς εξαίρεση τον χαρακτηρισμό του πολιτικού εγκλήματος από οποιαδήποτε πράξη τρομοκρατικής δραστηριότητας και με την σαφή διαφορά, με τον άλλο νόμο που επακολούθησε του 1999, ότι η διάταξη του άρθρου 1 είναι υποχρεωτική, ενώ στη διάταξη του άρθρου 2 εξαρτάται εάν κρίνει το κράτος, εάν θα εφαρμόσει ή θα την χαρακτηρίσει πολιτικό έγκλημα.
Έτσι εκεί ορίζεται ότι τα ως τρομοκρατικά αναφερόμενα εγκλήματα, δεν θα θεωρούνται πολιτικά ή εγκλήματα που εμπνέονται από πολιτικά κίνητρα. ¶ρθρο 1 του Ν. 1789/88 για την κύρωση της ευρωπαϊκής σύμβασης για την καταστολή της τρομοκρατίας που προαναφέρατε.
Η ρήτρα αυτή, έστω και για τις ανάγκες του θεσμού της έκδοσης μεταξύ των συμβαλλομένων κρατών, επαναλήφθηκε αξιότιμοι κύριοι Εφέτες και ισχύει στην Ελλάδα και με το νεότερο Ν. 2718/1999 για την κύρωση της σύμβασης για την έκδοση μεταξύ κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Έτσι στο άρθρο 5, πολιτικά εγκλήματα του παραπάνω νόμου, που αποτελεί εσωτερικό δίκαιο, ορίζεται ότι για τους σκοπούς της εφαρμογής της παρούσας σύμβασης, κανένα αδίκημα δεν μπορεί να θεωρείται από το κράτος-μέλος, απ’ το οποίο ζητείται η έκδοση ως πολιτικό έγκλημα ή ως έγκλημα εμφορούμενο από πολιτικά κίνητρα.
Αυτό δεν το λέω εγώ, δεν το λένε μόνο τα κείμενα του νόμου, το αναφέρει και ο κ. Μανωλεδάκης, ένα από τα πιο ανοιχτά και πιο προοδευτικά μυαλά της ελληνικής διανόησης, ένας από τους πιο έγκριτους ποινικολόγους που πραγματικά έχουν γράψει ιστορία. Αναφέρομαι στο πρόσφατο βιβλίο του «Ασφάλεια και Ελευθερία›, στο κεφάλαιο Ν. 2928/2001 για το οργανωμένο έγκλημα, 2928/2001 και η τρομοκρατία.
Κάτω απ’ αυτά τα δεδομένα οποιαδήποτε θεωρία και αν θελήσει κανείς να υποστηρίξει για το πολιτικό έγκλημα, είτε την αντικειμενική, είτε την υποκειμενική, είτε τη μικτή, εγώ δεν θα αποδυθώ ελέγχθηκαν επανειλημμένα και κατά κόρον τα σχετικά με τις διάφορες θεωρίες.
Το μόνο που θέλω να πω είναι πρώτον, ότι τόσο πλούσια είναι η βιβλιογραφία, όσο μεγάλη και αντίστοιχα είναι και η ρευστότητα γύρω απ’ την έννοια του πολιτικού εγκλήματος, το οποίο μπορεί να αρχίζει απ’ τα βάθη των αιώνων της αρχαιότητας, αλλά νομίζω κυρίως άρχισε να εξετάζεται γύρω στο 1821, ’22, είναι μία έννοια του Φρανσουά Ζω, όταν όμως κάτω από άλλες συνθήκες τότε μετά τους Ναπολεοντίους πολέμους όταν οι λαοί αγωνίζονταν μετά τη Συνθήκη της Βιέννης και της ιεράς συμμαχίας, ενάντια σε απολυταρχικά καθεστώτα. Εκείνα τα καθεστώτα δεν μπορεί να έχουν καμία μα καμία απολύτως σύγκριση με το ώριμο, το πιο δημοκρατικό καθεστώς απ’ τη σύσταση του ελληνικού κράτους που ισχύει μέχρι σήμερα στην πατρίδα μας απ’ το 1974.
Κάτω απ’ αυτά τα δεδομένα, οι τρομοκρατικές πράξεις δηλαδή αυτές που αποκλειστικά απαριθμούνται στο άρθρο 1 του Ν. 2928/2001 που αντικατέστησε το άρθρο 187 του Ποινικού Κώδικα για σύσταση και συμμορία και οι συναφείς προς αυτές σύμφωνα με τη διεθνή και κυρίως ευρωπαϊκή τάξη και συνακόλουθα και την ελληνική, δεν μπορούν αξιότιμοι κύριοι Δικαστές να χαρακτηριστούν ως πολιτικά εγκλήματα.
Ανεξάρτητα ποια κριτική θέση παίρνει κανείς σχετικά με τις παραπάνω διατάξεις, de lege lata, oι διατάξεις αυτές αποτελούν ισχύον δίκαιο και οποιαδήποτε συζήτηση το περί του τι θα μπορούσε να γίνει ή τι επέρχεται μέχρι το Δεκέμβριο του 2003, δηλαδή το τι θα μπορεί να ισχύει de lege ferenda, είναι μια συζήτηση που παρέλκει και δεν έχει θέση στην αίθουσα αυτή.
Είναι επίσης ακριβές ότι σήμερα δεν υπάρχει ορισμός της έννοιας της τρομοκρατίας, της τρομοκρατικής πράξης. Είναι λογικό και δεν το βρίσκω ότι είναι υπερβολικό, να αντλήσουμε σχεδόν ερμηνευτικό βοήθημα πλην της θεωρίας και της νομολογίας, από κάποιο συγγενή χώρο του Δικαίου. Και αυτός δεν είναι άλλος τουλάχιστον προς το παρόν, από το Δίκαιο της έκδοσης, τον συγγενή αυτό χώρο, όπου όπως τούτο διαλαμβάνεται στα άρθρα 436-456 του Κ.Π.Δ. και στις ισχύουσες διεθνείς συμβάσεις.
Ακριβώς αυτές τις διατάξεις του δικαίου της έκδοσης που πρέπει και γνωρίζετε καλύτερα από εμένα, εσείς που ετάζετε νεφρούς και καρδίες, σεις που εκδίδετε αποφάσεις που προσδιορίζουν το ύψος και την ποιότητα του πολιτισμού της χώρας μας, πρέπει οι διατάξεις αυτές να ερμηνεύονται όπως έχετε πει με ευρύτητα και ελαστικότητα, δεδομένου ότι στην περίπτωση της έκδοσης ενός αλλοδαπού, διαγράφεται η υπόνοια κινδύνου να εκδοθεί απ’ τις δικαστικές μας αρχές πρόσωπο που μπορεί να διώκεται ενδεχομένως για τα πολιτικά του φρονήματα ή για τους αγώνες του υπέρ της αυτοδιάθεσης των λαών ή της ελευθερίας.
Αντίθετα, οι διατάξεις για την αρμοδιότητα του δικαστηρίου σας, το γνωστό άρθρο 4 του 2928 σε συνδυασμό με το άρθρο 111 παρ. 5, πρέπει -και δεν θα έρθω εις την ερμηνεία αυτού, τόσα πολλά ελέχθησαν από εγκρίτους συναδέλφους μου– να εφαρμόζεται στενότερα, όχι μόνο διότι είναι καθαρά δικονομικές διατάξεις και ισχύουν έστω και αν είναι αυστηρότερες.
Αλήθεια αξιότιμοι κύριοι Δικαστές, ποιος θα μπορούσε εκ των προτέρων να έχει εξασφαλισμένη την απάντηση ότι αν αυτή η δίκη δεν γινόταν ενώπιόν σας, αλλά γινόταν σε ένα Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο, η απόφαση δεν θα ήταν αυστηρότερη. Δηλαδή ποιος μπορεί να προεξοφλήσει την επιεικέστερη μεταχείριση των οιονδήποτε φερομένων ως ειδεχθών δολοφόνων ή ληστών, πλαστογράφων, κλεφτών κ.ο.κ. συγκατηγορουμένων γενικά για τα εγκλήματα του Κ.Π.Δ. απ’ το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο;
Αλλά και για όσους λόγους προαναφέρθηκαν, δηλαδή των εγγυήσεων που με μεγάλη απλοχεριά παρέχει σήμερα η ελληνική Δικαιοσύνη στα μέλη της και ως αιματηρής εγκληματικής Οργάνωσης που γνώρισε ποτέ η ελληνική κοινωνία, η έννομή μας τάξη και γενικότερα ο νομικός μας πολιτισμός.
Αναπτύχθηκε ευρύτατα και απλώς μόνο θα σταχυολογήσω μερικές αποφάσεις. Αποτελεί κοινό τόπο αξιότιμοι κύριοι, ότι ο ¶ρειος Πάγος, το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο της χώρας μας κατά πάγια νομολογία του απ’ τον 19ο αιώνα, σχετικά με το χαρακτηρισμό ενός εγκλήματος ως πολιτικού ή όχι, δέχεται χωρίς καμιά διακύμανση την αντικειμενική θεωρία και μάλιστα σαφέστατα δέχεται την καταστροφή, αλλοίωση, αποσταθεροποίηση των πολιτικών συνταγματικών δομών του κράτους και της καθεστηκυίας τάξης, ως τη μόνη μορφή πολιτικού εγκλήματος και αποκλείει ερμητικά ως πολιτικά εγκλήματα τρομοκρατικές ενέργειες που προξένησαν θύματα και προκάλεσαν κίνδυνο σε ανυπεράσπιστους ανθρώπους ή άλλα παρόμοια εγκλήματα συναφή μ’ αυτά, που οπωσδήποτε δεν κατευθύνονται από ευγενή ελατήρια και οπωσδήποτε δεν συνιστούν δράση υπέρ της ελευθερίας.
Περιορίζομαι να σας αναφέρω την απόφαση 196 του 1963 «Ποινικά Χρονιά› ΙΓ’ 440 σελίδα, 890 του ’76 σε συμβούλιο, τη γνωστή υπόθεση Πόλα για την οποία έγινε τόσο θόρυβος, «Ποινικά Χρονικά› ΚΖ’ 317, την 820/1989 σε συμβούλιο «Ποινικά Χρονικά› Μ’ 1990 σελίδα 183 και την 827 πρόσφατη αξιότιμοι κύριοι Δικαστές σε συμβούλιο 827/88 «Ποινικά Χρονικά› ΜΘ’ 1999.
Υπάρχει μόνο μία αντίθετη απόφαση, η απόφαση του Εφετείου Αθηνών η 1213/76, «Ποινικά Χρονικά› του ’87 660 αρχή νομολογίας, όπου εκεί το Δικαστήριο υιοθέτησε την υποκειμενική θεωρία, αντίθετα όμως ο Εισαγγελέας Παπακαριάς τάχθηκε υπέρ της αντικειμενικής θεωρίας.
Τώρα σχετικά με το περίφημο θέμα της συρρίκνωσης, της καθ’ ύλιν αρμοδιότητας του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου, τονίζω ότι 45 χρόνια που διακονώ στα ιερά αυτά τεμένη της ποινικής δικαιοσύνης, υπήρξα πάντοτε και εξακολουθώ να είμαι, μπορεί να πλανώμαι, υπέρμαχος αυτού του θεσμού των Ενόρκων και επίσης υπέρ της επαναφοράς ορισμένων διαφόρων εγκλημάτων στο φυσικό τους δικαστή.
Είχα την τιμή αξιότιμοι κύριοι Δικαστές να είμαι ο εισηγητής ως εκλεγμένο μέλος του Δ.Σ. του Δικηγορικού Συλλόγου της Αθήνας 1978-81, όταν ρωτήθηκε ο Δικηγορικός Σύλλογος για την καθιέρωση του β’ βαθμού δικαιοδοσίας στα Μικτά Ορκωτά Δικαστήρια. Εννοώ το νόμο 969/79. Και εκεί υπήρξε και μία δημοσίευση της εισήγησής μου στο περιοδικό «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ› της Ένωσης Ελλήνων Δικαστών και Εισαγγελέων.
Αλλά έτερον εκάτερον. ¶λλο τι πιστεύει κανείς και άλλο ποια είναι η ζώσα πραγματικότητα. Σήμερα ισχύει ένας νόμος παρόμοιος, με όσους άλλους ίσχυσαν και όπως σας ανέπτυξε ο αξιότιμος κύριος συνάδελφός μου στην έναρξη της έκθεσης των απόψεων της Πολιτικής Αγωγής, ο έγκριτος συνάδελφός μου κ. Αναγνωστόπουλος.
Από το ψήφισμα της 4ης Εθνοσυνέλευσης 16/12/24, επήλθαν πλείστες όσες τέτοιες μεταρρυθμίσεις. Υπήρξε -τουλάχιστον εγώ δεν θυμάμαι αξιότιμοι κύριοι Δικαστές- περίπτωση που να κηρύχθηκε κάποιος απ’ τους νόμους αυτούς αντισυνταγματικός; Τουλάχιστον εγώ δεν θυμάμαι.
Θα ήθελα επίσης να αναφέρω πέρα των άλλων, η συνάδελφος που προηγουμένως απευθύνθη στο Δικαστήριό σας, σας ανέφερε προφανώς και κάποιες απόψεις οι οποίες μόλις προ ολίγου έχουν αποτυπωθεί εκ μέρους δύο διακεκριμένων νομομαθών. Σταχυολογώ και μόνο γιατί έχουν κάποια σημασία, κάτι διαφορετικό.
Ήδη ο κ. Μιχάλης Σταθόπουλος, ο έγκριτος αυτός νομομαθής, σε άρθρο του τονίζει, γιατί δεν είναι πολιτικό το έγκλημα:
«Γιατί η δράση των κατηγορουμένων προσβάλει όχι μόνο τα θύματα, αλλά ολόκληρη την κοινωνία›.
Επιπλέον τονίζει ότι:
«Συνήθως επιχειρείται ο ορισμός του πολιτικού εγκλήματος αποκομμένα από τις ανάγκες που υπηρετεί η χρήση της έννοιας αυτής στο νόμο. Η έννοια υπερτονίζεται, σχεδόν μυθοποιείται σαν να εξαρτώνται όλα απ’ την ένταξη μιας περίπτωσης αυτής, ενώ οι εξυπηρετούμενες ανάγκες ξεχνιούνται›.
Όπως τονίστηκε, σήμερα πλέον δεν ισχύει η εννοιοκρατία. Σήμερα πλέον αποβλέπουμε εις το σκοπό. Και για να έρθουμε στο συνταγματικό θέμα, το Σύνταγμα με τη διάταξη του άρθρου 97 «θέλησε τη συμμετοχή του λαϊκού στοιχείου› λέει ο κ. Σταθόπουλος, στην εκδίκαση αυτής της κατηγορίας εγκλημάτων, έχοντας υπόψη του όχι θεωρητικές έννοιες και επιστημονικές συζητήσεις, αλλά την ελληνική ιστορική εμπειρία όπου στις πολιτικές δίκες οι θέσεις και η δράση των κατηγορουμένων είχαν ευρύτερα λαϊκά ερείσματα.
Πολλές φορές μάλιστα δίχασαν τον λαό και εν πάση περιπτώσει χαρακτηρίζονταν απ’ την μαζική στήριξή τους. Η μερική λαϊκή στήριξη δικαιολογούσε τη συμμετοχή του λαϊκού στοιχείου. Αντίθετα η τρομοκρατία στην Ελλάδα και είναι εκείνος ο οποίος ήταν ο υπουργός, είναι ο πατέρας του νομοθετήματος αυτού. Δεν είναι βεβαίως δικό του μόνο το νομοθέτημα, αλλά αποτελεί την καρδιά. Είναι εκείνος που αποτυπώνει θα μπορούσα να πω αυθεντικά τη βούληση του νομοθέτη.
Η μερική λαϊκή στήριξη δικαιολογούσε τη συμμετοχή του λαϊκού στοιχείου. Αντίθετα η τρομοκρατία στην Ελλάδα κατά την διαδρομή της έμεινε αποξενωμένη από οποιοδήποτε μαζικό κίνημα. Απ’ την οργάνωση και τη δράση της λείπει ακριβώς το παραπάνω καίριας σημασίας στοιχείο που είχε ο συνταγματικός νομοθέτης στο νου του, ιστορικά και τελεολογικά, σύμφωνα με το νομοθετικό σκοπό, όταν θέσπιζε τη διάταξη του άρθρου 97. Γι’ αυτό ακριβώς το πολιτικό έγκλημα κατά τη διάταξη αυτή δεν συμπεριλαμβάνει και τη δράση της 17Ν.
Ένας άλλος επίσης ο οποίος έχει γράψει ιστορία, από τους νεωτέρους εγκρίτους νομομαθείς, ο οποίος είναι ένα πραγματικά φωτεινό μυαλό και ο οποίος φέρει την σφραγίδα, όλες του οι απόψεις φέρουν την σφραγίδα των προοδευτικών τάσεων στην επιστήμη μας, ο κ. Γρηγόρης Καλφέλης, σε προχθεσινό μόλις άρθρο του «Πολιτικό έγκλημα και αριστερή ρητορεία›: «Η πολιτική δεν ήταν ποτέ συνυφασμένη με ατομικές βίαιες πράξεις›.
Υπογραμμίζω μόνο δύο στοιχεία υπογραμμίζω. Αρχίζει ότι η ιστορική σύσταση του Έγκελς πριν από ενάμιση περίπου αιώνα, ο Φρειδερίκος Έγκελς καταδίκασε τους Ισλανδούς Φένιενς για την τοποθέτηση μιας βόμβας στο Γουέστ Μίσταχολ που έθεσε σε κίνδυνο τις ζωές αθώων περαστικών. Κάποιοι σύγχρονοί μας έπασχαν μάλλον από κώφωση και δεν έλαβαν ποτέ υπόψη τους την ιστορική σύσταση ενός έμπειρου επαναστάτη.
Είναι αυτό ακριβώς που τονίζει και ο διαπρεπής όπως προανέφερα καθηγητής Μανωλεδάκης στο βιβλίο του αυτό το πρόσφατα εκδοθέν, σχετικά με την έννοια τρομοκρατία και ο Ν. 2928/2001. Λέγει ο κ. Μανωλιδάκης ότι είναι σοβαρά υποστηρίξιμη η άποψη πως για τη θεμελίωση του χαρακτηρισμού του πολιτικού εγκλήματος που συνεπάγεται την ευμενέστερη μεταχείριση του δράστη, σε σχέση με εκείνη του κοινού εγκληματία –δεν θα αναφερθώ σε αυτά, ο κ. Κατσαντώνης δια μακρόν ανέφερε- θα πρέπει να μην ανατρέπεται αυτό που τονίστηκε, η αναλογία μέσου προς τον σκοπό με τη συγκεκριμένη τρομοκρατική πράξη.