Aνεπίσημα πρακτικά δίκης 17Ν (14/3/2003) Μέρος 1/6

Παρασκευή, 14 Μαρτίου 2003 18:45
UPD:18:48
A- A A+

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 14 ΜΑΡΤΙΟΥ 2003

ΔΙΚΗ 17Ν

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 14 ΜΑΡΤΙΟΥ 2003

ΩΡΑ ΕΝΑΡΞΕΩΣ: 09:05

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: ΜΙΧΑΗΛ ΜΑΡΓΑΡΙΤΗΣ

Α΄ ΜΕΡΟΣ

09:05 – 10:09

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Επαναλαμβάνεται η συνεδρίαση που είχε διακοπεί.

Ρ.ΚΑΡΑΜΠΛΙΑΝΗ: Για μια σύντομη τοποθέτηση.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Σύντομα, απλώς εις αντίκρουση εκείνων που είπαμε, δεν δευτερολογούμε.

Ρ.ΚΑΡΑΜΠΛΙΑΝΗ: Κύριε Πρόεδρε ήθελα ν’ αναφερθώ σ’ ένα θέμα που δεν απασχόλησε ιδιαίτερα το Δικαστήριο.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Είστε η κυρία;

Ρ.ΚΑΡΑΜΠΛΙΑΝΗ: Είμαι η Συνήγορος του κ. Ψαραδέλλη. Θέλω ν’ αναφερθώ στην ένσταση της καθ’ ύλην αναρμοδιότητας του Δικαστηρίου σας, επί τη βάση της εφαρμογής του άρθρου 187 στην προ του νόμου 2928 μορφή του και άρα την υπαγωγή των πράξεων των ανθρωποκτονιών στην αρμοδιότητα του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου, τη μη εφαρμογή δηλαδή του άρθρου 4 του Ν.2928 και συγκεκριμένα το άρθρο 187 τυποποιεί ένα αδίκημα, ένα διαρκές έγκλημα, δηλαδή ένα αδίκημα το οποίο τελείται από την στιγμή που δημιουργείται η παράνομη κατάσταση όπως είναι γνωστό και μέχρι την καθ’ οιονδήποτε τρόπο άρση της. Εδώ γεννιέται ένα ζήτημα της εφαρμογής του άρθρου 2 του Ποινικού Κώδικα.

Θα ήθελα ως προς το θέμα αυτό, να αναφερθώ κατ’ αρχήν στην άποψη που υποστηρίζεται στην πρόταση του κ. Εισαγγελέα Εφετών, με την οποία εισήχθη η υπόθεση στο Συμβούλιο Εφετών Αθηνών. Συγκεκριμένα ο κ. Καρούτσος αναγνωρίζει το νομικό πρόβλημα που υπάρχει στην προκειμένη περίπτωση, αναφέρει δύο απόψεις, την άποψη που υποστηρίχθηκε από τον Ζησιάδη περί εφαρμογής του αυστηρότερου νόμου σε κάθε περίπτωση όσον αφορά τα διαρκή εγκλήματα, και αναφέρει και μια δεύτερη άποψη την οποία και τελικά υιοθετεί. Αυτή, της εφαρμογής του νόμου που ίσχυσε, κατά την τελείωση της πράξης.

Αναφέρεται στην απόφαση 343/81 του Εφετείου Αθηνών, υποστηρίζοντας ότι η απόφαση αυτή, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι στα διαρκή αδικήματα πρέπει να εφαρμοστεί ο νόμος που ίσχυσε κατά την τελείωση της πράξης. Θα ήθελα να σταθώ στην απόφαση αυτή, γιατί πιστεύω ότι αποτελεί το μοναδικό νομολογιακό προηγούμενο που έχετε για το θέμα αυτό.

Αυτό το νομολογιακό προηγούμενο πιστεύω ότι έχει στηριχθεί σ’ ένα λανθασμένο σκεπτικό. Η απόφαση αυτή του Εφετείου Αθηνών κ. Πρόεδρε, αναφέρεται σε μια υποσημείωση που υπάρχει στην ερμηνεία του Ποινικού Κώδικα από τους Τούση και Γεωργίου και συγκεκριμένα στην υπ’ αριθ. 26 υποσημείωση, στην οποία αναφέρεται ότι:

«Επί διαρκών εγκλημάτων η μετά στη δημοσίευση του νόμου συνεχιζόμενη ενέργεια, προσλαμβάνει εγκληματικό χαρακτήρα και επομένως εφαρμογή ως προς αυτήν, έχει ο νέος ποινικός νόμος›.

Εάν διαβάσουμε προσεκτικά αυτή θα δούμε ότι Τούσης και Γεωργίου ουσιαστικά εδώ αντιμετώπισαν το εξής θέμα: στην περίπτωση ενός διαρκούς εγκλήματος, να τυποποιείται κάποια στιγμή εγκληματική συμπεριφορά σ’ ένα χρονικό διάστημα και λένε ότι από το σημείο αυτό και μετά, θα πρέπει να εφαρμοστεί ο νόμος αυτός. Δηλαδή στην υποσημείωση αυτή, δεν ασχολήθηκαν με το ζήτημα της ύπαρξης περισσότερων από ενός νόμους που ισχύουν κατά την τέλεση του διαρκούς εγκλήματος.

Ως εκ τούτου δεν ρυθμίζουν δηλαδή το θέμα που αντιμετώπιζε το Εφετείο Αθηνών, στην περίπτωση της αρπαγής ανηλίκου που είχε να εξετάσει. Παρ’ όλα αυτά εκεί το Εφετείο, πιστεύοντας με λανθασμένη κρίση και έχοντας υποσυνείδητα στο μυαλό του πιο πολύ το Γερμανό νομοθέτη, που πράγματι ο Γερμανός νομοθέτης, έχει αντιμετωπίσει το θέμα στον Ποινικό του Κώδικα και έχει πει ρητά ότι εάν η ποινική κύρωση κατά τη διάρκεια τέλεσης της πράξης μεταβληθεί, εφαρμοστέος τυγχάνει ο νόμος, ο κατά την τελείωση της πράξης ισχύων.

Πράγματι ο γερμανικός Ποινικός Κώδικας λύνει σαφώς το θέμα αυτό. Σε εμάς όμως, αυτό το θέμα δεν είχε μέχρι εκείνη τη στιγμή, μέχρι το ’81 αντιμετωπιστεί. Αντιμετωπίζεται για πρώτη φορά και πιστεύω με αυτό τον λανθασμένο τρόπο. Αυτή δε η υποσημείωση των Τούση και Γεωργίου, ουσιαστικά ακολουθεί όλη τη θεωρία και τη νομολογία –και θα πω αν υπάρχει άλλη νομολογία- μέχρι και σήμερα, δηλαδή έχουμε βασιστεί –κατά τη γνώμη μου- σε μια λανθασμένη άποψη.

Έτσι λοιπόν το βούλευμα στη συνέχεια έρχεται και αναφέρει την ίδια ακριβώς απόφαση αυτή του Εφετείου υιοθετώντας και την πρόταση του κ. Εισαγγελέα ως προς το θέμα αυτό και αναφέρει ακόμη μια απόφαση πράγματι, την 1177/90 του Αρείου Πάγου. Η απόφαση αυτή, υιοθετεί μια άλλη άποψη όμως. Δεν υιοθετεί την άποψη στην οποία τελικώς κατέληξε το Εφετείο Αθηνών.

Η 1177/90 του Αρείου Πάγου αναφέρει ότι: «Επομένως επί των εγκλημάτων αυτών, αν από την ενέργεια η παράλειψη του δράση έως ότου παύσει η εκ πράξεως δημιουργηθείσα παράνομη κατάσταση εκδοθεί νέος νόμος, ο οποίος τιμωρεί αυστηρότερα το έγκλημα, ο νόμος αυτός πρέπει να εφαρμοστεί›. Ουσιαστικά δηλαδή η 1177 υιοθετεί την άποψη θα λέγαμε Ζησιάδη κατά τη γνώμη μου δε αξιωματικά, χωρίς καθόλου να βασανίζεται πάνω στο θέμα αυτό.

Για το θέμα αυτό μίλησε –αν δεν κάνω λάθος- και ο αξιότιμος κ. Εισαγγελέας ο κ. Μαρκής και διαβάζω από τα άτυπα πρακτικά ότι «Δεν νομίζω ότι υπήρξε ποτέ αμφισβήτηση, ίσως κάποιες θεωρητικές, αλλά η νομολογία πάντα δεχόταν –μας είπε- ότι επί διαρκούς εγκλήματος, όταν πριν λήξει ο χρόνος τέλεσής τους υπάρξει αυστηρότερος νόμος. Ο αυστηρότερος αυτός νόμος, καταλαμβάνει και το προηγούμενο χρονικό διάστημα›. Από ό,τι καταλαβαίνω μάλλον υιοθετεί κι εκείνος την άποψη Ζησιάδη δηλαδή και όχι την άποψη περί του να εφαρμοστεί ο νόμος που ισχύει κατά την τελείωση της πράξης, αν καταλαβαίνω καλά από εδώ.

Σε κάθε περίπτωση όμως θα ήθελα να πω ότι η νομολογία πάντα δεχόταν, είναι μάλλον μια άποψη που δεν αποδεικνύεται εδώ από τη νομολογία. Η νομολογία είναι φτωχή, υπάρχουν δύο αποφάσεις για τις οποίες ήδη προαναφέρθηκα.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Υπάρχει και μία του 2000 νομίζω.

Ρ.ΚΑΡΑΜΠΛΙΑΝΗ: Υπάρχει κ. Πρόεδρε πράγματι μια τρίτη -κάποιος άλλος συνάδελφος από ό,τι γνωρίζω θα ασχοληθεί με το θέμα γι’ αυτό δεν αναφέρομαι, θα σας εξηγήσει αναλυτικότερα ο κ. Πρωτέκδικος- η οποία δεν λύνει ούτε αυτή το θέμα.

Θα ήθελα ν’ αναφερθώ και στους συναδέλφους της Πολιτικής Αγωγής, νομίζω ότι μόνο δύο ο κ. Γιαννίδης και ο κ. Τζανετής αναφέρθηκαν. Ο κ. Γιαννίδης μας είπε ότι δεν μπορεί να εφαρμοστεί το άρθρο 2, δεν έχω συγκρατήσει εδώ κάποια περαιτέρω εξήγηση γι’ αυτό. Να μην συγχέεται –μας είπε- με το κατ’ εξακολούθηση έγκλημα, το διαρκές. Είναι σαφές ότι δεν συγχέεται, είναι σαφές ότι στην περίπτωση του διαρκούς αδικήματος δεν διακρίνουμε πράξεις που χρονικά αφίστανται μεταξύ τους, δεν υπάρχει αυτή η χρονική απόσταση που απαιτείται, άρα σε κάθε περίπτωση η σύγχυση δεν υπάρχει. Ο κ. Γιαννίδης μας είπε κάτι και για το άρθρο του κ. Μανωλεδάκη στο οποίο θα αναφερθώ παρακάτω.

Ο κ. Τζανετής μας είπε ενδεικτικά ότι το θέμα είναι λυμένο, ότι το άρθρο 2 δεν μπορεί να εφαρμοστεί και ανέφερε την 1177/90 απόφαση, για την οποία ήδη έχω αναφερθεί, είναι η μοναδική, μας την είπε ως ενδεικτική απαρίθμηση. Κύριε Πρόεδρε κατά τη γνώμη μας είναι η μοναδική απαρίθμηση που υπάρχει και που δεν καταλήγει σε κάθε περίπτωση στην άποψη αυτή.

Θα ήθελα να επισημάνω ότι ακόμη κι αν δεν δεχτούμε ότι η διάταξη του άρθρου 2 του Ποινικού Κώδικα θεμελιώνεται και συνταγματικά στο άρθρο 7 παρ. 1 εδάφιο β΄ του Συντάγματος, σε κάθε περίπτωση πιστεύω ότι θα πρέπει να δεχτούμε ότι αυτή η διάταξη του Συντάγματος καλύπτει γραμματικά απολύτως, την περίπτωση των διαρκών εγκλημάτων και ως εκ τούτου επιβάλλει εδώ τη μη εφαρμογή του αυστηρότερου νόμου.

Είναι γνωστό στο Δικαστήριό σας, το άρθρο 7 μας λέει ότι ποτέ δεν επιβάλλεται βαρύτερη ποινή, από εκείνη που προβλεπόταν κατά την τέλεση της πράξης. Νομίζω ότι κατά την τέλεση της πράξης, νοείται και η κατά τη διάρκεια τέλεσης της πράξης, εδώ δηλαδή του διαρκούς εγκλήματος.

Η άποψη αυτή έχει υποστηριχθεί από τον Καθηγητή κ. Μανωλεδάκη, αναφέρθηκε από την Πολιτική Αγωγή ως γνωμοδοτικού χαρακτήρα το άρθρο αυτό, εγώ θα ήθελα να επισημάνω ότι η ίδια άποψη έχει υποστηριχθεί από τον ίδιο Καθηγητή και σε προγενέστερα συγγράμματά του, όπως ο ίδιος άλλωστε αναφέρει στη μελέτη αυτή, άρα δεν νομίζω ότι έχει γνωμοδοτικό χαρακτήρα και νομίζω ότι ορθώς υποστηρίζει ότι αν ένα μέλος εγκληματικής Οργάνωσης εξακολουθεί να συμμετέχει σε αυτήν μέχρι τη διάλυσή της, θα υπάγεται στο άρθρο 187 υπό την προ του νόμου 2928 μορφή του και βέβαια για τις πράξεις ανθρωποκτονίας που τέλεσε, θα πρέπει να υπαχθεί στο Μικτό Ορκωτό και όχι στο Τριμελές Εφετείο που σύμφωνα με το νόμο 2928, δεν πρέπει στην προκειμένη περίπτωση να έχει αναδρομική ισχύ. Ευχαριστώ πολύ.

Ν.ΠΡΩΤΕΚΔΙΚΟΣ: Κύριε Πρόεδρε να συμπληρώσω και ν’ αφήσουμε τον κ. Μυλωνά απερίσπαστο.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Λίγα πράγματα λέμε τώρα, διότι ήδη τρεις – τέσσερις μέρες συζητάμε το ίδιο πράγμα! Όποιος μας ακούει θα λέει «καλά, θέλουν να κάνουν τη δίκη αυτοί οι άνθρωποι ή δεν θέλουν;›. Για μας, εδώ το δικαστή κυρίως με ενδιαφέρει, που αφήνω όλα αυτά τα πράγματα, όπως υποχρεούμαι άλλωστε.

Ν.ΠΡΩΤΕΚΔΙΚΟΣ: Κύριε Πρόεδρε, κύριοι Δικαστές μόνο ως αντίκρουση και εν συντομία των όσων έχουν λεχθεί μέχρι στιγμής από την πλευρά των κυρίων Εισαγγελέων και της Πολιτικής Αγωγής.

Έχω την αίσθηση ότι στα κρίσιμα νομικά θέματα -δεν θ’ αναφερθώ καθόλου στο πολιτικό έγκλημα- τα οποία έχουν τεθεί ουσιαστικές απαντήσεις θα μου επιτρέψουν και οι Εισαγγελείς και οι συνάδελφοι, να πω ότι δεν έχουμε πάρει κάποια πειστική απάντηση.

Στο άρθρο 8 του Συντάγματος είχε γίνει μια επισήμανση ότι τελικά το άρθρο 8 τι θεσπίζει; Θεσπίζει ένα ατομικό δικαίωμα στο Σύνταγμα το οποίο ελεύθερα ο κοινός νομοθέτης μπορεί να το παρακάμψει στην αρχή του φυσικού Δικαστή; Είναι βέβαιο ότι οι δικονομικοί κανόνες έχουν αναδρομική ισχύ, αλλά θα έλεγα ότι αυτό μπορούμε να το υποστηρίξουμε άνετα, στις περιπτώσεις που αφορούν την εσωτερική διαδικασία, τα αποδεικτικά μέσα και τέτοια ζητήματα.

Στα θέματα της αρμοδιότητας πολύ φοβάμαι ότι θα πρέπει να βρούμε ενδεχομένως τι είχε κατά νου ο συνταγματικός νομοθέτης. Θέλω στο σημείο αυτό δηλαδή να θέσω στο Δικαστήριό σας ένα ρητορικό ερώτημα: Αν το Δικαστήριό σας κρίνεται αυτό αναρμόδιο και παραπέμψει την υπόθεση στο αρμόδιο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο θα είναι συνταγματικά επιτρεπτό να έρθει ο νομοθέτης την άλλη εβδομάδα, άμα τη ανακοινώσει της αποφάσεώς σας και να αλλάξει τη σύνθεση του Μικτού Ορκωτού και να πει «5 τακτικοί Δικαστές – 3 Ένορκοι›; Θα ήταν συνταγματικό;

Με την άποψη που υποστηρίζεται θα ήταν πλήρως συνταγματικό γιατί θα είχε μια γενική ισχύ. Στην ουσία όμως νομίζω ότι θα έθιγε αφόρητα τον πυρήνα του συγκεκριμένου συνταγματικού δικαιώματος.

Στο άρθρο 97 -αναφέρθηκαν κι άλλοι συνάδελφοι- δεν λύνεται το πρόβλημα κατά πόσο είναι επιτρεπτό ο νομοθέτης να θεσπίζει διπλή αρμοδιότητα Δικαστηρίων. Είναι βέβαιο ότι μπορεί να μεταφέρει με τους όρους που το ίδιο το άρθρο 97 ορίζει κακουργήματα από το Μικτό Ορκωτό στο Δικαστήριο το δικό σας.

Με βάση το υποκείμενο όμως; Νομίζω ότι δεν απαντήθηκε. Θα μπορούσαμε να προχωρήσουμε ίσως και περαιτέρω, εάν ο νομοθέτης δηλαδή αυτή τη στιγμή θεσπίσει έναν αντιτρομοκρατικό νόμο και καθορίσει ότι τα κακουργήματα τα οποία τελούνται στα πλαίσια του εγκλήματος της τρομοκρατίας, γι’ αυτά αρμόδιο είναι το πενταμελές Εφετείο σε πρώτο βαθμό και το επταμελές που θα συγκροτήσει σε δεύτερο, θα μπορούσε η ανθρωποκτονία να δικάζεται είτε από το Μικτό Ορκωτό, είτε από το τριμελές Εφετείο, είτε από το πενταμελές Εφετείο; Νομίζω ότι κι εδώ, η απάντηση πρέπει να είναι αποφατική.

Στο άρθρο 187 στο οποίο είχαμε θέσει ένα θέμα αντισυνταγματικότητας και το θέμα της αντισυνταγματικότητας σας βεβαιώνω ότι πάντα τίθεται μετά από πολύ περίσκεψη, δεν είναι η εύκολη λύση, είναι η δύσκολη λύση η αντισυνταγματικότητα του νόμου, ασχέτως εάν τα Ποινικά Δικαστήρια –και καταλαβαίνω τον προβληματισμό-, πολύ σπάνια έχουν καταφύγει στη μη εφαρμογή του νόμου ως αντισυνταγματικού, όπως πολύ πιο εύκολα οι διοικητικοί συνάδελφοί σας κάνουν στα πλαίσια της δικής τους εργασίας.

Τονίστηκε η αοριστία του άρθρου και θα έλεγα ότι ο κ. Εισαγγελέας κάπως απαξιωτικά αντιμετώπισε το παράδειγμα το οποίο τέθηκε για την αοριστία. Το παλαιότερο άρθρο 187 αντιμετωπίστηκε κι αυτό, ως προβληματικό άρθρο και έγινε δεκτό ότι δεν αρκεί μόνο η συμφωνία των δύο. Διότι εδώ, δεν θα είχαμε μια συναυτουργία η οποία θα μπορούσε άνετα να χαρακτηριστεί και ένα άλλο αδίκημα. Χρειαζόμασταν και κάτι παραπάνω, το οποίο να μπορέσει να εξωτερικεύσει το εγκληματικό σχέδιο και να δώσει την δικαιοπολιτική βάση ώστε να τιμωρηθεί και κάτι ακόμα.

Στη συγκεκριμένη περίπτωση ο νόμος δε μιλά καν ούτε για ένωση ούτε για συμφωνία. Μιλά απλώς για μια Οργάνωση την οποία χαρακτηρίζει εγκληματική μόνο στην επιγραφή του άρθρου. Πουθενά αλλού. Δεν έγινε όμως κανένας λόγος ούτε για την τιμώρηση του φρονήματος την οποία μπορούμε να καταλήξουμε, ούτε στην παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας.

Χάρηκα πολύ για τη διαβεβαίωση του Εισαγγελέα ότι δεν πρόκειται να τιμωρηθεί κάποιος ο οποίος στα πλαίσια ενός σωματείου θα θελήσει να εγκληματίσει. Αυτό όμως, η διαβεβαίωση του κ. Εισαγγελέως, η οποία είναι βέβαιο ότι σαφώς δε δεσμεύσει ούτε τον κ. Εισαγγελέα Πρωτοδικών Ορεστιάδας ούτε τον κ. Εισαγγελέα Χανίων, μάλλον καταδεικνύει το πρόβλημα της αοριστίας του νόμου. Διότι αν ο νόμος ήταν ορισμένος, δε θα χρειαζόταν να έχουμε διαβεβαιώσεις περί μη εφαρμογής ή εφαρμογής του.

Σε κάθε περίπτωση, επειδή ελλείπει πλέον το στοιχείο του οικονομικού οφέλους το οποίο είναι εκ των ουκ άνευ για να μπορέσουμε να μιλήσουμε για οργανωμένο έγκλημα, σύμφωνα με τη Συνθήκη του Παλέρμο, που μόνο στην εισαγωγική έκθεση αναφέρει ο νομοθέτης και ο οποίος τελικά νόμος έχει χαρακτηρισθεί και ψευδεπίγραφος από αρκετούς συγγραφείς, δε χρειάζεται να αναφερθώ στο Δικαστήριό σας, νομίζω ότι τελευταία λύση που υπάρχει, είναι το Δικαστήριό σας, τελολογικά πλέον να κρίνει ότι είναι αναγκαίο το οικονομικό όφελος και το οποίο επειδή ακριβώς δεν περιγράφεται στο παραπεμπτικό βούλευμα, να κρίνει ότι εδώ πέρα, σ’ αυτή την περίπτωση, δεν μπορεί να εφαρμοστεί ο 187.

Ρώτησε ο κ. Εισαγγελέας «τελικά τί ζητάτε;› Ασχέτως ότι ο Κωνσταντίνος Τέλιος δεν ζητά τίποτα, απλώς για να μπορέσω να υποστηρίξω την ένσταση των συναδέλφων, νομίζω ότι το Δικαστήριό σας, ακριβώς με βάση το παραπεμπτικό βούλευμα, πρέπει να ερμηνεύσει την αρμοδιότητά του. Η αρμοδιότητά σας δεν υπάρχει λόγω των αδικημάτων των υπολοίπων, η αρμοδιότητά σας ειδικά υπάρχει επειδή πρέπει να υπάρχει το κακούργημα το 187.

Εάν λοιπόν το Δικαστήριό σας κρίνει ότι δεν μπορεί να εφαρμόσει το Ν. 2928, κακούργημα του 187 δεν υπάρχει και κατά συνέπεια θα πρέπει να πάμε στις γενικές διατάξεις για την αρμοδιότητα.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Με συγχωρείτε πάρα πολύ, είπατε ότι ο κ. Τέλιος δε ζητά την αναρμοδιότητα και θέλετε να υποστηρίξετε, είπατε, την ένσταση των άλλων;

Ν. ΠΡΩΤΕΚΔΙΚΟΣ: Βεβαίως κ. Πρόεδρε, το έχω τονίσει αυτό από την πρώτη τοποθέτηση.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Έχουν δηλαδή ανάγκη τόσοι άλλοι δικηγόροι εκλεκτοί να τους υποστηρίξει και ο συνήγορος του Τέλιου;

Ν. ΠΡΩΤΕΚΔΙΚΟΣ: Κύριε Πρόεδρε δεν τίθεται θέμα των υπολοίπων συναδέλφων.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Μου κάνει εντύπωση αυτό, ακούω ότι εσάς δε σας ενδιαφέρει η αναρμοδιότητα.

Ν. ΠΡΩΤΕΚΔΙΚΟΣ: Κύριε Πρόεδρε το έχω τονίσει ήδη από την αρχική μου τοποθέτηση.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Δεν προβάλλετε εσείς ένσταση.

Ν. ΠΡΩΤΕΚΔΙΚΟΣ: Βεβαίως κ. Πρόεδρε.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Λοιπόν, τα ατομικά δικαιώματα δεν θα τα λέμε επί αφηρημένης βάσεως, επί συγκεκριμένης για τον πελάτη σας.

Ν. ΠΡΩΤΕΚΔΙΚΟΣ: Επειδή ο κ. Τέλιος παραπέμπεται με αυτούς τους νόμους κ. Πρόεδρε, μια τελευταία σκέψη για το θέμα του διαρκούς, για να συμπληρώσω τους προηγούμενους.

Για το διαρκές έγκλημα ακούσαμε μόνο τοποθετήσεις οι οποίες θεωρούν αξίωμα ότι στο διαρκές έγκλημα εφαρμόζεται ο νόμος της τελείωσης του εγκλήματος. Αυτό δυστυχώς θα παρατηρήσω ότι ούτε καινοφανής θεωρία είναι η άποψη η οποία υποστηρίχθηκε από εμάς και σε κάθε περίπτωση σαφώς, δεν είναι ούτε νομολογιακά λελυμένο το θέμα ούτε επιστημονικά.

Επιστημονικά έχουν αναπτυχθεί κάποιες απόψεις, ο Μπέκας τείνει και θεμελιώνει την άποψη την οποία ακολουθούν τα Δικαστήριά σας αλλά μόνο σε δυο περιπτώσεις όπως ήδη αναφέρθηκε, μάλλον σε μία περίπτωση την οποία δέχθηκε και το Εφετείο Αθηνών το 1981, όμως ο Μπέκας επειδή αναγνωρίζει το πρόβλημα που δημιουργείται, ακριβώς γι’ αυτό το λόγο προτείνει τη διαφορετική ερμηνεία, δηλαδή ζητά από τα Δικαστήριά σας να θεωρήσουν ότι για να ισχύσει ο τελευταίος νόμος δεν ίσχυσε κανένας άλλος νόμος κατά τη διάρκεια τέλεσης του εγκλήματος.

Ο Μανωλεδάκης έχει υποστηρίξει, τελευταία απόφαση η οποία υπάρχει, την οποία αναφέρατε εσείς κ. Πρόεδρε και την αναφέρει και το βούλευμα, είναι η 1273/2001 σε συμβούλιο του Αρείου Πάγου. Αυτό το βούλευμα, ενώ αναφέρει ότι υποστηρίζει την άποψη για την τελείωση του εγκλήματος και για το ποιος νόμος ακριβώς θα το καταλάβει και επειδή ακριβώς ο κ. Λυμπερόπουλος, γνωρίζω ότι η άποψή του την οποία έχει διατυπώσει και δημόσια είναι ότι επειδή ακριβώς δεν μπορούμε να τεμαχίσουμε το έγκλημα και να εφαρμόσουμε διάφορους νόμους θα πάμε στη λύση του Συντάγματος, δηλαδή του άρθρου 7, θα εφαρμόσουμε τον ευμενέστερο, κοίταξα προσεκτικά.

Η 1273 αναφέρεται σε άλλο θέμα κ. Δικαστές και λύνει το θέμα υπέρ της απόψεως την οποία πρότεινα στο Δικαστήριό σας. Δηλαδή θεωρεί ότι η απλή συνέργια, την οποία όπως ξέρετε το Δικαστήριό σας και να μη μπούμε σε περισσότερα, ως χρόνος τελέσεως απλής συνέργιας θεωρείται ο χρόνος τελέσεως του εγκλήματος, στη συγκεκριμένη περίπτωση που έκρινε μόνο την απλή συνέργια, επειδή η απλή συνέργια παρασχέθηκε πριν εφαρμοστεί ο καινούριος νόμος δεν την καταλαμβάνει όπως θα ήταν συνεπές με την άποψη ότι θα εφαρμοστεί πάντα ο τελευταίος νόμος και κατά συνέπεια έπαψε την ποινική δίωξη γιατί θεώρησε ότι η απλή συνέργια ήταν πλημμεληματική και δεν ήταν κακουργηματική.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Σας ευχαριστώ. Κύριε Μυλωνά έχετε το λόγο. Εσείς έχετε κάνει την ένσταση;

Ι. ΜΥΛΩΝΑΣ: Ναι και διευκρινιστικά θα προσθέσω κάποια πράγματα και θα προσπαθήσω να αντικρούσω όσα είπε ο εκλεκτός Εισαγγελέας ο κ. Μαρκής. Εισαγωγικά θέλω να πω το εξής ως ένας από τους τρεις εκπροσώπους του κ. Τζωρτζάτου.

Είναι ένα πολύ σημαντικό ζήτημα αυτό που αφορά το επιτρεπτό της αναδρομικής εφαρμογής του άρθρου 187 του Ποινικού Κώδικα. Η Υπεράσπιση του κ. Τζωρτζάτου δεν θέτει αυτή την στιγμή την σχετική ένσταση όχι γιατί θεωρεί ότι δεν έχει νομική σημασία. Κάθε άλλο. Για λόγους υπερασπιστικής τακτικής οι οποίοι συνδέονται με μία άλλη ένσταση η οποία θα ακολουθήσει αν τυχόν το Δικαστήριο απορρίψει τις παρούσες.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Επάνω σε αυτό που έχει γίνει η ένσταση θα έχουμε ό,τι πούμε προσωρινό δεδικασμένο. Δεν θα γυρίζουμε πάλι. Πέστε ό,τι έχετε να πείτε. Μην μου λέτε πάλι τα ίδια. Η αρχή της οικονομίας της δίκης επιβάλλει να με ακούτε και μένα. Είπαμε, τέθηκαν ορισμένα θέματα, επάνω σε αυτά θα μιλήσουμε. Δεν θα ξαναρχίσουμε πάλι μετά από την αρχή! Ο κόσμος που ακούει και έχουμε ακροατήριο εδώ πέρα, θα λέει ότι «δεν θέλουν αυτοί να τελειώσουν ποτέ›.

Ι. ΜΥΛΩΝΑΣ: Ίσα-ίσα εμείς από την μεριά μας και νομίζω και οι υπόλοιποι παράγοντες της δίκης θέλουμε να προχωρήσει η δίκη. Να προχωρήσει όμως η δίκη όπως ακριβώς επιτάσσουν οι δικονομικοί κανόνες. Απλώς δηλώνω προς το Δικαστήριό σας ότι το θέμα που έχει να κάνει με την αναδρομική εφαρμογή του άρθρου 187 η Υπεράσπιση του κ. Τζωρτζάτου θεωρεί ότι δεν είναι η κατάλληλη στιγμή τώρα να τεθεί. Θα τεθεί στην πορεία της δίκης εφόσον συνεχιστεί και δεν παραπεμφθεί στο Μικτό Ορκωτό.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Επί της ουσίας βέβαια.

Ι. ΜΥΛΩΝΑΣ: Εδώ απλώς επιτρέψτε μου να δηλώσω από τώρα ότι υπάρχει ένα πολύ σημαντικό πρόβλημα με την αναδρομική εφαρμογή του άρθρου 187 σε σχέση με τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του ανθρώπου. Αυτό δεν έχει τεθεί στο Δικαστήριό σας. Θα το θέσουμε εμείς. Επιτρέψτε μου όμως να πω, όποτε κρίνουμε ότι είναι δικονομικά σκόπιμο να τεθεί. Αυτά εισαγωγικά.

Αυτή την στιγμή μιλάμε για την αναρμοδιότητα του Δικαστηρίου. Έχει προβάλλει η Υπεράσπιση του κ. Τζωρτζάτου τρεις ξεχωριστές ενστάσεις. Η πρώτη ένσταση αφορά το πολιτικό έγκλημα. Αναφέρθηκαν διεξοδικά οι εκλεκτοί συνάδελφοι κ.κ. Παπαδάκης, Παρασκευόπουλος. Δεν θα προσθέσω τίποτε άλλο.

Απλώς επισημαίνω ότι κάθε μία από τις τρεις ενστάσεις που έχουμε προβάλλει ως Υπεράσπιση του κ. Τζωρτζάτου έχει μία αυτοτελή νομική βάση και κατά την ταπεινή μου κρίση πρέπει να υπάρχει μία ξεχωριστή παρεμπίπτουσα απόφαση του Δικαστηρίου σας για κάθε μία από τις τρεις ενστάσεις.

Προχωρώ λοιπόν στην δεύτερη ένσταση. Είναι η πρώτη που έχει αναπτύξει ο ομιλών. Αυτή η ένσταση έχει μία –επιτρέψτε μου να πω– ιδιάζουσα βαρύτητα. Γιατί ειδικά αυτή η ένσταση σχετίζεται άμεσα με το άρθρο 120 του Συντάγματος που λέει το αυτονόητο ίσως ότι ο σεβασμός στο Σύνταγμα αποτελεί θεμελιώδη υποχρέωση όλων των Ελλήνων και των παραγόντων της δίκης και φυσικά του εκλεκτού, του σεβαστού Δικαστηρίου σας.

Έχουμε δύο συνταγματικές διατάξεις. Είναι το άρθρο 97 πρωτίστως και το άρθρο 25 που αναφέρεται στην αναλογικότητα. Το άρθρο 97 τι λέει μεταξύ άλλων; Ότι τα κακουργήματα δικάζονται από Μικτά Ορκωτά Δικαστήρια. Ο κ. Τζωρτζάτος κατηγορείται για ανθρωποκτονίες και απόπειρες ανθρωποκτονιών. Παρόλα αυτά δεν υπάγεται στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο. Είναι συνταγματική αυτή η αφαίρεση που στηρίζεται στο άρθρο 4 του Ν. 2928; Ανέφερα ήδη στην πρώτη μου ομιλία, στην πρώτη μου παρέμβαση ότι δεν είναι συνταγματική.

Εδώ θέλω να προσθέσω κάποια σημεία. Πρώτα παρενθετικά να πω ότι η σημασία των Ορκωτών Δικαστηρίων δεν είναι μόνο ένα ελληνικό φαινόμενο, επιτρέψτε μου να επισημάνω ότι ήδη από το 1995 και ο Ισπανός νομοθέτης έχει πανηγυρικά αν μπορώ να το πω επανεισάγει το Ορκωτό Δικαστήριο στην ισπανική έννομη τάξη και το 2000 ο Γάλλος νομοθέτης όχι μόνο δεν έχει καταργήσει τα Ορκωτά Δικαστήρια, αλλά έχει θεσπίσει και έναν δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας πάλι με Ορκωτούς Δικαστές.

Είναι ένα πολύ σημαντικό ατομικό δικαίωμα που έχει και ο Έλληνας πολίτης να υπαχθεί στον Λαϊκό Δικαστή. Δεν θα επεκταθώ παραπέρα για την σημασία των Ορκωτών Δικαστηρίων.

Η βασική μου σκέψη ήταν η εξής: η τήρηση του συνταγματικού κανόνα του άρθρου 97 παράγραφος 1 του Συντάγματος, προϋποθέτει την μη προσβολή του σκληρού πυρήνα του γιατί βέβαια έχουμε και την συνταγματική δυνατότητα θέσπισης εξαιρέσεων με την παράγραφο 2 του ιδίου άρθρου.

Νομίζω ότι είναι αυτονόητο να δεχθούμε ότι αν θέλουμε να μην είναι ένα κενό γράμμα το άρθρο 97 παράγραφος 1 του Συντάγματος -και διορθώνω, όχι αν θέλουμε υποχρεούμαστε να μην αφήσουμε να γίνει κενό γράμμα το άρθρο 97 του Συντάγματος- τότε θα πρέπει τουλάχιστον ένα κακούργημα να παραμένει στην αρμοδιότητα του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου.

Τουλάχιστον ένα, υποστηρίζω βέβαια ότι και πολύ περισσότερα πρέπει να είναι αλλά στη συγκεκριμένη υπόθεση με ενδιαφέρει το μίνιμουμ της επιχειρηματολογίας που αφορά την υπαγωγή τουλάχιστον ενός κακουργήματος.

Θεωρώ και αυτή είναι η βασική μου θέση ότι υποχρεωτικά αυτό το ένα και μοναδικό κακούργημα που εκ του Συντάγματος πρέπει να παραμείνει στην αρμοδιότητα των Μικτών Ορκωτών Δικαστηρίων είναι το κακούργημα της ανθρωποκτονίας.

Εκφράστηκαν κάποιες αντιρρήσεις και σε αυτό το σημείο θα ήθελα λίγο να βελτιώσω αν τα καταφέρω την επιχειρηματολογία μου. Ξεκινώ με το δεδομένο ότι ένα κακούργημα πρέπει εκ του Συντάγματος να παραμείνει στα Μικτά Ορκωτά. Αυτό είναι το δεδομένο, το οποίο υποθέτω όλοι το δέχεστε. Κάτι που δεν δέχονται βεβαίως και οι συνάδελφοι της Πολιτικής Αγωγής και ο κ. Εισαγγελέας είναι ότι αυτό το κακούργημα θα πρέπει να είναι η ανθρωποκτονία. Βέβαια είναι ένα κακούργημα το οποίο απειλείται με ισόβια κάθειρξη.

Ο εύλογος αντίλογος είναι, υπάρχουν και άλλα κακουργήματα αρκετά κιόλας για τα οποία απειλείται εξίσου η ποινή της ισόβιας κάθειρξης. ¶ρα κάπου αλλού θα πρέπει να αναζητήσουμε τα επιχειρήματά μας για τα οποία θα τεκμηριώσουν την βασική μου θέση ότι πρώτον, ένα κακούργημα πρέπει να παραμείνει στην αρμοδιότητα των Μικτών Ορκωτών Δικαστηρίων και δεύτερον, αυτό το κακούργημα πρέπει να είναι το κακούργημα της ανθρωποκτονίας.

Πώς μπορούμε να προβούμε σε μία ιεράρχηση των κακουργημάτων γιατί ουσιαστικά αυτό λέω, ότι όλα τα κακουργήματα δεν είναι ίδια. Είναι ένα το οποίο είναι το σοβαρότερο και αυτό είναι η ανθρωποκτονία. Εδώ μπορούν να αναπτυχθούν διάφορες σκέψεις. Μία σκέψη πρώτη είναι ότι σύμφωνα με το λαϊκό αίσθημα, αν ρωτήσουμε τον περίφημο μέσο άνθρωπο θα μας πει ότι, βεβαίως το πιο σοβαρό πράγμα είναι η ανθρωποκτονία, το πιο σοβαρό πράγμα είναι να χάσεις τον άνθρωπό σου. Έχει ενδιαφέρον αυτή η σκέψη. Βέβαια δεν συνιστά μία αμιγώς νομική επιχειρηματολογία. Απλώς λοιπόν την επισημαίνω και προχωρώ παραπέρα.

Επανέρχομαι στον σεβαστό μου Καθηγητή τον κορυφαίο, θα το πω και πάλι, Καθηγητή Πανεπιστημίου εν ζωή σήμερα στην Ελλάδα τον Καθηγητή Ανδρουλάκη. Τι έχει πει ο Καθηγητής Ανδρουλάκης; Αναφέρομαι σε ένα παλαιότερο κείμενό του, είναι Ποινικό Δίκαιο Ειδικό Μέρος 1974, ανατύπωση 1985, είναι και σε καθαρεύουσα. Μας λέει λοιπόν ο Καθηγητής Ανδρουλάκης, αναφερόμενος ο τίτλος της ενότητας από την οποία διαβάζω το απόσπασμα αυτό είναι χαρακτηριστικό. «Ο απόλυτος χαρακτήρ της προστασίας της ανθρωπίνης ζωής›.

Λέει λοιπόν ο Καθηγητής, διαβάζω κατά λέξη:

«Ως αυτονόητος όρος της υπάρξεως παντός ετέρου εννόμου αγαθού η ζωή προστατεύεται υπό του Ποινικού Δικαίου απολύτως. Για τον λόγο τούτο και τυχόν συναίνεση του θανατωθέντος εις την κατάλυση της ζωής του, ουδόλως ισχύει όπως άρει τον άδικο χαρακτήρα της ανθρωποκτονίας›.

Λίγο πιο κάτω συνεχίζει ο Καθηγητής Ανδρουλάκης.

«Η ποινή προστασία της ανθρωπίνης ζωής χωρεί απολύτως, άνευ όρων. Σημαίνει δε τούτο ειδικότερων, πρώτον εις οιανδήποτε μορφήν κι αν απαντά αυτή και δεύτερον, εις οιασδήποτε συνθήκας›.

Λίγο πιο κάτω και τελειώνω με την αναφορά μου στις σκέψεις του Καθηγητή Ανδρουλάκη προσθέτει:

«Κατά συνεπή εφαρμογή της σκέψεως περί του απολύτου χαρακτήρος της προστασίας της ανθρωπίνης ζωής δεν είναι νοητή η ύπαρξη συνθηκών, η φάση θανάτωσης ετέρου κοινώς ανθρώπου παρίσταται ως δεδικαιολογημένη›.

Αυτά εν συντομία όσον αφορά τις σκέψεις του Καθηγητή Ανδρουλάκη. Εύλογος αντίλογος. Σεβαστός ο Καθηγητής Ανδρουλάκης. Πράγματι κορυφαία η νομική σκέψη αλλά είναι μία σκέψη ενός έγκριτου νομομαθούς. Αρκεί αυτή η επιχειρηματολογία για να τεκμηριώσουμε το βασικό μου ισχυρισμό ότι το σοβαρότατο κακούργημα είναι η ανθρωποκτονία; Νομίζω πως όχι.

Γι’ αυτό προχωράω και παραπέρα και αναφέρομαι στο – επιτρέψτε μου να πω– αγαπημένο θέμα γιατί έχει ιδιαίτερη νομική σημασία, της νομολογίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Εδώ υπάρχει το άρθρο 2 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Είναι χαρακτηριστικό ότι είναι το δεύτερο άρθρο αυτής της σύμβασης. Το πρώτο μάλιστα είναι ένα διαδικαστικό, εισαγωγικό άρθρο. Το άρθρο 2 λοιπόν της ΕΣΔΑ, της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου τιτλοφορείται το δικαίωμα στη ζωή και λέει στην πρώτη του παράγραφο «το δικαίωμα εκάστου προσώπου εις την ζωήν προστατεύεται υπό του νόμου. Εις ουδένα δύναται να επιβληθεί εκ προθέσεως θάνατος κλπ›.

Αυτή η διατύπωση είναι μάλλον λακωνική. Δεν έχει από μόνη της κάποια ιδιαίτερη νομική σημασία. Υπάρχει όμως και κάτι άλλο που νομίζω αναδεικνύει ακριβώς την ξεχωριστή σημασία του κακουργήματος της ανθρωποκτονίας.

Υπάρχει η νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου η οποία και αυτή υποχρεωτικά λέει η θεωρία ότι πρέπει να γίνεται δεκτή και η οποία εξειδικεύει και συγκεκριμενοποιεί τις επιταγές της λακωνικής διατύπωσης του κειμένου της Σύμβασης.

Τι μας λέει λοιπόν το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο ερμηνεύοντας το άρθρο 2. Υπάρχει μία πολύ πρόσφατη απόφαση. Μάλιστα της Ολομέλειας «Grand Chamber› τμήμα ευρείας συνθέσεως λέει η ελληνική απόδοση, Ολομέλεια ουσιαστικά του Δικαστηρίου. Είναι στην υπόθεση «Mastromateo› κατά Ιταλίας, απόφαση της Ολομέλεις της 24ης Οκτωβρίου του 2002. Αφορά ακριβώς την ερμηνεία του άρθρου 2. Στην παράγραφο 67 αυτής της απόφασης το Δικαστήριο συνοψίζει τις γενικές του αρχές. Μεταφράζω πρόχειρα από το αγγλικό πρωτότυπο.

Το Δικαστήριο θυμίζει πρώτα ότι το άρθρο 2 αποτελεί μία από τις βασικές αξίες των δημοκρατικών κοινωνιών και λέει ότι:

«Η πρώτη φράση της πρώτης παραγράφου του άρθρου 2, επιτάσσει στα κράτη-μέλη όχι μόνο να απέχουν από την εκ προθέσεως αφαίρεση της ζωής αλλά επίσης επιτάσσει να λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για να εξασφαλίζονται οι ζωές όσων υπόκεινται στην δικαιοδοσία τους›.

Συνεχίζει το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο:

«Η κρατική υποχρέωση επεκτείνεται. Δεν περιορίζεται μόνο στην πρωταρχική υποχρέωση του κράτους-μέλους να εξασφαλίσει το δικαίωμα στη ζωή θέτοντας αποτελεσματικούς ποινικούς κανόνες, ποινικές διατάξεις οι οποίες θα εξασφαλίσουν την προστασία της ζωής και θα αποτρέψουν την αφαίρεση της ζωής›.

Λέει όμως το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο στην απόφαση της Ολομέλειας του «Mastromateo› ότι «το άρθρο 2 επίσης συνεπάγεται ότι υπό συγκεκριμένες περιστάσεις έχει μία πρόσθεση θετική υποχρέωση το κάθε κράτος-μέλος, δηλαδή και η Ελλάδα να λαμβάνει θετικά μέτρα για να προστατεύει τη ζωή των ατόμων τα οποία κινδυνεύουν από εγκληματικές πράξεις άλλων ατόμων›.

Προτεινόμενα για εσάς



Δημοφιλή