Aνεπίσημα πρακτικά δίκης 17Ν (17/3/2003) Μέρος 3/7

Δευτέρα, 17 Μαρτίου 2003 19:22
UPD:19:29
A- A A+

Β. ΤΖΩΡΤΖΑΤΟΣ: (εκτός μικροφώνου)

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Κύριε Τζωρτζάτο δεν επιτρέπεται να απαντάτε, στο τέλος όμως αν θέλετε μπορείτε να μας δώσετε τη διευκρίνιση. Στο τέλος θα σας ρωτήσουμε.

Β. ΜΑΡΚΗΣ: Κύριε Τζωρτζάτο να είστε βέβαιος ότι όσα πείτε εδώ θα αξιολογηθούν. Αλλά εγώ αυτή τη στιγμή αυτό που θέτω υπό την κρίση του Δικαστηρίου σας είναι το εξής κύριοι Δικαστές: Όταν ακούω από την πλευρά της υπεράσπισης ότι η απολογία και η αποδοχή των κατηγοριών και όσα έχει πει στην προανάκριση ο κ. Τζωρτζάτος ήταν αποτέλεσμα του γεγονός ότι απειλείτο από δύο πάνοπλους αστυνομικούς μέσα στο γραφείο της ανάκρισης, είμαι υποχρεωμένος να επισημάνω στο Δικαστήριό σας ότι αυτό το γεγονός το οποίο υποστηρίζει η υπεράσπιση, πρέπει να έλαβε χώρα παρουσία δύο συνηγόρων υπερασπίσεως, επιλογής του κ. Τζωρτζάτου.

Δεν είναι το θέμα αν είχαν συνεννοηθεί, αν δεν είχαν συνεννοηθεί ποια γραμμή θα τηρηθεί ή δε θα τηρηθεί. Εγώ επισημαίνω το γεγονός ότι αυτό που η υπεράσπιση ισχυρίζεται και προφανώς το ισχυρίζεται όχι γιατί οι κύριοι υπερασπιστές το γνωρίζουν, διότι ο πελάτης τους τους το λέει, θα πρέπει όμως να ληφθεί υπόψη ότι αυτό το περιστατικό, φέρεται να τελείται παρουσία δύο συνηγόρων υπερασπίσεως, επιλογής του κ. κατηγορουμένου.

Σταματώ όμως το θέμα που αφορά βασανιστήρια, θα έλεγα. Στο στάδιο της διαδικασίας θα μπορέσουμε ίσως να αξιολογήσουμε κάποια πράγματα. Μπαίνω τώρα επί τροχάδην σε κάποια νομικά ζητήματα τα οποία τέθηκαν. Τέθηκε από την πλευρά του συνηγόρου του κ. Γεωργιάδη το ζήτημα, γιατί πραγματικά και ο κ. Γεωργιάδης και έχω την εντύπωση και ο νεαρός Ξηρός, αρχικώς κατέθεσαν ως μάρτυρες, εάν δεν είχε γίνει τίποτε από κει και πέρα, πράγματι αυτές οι καταθέσεις θα έπρεπε, απ’ τη στιγμή που έγιναν κατηγορούμενοι, θα έπρεπε να έχουν αφαιρεθεί. Αλλά δεν είναι όμως έτσι τα πράγματα.

Όταν εμφανίζονται πια και τους απαγγέλλεται κατηγορία στην προανάκριση, αναφέρονται στο περιεχόμενο αυτών των καταθέσεων. Και ακόμα περισσότερο, όταν εμφανίζονται στον τακτικό ανακριτή για να απολογηθούν, αναφέρονται επίσης στην προανακριτική τους απολογία και στην κατάθεσή τους. Από τη στιγμή λοιπόν που γίνεται αυτή η αναφορά, δεν υπάρχει κανένας λόγος για την αφαίρεση.

Εκεί που υπάρχει ένα ζήτημα, αλλά νομίζω ότι είναι χωρίς σημασία, είναι αυτό το οποίο η κα Κούρτοβικ είπε σχετικά με την κα Σωτηροπούλου, ότι υπήρχαν κάποιες καταθέσεις αρχικές, η κα Σωτηροπούλου δε θυμάμαι πράγματι αν αναφέρθηκε σ’ αυτές ή όχι, αλλά έχω την εντύπωση ότι πρόκειται για δύο καταθέσεις απολύτως αρνητικές που κανένα έννομο συμφέρον θα έλεγα δεν πλήττεται της κατηγορουμένης ούτε οποιουδήποτε άλλου κατηγορουμένου.

Σε σχέση με τις ακυρότητες τις οποίες τέθηκαν υπόψη, σας ανέπτυξε ο κ. συνάδελφός μου, αλλά πρέπει να διερωτηθούμε κύριοι Δικαστές: Γιατί άραγε δεν θα πρέπει να ισχύει η δυνατότητα ή η διαδικασία της εξαίρεσης και στις περιπτώσεις που η έρευνα γίνεται από τα εργαστήρια τα οποία έχουν εγκαθιδρυθεί με ειδικό νόμο; Είναι απλό.

Ας ξεκινήσουμε από το άρθρο 184 που λέει τί, κύριοι Δικαστές; Ότι πραγματογνωμοσύνη από τον πίνακα πραγματογνωμόνων, γίνεται μόνο σε μια περίπτωση: Όταν η πραγματογνωμοσύνη δεν μπορεί να γίνει σε εργαστήριο που ιδρύθηκε ειδικά από το νόμο. Είναι λοιπόν φανερό ότι όταν έχεις ένα εργαστήριο το οποίο ο νόμος έχει ορίσει για να κάνει κάποιες εξετάσεις, π.χ. για την εξέταση των δαχτυλικών αποτυπωμάτων, αν αρχίσει να ισχύει η δυνατότητα εξαιρέσεων και όλα τα άλλα, θα μείνει χωρίς προσωπικό για να λειτουργήσει.

Αυτός είναι ο λόγος, δεν είναι η νομολογία πρωτότυπη, αυτή που είπε το βούλευμα το παραπεμπτικό αλλά και ένα παρεμπίπτον βούλευμα το οποίο εξεδόθη και είναι, αν θυμάμαι καλά, το 2466/2002 που ασχολήθηκε ειδικά πάνω σ’ αυτά τα θέματα που έθεσαν οι κατηγορούμενοι, διά του κ. Σταμούλη, με όλες αυτές τις ακυρότητες που επισημάνθηκαν.

Καταλήγουμε λοιπόν για να πούμε τα εξής κύριοι Δικαστές: Ότι δεν υπάρχει κανένας λόγος να αφαιρεθεί καμία απολογία από την δικογραφία. Οι απολογίες των κατηγορουμένων εξακολουθούν να είναι μέρος του αποδεικτικού υλικού αυτής της υπόθεσης και θα εκτιμηθούν στο σύνολό τους μαζί με όλα αποδεικτικά άλλα μέσα, την ώρα που θα πρέπει να γίνει αυτό το πράγμα.

Θέλω δε να επισημάνω και να ακουστεί απ’ αυτή τη στιγμή, ότι στην Ελλάδα, γιατί πολλές συζητήσεις γίνονται, γιατί σε αντίθεση με εσάς κ. Πρόεδρε, εγώ παρακολουθώ πάρα πολύ τί γράφεται, τί λέγεται, τί υποστηρίζεται, τί ακούγεται, ότι αυτό που πρέπει να ακουστεί, ότι στο δικαιικό μας σύστημα δεν υπάρχει θεσμός ανάκλησης απολογίας. Δηλαδή δε σημαίνει ότι ανακαλώ την απολογία μου, παύει να υφίσταται αυτή.

Παραμένει αποδεικτικό υλικό, το οποίο θα εκτιμηθεί όπως όλα τα αποδεικτικά υλικά με βάση τους κανόνες της απόδειξης που ισχύουν στο σύστημά μας του Κ.Π.Δ. Έχω την άποψη ότι οι ενστάσεις θα πρέπει να απορριφθούν.

..........: (εκτός μικροφώνου)

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Δηλαδή η ψευδής βεβαίωση συνίσταται στο τί; Στο ότι δεν υπάρχει υπογραφή; Γιατί αυτό είναι πλαστογραφία.

κ. ΠΑΡΑΣΚΕΥΟΠΟΥΛΟΣ: (εκτός μικροφώνου).

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Προσέξτε να δείτε, έχουν υπογράψει. Τα έβαλαν μετά; Τί λέτε δηλαδή; Έχουν υπογράψει ένα κείμενο.

κ. ΠΑΡΑΣΚΕΥΟΠΟΥΛΟΣ: Υπέγραψαν το περιεχόμενο. Είναι ψευδές το ότι βεβαιώνει ο πρακτικός υπάλληλος ότι αυτά που ειπώθηκαν σαν δικαιώματα, του ετέθησαν υπόψη και υπέγραψε ελευθέρως. Αυτό είναι ψευδές.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Δηλαδή δεν υπέγραψε;

Α. ΛΥΚΟΥΡΕΖΟΣ: Κύριε Πρόεδρε, μίλησε η υπεράσπιση, πήρε τον λόγο. Είναι η σειρά μας τώρα κ. Πρόεδρε.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Θέλει να κάνει διευκρίνιση πάνω στο τί λέει.

Α. ΛΥΚΟΥΡΕΖΟΣ: Μα θα την κάνει στη δευτερολογία τη διευκρίνηση.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Θέλει να την κάνει τώρα. Μπορεί να την κάνει και μετά, έτσι όμως δε θα μπορείτε να του απαντήσετε συνολικά.

Α. ΛΥΚΟΥΡΕΖΟΣ: Κύριε Πρόεδρε, κύριοι Δικασταί, σήμερα το πρωί καθώς ερχόμουν, είχα σκοπό να υποβάλλω στο Δικαστήριό σας κάποια συγκεκριμένα ως εκπρόσωπος πολιτικής αγωγής των τριών οικογενειών τις οποίες εκπροσωπούμε εδώ. Οι θέσεις όμως που ανέπτυξε η υπεράσπιση, με αναγκάζουν να προσαρμόσω τις απαντήσεις μου και να συμπληρώσω ακριβώς στο τέλος τα αιτήματα τα οποία θέλουν να υποβάλλουν.

Καταρχήν κ. Πρόεδρε, οι κ.κ. Εισαγγελείς αντέκρουσαν σε δικονομικό επίπεδο τις ενστάσεις, τα αιτήματα που προέβαλαν οι συνάδελφοί μου της υπερασπίσεως. Θα μου επιτρέψετε όμως και δε νομίζω να σφάλλω, να επικαλεστώ και κάτι άλλο: Πέραν του γεγονότος ότι όλες αυτές οι αιτιάσεις προεβλήθησαν από την υπεράσπιση κατά τη διάρκεια της προδικασίας, απαντήθηκαν σε δυο βουλεύματα του Συμβουλίου των Εφετών, το παραπεμπτικό και το άλλο που μνημόνευσε ο κ. Εισαγγελεύς, το 2466, νομίζω υπάρχει και η διάταξη το 173 παρ. 2 του Κ.Π.Δ.

Τί λέει αυτή η διάταξη: Από τις απόλυτες ακυρότητες που προβλέπονται στο 171 και μέσα σ’ αυτές είναι και τα θέματα παραβιάσεως των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου στην προδικασία, όσες αναφέρονται σε πράξεις της προδικασίας, άρα όλα αυτά τα οποία ισχυρίστηκαν οι αξιότιμοι συνάδελφοί μου, προτείνονται έως ότου γίνει αμετάκλητη η παραπομπή. Η παραπομπή έχει γίνει αμετάκλητη, προτάθησαν πριν γίνει αμετάκλητη η παραπομπή, συνεπώς πιστεύω, τουλάχιστον άποψη νομική, ότι αυτή τη στιγμή ακαίρως προβάλλονται και επαναλαμβάνονται.

Δεύτερο θέμα: Κύριε Πρόεδρε οι κατηγορούμενοι σήμερα Ξηρός και Τζωρτζάτος διά των συνηγόρων τους και με δήλωση, επεσήμαναν στο Δικαστήριό σας ότι οι απολογίες τους, του πρώτου ήταν προϊόν βασάνων, βασανιστηρίων, απειλών και χορηγήσεως ψυχοφαρμάκων και παραισθησιογόνων ουσιών, του δε δευτέρου ότι ήταν αποτέλεσμα βασανιστηρίων και απειλών.

Θα ήθελα να εντοπίσω τα εξής: Όσον αφορά τον πρώτο κατηγορούμενο Σάββα Ξηρό, πέραν του γεγονότος το οποίο επισημάνθηκε από εσάς, ότι στις 11/8/2002 απολογήθηκε ενώπιον του Εφέτη ανακριτή, παρουσία του συναδέλφου και συνηγόρου του κ. Αγιοστρατίτη και όχι μόνο επανέλαβε όσα είχε καταθέσει στα πλαίσια της αστυνομικής προανάκρισης και στην απολογία του την προανακριτική, αλλά έδωσε λεπτομερείς διευκρινίσεις.

Είπε κάποια στιγμή ο κ. Ξηρός ότι εγώ τα είπα διότι ήμουν ακόμα μέσα στο πλέγμα, εγκλωβισμένος μέσα στους αστυνομικούς της αντιτρομοκρατικής υπηρεσίας. Θα σημειώσω τούτο και παρακαλώ πολύ υπογραμμίσατέ το: Μεταφέρεται στον Κορυδαλλό στις 2/9/2002 και από τις 2/9 που είναι στον Κορυδαλλό μέχρι τις 25/10, αν θυμάμαι καλά, που καταθέτει το απολογητικό του υπόμνημα, όπου για πρώτη φορά καταγγέλλει όλα αυτά που σας επανέλαβε σήμερα, δεν ομιλεί.

Δεν αισθάνεται την ανάγκη να καταγγείλει όλα αυτά που λέει ότι υπέστη ετεροχρονισμένα. Και τα κάνουν όλα αυτά μετά την εμφάνιση του εκ των κατηγορουμένων Κουφοντίνα και θα δούμε πώς συνδέεται το ένα με το άλλο.

Συνεπώς, εάν είχαν συμβεί αυτά, πέραν του ότι θα τα είχε καταγγείλει ενώπιον του Ανακριτή με την προστασία και την κάλυψη του συναδέλφου μου υπερασπιστή του, τουλάχιστον από τις 2 Σεπτεμβρίου που δεν είναι πια στα χέρια της Αντιτρομοκρατικής, αλλά βρίσκεται στις Φυλακές Κορυδαλλού θα είχε όλο το χρόνο και δεν θα περίμενε μέχρι τις 25 Οκτωβρίου σε γραπτό υπόμνημα απολογητικό να τα προβάλει για πρώτη φορά.

Ο κ. Τζωρτζάτος, κ. Πρόεδρε. Ο κ. Τζωρτζάτος σας είπε πριν, ότι μισή ώρα πριν επέλεξα τους δικηγόρους μου. Δεν είναι έτσι. Επισημαίνω, στις 17 του μηνός πάει στην προανάκριση, 19 Ιουλίου 2002 εμφανίζεται στην Τακτική Ανακρίτρια με τη συνήγορό του κ. Πολιτάκη, ζητάει προθεσμία και παίρνει αντίγραφα της δικογραφίας. Τέσσερις μέρες μετά, στις 23/7/2002 απολογείται ενώπιον της Ανακρίτριας με την παρουσία όχι της κας Πολιτάκη, των συναδέλφων Τεντολούρου και Κούρκουλου, οι οποίοι και υπογράφουν την απολογία του.

ΣΥΝ. ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΗΣ:(μιλάει χωρίς μικρόφωνο)

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Σας παρακάλεσα, μην διακόπτεται κανέναν.

Α. ΛΥΚΟΥΡΕΖΟΣ: Και όπως πολύ σωστά επισημάνθηκε, κ. Πρόεδρε, κύριοι Δικαστές από τον κ. Εισαγγελέα είναι δυνατόν δύο συνάδελφοι να εδέχθησαν να παρίστανται σε απολογία με αστυνομικούς και με τα πολυβόλα μέσα στο γραφείο της Ανακρίτριας και να μην έχει κανείς καταγγείλει τίποτα; Μα λέγονται αυτά ετεροχρονισμένα και μόνο για δημιουργία εντυπώσεων.

Κύριε Πρόεδρε, ήθελα να τονίσω και τα εξής. Ο εκ των κατηγορουμένων Σάββας Ξηρός επανέλαβε σήμερα αυτά που σας είπε για τη χορήγηση ψυχοφαρμάκων και παραισθησιογόνων ουσιών, τα οποία όπως λέει και στο απολογητικό του υπόμνημα του δημιουργούσαν τρόμο, φόβο, φαντασιώσεις και ένας συνεχές παραλήρημα.

Επειδή ξεκινάει σε λίγο η ακροαματική διαδικασία, που στόχο έχει την πλήρη ανίχνευση της υποθέσεως, του ουσιαστικού μέρους όλης αυτής της μεγάλης δικογραφίας, πιστεύω, ότι θα πρέπει το Δικαστήριό σας και σ’ αυτό το σημείο εγώ θα το θέσω και ας κρίνει το Δικαστήριο πότε θα το κάνει, να συμπληρωθεί ο κατάλογος των μαρτύρων που έχουν κληθεί.

Διαβάζοντας με προσοχή τον κατάλογο των μαρτύρων, αριθμός 350 περίπου, βλέπω τα εξής πράγματα που μ’ εκπλήσσουν και δημιουργούν για εμένα πολλά ερωτήματα. Πρώτον, είναι δυνατόν κ. Πρόεδρε σ’ αυτή τη δίκη να μην καλείται ή να μην καλούνται υπεύθυνοι αξιωματικοί της Αντιτρομοκρατικής Υπηρεσίας να καταθέσουν; Το βούλευμα περιγράφει την ιστορία και τη δομή της Οργάνωσης της «17Ν› με μόνη πηγή πληροφόρησης τις απολογίες ή κάποιες απολογίες των κατηγορουμένων.

Εγώ, η πείρα μας το ξέρει, το ξέρετε καλύτερα απ’ εμάς και το ξέρουν όλοι οι συνάδελφοί μου, σε όλα τα αδικήματα βίας, ανθρωποκτονίες, ναρκωτικά, βιασμούς, δωροδοκίες, εκβιασμούς μάρτυρες πρώτοι καλούνται Αστυνομικοί που επιλαμβάνονται της υποθέσεως.

Πώς είναι δυνατόν σ’ αυτή τη δίκη να μην υπάρχει μάρτυς υπεύθυνος αξιωματικός ή αξιωματικοί της Αντιτρομοκρατικής Υπηρεσίας, οι οποίοι μάρτυρες αξιωματικοί αστυνομικοί σε όλες τις υποθέσεις περιγράφουν συνθήκες σύλληψης, περιγράφουν τη συμπεριφορά των κατηγορουμένων, τις αντιδράσεις τους, όλα. Αυτό γίνεται συνήθως σε όλες τις αίθουσες των ποινικών ακροατηρίων της Ελλάδος. Και εδώ κάνουμε την εξαίρεση;

Αν δεν σφάλω, στις δίκες τις μεγάλες της τρομοκρατίας στην Ιταλία, στη Γερμανία, στη Γαλλία οι βασικοί μάρτυρες ήταν οι εκπρόσωποι των αστυνομικών αρχών, των οποίων τις καταθέσεις θα αξιολογήσετε και θα εκτιμήσετε στο ακροατήριο όταν αναπτυχθούν. Πώς είναι δυνατόν να απουσιάζουν;

Θα μου πείτε, μα υπήρξαν προανακριτικοί υπάλληλοι. Μα δεν το αντιλαμβάνομαι αυτό κ. Πρόεδρε, ασφαλώς υπάρχουν και αξιωματικοί που δεν υπήρξαν. Βέβαια θα τονίσω και μου κάνει εντύπωση, μόνο στις απολογίες έξι κατηγορουμένων: Ξηρού Σάββα, Ξηρού Χριστόδουλου, Τζωρτζάτου, Κωστάρη, Γιωτόπουλου και Τσελέντη έχουν ουσιαστικά αχρηστευτεί από τη δυνατότητα να εξεταστούν μάρτυρες εννέα αξιωματικοί της Αντιτρομοκρατικής.

Υπάρχουν όμως και άλλοι και εν πάση περιπτώσει υπάρχει πάντοτε ο Αρχηγός της Αστυνομίας, ο Νασιάκος, ο οποίος ήταν στην Αντιτρομοκρατική χρόνια και ο οποίος έχει συντάξει και έκθεση, η οποία περιέργως –και ερωτώ- δεν βρίσκεται στη δικογραφία, η οποία έχει δει το φως της δημοσιότητας νομίζω προ δύο ετών ή ενάμιση έτους στην εφημερίδα «ΝΕΑ›.

Δεύτερον, αν άκουσα καλά, το πρότεινε ο κατηγορούμενος Ξηρός, είχα σκοπό και εγώ να το προτείνω, εφ’ όσον πυρήνας της απολογίας του αυτή τη στιγμή ή ένας εξ των αξόνων της απολογίας του είναι ότι υπέστη αυτά που υπέστη στην Εντατική Μονάδα, του χορηγούντο φάρμακα ψυχότροπα κλπ., θα έπρεπε να είχε κληθεί από τον Εισαγγελέα ο κ. Χαράλαμπος Ρούσσος, Διευθυντής της Εντατικής, ο οποίος από την πρώτη στιγμή είχε άμεση και συνεχή επαφή με τον κατηγορούμενο Σάββα Ξηρό. Και επίσης η κα Θεοδωροπούλου, Διευθύντρια του Ψυχιατρικού Τμήματος του «ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΥ› και ο ψυχίατρος του Αιγινητείου του οποίου δεν γνωρίζω το όνομα, οι οποίοι επίσης παρακολούθησαν κ. Πρόεδρε την διάρκεια αυτή στην εντατική την πορεία της υγείας του κατηγορουμένου και ως πληροφορούμαι έχουν συντάξει και σχετικές εκθέσεις.

Τρίτον, ένα από τα βασικά στοιχεία για την τεκμηρίωση της κατηγορίας κατά του εκ των κατηγορουμένων Γιωτοπούλου είναι οι γραφολογικές πραγματογνωμοσύνες, όχι αυτά των εργαστηρίων μόνο, αυτές που διετάχθησαν σύμφωνα με τους κανόνες του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας από τον κ. Ανακριτή. Πιθανότατα και είναι ενδεχόμενο αυτό απ’ ότι διαβλέπω, ο κατηγορούμενος Γιωτόπουλος να αμφισβητήσει αυτές τις εξετάσεις, τα συμπεράσματα των γραφολογικών πραγματογνωμοσυνών.

Είναι, λοιπόν, δυνατόν σε μια τέτοια δίκη να μην καλούνται οι συντάκται γραφολόγοι, ο κ.Βέλιος, η κα Τούση και η Σαλεσιώτη, για τον κ. Καλαντζή τον έχουμε προτείνει εμείς ως μάρτυρα πολιτικής αγωγής, να είναι εδώ στο ακροατήριο; Θα περιμένουμε να έρθει η ώρα των απολογιών που θα ακούσουμε τα όσα λέει ο κατηγορούμενος Ξηρός, ο κ. Γιωτόπουλος και όλοι οι άλλοι και τότε θα τεθεί θέμα να κληθούν ενδεχομένως αυτοί οι μάρτυρες;

Είναι κενά στον κατάλογο των μαρτύρων πάρα πολύ σημαντικά και θα πρέπει ενδεχομένως και τώρα, διότι προκύπτει από τη δικογραφία η αναγκαιότητα της παρουσίας των, το Δικαστήριό σας να πάρει απόφαση και να τους καλέσει, ώστε όταν μπούμε και όταν μπει το Δικαστήριό σας στην διερεύνηση όλων των υποθέσεων, να ξέρουμε ότι θα υπάρχουν και αυτοί οι μάρτυρες οι οποίοι ανά πάση στιγμή θα μπορούν να αντικρούουν ή να εξηγούν ή να παρέχουν πληροφορίες για τα κρίσιμα θέματα που συνδέονται με την προανάκριση την αστυνομική και με όλες τις καταγγελίες περί χορηγήσεως ψυχοφαρμάκων και βασανιστηρίων των κατηγορουμένων τις ετεροχρονισμένες.

Επίσης κ. Πρόεδρε και αυτό ίσως θα το δείτε αργότερα, θέλω απλώς να επισημάνω, ότι στα αναγνωστέα υπ’ αρ. 3 και 4 και το πρώτο είναι το έγγραφο από 21/10/2002 της Διευθύνσεως Εγκληματικών Ερευνών και το δεύτερο είναι της ιδίας Διευθύνσεως από 5/10/2002, το πρώτο απευθύνεται στη Διεύθυνση Αντιμετώπισης Ειδικών Εγκλημάτων της Αστυνομίας και το δεύτερο απευθύνεται στον Ειδικό Εφέτη Ανακριτή. Το πρώτο αφορά ταύτιση και συγκριτική μελέτη των δαχτυλικών αποτυπωμάτων. Το δεύτερο αφορά εργαστηριακές εξετάσεις πάλι με ευρήματα που βρέθηκαν στα δύο κρησφύγετα, όπως τα ονομάζει: Πάτμου και Δαμάρεως.

Υπάρχει μία παράγραφος σ’ αυτές τις εκθέσεις που λέει, ότι οι έρευνες συνεχίζονται. Θέλω να ξέρω, επειδή δεν έχω αντιληφθεί να έχει έρθει έγγραφο καινούργιο που να μας πει, η έρευνα που συνεχιζόταν τον Οκτώβριο απέδωσε αυτά ή δεν απέδωσε. Δεν υπάρχει. Να ερωτηθεί εγκαίρως από την Εισαγγελία η αρμόδια υπηρεσία ποια είναι τα αποτελέσματα των ερευνών που συνεχίστηκαν μετά από τη σύνταξη και αποστολή των παραπάνω εγγράφων.

Αυτό συμβαίνει κ. Πρόεδρε και σε δύο πολύ σημαντικά αναγνωστέα, μάλλον έγγραφα τα οποία δεν έχουν χαρακτηριστεί αναγνωστέα, είναι όμως στη δικογραφία μέσα, θα τα επικαλεστώ αύριο – μεθαύριο που πάλι, ιδίως στο έγγραφο που ασχολείται με την αξιολόγηση την εργαστηριακή του οπλισμού που βρέθηκε στο κρησφύγετο της Πάτμου, λέει, ότι είναι από απόψεως εγκληματολογικής έρευνας σημαντικό το υλικό που έχει κατασχεθεί, τα πειστήρια, που θα συνεχίσουμε τις έρευνες μας. Και δεν ξέρω και εσείς το Δικαστήριο δεν γνωρίζει τι συμπεράσματα προέκυψαν θετικά ή αρνητικά απ’ αυτές τις έρευνες, απ’ αυτές τις εργαστηριακές εξετάσεις που σύμφωνα με τις δηλώσεις των ίδιων των αστυνομικών που τα συνέταξαν συνεχίζοντο και μετά το τέλος Οκτωβρίου του 2002.

Κύριε Πρόεδρε, λοιπόν, ανακεφαλαιώνω. Όσον αφορά την δικονομική απάντηση ήταν νομίζω απλή και σύντομη και δεν νομίζω ότι επιδέχεται αντίρρηση. Όσον αφορά όμως την ουσιαστική συμβολή στην πλήρη ανίχνευση αυτής της υποθέσεως, θεωρώ απαραίτητο να κληθούν εδώ είτε ο Αρχηγός της Αστυνομίας, είτε οι υπεύθυνοι αξιωματικοί της Αντιτρομοκρατικής Υπηρεσίας που θα καταθέσουν για όλα αυτά που είπαμε πριν, ο Διευθυντής της Εντατικής Μονάδας του «ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΥ› Χαράλαμπος Ρούσσος, η Ψυχίατρος Διευθύντρια του Ψυχιατρικού Τμήματος «ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΥ› κα Θεοδωροπούλου, ως και ο Ψυχίατρος του Αιγινητείου, δεν γνωρίζω το όνομα, που παρακολουθούσε μαζί με την κα Θεοδωροπούλου την εξέλιξη της πορείας της υγείας του πρώτου κατηγορουμένου Σάββα Ξηρού.

Και επίσης οι τρεις γραφολόγοι – πραγματογνώμονες, Δέλιος – Τούση και Σελεσιώτη που έχουν συντάξει τις πραγματογνωμοσύνες, με τις οποίες ταυτίστηκε ο γραφικός χαρακτήρας του κατηγορουμένου Γιωτόπουλου που βρέθηκε στο περιθώριο της προκήρυξης του Περατικού και σε άλλα κείμενα με τη δική του γραφή που υπάρχει στη δικογραφία. Αυτά προς το παρόν κ. Πρόεδρε.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Κύριε Αναγνωστόπουλε έχετε το λόγο.

Η. ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ: Κύριε Πρόεδρε, σε σχέση με όσα ανέπτυξε η υπεράσπιση νομίζω, πρέπει να γίνει η εξής διάκριση. Οι μεν τυχόν ακυρότητες της προδικασίας τις οποίες προβάλλει η υπεράσπιση και σ’ αυτές περιλαμβάνονται και οι απόλυτες ακυρότητες που προκαλούνται από παραβίαση των δικαιωμάτων υπερασπίσεως του κατηγορουμένου, θεραπεύονται πράγματι, εάν υπήρξαν, με την αμετάκλητη παραπομπή της υποθέσεως στο ακροατήριο, όπως επεσήμανε ο κ. Λυκουρέζος.

Θα αντιλέξει ίσως εδώ η υπεράσπιση, ότι στο αρχικό σύστημα των ακυροτήτων του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας προβλεπόταν το ένδικο μέσο της αναιρέσεως κατά βουλευμάτων και επομένως το τεκμήριο του ελέγχου του εγκύρου των πράξεων της προδικασίας προέκυπτε από το ότι εν πάση περιπτώσει η υπόθεση θα είχε υποστεί αν μη τι άλλο και τον αναιρετικό έλεγχο, ενώ στην προκειμένη περίπτωση με τις ρυθμίσεις του νόμου δεν χωρεί αναίρεση κατά του βουλεύματος.

Δεν νομίζω όμως και ίσως τα λέω αυτά καθ’ υποφορά, ότι εξ αυτού του λόγου οι ακυρότητες της προδικασίας προβάλλονται παραδεκτός και προ της ενάρξεως της συζητήσεως στο ακροατήριο. Έχω όμως τη γνώμη κ. Πρόεδρε, ότι αυτό δεν ευσταθεί, διότι περιπτώσεις παραπομπής στο ακροατήριο με βούλευμα έχουμε και με το αρχικό κείμενο του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, χωρίς κατ’ αυτού να μπορεί να ασκήσει αναίρεση ο κατηγορούμενος.

Και αναφέρομαι στα βουλεύματα τα οποία παραπέμπουν έναν κατηγορούμενο για πλημμέλημα. Εάν δεν χωρεί έφεση κατ’ αυτού του βουλεύματος και εάν δεν χωρεί και αναίρεση εν συνεχεία κατά του Εφετειακού, έπεται ότι η υπόθεση οδηγείται στο ακροατήριο με μόνο όργανο αρμόδιο να ελέγξει τις τυχόν ακυρότητες της προδικασίας το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών προκειμένου περί πλημμελήματος.

Έτσι, λοιπόν, και εδώ, εφ’ όσον οι κατηγορούμενοι έχουν δικαίωμα και το ήσκησαν αυτό το δικαίωμά τους να απευθυνθούν στο Συμβούλιο Εφετών ως αρμόδιο όργανο για τον έλεγχο του εγκύρου των πράξεων της προδικασίας, της ανακρίσεως κ.ο.κ., έπεται ότι εφ’ όσον απευθύνθηκαν με τις αιτήσεις τους και απορρίφθηκαν οι αιτήσεις αυτές και μετά ταύτα εισάγεται η υπόθεση στο ακροατήριο χωρίς το βούλευμα με το οποίο εισάγεται να είναι δεκτικό προσβολής με αναίρεση, η παραπομπή αυτή είναι αυτονόητο ότι είναι αμετάκλητη και επομένως στάδιο προβολής ακυροτήτων της προδικασίας δεν υπάρχει στη συζήτηση αυτή. Αυτή είναι η γνώμη μου.

¶λλο θέμα είναι -και αυτή είναι η διάκριση την οποία αρχικώς επεσήμανα- εάν για συγκεκριμένα αποδεικτικά μέσα προερχόμενα από την προδικασία η υπεράσπιση προβάλλει ότι είναι αποδεικτικά μέσα τα οποία δεν επιτρέπεται κατά νόμο να ληφθούν υπόψη από το Δικαστήριό σας. Αυτό είναι άλλος ισχυρισμός.

Και πράγματι είναι ενδεχόμενο ένα αποδεικτικό μέσο το οποίο έχει ληφθεί κατά την προδικασία με τρόπο άκυρο, να μην επιτρέπεται στο ακροατήριο να αξιοποιηθεί ως αποδεικτικό μέσο, ιδίως όταν, όπως προβλέπει το 177 παρ. 2 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, έχει ληφθεί με τρόπο που συνιστά αξιόποινη πράξη ή εμπίπτει σε αποδεικτικές απαγορεύσεις του Συντάγματος που ανέπτυξε ο κ. Μυλωνάς.

Εδώ, λοιπόν, όσον αφορά τις απολογίες των κυρίων κατηγορουμένων κατά το στάδιο της αστυνομικής προανακρίσεως, οι οποίες δόθηκαν πάντοτε απ’ ότι έχω ελέγξει με την παρουσία δύο αξιωματικών της Αστυνομίας και σε αρκετές περιπτώσεις του κ. Διώτη, γεννάται το εξής ερώτημα, υπάρχει εδώ διάταξη βάση της οποίας δικαιούται η υπεράσπιση να ζητήσει την απομάκρυνση των απολογιών αυτών από τη δικογραφία;

Λέω, το εξής, ότι ο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας προβλέπει την αφαίρεση κάποιου αποδεικτικού στοιχείου από τη δικογραφία σε δύο μόνο περιπτώσεις: Αφ’ ενός μεν το προβλέπει για την εξέταση του υπόπτου στην προκαταρκτική εξέταση, 31 παρ. 2, αφ’ ετέρου δε με την τροποποίηση του ν. 2408/96 και στο άρθρο 105 εδαφ. β όπου λέει, ότι εάν ελήφθη, εάν έγινε εξέταση του υπόπτου, δυνάμει κατηγορουμένου δεν έχει σημασία, κατά παραβίαση των δικαιωμάτων τα οποία του παρέχει ο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας.

Γι’ αυτό και η 2 του ’99 την οποία μνημόνευσε ο αξιότιμος κ. Σταμούλης, όπως είπε άλλωστε, αφορούσε υπόθεση όπου η Αστυνομία κατά την προσφιλή μέχρι τότε πρακτική είχε λάβει από τον πράγματι κατηγορούμενο ή δικαιώματι κατηγορούμενο, απολογία μάρτυρος χωρίς όρκο, οι περίφημες, οι περιβόητες ανωμοτί εξετάσεις των υπόπτων.

Γι’ αυτό το αποδεικτικό μέσο ο ¶ρειος Πάγος αποφάνθηκε ότι έπρεπε να απομακρυνθεί από τη δικογραφία. Τέτοια περίπτωση δεν συντρέχει εν προκειμένω. Κανείς από τους κυρίους κατηγορουμένους ο οποίος βάλλει κατά της εξετάσεώς του και κατά του κύρους της εξετάσεώς του από τις Αστυνομικές Αρχές δεν εξετάστηκε ανωμοτί. Εξετάστηκαν όλοι ως κατηγορούμενοι, όπως στο σχετικό έντυπο βεβαιώνεται, τους εξηγήθηκαν τα δικαιώματα τα οποία έχουν ως κατηγορούμενοι, έλαβαν γνώση των δικαιωμάτων τους αυτών και παραιτήθηκαν από το δικαίωμα να παραστούν με συνήγορο.

Λέγει η υπεράσπιση, δεν σας κάνει εντύπωση το ότι τόσοι κατηγορούμενοι δεν ήθελαν να έχουν συνήγορο; Μπορεί αυτό να προκαλεί κάποια εντύπωση. Αλλά ερωτάται, δικονομικά αυτό που οδηγεί;

Έχουμε μία βεβαίωση όπως ανέπτυξε ο κ. Μαρκής, έχουμε ένα δημόσιο έγγραφο, στο οποίο βεβαιώνεται ότι εξηγήθηκαν στον κατηγορούμενο τα δικαιώματά του και αυτός ζήτησε να απολογηθεί χωρίς την παρουσία συνηγόρων. Αυτή είναι μία βεβαίωση δημοσίου οργάνου για γεγονότα, τα οποία υποπίπτουν στην αντίληψή του καθ’ ο χρόνω εκτελεί τα καθήκοντά του. Και το έγγραφο αυτό βεβαιώνει για την αλήθεια αυτών τα οποία βεβαιώνει έως ότου, λέει ο νόμος, προσβληθεί για πλαστότητα.

Προβάλλει η υπεράσπιση ότι τα έγγραφα αυτά, εάν καλώς αντελήφθην, δεν είναι μεν πλαστά, δηλαδή οι υπογραφές των κυρίων κατηγορουμένων είναι οι γνήσιες, οι δικές τους υπογραφές, το κείμενο το οποίο έχει γραφτεί, γράφτηκε και εν συνεχεία υπογράφτηκε από τους ιδίους όπως αναφέρεται και στο σχετικό έντυπο. Είναι όμως, λέει η υπεράσπιση, ψευδής κατά περιεχόμενο.

Όμως κ. Πρόεδρε, είναι γνωστό ότι όταν ο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας ομιλεί περί πλαστότητας εννοεί αυτό που όλοι καταλαβαίνουμε -με τους τεχνικούς όρους του Ποινικού Κώδικα- ότι αποτελεί πλαστότητα. Πλαστό είναι το έγγραφο το οποίο παραπλανά εν σχέση με το πρόσωπο του εκδότη του. Αντίθετα το ψευδές κατά περιεχόμενο έγγραφο είναι κάτι άλλο. Και γι’ αυτό το μεν κατά περιεχόμενο ψευδές ιδιωτικό έγγραφο και αν το καταρτίσει κάποιος κατά κανόνα δεν συνιστά αξιόποινη πράξη, εξαιρέσει των ψευδών ιατρικών πιστοποιήσεων, ενώ το δημόσιο έγγραφο το οποίο συντάσσει δημόσιος υπάλληλος αρμόδιος εάν βεβαιώνει ψευδή πραγματικά περιστατικά συγκροτεί όχι πλαστογραφία, αλλά άλλο διαφορετικό έγκλημα αυτό της ψευδούς βεβαιώσεως με το άρθρο 242.

Επομένως ο ισχυρισμός, ότι εδώ έχει υποβληθεί μήνυση και μάλιστα μου έκανε εντύπωση, εάν άκουσα καλά τους κυρίους συναδέλφους, ότι εμήνυσαν τον εισαγγελικό λειτουργικό για ηθική αυτουργία και ενώ σ’ αυτές τις εκθέσεις αναφέρονται με όνομα και επώνυμο και βαθμό οι αξιωματικοί της Αστυνομίας οι οποίοι έλαβαν τις σχετικές καταθέσεις, άρα ο τυχόν φυσικός αυτουργός της υποτιθέμενης ψευδούς βεβαιώσεως ή πλαστογραφίας αναφέρεται με όνομα και επώνυμο, δεν άκουσα να μηνυθούν οι αξιωματικοί αυτοί και αναρωτιέμαι γιατί;

Αυτό δεν είναι νομικό επιχείρημα, είναι επιχείρημα αξιοπιστίας και σοβαρότητας των ενεργειών οι οποίες γίνονται από πλευράς υπερασπίσεως για να κλονιστεί το κύρος και η αξιοπιστία αυτών των εγγράφων.

Επομένως εφ’ όσον στα έγγραφα αυτά βεβαιώνεται η εξήγηση των δικαιωμάτων και η μη άσκηση του δικαιώματος που παρίστασθε μετά συνηγόρου από πλευράς κατηγορουμένων θέμα δεν τίθεται. Πολλώ δε μάλλον και αυτό αναφέρθηκε ήδη από τον αξιότιμο κ. Μαρκή, ότι οι απολογίες αυτές οι οποίες δόθηκαν στο στάδιο της Αστυνομικής προανακρίσεως επιβεβαιώθηκαν ενώπιον της Ανακρίτριας με καθολική αναφορά των κυρίων κατηγορουμένων στο περιεχόμενό τους.

Το δε λεγόμενο, ότι στην Ανακρίτρια απ’ ορισμένους των κυρίων κατηγορουμένων ευρίσκοντο πάνοπλοι αστυνομικοί που τους σημάδευαν κλπ., εμένα μου κάνει εντύπωση το εξής. Οι κύριοι συνήγοροι που παρίσταντο εκεί και οι οποίοι είναι έμπειροι και ικανότατοι, ουδείς μπορεί αυτό να το αμφισβητήσει και αν ακόμη δεν ήσαν εις θέση να διώξουν ή να ζητήσουν από την ανακρίτρια να διώξει τους παριστάμενους υποτίθεται ενόπλους αστυνομικούς, γιατί δεν ζήτησαν να καταχωρηθεί εις την έκθεση περί απολογίας κατηγορουμένου, όπως είχαν δικαίωμα, δήλωση του συνηγόρου υπερασπίσεως, ότι ενώ λαμβάνεται η απολογία του κ. κατηγορουμένου, ενώ απολογείται ο κατηγορούμενος παρίστανται εντός του ανακριτικού γραφείο 2-3-5-10 αστυνομικοί οι οποίοι φέρουν αυτή την περιβολή και οι οποίοι σημαδεύουν τον κ. κατηγορούμενο με τα αυτόματα.

Αυτό θα ήταν το απλούστερο, έστω και εάν ακόμη υποθέσουμε, ότι ο συνήγορος δεν μπορούσε να πείσει την κα Ανακρίτρια να απομακρυνθούν οι αστυνομικοί από το ανακριτικό γραφείο. Συνεπώς όταν οι κύριοι κατηγορούμενοι με καθολική αναφορά σε όσα στην αστυνομική προανάκριση απολογήθηκαν τα επιβεβαιώνουν και ενώπιον της Ανακριτρίας δεν καταλείπετε έδαφος όχι μόνον πλέον νομικής σοβαρής επιχειρηματολογίας, αλλά και εξαφανίζεται και κάθε αξιοπιστία που θα μπορούσε να έχουν αυτοί οι ισχυρισμοί.

Προτεινόμενα για εσάς



Δημοφιλή