Aνεπίσημα πρακτικά δίκης 17Ν (17/3/2003) Μέρος 6/7

Δευτέρα, 17 Μαρτίου 2003 19:25
UPD:19:39
A- A A+

Γ΄ ΜΕΡΟΣ

13:15 – 14:51

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Επαναλαμβάνεται η συνεδρίαση η οποία είχε διακοπεί. Το λόγο ο κ. Παπαδάκης που τον διακόψαμε στη μέση.

Π. ΜΑΧΑΣ: Ζητώ συγνώμη και από το συνάδελφο τον κ. Παπαδάκη.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ναι, έχετε κάτι;

Π. ΜΑΧΑΣ: Ναι. Ένα θέμα το οποίο έθεσα και στον κ. Εισαγγελέα και σ’ εσάς κατά την έναρξη του διαλείμματος, είναι ότι δεν έχουμε λάβει αντίγραφο της δικογραφίας Αγγελοπούλου.

Όπως γνωρίζει πολύ καλά το δικαστήριό σας δηλώθηκε παράσταση πολιτικής αγωγής στο ακροατήριο, παριστάμεθα: ο κ. Λυκουρέζος, ο κύριος ?

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Κύριε Γραμματεύς, παρακαλώ να τεθεί υπόψη η δικογραφία.

(Διαλογικές συζητήσεις)

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ο κ. Παπαδάκης έχει τον λόγο.

Κ. ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ: Παρακαλώ, κι εμείς ακόμα ευχαρίστως να δώσουμε ότι αντίγραφα θέλουν οι συνάδελφοι απ’ αυτά που έχουμε και όποτε θέλετε. Υποχρέωσή μου. Δεν είναι θέμα ευχαριστιών. Συνεχίζω για το θέμα του Τζωρτζάτου και των προανακριτικών και ανακριτικών του απολογιών.

Έλεγα και μ’ αυτό θα κλείσω τον α’ κύκλο σε ότι αφορά αυτά τα οποία καταγγέλλει, τα βασανιστήρια, όπου μάλιστα όπως πληροφορήθηκα τώρα στη διάρκεια του διαλείμματος από τον ίδιο τον εντολέα μου τη συζήτηση αυτή την παρακολουθούν και κάποιοι από την Αντιτρομοκρατική Υπηρεσία, οι οποίοι κάθονται μεταξύ των θεατών, προφανώς ενδιαφέρονται γι’ αυτά τα οποία λέγονται εδώ, ήθελα να πω ότι αυτές τις καταγγελίες θα πρέπει να τις ερευνάμε όταν συνδέονται με μία τόσο μείζονος σημασίας υπόθεση, έχοντας και κατά νου, ότι ποτέ κανένα καθεστώς εξ όσων έχω την τιμή να γνωρίζω, δεν παραδέχτηκε δημόσια ότι τέλεσε βασανιστήρια, μηδέ και της δικτατορίας εξαιρουμένης.

Από εκεί και πέρα οφείλω να δώσω κάποιες εξηγήσεις στα θέματα τα οποία τέθηκαν και τα οποία άπτονται της αξιοπιστίας των ισχυρισμών της πλευράς που εκπροσωπώ τόσο όσον αφορά της ουσίας, όσο και ότι αφορά τον χρόνο κατά τον οποίον αποφάσισε εν πάση περιπτώσει να καταγγείλει όλα αυτά τα πράγματα ο εντολέας μου.

Σε ότι αφορά τη χορήγηση των ουσιών θα πρέπει να διευκρινίσω το εξής: έγινε μία προσπάθεια από ένα συνάδελφο της πολιτικής αγωγής να εμφανίσει ως αντιφάσκοντα τον κ. Τζωρτζάτο στην από 30/10/2002 απολογία του και εν συνεχεία στη μήνυσή του και τοποθέτησε την αντίφαση στο γεγονός ότι κατήγγειλε ότι και δέχτηκε βασανιστήρια, εκβιασμούς, πιέσεις, ξύλο και απειλές και από την άλλη μεριά δέχτηκε ουσίες υπό τις οποίες παρέλυσε η βούλησή του και είπε την αλήθεια.

Δεν υπάρχει καμία αντίφαση επάνω σ’ αυτά. Διότι εάν προσεχθεί το τι είπε ο Τζωρτζάτος και στην απολογία του ενώπιον του Εφέτη Ανακριτή στην οποία επανέρχομαι και δίνω ιδιαίτερη σημασία, διότι όπως παρακάτω θα εξηγήσω και όπως προκύπτει και από τα πρακτικά, δεν είναι απολογία με υπόμνημα η οποία εγράφη από τη γραφίδα του ομιλούντος ή κάποιου άλλου δικηγόρου, είναι αφήγηση του ιδίου ζώσα και αδιάλειπτη και αδιάκοπη ενώπιον του Εφέτη Ανακριτή, η οποία περιγράφει με αυθεντική γνώση και βίωμα πραγματικά περιστατικά τα οποία έζησε και αισθάνομαι ότι δεν θα είχα καμία μα καμία νομιμοποίηση καθενός είδους να είμαι εγώ εκείνος ο οποίος έστω και κατά απόδοση θα διατυπώσει αυτά τα οποία βίωσε ο εντολέας μου τότε, εκεί κατ’ αρχήν οποιοσδήποτε διαβάσει αυτά τα αναγνώσματα θα δει τι λέει ο Τζωρτζάτος;

Λέει, ότι του έφεραν ένα προσυντεταγμένο κείμενο να υπογράψει. Δεν υπήρξε ούτε αναφορά στο ότι αναγκάστηκα να μιλήσω και να πω αυτά κι αυτά και αυτά, διότι έφαγα ξύλο ή διότι μου έδωσαν ουσίες. Η πίεση αποσκοπούσε στο να υπογράψει ένα κείμενο προσυντεταγμένο, ασχέτως του τι αυτό έγραφε.

Κατά συνέπεια δεν υπάρχει καμία αντίφαση. Υπήρξαν διάφορα μέσα πίεσης και θα δούμε και γιατί υπήρξαν μόνο στο Τζωρτζάτο και όχι και σε άλλους, διότι και αυτό κατά κόρον ελέχθη και ευχαριστώ πραγματικά που ετέθη και αυτό.

Να πούμε και για τις ουσίες μερικά πράγματα. Είναι γνωστό και δεν περιμέναμε να το ακούσουμε για πρώτη φορά στα πλαίσια της δίκης τούτης, ότι υπάρχουν ψυχοτρόπες ουσίες, οι οποίες επενεργούν παραλυτικά στη βούληση του ανθρώπου και οι οποίες επηρεάζουν τη συμπεριφορά του, επηρεάζουν την προσωπικότητά του και τον οδηγούν σε αποτελέσματα στο συναισθηματικό, διανοητικό, βιωματικό, συμπεριφορικό επίπεδο διαφορετικά από εκείνα που επιβάλλει η συγκρότηση της προσωπικότητάς του.

Δεν τα λέω εγώ αυτά. Αυτά τα λένε επιστήμονες, θα έχουμε την ευκαιρία στη διάρκεια της διαδικασίας να προσκομίσουμε τέτοια στοιχεία. Τα λένε βιβλιογραφίες, αλλά εν πάση περιπτώσει είναι γνωστό ότι και η απλή ψυχιατρική γνώση του τι επιδράσεις έχουν διάφορες ουσίες αντικαταθλιπτικές, ηρεμιστικές, αντιαγχωτικές, είναι αρκετή για να αποδείξετε ότι τέτοιες ουσίες υπάρχουν.

Βεβαίως υπάρχουν κάποιες στο εμπόριο, υπάρχουν κάποιες που δεν κυκλοφορούν στο εμπόριο. Ένα παράδειγμα θα αναφέρω και το αναφέρει κάποιος που δεν είναι καθόλου φιλικά προσκείμενος προς τους κατηγορουμένους, ο ψυχίατρος Κλεάνθης Γρίβας, σε ένα βιβλίο του με τίτλο: «Τρομοκρατία›, το οποίο έχει κυκλοφορήσει τρία χρόνια πριν από τώρα.

Και λέει: ότι σε έκθεση εξεταστικής των πραγμάτων Επιτροπής του Αμερικανικού Κογκρέσου το έτος 1977 – θα σας φέρω τις επόμενες μέρες απόσπασμα από το βιβλίο αυτό – περιέχεται διαπίστωση ότι υπάρχουν και κυκλοφορούν τέτοιες ουσίες και είναι στη διάθεση των Μυστικών Υπηρεσιών.

Αυτά κατ’ αρχήν. Από εκεί και πέρα οφείλω να δώσω μία εξήγηση, γιατί μόνο στο Τζωρτζάτο και όχι στους άλλους. Διότι είναι εύλογο και εμένα με προβλημάτισε και εμένα μ’ απασχόλησε, ορθώς τίθεται εδώ πέρα και θα πρέπει να δώσω μία απάντηση, θέτοντας υπόψη των πάντων, ότι καμιά φορά ορισμένα μεγέθη στη ζωή δεν είναι απλά, είναι σύνθετα. Και εδώ είναι ιδιαίτερα σύνθετο το φαινόμενο για το οποίο συζητάμε.

Είναι ανάγκη να υπάρχει η ίδια μεταχείριση σε όλους; Γιατί να υπάρχει; Πότε συλλαμβάνεται ο Τζωρτζάτος; 18/7. Είναι ο 5ος που συλλαμβάνεται. Μέχρι εκείνη τη στιγμή έχουν συλληφθεί οι τρεις αδελφοί Ξηροί, ο ίδιος, ο Ψαραδέλης και συλλαμβάνεται λίγες ώρες μετά και ο Γιωτόπουλος.

Τι στοιχεία έχει υπόψη της μέχρι και εκείνη την ημέρα η Αντιτρομοκρατική Υπηρεσία; Σχεδόν τα πάντα, όσα υπάρχουν και σήμερα. Ο Τζωρτζάτος για παράδειγμα σε εκείνο το προσυντεταγμένο έντυπο και είναι και αυτό χαρακτηριστικό της αναξιοπιστίας του περιεχομένου του, δεν μιλάει για κανένα καινούργιο πρόσωπο πέραν όσων έχουν «μιλήσει› άλλοι συγκατηγορούμενοί του προηγουμένως.

Ό,τι ήταν να πάρει η Αντιτρομοκρατική Υπηρεσία το έχει πάρει και μέχρι τότε. Γιατί να έχει και στους επόμενους την ίδια τακτική, τι έχει να κερδίσει; Μήπως αντίθετα πρέπει εκεί να διαφοροποιήσει την τακτική της ακριβώς για να έχει την έξωθεν καλή μαρτυρία και την επίφαση του ότι εδώ πέρα τηρήθηκαν οι διαδικασίες και γι’ αυτό άλλοι ομολόγησαν, άλλοι όχι, άλλοι θέλανε το ένα, άλλοι θέλανε το άλλο κλπ; Ας μας προβληματίσει λιγάκι αυτό το πράγμα.

Δεύτερον, κάποιοι είναι ευάλωτοι στο ξύλο, κάποιοι είναι ευάλωτοι στις ουσίες, κάποιοι είναι ευάλωτοι στα βασανιστήρια, κάποιοι δεν είναι. Ο Τζωρτζάτος έχει καταθέσει και στην απολογία του και στη μήνυσή του τα εξής τα οποία κατά την γνώμη μου συνιστούν τις ιδιομορφίες του προσώπου του και τον καθιστούν ευάλωτο σ’ αυτά.

Πρώτον, ότι είναι κλειστοφοβικός και καταγγέλλει ότι τον είχαν βάλει σε ένα κλειστό θάλαμο 1Χ2 και τον είχαν διαρκώς όρθιο εκεί πέρα. Δεύτερον, ότι έχει μία ψυχική ιδιομορφία, τελεί υπό ψυχιατρική αγωγή, θα σας φέρουμε και εκθέσεις από τη φυλακή εδώ πέρα που παρακολουθείται από ψυχίατρο και συνεπώς είναι ευάλωτος σε κάποια τέτοια πράγματα.

Και τρίτον, έχει και ένα περιστατικό που είναι επίσης γνωστό από τη δικογραφία σύλληψής του το 1993 στις αρχές. Με την υποψία του ότι ενέχεται σε τρομοκρατική δραστηριότητα, έχει προσαχθεί και έχει αφεθεί ελλείψει στοιχείων και βεβαίως αυτό αποτελεί πολύ σοβαρό λόγο εκδίκησης για τους ανθρώπους της Αντιτρομοκρατικής Υπηρεσίας στο πρόσωπο του οποίου βλέπουν κάποιον άνθρωπο, ο οποίος τους ξέφυγε τότε και δεν μπορέσανε να στοιχειοθετήσουν κατηγορία εναντίον του.

Και όλα αυτά τα πράγματα είναι ιδιομορφίες οι οποίες οδηγούν σε μία τέτοια συμπεριφορά ιδίως όταν απευθύνονται σε έναν άνθρωπο ο οποίος κατά δήλωση του έχει αποχωρήσει 10 χρόνια από την Οργάνωση, άρα ούτε προετοιμασμένος είναι για το πώς να αμυνθεί και πώς θα συμπεριφερθεί σε περίπτωση σύλληψή τους, έχει την αποστασιοποίησή του για τους λόγους που ο ίδιος εξέθεσε και θα εκθέσει και σημειωτέον ότι δεν παύει και μετά απ’ όλα αυτά να δέχεται ότι ανήκε στην Οργάνωση αυτή μέχρι το 1992 με ρόλο περιφερειακό κλπ. και δεν λέει ότι εγώ ήμουν τυχαίος από εκεί.

Αυτά είπε και τότε που προσήχθη στην Ασφάλεια και επειδή είπε ότι «ήμουν από το ’85 μέχρι το ’92› έχει χρεωθεί όλο το στοκ των ενεργειών της 17Ν εκείνη την χρονική περίοδο και κατηγορείται για όλες τις ενέργειες αυτές. Αυτά όλα νομίζω ότι είναι ικανοί λόγοι να σας προβληματίσουν στο γιατί μόνο αυτός και όχι συλλήβδην όλοι οι άλλοι.

Και πάω και στο τελευταίο επιχείρημα της Πολιτικής Αγωγής, γιατί άργησε. Πρώτον, κ. Πρόεδρε και κύριοι Δικαστές, όπως είπαμε μέχρι τις 29/7 εξακολουθούσε να μένει στο κτίριο της Ασφάλειας και να ζει υπό το καθεστώς του φόβου και της όλης ψυχικής αποδόμησης την οποία περιέγραψα.

Δεύτερον, διότι και στη φυλακή δίνεις ένα πάρα πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα για να μπορέσει να αποκαταστήσει μία ψυχολογική και ψυχική ισορροπία. Για πολλοστή φορά και τελευταία αναφέρω ότι θα σας προσκομίσουμε εκθέσεις από τον ψυχίατρο της φυλακής, ο οποίος τον παρακολουθεί και την θεραπευτική αγωγή την οποία έχει.

Τρίτον, διότι ανέμενε τουλάχιστον από τις αρχές Σεπτεμβρίου την κλήση του σε συμπληρωματική απολογία από τον Εφέτη Ανακριτή όπως και με όλους. Και έχω ξαναπεί και ισχύει αυτό το πράγμα και ίσχυε και επί των προηγουμένων δικηγόρων του, ότι εμείς έχουμε τη συνήθεια -μπορεί να το βλέπουμε λάθος, μπορεί σωστά, αλλά έτσι ενεργούμε από λόγους δεοντολογίας, έτσι το αντιλαμβανόμαστε οι υπερασπιστές του Τζωρτζάτου- δεν πάμε πρώτα στα κανάλια και μετά στα δικαστήρια.

Όταν έχουμε να κάνουμε μία ενέργεια την κάνουμε πρώτα στις αρμόδιες Αρχές. Και βεβαίως έχει και το πρόβλημα του ότι αναζήτησε δικηγόρο και μέχρι να τον αναλάβω εγώ πέρασε ένα διάστημα κατά το οποίο δεν είχε παρουσία συνηγόρου, που ήταν απαραιτήτως αναγκαία για να μπορέσει να υλοποιήσει την οποιαδήποτε εν πάση περιπτώσει υπερασπιστική του άποψη.

Αυτά όλα φτάνουμε μέχρι τις 25 Οκτωβρίου. Θέλω να αναφερθώ σε 2-3 ημερομηνίες παραπέρα για να γίνει κατανοητή η παραβίαση των δικαιωμάτων του, της επικοινωνίας και όλα αυτά για τα οποία έχουμε προσφύγει στο Στρασβούργο.

Πολύ – πολύ επιγραμματικά ανέλαβα 25 Οκτωβρίου, στις 30 είχε ήδη κληθεί για συμπληρωματική απολογία. Έπρεπε σε πέντε μέρες εγώ να καταπιώ 20.000 σελίδες δικογραφίας μιας υπόθεσης που δεν γνώριζα για να μπορέσω να παραστώ στον Ανακριτή μαζί του. Πήγαμε στον Ανακριτή, ζήτησα 15 μέρες προθεσμία για να προετοιμαστώ, μου την απέρριψε. Μου είπε να πάω τη μεθεπόμενη μέρα, αυτά όλα προκύπτουν από την απολογία.

Στις 30 Οκτωβρίου απολογήθηκε και απολογήθηκε μόνος χωρίς καμία δική μου παρέμβαση, μόνο η υπογραφή μου υπάρχει, δεν υπάρχει καμία άλλη νύξη μου και εκεί εκθέτει με τη ροή τη δική του και με το λόγο το δικό του και όχι με κανένα δικηγορικό λόγο επιτηδευμένο τα περιστατικά τα οποία συνέβησαν. Και ανέμενε βεβαίως και κάτι άλλο, αυτό οφείλω να το πω, διότι είπε από εκείνη τη μέρα ότι θα κάνει μήνυση κατά παντός υπευθύνου και την έκανε δύο μήνες μετά.

Εκεί είναι η δική μου ευθύνη και θα πω γιατί όμως σκοπίμως καθυστέρησα. Διότι ανέμενα κ. Πρόεδρε κάποιο άρθρο 38 του Κ.Π.Δ., ένα από τα πολλά τα οποία έχει ο Κώδικας αυτός, να ληφθεί υπόψη από τους ανακριτές που έλαβαν την απολογία του και στη συνέχεια από το Συμβούλιο, διότι ευελπιστούσα ή είχα την αξίωση κατά της Πολιτείας όταν της καταγγέλλονται σοβαρότατα αδικήματα αυτεπαγγέλτως διωκόμενα και τα οποία συνάπτονται με μία υψίστου ενδιαφέροντος υπόθεση, στην οποία ο πελάτης μου κατηγορείται με κατηγορίες άπειρες που επισύρουν ισόβια κάθειρξη, να ευαισθητοποιηθεί και να διατάξει κάποια διερεύνηση.

Έτσι να της δώσω την ευκαιρία της Πολιτείας να αποδείξει ότι εν πάση περιπτώσει σέβεται τις διατάξεις της. Μάταια περίμενα. Οκτώ μέρες μετά ειδοποιηθήκαμε στις 8 Νοεμβρίου για το πέρας της ανακρίσεως. Πήγαμε και στο πέρας και καταθέσαμε και ένα υπόμνημα και λέγαμε, ότι η ανάκριση δεν πρέπει να τελειώσει, διότι υπάρχουν κάποιες εκκρεμότητες, μεταξύ άλλων εκκρεμότητα και στην υπόθεση Ανδρουλιδάκη για την οποία θα αναφερθώ παρακάτω. Βεβαίως έπεσαν στο κενό, όπως και όλα τα άλλα υπομνήματα.

Εκείνο που έχει σημασία είναι, ότι από τις 30 Οκτωβρίου και μετά ούτε αντίγραφα της δικογραφίας δεν μπορούσα να πάρω για να κάνω τη δουλειά μου. Τα πήρα στο πέρας ό,τι ήταν δυνατόν να πάρω. Στις 28 Νοεμβρίου είχαμε την πρόταση του κ. Καρούτσου και την έναρξη 10ήμερης κατά μίνιμουμ προθεσμίας, γιατί δεν απαγορεύεται από πουθενά η παρέκταση της προθεσμίας αυτής του άρθρου 310 για την παραμονή της δικογραφίας στην Εισαγγελία μέχρι να πάει για βούλευμα.

Ζήτησα και εκεί 15 ημέρες προθεσμία για να μπορέσω να έχω μια εκτενέστερη αντίκρουση των κατηγοριών. Δεν μου δόθηκε. Παρά ταύτα μπόρεσα να γράψω ένα υπόμνημα 45 σελίδων από τα οποία ελάχιστα έλαβε υπόψη του το Συμβούλιο. Είναι ζήτημα να απαντάει στις 3 σελίδες από τις 45 και στις μυριάδες ακυρότητες οι οποίες εκεί μέσα έχουν τεθεί με όποια επιχειρηματολογία ήταν δυνατόν.

Όλα αυτά κάτω από ένα καθεστώς επικοινωνίας, όπου είχα τη δυνατότητα να βλέπω τον πελάτη μου μία και μιάμιση ώρα την ημέρα αντί τεσσάρων που ίσχυαν για τους κρατουμένους του χώρου των φυλακών Κορυδαλλού που είναι για άλλα ποινικά αδικήματα, χωρίς δικαίωμα έγγραφης επικοινωνίας και ανταλλαγής εγγράφων και με μόνη την επίδειξη από το τζαμάκι.

Μ’ αυτή τη δουλειά, έτσι έδειχνε τα έγγραφα ο ένας στον άλλον και μ’ αυτό υποτίθεται κάναμε υπεράσπιση απέναντι σε κατηγορίες δικογραφίας 20.000 σελίδων επαναλαμβάνω που και εδώ πέρα δεν έχουμε που να την απλώσουμε τρεις εβδομάδες μετά την έναρξη της δίκης και τα μπερδεύουμε τα χαρτιά και δεν έχουμε τρόπο να κάνουμε τη δουλειά μας και κάπως έτσι φτάσαμε εδώ πέρα.

Και φτάνει η 30 Δεκεμβρίου και τότε πλέον υποβάλλεται η μήνυση και υποβάλλεται κατά παντός υπευθύνου, αφού και το βούλευμα ακόμα ανέμενα και την ημέρα που εκδόθηκε και δεν είχε καμία διάταξη σχετική με το άρθρο 38 και με τα καταγγελλόμενα και υπεβλήθη έγκληση. Για την έγκληση από εδώ και πέρα σας είπα τι έγινε.

Όλα αυτά, λοιπόν, τα λέμε -και για να επανέλθω εν πάση περιπτώσει στο θέμα και να κλείσω την αγόρευσή μου αυτή- τα λέμε στα πλαίσια του ότι αφ’ ενός μεν το αίτημα της αφαίρεσης των προανακριτικών και ανακριτικών τροπολογιών από το σώμα της δικογραφίας παραμένει και είναι ισχυρό νομίζω και δεν κάμπτεται ούτε από το άρθρο 173, ούτε από κάποια άλλη διάταξη.

Θα μπορούσαν όμως και οι ενστάσεις ως τέτοιες, μάλλον ως ενστάσεις νοούμενες και οι άλλες δηλώσεις και επισημάνσεις επί όλων των θεμάτων της προδικασίας που έγιναν, να εξεταστούν και ως ενστάσεις υπό το πρίσμα της ερμηνευτικής εκδοχής του άρθρου 7, του Ν.2928/2001 για τον τρόπο που προβλέπει περάτωση της ανάκρισης κατά τα επιχειρήματα τα οποία εξέθεσα πριν.

Σε κάθε περίπτωση, δεν στερούνται αξίας οι επισημάνσεις και οι δηλώσεις αυτές. Και θα ήθελα να πω και τούτο, ότι η αξία τους δεν έγκειται στο ότι καθιστούμε προνομιακή τη προδικασία έναντι της κυρίας διαδικασίας και δικονομικά δεν μπορεί να είναι προνομιακή η προδικασία.

Εδώ έχουμε την αρχή της αμεσότητας και είναι σαφές ότι δεν είναι δυνατόν να προνομοποιηθεί η προδικασία σε βάρος της αμεσότητας. Και όταν θα έρθει η ώρα, εφ’ όσον οι ενστάσεις αυτές απορριφθούν, να τεθούν τα ζητήματα κατά τη δικονομική τάξη που προείπαμε, τότε όλα αυτά τα θέματα θα τεθούν και θα αποδειχθούν οι ισχυρισμοί και τα πάντα.

Τέλος θα ήθελα να πω επειδή έγινε λόγος, βέβαια λείπει ο κ. Δημακόπουλος από εδώ για την περίπτωση Ανδρουλιδάκη, να διευκρινίσω απλώς το εξής. Δεν είναι ακριβές ότι είπαμε, ότι θα κάνουμε αντιρρήσεις και τις πήραμε πίσω. Θεωρήσαμε δεοντολογική μας υποχρέωση να ενημερώσουμε το Δικαστήριο, τους παράγοντες της δίκης και ιδίως τους δικηγόρους που εκπροσωπούν την Πολιτική του Αγωγή, ότι εμείς προτιθέμεθα να κάνουμε αυτή την ένσταση.

Ξέρετε, δεν μας αρέσει να αιφνιδιάζουμε, θέλουμε να έχει υπόψη το Δικαστήριο αυτά που κάνουμε και βεβαίως θέλουμε να είναι παρόντες οι συνάδελφοι της πολιτικής αγωγής και προετοιμασμένοι. Από εκεί και πέρα εξουσιοδοτούμε το Δικαστήριό σας όποια στιγμή θέλει να τεθεί προς συζήτηση αυτό το θέμα, είτε τώρα, είτε στην ώρα που θα εξεταστεί η υπόθεση, όποτε θέλετε μπορεί να γίνει. Ευχαριστώ πολύ.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ας τελειώσουμε πρώτα μ’ αυτή.

κ. ΠΑΡΑΣΚΕΥΟΠΟΥΛΟΣ: Κύριε Πρόεδρε, μόνο δυο λόγια.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Όχι πολλά τώρα. Φαντάζομαι ότι τόσα πολλά που έχουμε πει γι’ αυτό το θέμα ?

κ. ΠΑΡΑΣΚΕΥΟΠΟΥΛΟΣ: Κύριε Πρόεδρε, δυο λόγια μόνο.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Αν νομίζετε, ότι δεν έγινε κατανοητό αυτό που είπατε, πέστε, τι να σας πω, δεν μπορώ να σας αφαιρέσω το λόγο. Αλλά και εσείς να έχετε μία κατανόηση, ότι απευθύνεστε σε νοήμονες ανθρώπους, που καταλαβαίνουν αυτά που λέτε τουλάχιστον. Αν έχουν την ίδια ή όχι άποψη, θα το δούμε στο τέλος, αλλά να καταλάβουμε είναι.

κ. ΠΑΡΑΣΚΕΥΟΠΟΥΛΟΣ: Είναι πιστεύω τουλάχιστον συμπληρωματικά κάτι που θα βοηθήσει. Αν δεν είναι κάτι που θα βοηθήσει και επειδή ετέθη –θα σας πω για ποιο λόγο, αλλιώς δεν θα έλεγα τίποτε- ετέθη θέμα αξιοπιστίας ή αναξιοπιστίας ή εν πάση περιπτώσει ουσιαστικών γεγονότων κατά την προανάκριση από τον αξιότιμο και εκλεκτό συνάδελφο κ. Αναγνωστόπουλο.

Λοιπόν, παρ’ ότι είναι απών, είναι όμως γραμμένο στα «ΠΟΙΝΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ› αυτό το οποίο είπε, αλλά το είπε με άλλα. Είπε τα εξής: Είναι σε σχολιασμό της υπ’ αριθμ. 2 αποφάσεως της Ολομελείας του Αρείου Πάγου, «ΠΟΙΝΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ› ΜΘ’ κλπ. Λέει ο κ. Αναγνωστόπουλος:

«Στην αστυνομική προανάκριση εγκαταλείπεται μεν η επιλήψιμη πρακτική της μαρτυροποίησης των κατηγορουμένων, παρατηρείται όμως το παράδοξο φαινόμενο η πλειονότητα των απολογουμένων να «παραιτούνται› ρητώς από τα προβλεπόμενα στα άρθρα 100 και επόμενα Κ.Π.Δ. θεμελιώδη δικαιώματά τους, όπως η λήψη αντιγράφων από τη δικογραφία, η επικοινωνία και η παράσταση με συνήγορο.

Η αξιοπερίεργη αυτή προθυμία των κατηγορουμένων να παραιτούνται από τα δικαιώματά τους αφού ενημερωθούν, υποτίθεται περί αυτών από τους ενεργούντες την προανάκριση, εμβάλλει τη σοβαρή υποψία ότι τα βεβαιούμενα στο έντυπο τμήμα της εκθέσεως απολογίας περί εξηγήσεως στον κατηγορούμενο των δικαιωμάτων του, δεν αποδίδουν πάντοτε την πραγματικότητα›.

Και κλείνω με το εξής, θα ενθυμήστε αξιότιμοι κ. Δικασταί, κύριε Πρόεδρε, ότι όταν βγήκε αυτός ο τότε νεαρός νόμος, ο κ. Δημόπουλος, Εισαγγελέας τότε του Αρείου Πάγου, εγνωμοδότησε προς όλους τους Εισαγγελείς, για να λάβουν υπόψη τους αυτή τη διάταξη, λέγοντάς τους ότι, έντυπες προανακριτικές καταθέσεις στις οποίες θα υπάρχει αυτή η φράσις που θα λεει ότι, γνωστοποιήσαμε τα δικαιώματα στους κατηγορουμένους δεν θα ισχύουν και τις θεωρούμε άκυρες.

Υπάρχει γνωμοδότηση του κ. Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου τότε Δημόπουλου. Μ’ αυτά δεν θέλω να κουράσω περαιτέρω, γιατί σας ανέπτυξε ο κ. Μυλωνάς πιστεύω, τα όσα είχε να σας πει γύρω από το θέμα των ακυροτήτων.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Έχετε το λόγο εσείς.

Π.ΡΟΥΜΕΛΙΩΤΗΣ: Δυο πράγματα ήθελα να πω σε σχέση με κάποια επιχειρήματα.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Είχατε αναφερθεί θυμάμαι στον κ. Σταμούλη περισσότερο.

Π.ΡΟΥΜΕΛΙΩΤΗΣ: Είχα αναφερθεί στον κ. Σταμούλη και είχα αναφερθεί σε κάποια συγκεκριμένα πράγματα, σε σχέση με την ακυρότητα των πράξεων για τις πραγματογνωμοσύνες. Θα ήθελα εδώ να σας πω το εξής: Ελέχθη τόσο από πλευράς του Τακτικού κ. Εισαγγελέως κ. Λάμπρου, όσο και από πλευράς πολιτικής αγωγής, ότι δε είναι δυνατή η τοποθέτησή μας αυτή τη στιγμή στο θέμα της ακυρότητος αυτών τα οποία προβάλουμε, ενόψει του γεγονότος ότι υπάρχει ένα αμετάκλητο βούλευμα το οποίο έχει απορρίψει τις απόψεις μας αυτές.

Έχω την εντύπωση ότι από καμία διάταξη του Κ.Π.Δ. δεν απαγορεύεται το γεγονός, του να φέρουμε σήμερα εκ νέου αυτές τις απόψεις μας, περί ακυρότητος ενώπιον του Δικαστηρίου σας. Και γίνομαι σαφής γιατί το λεω αυτό: Το άρθρο 173 του Κ.Π.Δ. το οποίο μιλάει για την πρόταση της ακυρότητος, τόσο της σχετικής ακυρότητος, όσο και της απόλυτης ακυρότητος, λεει ότι εάν η σχετική ακυρότητα ή η απόλυτη ακυρότητα, αναφέρεται στη πράξη της προδικασίας, πρέπει να προταθεί ως το τέλος της.

Η άποψη του ομιλούντος είναι ότι πρέπει να προταθεί. Δεν σημαίνει ότι κρίνεται κατά τη διάρκεια της προδικασίας, ούτε από το βούλευμα, ούτε από οτιδήποτε άλλο. Εκείνο το οποίο ορίζει ο νομοθέτης, κατά την άποψή μου στο 173, είναι ότι δεν μπορούμε να τις προβάλουμε αυτές τις ακυρότητες σήμερα, εάν και εφόσον δεν τις είχαμε προβάλει κατά το στάδιο μέχρι το πέρας της προδικασίας.

Έχω λοιπόν την άποψη, δεν άκουσα βέβαια ούτε από τον κ. Εισαγγελέα τον κ. Λάμπρου, ούτε από την πλευρά της Πολιτικής Αγωγής. Αναφέρθηκε νομίζω ο κ. Αναγνωστόπουλος και ο κ. Κατσαντώνης, αν θυμάμαι καλά, κανείς όμως δεν μας είπε, ποια είναι η διάταξη εκείνη η οποία μας στερεί εμάς το δικαίωμα, μετά την έκδοση αμετάκλητου βουλεύματος, να έρθουμε στο Δικαστήριό σας το οποίο κρίνει τα πάντα και να προβάλουμε αυτές τις ενστάσεις.

Δεν θα είχαμε τη δυνατότητα να προβάλουμε αυτές τις ενστάσεις, αν κάποιος από μας, σ’ αυτό το χρονικό διάστημα μέχρι το τέλος της προδικασίας, δεν τις είχε προτείνει. Πράγματι τότε θα ήταν ανέφικτη οποιαδήποτε προβολή των ενστάσεων αυτών. Αυτό λεει ο νόμος. Ο νόμος δεν ορίζει ότι επειδή υπάρχει ένα βούλευμα και έχει αποφανθεί το βούλευμα αυτό, θα πρέπει να μην μπορούμε να τις προβάλουμε.

Πολύ μάλιστα περισσότερο που το βούλευμα αυτό, όπως καταλαβαίνετε ήταν αμετάκλητο και δεν υπάρχει καμία διάταξη από τον Κ.Π.Δ. τουλάχιστον κατά την άποψή μου, η οποία να μη μας δίδει το δικαίωμα, να προβάλουμε αυτά σε σας, λαμβανομένου υπόψη ότι μόνο κάποια τυχόν προδικαστικά ζητήματα είναι εκείνα τα οποία κρίνονται αμετακλήτως με κάποιο βούλευμα, τίποτα παραπάνω.

Έχω την άποψη λοιπόν ότι θα ήταν και άστοχο, όχι μόνο από απόψεως εφαρμογής της συγκεκριμένης ποινικής διάταξης, αλλά θα ήταν και άστοχο εάν δεχθείτε αυτή την άποψη του κυρίου Τακτικού Εισαγγελέως, όπως και της πολιτικής αγωγής κάποιων συνηγόρων, οι οποίοι την υπερασπίστηκαν θα έλεγα πάρα πολύ χαλαρά, θα ήταν και από πλευράς δικαιικού συστήματος. Δηλαδή ότι γίνεται στη προδικασία, δεν μπορεί να έρθει σε σας να κριθεί αν αυτό ήταν σωστό, από τη στιγμή που οι κατηγορούμενοι ήρθαν και το προέβαλαν στη συγκεκριμένη στιγμή την οποία θα έπρεπε;

Έχω λοιπόν την άποψη, ότι δεν μπορεί να ισχύσει αυτή η διάταξη και θα πρέπει να αποφανθείτε εσείς ως κυριαρχικό Δικαστήριο, σε σχέση με τις απόψεις αυτές των ακυροτήτων οι οποίες προβλήθηκαν ενώπιόν σας.

Ένα δεύτερο και τελευταίο σημείο το οποίο ήθελα να πω είναι το εξής: Είπε ο Αναπληρωματικός κ. Εισαγγελεύς ο κ. Μαρκής, ότι ξέρετε δεν ισχύουν οι διατάξεις περί γνωστοποιήσεως των πραγματογνωμόνων, λαμβανομένου υπόψη ότι εδώ δεν έχουμε πραγματογνώμονες, αλλά έχουμε εργαστηριακές πραγματογνωμοσύνες, οι οποίες γίνονται δυνάμει νόμου.

Έχω την εντύπωση ότι και εδώ αυτή είναι η άποψή μου η προσωπική, ότι είναι εσφαλμένη αυτή η άποψη. Και το εσφαλμένο της άποψης αυτής το στηρίζω στο εξής: Αν πάρετε το τρίτο κεφάλαιο του συγκεκριμένου του δεύτερου βιβλίου, αυτό αναφέρεται και λεει, «πραγματογνώμονες και τεχνικοί σύμβουλοι›. Και με τα στοιχεία Α, λέει το λέξη, «πραγματογνώμονες›.

Από εκεί και πέρα αρχίζει και εξετάζει πότε διατάσσεται πραγματογνωμοσύνη, τον αριθμό των πραγματογνωμόνων και όλα τα σχετικά που έχουν σχέση με την πραγματογνωμοσύνη.

Λεει λοιπόν το άρθρο 184, ότι εάν η πραγματογνωμοσύνη δεν μπορεί να γίνει σε εργαστήριο που ιδρύθηκε ειδικά από το νόμο, καθώς και σε άλλες εξαιρετικές περιπτώσεις, τότε διορίζονται πραγματογνώμονες. Και αυτό είναι σωστό. Η άποψη μου συνάδει με την άποψη του κ. Εισαγγελέως. Έρχεται όμως το 192 και τοποθετεί κάποιες εξαιρέσεις. Μάλλον το χαρακτηρίζει το 192 το άρθρο ως αίτηση εξαίρεσης πραγματογνώμονα και λεει: Δικαίωμα να υποβάλουν αίτηση για εξαίρεση έχουν ο Εισαγγελέας και οι διάδικοι και μπορούν να το ασκήσουν έως ότου οι πραγματογνώμονες αρχίσουν το έργο τους.

Γι’ αυτό το λόγο, εκείνος που διόρισε τους πραγματογνώμονες, πρέπει να ανακοινώνει ταυτόχρονα τα ονοματεπώνυμά τους στον Εισαγγελέα και στους διαδίκους, εκτός εάν αυτό είναι αδύνατο ή συντρέχει περίπτωση του άρθρου 197.

Το 192 όμως αναφέρεται σε όλους τους πραγματογνώμονες. Είτε η πραγματογνωμοσύνη αυτή γίνεται από εργαστήριο, είτε γίνεται από πραγματογνώμονες, εάν και εφόσον δεν υπάρχει εργαστήριο. Η αίτηση εξαίρεσης, η δυνατότητα του να έχουν λόγο οι συγκεκριμένοι κατηγορούμενοι επάνω στο θέμα αυτό, στους διορισθέντες πραγματογνώμονες, δεν έχει καμία διαφοροποίηση. Δεν λεει πουθενά ότι ξέρετε, αυτό γίνεται μόνο στους διορισθέντες πραγματογνώμονες και όχι όταν ως πραγματογνώμονας έχει διοριστεί το συγκεκριμένο εργαστήριο, της Διεύθυνσης Αστυνομίας Πόλεων το οποίο έχει οριστεί με νόμο.

Έχω λοιπόν την άποψη ότι και στη συγκεκριμένη περίπτωση που πράγματι ορίστηκε συγκεκριμένο εργαστήριο για να κάνει τις πραγματογνωμοσύνες αυτές, το οποίο ορίστηκε βάση νόμου, έχω την άποψη ότι και σ’ αυτή τη περίπτωση θα έπρεπε να τύχει εφαρμογής η διάταξις περί γνωστοποιήσεως του εργαστηρίου αυτού και των ατόμων τα οποία θα διενεργούσαν αυτή την συγκεκριμένη προανάκριση, για να είναι ορθές και νόμιμες οι πραγματογνωμοσύνες αυτές για τις οποίες μιλάμε. Ως εκ τούτου, ζητάω την ακύρωσή της, με βάση όσα είπα στην πρώτη φορά της συζήτησής μου.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Μάλιστα. Κύριε Σταμούλη εσείς.

Ι.ΣΤΑΜΟΥΛΗΣ: Τέθηκε από της πλευράς της υπερασπίσεως ότι με παραγγελία του κ. Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών υπό ημερομηνία 18 Ιουλίου 2002, η υπόθεση αυτή που δικάζεται παρεπέμφθη στην τακτική ανάκριση. Το θέμα είναι ότι κατ’ άρθρο 245 παρ. 1β του Κ.Π.Δ. ορίζεται ότι, α) η προανάκριση είναι συνοπτική και τελειώνει, β) με παραγγελία του Εισαγγελέως στον Ανακριτή. Το ερώτημα είναι, αν μετά την παραπομπή του Εισαγγελέως της υποθέσεως στον Ανακριτή, εάν νομιμοποιούνται οι προανακριτικές αρχές, οι ειδικοί προανακριτικοί υπάλληλοι να διεξαγάγουν προανάκριση.

Στην έκφραση που σας διατύπωσα, υπάρχουν τα εξής παράδοξα. Είπαμε 18 Ιουλίου η υπόθεση παρεπέμφθη στην ανάκριση και θα δείτε από την δικογραφία ότι στις 20 Ιουλίου ώρα 21:30, 2 ημέρες δηλαδή μετά την παραπομπή της υποθέσεως στην ανάκριση, καλείται και εξετάζεται προανακριτικώς, λαμβάνετε απολογίας του εκ των κατηγορουμένων Κωνσταντίνου Καρατσώλη. Στο τέλος αυτής της εκθέσεως η ληφθείσα απολογία φαίνεται ότι περατώθηκε την 9:30 ώρα της επομένης, 21ης Ιουλίου του 2002. Δηλαδή αρχίσαμε στις 9:30 το απόγευμα της 20ης του μηνός, όταν η υπόθεση έχει παει στην ανάκριση και συνεχίζεται η λήψη της απολογίας επί 12ωρο.

¶λλη έκθεση. 21ης Ιουλίου του 2002, επίσης καλείται σε συμπληρωματική απολογία ο κατηγορούμενος Καρατσώλης ώρα 11:50. Στις 25 Ιουλίου 2002, συντάσσεται κατά την αστυνομική προανάκριση έκθεση απολογίας του εκ των κατηγορουμένων Παύλου Σερίφη. Σημειώνω την ημερομηνία αυτή είναι 25 Ιουλίου 2002, 9:05 το πρωί, ο ίδιος κατηγορούμενος οδηγείται στην κυρία Ανακρίτρια την ιδία η μέρα στις 25/7 ενώπιον της κυρίας Βούρη, 4ης Ανακρίτριας και του χορηγείται προθεσμία απολογίας για την 26η/7/2002 ημέρα Παρασκευή και ώρα 16:00.

Και αντί να παει στις 4 το απόγευμα της 26ης Ιουλίου, προσάγεται ενώπιόν της στις 25 Ιουλίου και ώρα 23:15 τα μεσάνυχτα, παρόντος του Εισαγγελέως κ. Κολλιούση και δηλεί ότι δεν επιθυμεί τον διορισμό συνηγόρων και αντικλήτου και του απαγγέλλεται κατηγορία, της οποίας απολογείται.

Θα ήθελα να διερωτηθώ κύριε Πρόεδρε και κύριοι Δικασταί, ο ψόγος που διετυπώθη δια χειλέων του κ. Εισαγγελέως του κ. Λάμπρου, ότι με όσα ισχυρίζονται οι κατηγορούμενοι συκοφαντείται η πολιτεία, επιτρέψτε μου να διερωτηθεί ο έχων την τιμή να σας ομιλεί, ποια είναι η συκοφαντία; Όταν έχουμε μια ρητή διάταξη στη δικονομία που λεει, η υπόθεση πήγε στην ανάκριση, αν πήγε στην ανάκριση η αστυνομική προανάκριση έχει σταματήσει, έχει περαιωθεί. Είναι συνεπώς σύμφωνη με την νομιμότητα η συμπεριφορά των πολιτειακών οργάνων κυρίως των αστυνομικών οργάνων, που συνεχίζουν την προανάκριση ενώ αυτή είναι ρητώς απηγορευμένη μετά την παραπομπή της υποθέσεως;

Εάν λοιπόν έχουμε ακυρότητα εκ του λόγου τούτου, διότι κάτι που απαγορεύεται να γίνει, συνεπάγεται ακυρότητα, όταν αυτό ανάγεται εις τα δικαιώματα του κατηγορουμένου. Αυτή η ένσταση είχε προβληθεί κατά τη διάρκεια της προδικασίας, πριν καταστεί αμετάκλητη η παραπομπή μας και όπως πολύ σωστά επεσημάνθη από τον κ. Ρουμελιώτη, δεν έχει διάταξη στην δικονομία που να καθιστά απαράδεκτη την επανάληψη της εγκαίρως προταθείσης ακυρώσεως.

Αντιθέτως, το άρθρο 171 παρ. 1, στην αρχική του διάταξη ορίζει ότι, απόλυτη ακυρότητα η οποία λαμβάνεται υπόψη κατά παν στάδιο της δίκης μέχρι και του Αρείου Πάγου, συνεπάγεται, μεταξύ των άλλων και ακυρότης η οποία βάλλει κατά των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου.

Συνεπώς, εάν έχει προταθεί διαρκούσης της προδικασίας συγκεκριμένη ακυρότητα λαβούσα χώρα κατά τη διάρκεια της προδικασίας, εφόσον αυτή εμπίπτει εις το άρθρο 171 παρ. 1δ, μπορεί να επαναληφθεί και ενώπιον του Αρείου Πάγου. Κατά μείζονα λόγο ενώπιον του Δικαστηρίου σας, το οποίο θα κρίνει, εάν και κατά πόσο εδώ νομίμως έλαβε χώρα η λήψη απολογιών εκ μέρους των κατηγορουμένων υπό τις συνθήκες που ακούσατε, μετά την παραπομπή της υποθέσεως και εφόσον θεωρήσετε ότι το άρθρο 245 παρ. 1β έχει ως συνέπεια την ακυρότητα αυτών των πράξεων που έλαβαν χώρα κατά την προδικασία, θα πρέπει αναγκαίως κύριε Πρόεδρε και κύριοι Εφέται, να δούμε και το άρθρο 175 του Κ.Π.Δ., το οποίο μας λεει ότι, η ακυρότητα μιας πράξεως καθιστά άκυρες και τις εξηρτημένες από αυτήν μεταγενέστερες πράξεις της ποινικής διαδικασίας.

Τούτο σημαίνει ότι, εφόσον το Δικαστήριό σας, εφαρμόζοντας την διάταξη του άρθρου 245 παρ. 1 επί της οποίας δεν είχα την τιμή να ακούσω αντίλογο, ούτε εκ μέρους των κ.κ. Εισαγγελέων, ούτε εκ μέρους των συναδέλφων της πολιτικής αγωγής, δεν ελέχθη τίποτα επ’ αυτού του ισχυρισμού, πώς δηλαδή εδικαιολογείτο η συνέχισις της προανακρίσεως, όταν η υπόθεσις από της 18 Ιουλίου έχει παει στην τακτική ανάκριση.

Εάν συνεπώς το Δικαστήριό σας εφαρμόζοντας την διάταξη του 245 κηρύξει ακύρους όλες αυτές τις πράξεις της προδικασίας και εν συνεχεία την κλήση εις απολογία, ή μάλλον την προσαγωγή προς απολογία του κατηγορουμένου κ. Παύλου Σερίφη, ο οποίος ενώ έχει λάβει προθεσμία για την 26η, προσάγεται τα μεσάνυχτα της 25ης, ορθώς βεβαίως επεσημάνθη από τον αξιότιμο συνάδελφο της Πολιτικής Αγωγής, ότι δεν απαγορεύεται και τις μεταμεσονύχτιες ώρες να γίνονται ανακριτικές πράξεις και βεβαίως, σημειώθηκε, διότι προσωπικώς οφείλω να σας δηλώσω και υμείς θα το έχετε βεβαίως υπόψη σας, οφείλω να σας το δηλώσω με μια πείρα μισού αιώνος ασκήσεως δικηγορίας, ότι ποτέ δεν κλήθηκε κατηγορούμενος στην τακτική ανάκριση να απολογηθεί, κατά τας μετασονυχτίους ώρας.

Και μάλιστα να κινητοποιείται η Ανακρίτρια, ο κ. Εισαγγελεύς, η Γραμματεύς, η φρουρά του Δικαστηρίου, για να προσαχθεί εκείνος που έπρεπε να απολογηθεί, την επομένη στις 4 το απόγευμα. Αντιλαμβάνεστε εδώ, ότι αυτά τα ασυνήθη φαινόμενα που παρατηρήθησαν και από πλευράς προανακρίσεως, δυστυχώς όμως και από πλευράς τακτικής ανακρίσεως ενώπιον της Ανακρίτριας, νομίζω ότι δεν περιποιούν τιμήν εις το ανακριτικό μας σύστημα και αυτές οι επισημάνσεις μη θεωρηθεί ότι αποτελούν συκοφαντίες της πολιτείας, όπως με την αποστροφή του ο κ. Εισαγγελεύς υπαινίχθηκε.

Νομίζω λοιπόν ότι εδώ έχουμε ένα κεφαλαιώδες θέμα. Ακυρότης αυτών των πράξεων της προδικασίας, αναμφισβήτητη, αποδεδειγμένη πλήρως εκ των εγγράφων, με συνέπεια και την ακυρότητα των επακολουθησασών πράξεων, διότι οι επακολουθήσασες πράξεις είναι η έκδοση των ενταλμάτων προσωρινής κρατήσεως, εις βάρος και των τριών εντολέων, όταν ακύρως εκλήθησαν να απολογηθούν, από όργανο το οποίο δεν είχε δικαίωμα να λάβει τις απολογίες του.

Αυτά επισημαίνονται εις την Ανακρίτρια. Και ζητείται να αφαιρεθούν από την δικογραφία που διεβιβάσθη αυτές οι παρανόμως ληφθείσες πράξεις, καταθέσεις και απολογίες και η Ανακρίτρια αρνείται να δεχθεί. Πρέπει να σημειώσω επίσης, ότι από της 23ης Ιουλίου με την απόφαση της Ολομέλειας, είχε πάψει η κα Ανακρίτρια να ασκεί καθήκοντα Ανακριτού.

Συνεπώς η έκδοση εντάλματος προσωρινών κρατήσεων σε βάρος των τριών κατηγορουμένων είναι εντελώς μα εντελώς ανεπίτρεπτη και συνεπώς συνεπάγεται ακυρότητα και επί της ακυρότητος αυτής πάει αληθής δε ακυρότης και των επομένων πράξεων μέχρι και της παραπομπής των κατηγορουμένων εις το ακροατήριο.

Βεβαίως δεν είναι μόνο οι καταθέσεις των τριών εντολέων μου. Θα δείτε ότι υπάρχει μία σειρά καταθέσεων και διερωτώμαι με ποιο δικαίωμα παραδείγματος χάρη ελήφθη στις 19 Ιουλίου, την επομένη της 18ης που η υπόθεση έχει πάει στην ανάκριση στις 03.00 το πρωί προανακριτική κατάθεση, απολογία μάλλον του συγκατηγορουμένου μας κ. Γιωτόπουλου.

Πώς είναι δυνατόν και πώς εννοείται στις 25 Ιουλίου του 2002 απολογία του συγκατηγορουμένου μας κ. Πατρόκλου Τσελέντη. Στις 27 Ιουλίου του 2002 απολογία του συγκατηγορουμένου μας κ. Νικολάου Παπαναστασίου. Στις 27 επίσης Ιουλίου δεύτερη συμπληρωματική απολογία του συγκατηγορουμένου μας κ. Σάββα Ξηρού. Στις 20 Ιουλίου επίσης μετά την παραπομπή της υποθέσεως στην ανάκριση απολογία του συγκατηγορουμένου μας κ. Σάββα Ξηρού. Στις 23 Ιουλίου απολογία του συγκατηγορουμένου μας κ. Κωνσταντίνου Τέλιου.

Κοιτάξτε, έχουμε μία σαφή παραβίαση ρητής διατάξεως της δικονομίας η οποία συνεπάγεται την ακυρότητα περί της οποίας είχα την τιμή να σας ομιλήσω.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Πράγματι πολύ σημαντικά αν τα σκεφτούμε. Εσείς. Για ποιον;

ΣΥΝΗΓΟΡΟΣ: Για τον κ. Γεωργιάδη κ. Πρόεδρε.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Έχει μιλήσει κάποιος νομίζω για τον κ. Γεωργιάδη. Έχει μιλήσει ο συνάδελφός μου ο κ. Παπαστεργίου. Δύο φράσεις κ. Πρόεδρε. Δεν θα απασχολήσω το Δικαστήριό σας.

Κύριε Πρόεδρε, κύριοι Δικαστές να μου επιτρέψετε να εκφράσω την πεποίθησή μου ότι το γεγονός ότι κανένας από τους κατηγορουμένους δεν άσκησε τα προβλεπόμενα από το νόμο δικαιώματα κατά το στάδιο της προανακρίσεως, δεν μπορεί να παραμείνει και για το Δικαστήριό σας στο επίπεδο των εντυπώσεων όπως παρέμεινε όσον αφορά την υπεράσπιση της Πολιτικής Αγωγής.

Δεν μπορεί δηλαδή να αποτελέσει απλώς μία παράξενη, ένα ασυνήθιστο γεγονός γιατί είναι ένα γεγονός που έχει πράγματι ουσιαστική σημασία και το οποίο θα ασκήσει ουσιώδη επιρροή στην εκδίκαση της συγκεκριμένης υποθέσεως. Δεν μπορεί επίσης να παραγραφεί από το Δικαστήριό σας το γεγονός της καθ’ όλα επιλήψιμης μαρτυριοποίησης των κατηγορουμένων και ενδεικτικά αναφέρομαι όσον αφορά τον εντολέα μου τον κ. Γεωργιάδη στην έκθεση ένορκης εξέτασης μάρτυρα την οποία δίνει στις 04.20 την πρωινή ώρα της 17ης Ιουλίου του 2002 στην οποία η πρώτη ερώτηση η οποία του απευθύνεται ως μάρτυρα εξεταζομένου είναι «ποια η σχέση σου με την Οργάνωση της 17Ν;›.

Είναι ζητήματα κ. Πρόεδρε και κ. Δικαστές τα οποία φρονώ ότι το Δικαστήριό σας δεν μπορεί να παραβλέψει και δεν παραβλέπει επιτρέψτε μου να πω ούτε το βούλευμα με το οποίο παραπέμπονται ενώπιόν σας οι κατηγορούμενοι. Βεβαίως κρίνει το Συμβούλιο Εφετών ότι τηρήθηκαν οι διατυπώσεις και οι διαδικασίες οι προβλεπόμενες κατά την διάρκεια της προδικασίας, αφού δηλαδή γνωστοποιήθηκαν τα δικαιώματά τους των κατηγορουμένων όπως προκύπτει από τις καταθέσεις τους, από τις απολογίες τους σε αυτούς από τους αρμόδιους προανακριτικούς υπαλλήλους.

Φαίνεται όμως ότι περισσότερο από το Συμβούλιο Εφετών προβλημάτισε η νομιμότητα ή μη, η τήρηση ή μη της νομιμότητας της διαδικασίας τον κ. Εισαγγελέα ο οποίος στην εισαγγελική του πρόταση και συγκεκριμένα στο 9ο φύλλο 2η σελίδα κ. Πρόεδρε αναφέρει επί λέξει τα εξής εισάγοντα στην κατηγορία και αναφερόμενος στα στοιχεία της δικογραφίας έγγραφα και άλλα.

«Από τις απολογίες όλων των κατηγορουμένων και ειδικότερα αυτές ενώπιον της Ανακρίτριας του 4ου Τακτικού Τμήματος Πλημμελειοδικών και του Ειδικού Ανακριτή Εφέτη και από τις προανακριτικές ΜΟΝΟΝ – η λέξη «μόνον› είναι με κεφαλαία γράμματα – όσων το περιεχόμενο επιβεβαιώνεται στις απολογίες ενώπιον των άνω Ανακριτών όπως αναφέρονται και στα οικεία των κατηγορουμένων κεφάλαια›.

Τι εννοεί, ποιο γεγονός προβληματίζει τον αξιότιμο κ. Εισαγγελέα ο οποίος αναγκάζεται στην πρότασή του να δεχθεί ως νόμιμες τις προανακριτικές καταθέσεις «ΜΟΝΟΝ› – με κεφαλαία γράμματα – επισημαίνοντας αυτών το περιεχόμενο των οποίων συμφωνεί με τις ανακριτικές καταθέσεις; Είναι αυτό ή δεν είναι έκφραση όχι μόνο προβληματισμού αλλά και διαπίστωση ότι κάποιες από αυτές τις καταθέσεις δεν πληρούν τους όρους που θέτει η δικονομία και η νομιμότητα κ. Πρόεδρε και κ. Δικαστές χωρίς να αναφέρεται σε αυτές.

Κύριε Πρόεδρε, κύριοι Δικαστές δεν θα απασχολήσω άλλο. Υπήρξε εξαντλητική επιχειρηματολογία από πλευράς των συναδέλφων μου. Υπάρχει θέμα ουσιαστικό όσον αφορά την τήρηση της νομιμότητας της προδικασίας και νομίζω ότι το Δικαστήριό σας θα κάνει το παν και πάση θυσία δεν θα αποφύγει το ζήτημα αυτό διότι πράγματι υπάρχει ο κίνδυνος κ. Πρόεδρε όποια κι αν είναι η απόφασή σας κατά την διαδικασία και την εξέταση επί της ουσίας της υποθέσεως, η απόφαση την οποία θα εκδώσετε χωρίς προηγούμενο έλεγχο και εξέταση της νομιμότητας κατά την προδικασία, να είναι τουλάχιστον ακροσφαλής. Ευχαριστώ. Ακροσφαλής είναι νομική έκφραση κ. Πρόεδρε παλαιά ακροσφαλής, να μην έχει την ασφάλεια εκείνη την οποία πρέπει, ευρέα δηλαδή, ακροσφαλής.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Δεν την είχα ξανακούσει. Ήδη τα έχετε πει.

Β. ΠΑΠΑΣΤΕΡΓΙΟΥ: Θα δευτερολογήσω κ. Πρόεδρε.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Λίγα λόγια. Δεν δευτερολογούμε. Απλώς απαντάμε σε αυτά που μας είπανε οι από κει.

Β. ΠΑΠΑΣΤΕΡΓΙΟΥ: Απαντάμε, βεβαίως. Εκπροσωπώ τον κ. Γεωργιάδη και όπως έχει ήδη τεθεί ενώπιόν σας ο κ. Γεωργιάδης έχει την ιδιομορφία να έχει μία μαρτυρική κατάθεση. Ειπώθηκε εκ του κ. Αναπληρωτή Εισαγγελέα ότι βεβαίως είναι και το αναγνωρίζω ότι είναι πάρα πολύ σημαντικό αλλά και της Πολιτικής Αγωγής ότι πράγματι ο κ. Γεωργιάδης κατά την εξέτασή του ως μάρτυρας μαρτυριοποιήθηκε.

Δηλαδή πράγματι είχαν εγερθεί κατά τον χρόνο κατά τον οποίο εξετάστηκε εκείνες οι υπόνοιες που καθιστούσαν δεδομένο ότι θα αποδιδόταν πράγματι η κατηγορία. Κατά την έννοια αυτή κακώς εξετάστηκε. Είναι δεδομένο. Πλην όμως όπως ανέφερε στην αγόρευσή του ο κ. Αναπληρωτής Εισαγγελέας επιβεβαίωσε την κατάθεσή του αυτή ενώπιον της Ανακρίτριας και κατά την έννοια αυτή ορθώς θα πρέπει να μείνει μέσα στην δικογραφία η μαρτυρική του αυτή κατάθεση.

Ας μου επιτραπεί να διαφωνήσω με την άποψη αυτή για τον εξής λόγο. Πρώτον, ο κ. Γεωργιάδης ενώπιον της Ανακρίτριας αναφέρει την εξής ακριβώς έκφραση «αναφέρομαι στην προανακριτική μου κατάθεση ως μάρτυρα και ως κατηγορούμενου›. Κάνει λοιπόν μία αναφορά. Το ερώτημα είναι, αυτή η αναφορά σημαίνει επιβεβαίωση και δεν θα το έκανα, δεν θα επιχειρηματολογούσα έπ’ αυτού κ. Πρόεδρε, εάν δεν υπήρχαν πράγματι ορατές διαφορές ανάμεσα στην κατάθεσή του ενώπιον της Ανακρίτριας και στην μαρτυρική του κατάθεση. Συγκεκριμένα δηλαδή, για ένα τμήμα του κατηγορητηρίου ο κατηγορούμενος Γεωργιάδης ενώπιον της Ανακρίτριας άλλα λέει στην Τακτική Ανακρίτρια και άλλα λέει στην μαρτυρική του κατάθεση.

Πώς λοιπόν μπορούμε να πούμε ότι υπάρχει επιβεβαίωση στην περίπτωση αυτή την στιγμή που ακόμα και από το λεκτικό της κατάθεσής του ενώπιον της Ανακρίτριας δεν μιλάει περί επιβεβαίωσης. Μιλάει περί αναφοράς. Οι δε διαφορές είναι σημαντικές. Θα ήθελα να μην αναφερθώ στις καταθέσεις όμως για πρόδηλους λόγους.

Ωστόσο σε δύο τουλάχιστον ουσιαστικά σημεία αρνείται ουσιαστικά, ανασκευάζει δηλαδή ισχυρισμούς που τους έχει αναφέρει κατά την μαρτυρική του κατάθεση. Εκτός των άλλων όμως κατά την δική μου γνώμη τουλάχιστον από την ανάγνωση του 31 παρ. 2 δεν προκύπτει ότι ακόμα και η ίδια η επιβεβαίωση και αν ακόμα θεωρούσαμε ότι υπήρχε τέτοια ενώπιον της Ανακρίτριας της μαρτυρικής του κατάθεσης, νομιμοποιεί την μαρτυρική του κατάθεση και αίρει την διάταξη του άρθρου 31 παρ. 2 σύμφωνα με την οποία είναι άκυρη η κατάθεση αυτή και θα πρέπει να αφαιρεθεί και να μείνει στο αρχείο της Εισαγγελίας.

Δεν βλέπω δηλαδή γιατί θα πρέπει έστω κι αν υπήρχε η επιβεβαίωση της κατάθεσης αυτής, να μην ισχύσει η διάταξη του άρθρου 31 παρ. 2, η οποία είναι σαφής και δεν προβλέπει καμία εξαίρεση. Δεν προβλέπει δηλαδή την εξαίρεση ότι αν μεταγενεστέρως ο εξεταζόμενος επιβεβαιώσει την κατάθεσή του, μπορεί η κατάθεση αυτή παρόλα αυτά να παραμείνει στην δικογραφία και να μην τεθεί στο αρχείο.

Επομένως θεωρώ ότι υπάρχει ένα ζήτημα ευθείας εφαρμογής του άρθρου 31 παρ. 2 του Κ.Π.Δ. και σε κάθε περίπτωση η μαρτυρική κατάθεση του κατηγορουμένου Γεωργιάδη θα πρέπει να αφαιρεθεί από την δικογραφία και να τεθεί στο αρχείο.

Το ίδιο δε ισχύει να σπεύσω να πω και για την κατάθεση του κατηγορουμένου Βασίλη Ξηρού. Την επικαλούμαι ακριβώς επειδή καταθέτει περιστατικά τα οποία ενοχοποιούν τον εντολέα μου κατ’ αυτή την έννοια κατά το άρθρο 211α νομιμοποιούμε, θεωρώ ότι αντλώ δικαίωμα προκειμένου να επικαλεστώ σε αυτήν διότι και η δική του η μαρτυρική κατάθεση αναφέρει περιστατικά τα οποία ενοχοποιούν τον εντολέα μου.

Να πω κιόλας κάτι εδώ, παρότι δεν θα ήθελα να επεκταθώ σε ουσιώδη ζητήματα διότι καλύπτομαι από την τοποθέτηση του αξιότιμου κ. Αναπληρωτή Εισαγγελέα ότι είναι ουσιαστικά τα ζητήματα αυτά και θέλω όπως τεθούνε κατά την διάρκεια της αποδεικτικής διαδικασίας. Μένω σε αυτό και βάσει ακριβώς και της διάταξης του άρθρου 171 σύμφωνα με το οποίο οι απόλυτες ακυρότητες προβάλλονται σε κάθε στάδιο της διαδικασίας, θεωρώ ότι μπορώ να επανέλθω και στην συνέχεια και κατά την εξέταση των μαρτύρων κατά την εκδίκαση της υπόθεσης για να προβάλλω τους ισχυρισμούς μου.

Ένα πράγμα όμως να πω για την εξέταση του κ. Βασίλη Ξηρού. Το λέω επειδή μου έκανε πάρα πολύ μεγάλη εντύπωση εμένα. Η μαρτυρική του κατάθεση κ. Πρόεδρε και η εξέτασή του ως κατηγορουμένου είναι 24 σελίδες κειμένου λέξη προς λέξη, αντιγραφή είναι η απολογία του ως κατηγορουμένου της μαρτυρικής του κατάθεσης.

Θέτω το ερώτημα στο Δικαστήριό σας και στους συναδέλφους της Πολιτικής Αγωγής που θεωρούν ότι τα πάντα κατά την προανάκριση έγιναν κατά τον επιβεβλημένο τρόπο. Υπάρχει κανείς που από την κοινή εμπειρία, από τη μέση αντίληψη την οποία έχει και μέσα από την επαγγελματική του ενασχόληση με την δικηγορία, έχει καμία αμφιβολία ότι εδώ δεν πρόκειται περί απολογίας, δεν πρόκειται περί εξέτασης κατηγορουμένου αλλά πρόκειται περί υποβολής ουσιαστικά της κατάθεσης του κατηγορουμένου Βασίλη Ξηρού; Θεωρώ ότι σε αυτό το ερώτημα δεν μπορεί παρά να υπάρξει αρνητική απάντηση. Ευχαριστώ.

Προτεινόμενα για εσάς



Δημοφιλή