Ανεπίσημα πρακτικά δίκης 17Ν (12/05/2003) Μέρος 2/4

Δευτέρα, 12 Μαΐου 2003 19:01
A- A A+

¶ρχισε να μου κάνει ερωτήσεις χτυπώντας.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Δυο λεπτά τώρα, είμαστε στους δυο αστυφύλακες, πριν σας κλείσουν τα μάτια. Τους γνωρίζετε ποιοι είναι;

Ν.ΝΙΚΟΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Ο ένας που τον είδα εγώ έτσι, ήταν ψηλός 1.80.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Παχύς, αδύνατος; Είδατε το πρόσωπό του;

Ν.ΝΙΚΟΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Το είδα το πρόσωπό του.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Πώς ήταν, περιγράψτε τον.

Ν.ΝΙΚΟΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Ήταν ένα, παχουλό έτσι στενόμακρο πρόσωπο. Δεν έδωσα μεγάλη σημασία γιατί λέω αστυφύλακας είναι.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Τα μάτια του;

Ν.ΝΙΚΟΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Δεν τα είδα τα μάτια του.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Φορούσε πηλίκιο;

Ν.ΝΙΚΟΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Ναι φορούσε πηλίκιο.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ο άλλος πώς ήταν, περιγράψτε τον.

Ν.ΝΙΚΟΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Ο άλλος εκείνη τη στιγμή δεν μπορούσα να τον περιγράψω, γιατί καθόταν σε απόσταση, εκείνη την ώρα δεν τον είδα στο πρόσωπο.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Προχωράμε λοιπόν σας δέσανε τα μάτια και πού σας πήγανε;

Ν.ΝΙΚΟΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Μα πριν πω πού με πήγαν, πρέπει να πω τι πέρασα μέσα σ’ εκείνο το αυτοκίνητο.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ότι μπορείτε πείτε το.

Ν.ΝΙΚΟΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Αφού μετά τις απειλές και τις ερωτήσεις, τι ώρα πάει ο νυχτοφύλακας, τι ώρα πάει το συνεργείο καθαρισμού, αν ξέρω τον αριθμό του συναγερμού, οι κλωτσιές και οι μπουνιές που έφαγα κάτω στο δάπεδο, δεν μπορώ να τις περιγράψω. Δεν τους έβλεπα κύριε Πρόεδρε μέσα στο αυτοκίνητο. Ρωτάω για το αυτοκίνητό μου, τι θα γίνει; Και μου λένε, μη στενοχωριέσαι για το αυτοκίνητό σου, θα το φέρουμε στο μαγαζί εμείς και θα το πάρεις από εκεί.

Πώς να πάρω εγώ το αυτοκίνητο εκείνη τη στιγμή που εγώ μετά ήμουν σε αθλία κατάσταση; Με ρωτούσαν, τους λέω, δεν ξέρω νούμερα, κλειδιά δεν έχω, τα έχει η τάδε κοπέλα, γιατί χειρίζεται τα χρήματα του χρηματοκιβωτίου το νούμερο. Και μου λένε, «μη στενοχωριέσαι όταν θα φθάσουμε εκεί κάτω, θα πάρεις τηλέφωνο να μας πουν το νούμερο αφού εσύ δεν το ξέρεις›. Αλλά αυτοί πιστεύω ότι ήσαν σίγουροι, εγώ ξέρω τα πάντα. Ξέρανε ότι δεν έχω τηλέφωνο στο σπίτι μου.

Στη διαδρομή πριν ξεκινήσουμε η πόρτα δεν έκλεινε καλά, και φοβήθηκαν μήπως πέσω κάτω εγώ, επειδή ήμουν στο δάπεδο κάτω. Του λέει, προχώρα του οδηγού, μπήκαμε δυο μέσα, ένας ήταν ο οδηγός και ο τέταρτος πρέπει να πήρε το αυτοκίνητό μου γιατί στη συνέχεια θα σας πω, το αυτοκίνητο βρέθηκε κάπου αλλού μετά.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Τι έγινε μετά;

Ν.ΝΙΚΟΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Έφαγα τις κλωτσιές και τις μπουνιές. Κάνουμε μια στάση, παίρνουμε τον άλλον που είχε αφήσει το αυτοκίνητο και φθάνουμε στο μαγαζί.

Στο πίσω μέρος του καταστήματος είναι ένας δρόμος προς την Σεβαστουπόλεως, έχει ρολό με δυο λουκέτα, και σταματάνε το αυτοκίνητο ακριβώς στο ρολό, δηλαδή δεν βγαίνει, δεν αφήσανε περιθώριο καθόλου, ακριβώς στο ρολό.

Εκείνη την ώρα μου βγάζει την κουκούλα, τους έχω δείξει ποια είναι τα κλειδιά, ανοίγουν τα κλειδιά μπαίνουμε μέσα, κάτι πάω να πω εγώ, και μου λέει: «εάν καλέσεις σε βοήθεια θα σε εκτελέσω›. Πριν ξεκινήσουμε μέσα βέβαια, συνεννοούνται μεταξύ τους, να πάει ένας να δει μπροστά από την Κηφισίας αν μπήκαν τα παιδιά του συνεργείου να κάνουν την καθαριότητα και αν το βενζινάδικο είναι ανοιχτό, γιατί είναι δίπλα – δίπλα. Επιστρέφει από την Κηφισίας και του λέει μπήκαν 3, 4 μέσα. Επειδή ξέρανε τι ώρα πάει το συνεργείο και εμείς λίγο πολύ πρέπει να είχαμε καθυστερήσει στην διαδρομή, γι’ αυτό είχε μπει και το συνεργείο πριν πάμε εμείς. Και μου λέει: «εάν καλέσεις σε βοήθεια› - επειδή ήξερε ότι ήταν μέσα το συνεργείο «εάν καλέσεις σε βοήθεια θα σε εκτελέσω›. Και για να μην μιλήσω από εκεί και πέρα εγώ, μου κλείσανε και το στόμα. Όπως ήμουν πίσω με τα χέρια, ο ένας από εδώ, ο άλλος από εκεί.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Με τι σας κλείσανε το στόμα;

Ν.ΝΙΚΟΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Κάτι τσιρότο ήταν, κάτι τέτοιο. Ένας από εδώ, ο άλλος από εκεί και ο αστυφύλακας με το πιστόλι στον κρόταφο, εδώ δεξιά.

Την ώρα που προχωρήσαμε ευθεία, είναι μια ευθεία πριν ανέβουμε τις σκάλες, ο ένας από τους δυο αστυνομικούς, πάει μπροστά να ελέγξει ,γιατί πιστεύω ότι αυτός ήξερε πού είναι το χρηματοκιβώτιο του λογιστηρίου.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Εσείς βλέπατε εν τω μεταξύ;

Ν.ΝΙΚΟΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Εγώ έβλεπα τότε, αφού μου είχαν βγάλει την κουκούλα. Προχωρούμε φθάνουμε στην σκάλα που κάνει τη στροφή, είναι πέντε σκαλοπάτια περίπου και μας γνέφει με το χέρι του, δεν υπάρχει κανένας, προχωρείτε. Προχωρήσαμε, ανεβαίνουμε στο λογιστήριο επάνω, μου λέει εάν η πόρτα του λογιστηρίου έχει συναγερμό, λέω δεν έχει. Το νούμερο. Είπα το νούμερο, διότι δεν γινόταν διαφορετικά πλέον. Λέω το νούμερο ανοίγει, φοράει γάντια ο ένας από τους αστυφύλακες, πάει ανοίγει το χρηματοκιβώτιο, ότι σακουλάκια είχε μέσα, με τα χρήματα που μας τα είχαν φέρει οι ταμίες επάνω, βρίσκουν 2 χαρτοκιβώτια εκεί δίπλα, τα ρίχνουν μέσα. Τώρα βέβαια κάποια στιγμή καθυστερούσε να τα βάλει και πετάγεται αυτός με τα πολιτικά ο τρίτος και λέει: «τελείωνε Μιχάλη› για να συντομεύει να φύγουμε.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ποιος το είπε το «τέλειωνε Μιχάλη›;

Ν.ΝΙΚΟΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Ένας από τους τρεις, όχι ο αστυνομικός, ο άλλος, «τέλειωνε Μιχάλη›.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Δηλαδή 3 ήσαν όλοι – όλοι;

Ν.ΝΙΚΟΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: 3 που ανέβηκαν επάνω.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Σε ποιον το είπε αυτό;

Ν.ΝΙΚΟΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Σ’ αυτόν που έπαιρνε τα χρήματα.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ψηλός, κοντός, πώς ήταν είπαμε;

Ν.ΝΙΚΟΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Ήταν γύρω στο 1.80.

Πήρανε τα χρήματα, μετά ξαναγυρίσαμε πάλι προς τα κάτω, να κάνουμε την επιστροφή και την ώρα που φθάνουμε προς την έξοδο, βγάζουν τα χρήματα από τα δυο χαρτοκιβώτια και τα βάζουν σε ένα σακ βουαγιάζ. Και πετάγεται ο αστυφύλακας ο ψηλός που με είχε πιάσει με το πιστόλι μου λέει «γύρνα προς τα εκεί› να γυρίσω απέναντι να μην τους δω που θα φύγουν. Γυρνάω προς τα εκεί, βάζει το χέρι του επάνω και μου λέει «κάτσε κάτω›. Κάθομαι κάτω και δεν έφθαναν όλα τα άλλα, βρίσκει ένα βαρέλι ξύλινο από φέτα, γύρω στους 70 πόντους ύψος είναι αυτά τα βαρέλια, έχουν 20 κιλά απόβαρο, όπως ήμουν καθισμένος μου το φόρεσε στο κεφάλι και μου λέει: «τώρα κάνε ότι καταλαβαίνεις, ότι θέλεις›, κάτι τέτοιο είπε και φύγανε.

Κατεβάσανε λίγο το ρολό προς τα κάτω μέχρι εκεί και εγώ να προσπαθήσω να φύγω τώρα μόνος μου. Αφού έγινε μια προσπάθεια κυλώντας στο δάπεδο με το βαρέλι στο κεφάλι που φθάνει μέχρι εδώ, με τα νερά, με τα χαρτιά, με την αρμύρα όλη της φέτας και με τους πόνους στο γοφό και τα πλευρά που είχα φάει τις κλωτσιές, κάποια στιγμή βγαίνω. Δεμένος τα χέρια πάντα πίσω, γιατί δεν μου λύσανε τα χέρια για να βγω, αυτά είναι πολυτέλειες. Μετά από κάποιο διάστημα, δέκα λεπτών με τις στροφές που έκανα, βρέθηκα κοντά στην σκάλα γύρω – γύρω για να βγω από το βαρέλι. Βγαίνω από το βαρέλι και επειδή ήξερα ότι τα παιδιά επάνω του συνεργείου δεν είχαν τελειώσει ακόμα, ανεβαίνω τις σκάλες δεμένος πίσω όπως ήμουν, πάω στα παιδιά τους λέω, παιδιά ληστεία.

Τα παιδιά ξαφνιάστηκαν, «ληστεία πού, πότε›; Επειδή είχαν και έναν επόπτη, επιστάτη που τους επιστατούσε, παίρνουν τηλέφωνο το 100 παίρνει το άλλο το παιδί ένα μαχαίρι κόβει το σχοινί πίσω από τα χέρια, μου δώσανε μια πορτοκαλάδα εκείνη την ώρα, ήρθε το 100. Πλακώσανε όλοι οι αστυνομικοί, πήραμε το 166 και πήγαμε το ΚΑΤ για τις πρώτες βοήθειες.

Θέλω να συμπληρώσω, ότι όταν είπα ότι ο ένας από τους δυο ανέβηκε τη σκάλα, ήξερε πού πήγαινε. Διότι είχε έρθει πριν δυο μέρες, τρεις μέρες, ακριβώς δεν θυμάμαι, πάντως παραμονές Χριστουγέννων, είχε έρθει να ζητήσει τον Διευθυντή του Καταστήματος για να του πουλήσει χρυσαφικά. Και συναντηθήκαμε. Λέω, τι θέλεις εσύ; Μου λέει, εσύ είσαι ο διευθυντής; Λέω ναι εγώ. Μου λέει, έχω χρυσαφικά. Σε παρακαλώ του λέω πήγαινε, εγώ δεν έχω λεφτά για να αγοράζω χρυσαφικά.

Ήταν αυτός ο οποίος ανέβηκε την σκάλα που τον είδα απέναντί μου, ήταν ο δεύτερος αστυφύλακας, ήταν αυτός που έπαιρνε τα χρήματα από το χρηματοκιβώτιο.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Τώρα πείτε μου εάν απ’ όλους αυτούς αναγνωρίζετε κανέναν.

Ν.ΝΙΚΟΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Αναγνωρίζω δυο. Ο ένας ο αστυφύλακας που με σταμάτησε, ο ψηλός είναι ο Χριστόδουλος. Και ο δεύτερος είναι ο Σάββας Ξηρός.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Είστε βέβαιος γι’ αυτούς;

Ν.ΝΙΚΟΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Είμαι βέβαιος.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Είναι αυτός ο ένας που μου περιγράψατε. Περιγράψτε και τον άλλον. Ποιον μου περιγράψατε προηγουμένως;

Ν. ΝΙΚΟΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Ο αστυφύλακας που με σταμάτησε με το πιστόλι που μου είχε πάντα στον κρόταφο, είναι ο Χριστόδουλος.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Περιγράψτε και τον άλλον.

Ν. ΝΙΚΟΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Ο άλλος, φαίνονταν τα μαλλιά του, ανάστημα περίπου το ίδιο, ήταν πιο αδύνατος.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Σας μένει καμιά αμφιβολία ότι ήταν αυτοί;

Ν. ΝΙΚΟΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Δεν έχω αμφιβολίες, διότι τον Χριστόδουλο, την ώρα που είχε το όπλο στον κρόταφο, με το μάτι μου κάποια στιγμή, τον «έκοψα› πιο καλά στο πρόσωπο.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: ¶λλον είδατε κανέναν εκεί; Είδατε κι έναν τρίτο λέτε.

Ν. ΝΙΚΟΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Δεν τον είδα στο πρόσωπο, δεν είδα άλλο πρόσωπο.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ήταν κοντός, ψηλός ο άλλος;

Ν. ΝΙΚΟΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Πρέπει να ήταν κοντός.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Δεν μπορείτε όμως να τον περιγράψετε ούτε να πείτε ποιος ήταν.

Ν. ΝΙΚΟΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Δεν είδα, ούτε και τον οδηγό τον είδα.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ασκήθηκε κάποια βία επάνω σας έτσι; Η βία αυτή ήταν οι κλωτσιές πρώτα απ’ όλα, οι απειλές, εντάξει...

Ν. ΝΙΚΟΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Απειλές σε βαθμό που να με σκοτώσουν εμένα με βενζίνη, δεν είναι λίγο πράγμα....

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Επίσης σας έβαλαν και το βαρέλι. Θέλω να μου πείτε τώρα, μήπως ήταν αναγκαία αυτή η βία ή δεν ήταν; Να γίνει η ληστεία να πάρουν τα χρήματα ήθελαν αυτοί. Όταν κάνει κανένας ληστεία βέβαια δεν την κάνει «καλημέρα σας, σας παρακαλώ....› όπως μιλώ εγώ εδώ πέρα στους κατηγορουμένους και σε όλο τον κόσμο, στους μάρτυρες, με πληθυντικούς κτλ., δε νομίζω ότι γίνονται έτσι οι ληστείες. Κι εγώ αν έκανα καμία ληστεία θα ήμουν λίγο πιο ζόρικος.

Ν. ΝΙΚΟΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Εγώ δεν τη δικαιολογώ τη βία, διότι ένα ζώο αδέσποτο να βρεις, δε θα του φερθείς έτσι.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Συμφωνώ. Όταν κάνουμε μια ληστεία θέλω να πω, δεν την κάνουμε ποτέ με ευγένειες. «Κύριε ταμία μου, σας παρακαλώ μου δίνετε τα λεφτά;› «Σε σκότωσα!› κτλ.

Ν. ΝΙΚΟΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Έχουν γίνει ληστείες και με ευγένεια και με τριαντάφυλλα και με όλα...

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ο ληστής με το γαρύφαλλο....

Ν. ΝΙΚΟΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Ο Βερνάρδος με τις γλαδιόλες... Το βαρέλι τί χρειαζόταν κ. Πρόεδρε;

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Αυτό ρωτώ. Χρειαζόταν;

Ν. ΝΙΚΟΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Όχι, είχε τελειώσει ο σκοπός τους.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ήταν υπερεκχειλίζουσα θέλετε να πείτε βία. Εφόσον είχαν τελειώσει. Αλλά πώς θα σας κρατούσαν σε ένα μέρος να μη φύγετε εσείς;

Ν. ΝΙΚΟΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Έτσι κι αλλιώς ήμουν δεμένος. Να φύγω να πάω πού;

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ήξεραν όμως ότι υπάρχει και κάποιο προσωπικό μέσα. Φαντάζομαι αυτό θα το είχαν αντιληφθεί κι αυτοί. Σου λέει ότι «αν αυτός περπατήσει και πάει εκεί πέρα, άσε να τον καθυστερήσουμε λίγο μέχρι να διαφύγουμε εμείς›. Μήπως το βαρέλι το έβαλαν γι αυτό;

Ν. ΝΙΚΟΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Το δικαιολογούμε; Εγώ δεν το δικαιολογώ.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Δε λέω ότι το δικαιολογώ, λέω ιδιαίτερη σκληρότητα αν είναι αυτή που θέλει ο νόμος.

Ν. ΝΙΚΟΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Ιδιαίτερη σκληρότητα και απάνθρωπη συμπεριφορά. Ούτε πολιτικός είμαι, ούτε τίποτα δεν είμαι. Είμαι ένας απλός εργαζόμενος. Μπορούσε να πάρει τα χρήματα, δε μ’ ενδιαφέρει με ποιον τρόπο, αλλά όχι να σκοτώσει εμένα.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Αν δεν σας φοβέριζε λίγο, θα τα δίνατε εσείς; Εάν δηλαδή σταματούσαν εκεί πέρα και σας έλεγαν «καλημέρα, είμαστε ληστές και σκοπεύουμε να πάρουμε τα λεφτά του ΜΑΡΙΝΟΠΟΥΛΟΥ. Σε παρακαλούμε πολύ δώστα μας γιατί θα έχεις κακά ξεμπερδέματα›. Αν σας έλεγαν μόνο έτσι θα τα δίνατε;

Ν. ΝΙΚΟΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Μπορεί να τα δίναμε. Τόσες ληστείες έχουν γίνει και στους ταμίες λέμε ότι αν θα έρθει κάποιος και σου πει «τα λεφτά ή σε σκοτώνω› χωρίς να κάνει βία, θα του πουν «πάρτε τα›. Μπροστά στη ζωή του ανθρώπου....

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Μήπως εσείς θα λέγατε με τις ευγένειες ότι «εγώ δεν έχω τίποτα, ούτε ξέρω τίποτα›; Ξέρετε από ψυχολογικό πόλεμο στο στρατό; Πρώτα τον φοβίζουμε τον εχθρό και μετά του κάνουμε επίθεση. Λοιπόν, εσάς σας φόβισαν.

Ν. ΝΙΚΟΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Και με φόβισαν και με χτύπησαν.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Δεν έχετε καμία αμφιβολία γι αυτούς;

Ν. ΝΙΚΟΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Δεν έχω.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ξέρετε πόσα χρόνια έχουν περάσει από τότε;

Ν. ΝΙΚΟΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Δέκα επτά κι όταν το πρωτοείδα το κουβέντιασα με τη γυναίκα μου, αμέσως μου ήρθε η εικόνα μπροστά.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Μόλις τους είδατε πού; Στην τηλεόραση;

Ν. ΝΙΚΟΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Στην τηλεόραση και στις εφημερίδες.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Οπότε δεν έχετε λέτε αμφιβολία καμία.

Ν. ΝΙΚΟΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Δεν έχω. Για τους άλλους δεν ξέρω, μπορεί να ήταν και πέντε....

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Στον ανακριτή που πήγατε τους αναγνωρίσατε αυτούς;

Ν. ΝΙΚΟΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Βέβαια.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Με βεβαιότητα είχατε πει;

Ν. ΝΙΚΟΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Με βεβαιότητα και για τους δύο.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ή είχατε πει «πιστεύω› για κάποιον απ’ τους δύο;

Ν. ΝΙΚΟΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Το πιστεύω το δικό μου είναι «πιστεύω›.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Είναι κατά τη θρησκευτική πίστη, όταν λέμε πιστεύω στο Θεό είναι 100% δηλαδή, αλλά όχι για τους μάρτυρες ότι τους αναγνωρίζω, για το Θεό...

ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Κύριε μάρτυς, σας είδα και προηγουμένως ότι βουρκώσατε σχεδόν. Καλώς αντελήφθην; Γιατί;

Ν. ΝΙΚΟΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Γιατί μου έρχονται στη μνήμη ορισμένα πράγματα τα οποία δεν θέλω όχι μόνο σε κάποιον άλλον να συμβούν, πόσο μάλλον όταν συνέβησαν σε μένα.

ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Το ρωτώ αυτό για το θέμα της ιδιαίτερης σκληρότητας, γι αυτό το ρώτησα.

Ν. ΝΙΚΟΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Και όπου το λέω –αποφεύγω να το λέω-, έτσι βουρκώνω.

ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Είπατε προηγουμένως «δεμένο πισθάγκωνα› και αφού προηγουμένως σας είχαν χτυπήσει στο σώμα, σας έβαλαν πάνω απ’ το κεφάλι ένα βαρέλι ξύλινο από φέτα.

Ν. ΝΙΚΟΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Μάλιστα, το οποίο είχε μέσα και υγρά από τη φέτα...

ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Έχετε ακούσει αυτό που λέμε κλειστοφοβία;

Ν. ΝΙΚΟΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Έχω ακούσει.

ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Ένα πρόσωπο που θα είχε τέτοιο πρόβλημα, μικρό ή μεγάλο, τί λέτε, θα άντεχε μια τέτοια δοκιμασία;

Ν. ΝΙΚΟΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Μπορεί να μην άντεχε.

ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Αυτό που λέμε «έλλειψη οξυγόνου›, τί λέτε, είχατε οξυγόνο εσείς, αυτό που χρειάζεται ένας άνθρωπος;

Ν. ΝΙΚΟΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Για πολύ χρόνο δεν υπήρχε οξυγόνο.

ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Ομιλώ για την ιδιαίτερη σκληρότητα. Αυτό έγινε μετά την επιτυχία του σχεδίου. Είχε δηλαδή αποπερατωθεί η ληστεία και ο σκοπός είχε επιτευχθεί. Μπορούσαν να σας βάλουν στο στόμα τσιρότο, να σας ξαναδέσουν και να σας πάρουν μαζί τους πακέτο; Μπορούσαν, δεν το έκαναν όμως. Μπορούσαν μετά το δέσιμο αυτό που είπα προηγουμένως και τη φίμωση με τσιρότο να σας δέσουν σε κάποιο σημείο του σούπερ μάρκετ και να σας εγκαταλείψουν εκεί;

Ν. ΝΙΚΟΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Πολλά μπορούσαν.

ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Αυτοί έκαναν αυτό είπαμε με το βαρέλι. Κυρίως εκεί είναι η ιδιαίτερη σκληρότητα κατά την κατηγορία βεβαίως. Δεν χρειάζεται να σας επαναλάβω ότι είστε βέβαιος για τα δύο αυτά πρόσωπα.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Έτσι λέει. Λοιπόν, ερωτήσεις από έδρας.

Ν. ΖΑΪΡΗΣ: Είπατε ότι το άτομο που σας επισκέφθηκε την προηγούμενη μέρα της ληστείας για να σας πωλήσει χρυσαφικά, είναι μεταξύ των δύο ατόμων που κατονομάσατε;

Ν. ΝΙΚΟΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Πρέπει να είναι ο Σάββας.

Ν. ΖΑΪΡΗΣ: Γιατί δεν το λέτε στην κατάθεση στον ανακριτή, λέτε ότι «πιστεύω ότι είναι το νεαρότερο από τα δύο άτομα›.

Ν. ΝΙΚΟΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Ναι, η ηλικία πρέπει να ήταν γύρω στα 25.

Ν. ΖΑΪΡΗΣ: Κι εσείς βγάλατε απ’ όσους είδατε ότι ο νεαρότερος από τους δύο είναι ο Σάββας.

Ν. ΝΙΚΟΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Ναι, αυτός ο οποίος ήξερε και το δρόμο που είναι το λογιστήριο, ήταν μπροστά μας και μας έκανε να προχωρήσουμε....

Β. ΜΑΡΚΗΣ: Είπατε ότι υπολογίζετε ότι εκτός απ’ αυτούς που ήταν μέσα στο αυτοκίνητο που σας μετέφερε, πρέπει να υπήρχε και κάποιος άλλος συνεργάτης που μετέφερε το αυτοκίνητό σας.

Ν. ΝΙΚΟΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Όχι υπολογίζω, υπήρχε διότι το αυτοκίνητό μου βρέθηκε....

Β. ΜΑΡΚΗΣ: Θέλω ακριβώς να μου πείτε πού είχατε αφήσει το αυτοκίνητό σας,.

Ν. ΝΙΚΟΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Το είχα αφήσει ακριβώς τη στιγμή που με έπιασαν, το πήρε ο τέταρτος ή πέμπτος –ο τέταρτος σίγουρα για μένα- και το μετέφερε στο Χαλάνδρι και το βρήκαμε μετά από τρεις μέρες στην οδό Ψαρρών και όταν πήγαμε εκεί να το πάρουμε, διότι πέρασε κάποιος γνωστός από κει και το είδε, μας είπε η κυρία από ένα χαμηλό σπίτι εκεί, ότι «αυτό το αυτοκίνητο είναι δυο-τρεις μέρες εδώ πέρα, την Τετάρτη στις 23 του μηνός το άφησε ένας αστυνομικός›. Το άφησε αστυνομικός το αυτοκίνητο εκεί.

Β. ΜΑΡΚΗΣ: Πόση ώρα διήρκεσε η μεταφορά σας από το σημείο που σας απάγουν όπως λέτε και σας βάζουν στο αυτοκίνητο το κλειστό μέχρι που σας μετέφεραν στο σούπερ μάρκετ, στις εγκαταστάσεις;

Ν. ΝΙΚΟΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Μισή ώρα, 35 λεπτά.

Β. ΜΑΡΚΗΣ: Πώς σας μετέφεραν; Για περιγράψτε μας τη θέση σας μέσα στο αυτοκίνητο.

Ν. ΝΙΚΟΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Στο δάπεδο κάτω με τα χέρια δεμένος, με κλεισμένα μάτια, πρόσωπο, δεν ξέρω τί ήταν αυτό, μια κουκούλα...

Β. ΜΑΡΚΗΣ: Μπορείτε να θυμηθείτε αυτή τη λεπτομέρεια, στο δάπεδο ήσαστε μπρούμυτα ή ανάσκελα που λένε στην καθομιλουμένη;

Ν. ΝΙΚΟΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Μπρούμυτα πρέπει να ήμουν, διότι οι κλωτσιές έπεφταν στο δεξιό πλευρό.

Β. ΜΑΡΚΗΣ: Μπρούμυτα λοιπόν και κατά τη διάρκεια της διαδρομής, έπεφταν κλωτσιές.

Ν. ΝΙΚΟΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Κλωτσιές, φρεναρίσματα, ήταν πολύ βιαστικοί διότι πιστεύω ότι είχαμε λίγο καθυστερήσει για να μην προλάβουμε τα παιδιά που θα έμπαιναν μέσα στο συνεργείο και αυτός ήταν ο σκοπός.

Β. ΜΑΡΚΗΣ: Για να δούμε ένα διαφορετικό σενάριο: Σας παίρνουν, σας κουκουλώνουν, σας βάζουν στο αυτοκίνητο, δεν σας αγγίζουν καθόλου, σας απειλούν, σας μεταφέρουν εκεί και με το πιστόλι στον κρόταφο σας λένε: «Δώσε μου τον αριθμό›. Τί υπολογίζετε, θα είχατε αντέξει; Θα είχατε αντισταθεί, θα είχατε πει «όχι δεν σας τον δίνω, πυροβολήστε με›; Έχετε δηλαδή τέτοια ηρωική διάθεση;

Ν. ΝΙΚΟΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Όχι, ούτε πιστεύω ότι έχω και κανένας δεν πρέπει να έχει τέτοια ηρωική διάθεση διότι θα πήγαινα σαν το σκυλί στ’ αμπέλι που λένε, αλλά και οι κατευθύνσεις που έχουμε, σε αυτές τις περιπτώσεις είναι η ζωή πρώτα απ’ όλα και μετά όλα τ’ άλλα.

Β. ΜΑΡΚΗΣ: Παρατήρησα ότι χρησιμοποιήσατε μια φράση την οποία σημείωσα, ότι «μου φέρθηκαν χειρότερα από ζώο›. Αυτό είναι που σας στεναχώρησε, σας προβλημάτισε σ’ αυτή την ιστορία ή το γεγονός ότι πήραν τα χρήματα από τον εργοδότη σας;

Ν. ΝΙΚΟΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Το ότι μου φέρθηκαν σαν ζώο.

Β. ΜΑΡΚΗΣ: Δε θέλω τίποτε άλλο κ. Πρόεδρε.

κ. ΠΑΠΑΗΛΙΟΥ: Υπήρχε πιθανότητα να μην μπορέσετε να βγείτε από το βαρέλι;

Ν. ΝΙΚΟΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Δε μπορώ να πω ότι δεν υπήρχε πιθανότητα.

κ. ΠΑΠΑΗΛΙΟΥ: Είπατε ότι σας ερχόταν μέχρι πού το βαρέλι;

Ν. ΝΙΚΟΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Το βαρέλι είναι 70 πόντους.

κ. ΠΑΠΑΗΛΙΟΥ: Μέχρι τη μέση σας ερχόταν;

Ν. ΝΙΚΟΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: 70 πόντους.

κ. ΠΑΠΑΗΛΙΟΥ: Μέχρι τη μέση περίπου. Στην ερώτηση που σας κάνω εγώ τί απαντάτε;

Ν. ΝΙΚΟΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Κάποια στιγμή θα έβγαινα. Πιστεύω ότι θα έβγαινα. Δεν πιστεύω ότι 38-39 χρονών που ήμουν τότε να μη μπορώ να βγω.

κ. ΠΑΠΑΗΛΙΟΥ: Μα είπατε προηγουμένως ότι είχατε δεμένα τα χέρια. Αυτό είναι σημαντικό. Είναι σίγουρο ότι θα βγαίνατε; Αυτό σας ρωτώ.

Ν. ΝΙΚΟΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Είναι σίγουρο ότι θα έβγαινα. Εγώ θα έβγαινα, το λέω, δε μπορώ να πω ότι δεν θα έβγαινα.

κ. ΠΑΠΑΗΛΙΟΥ: Πόσα λεπτά προσπαθήσατε για να βγείτε, μπορείτε να το προσδιορίσετε;

Ν. ΝΙΚΟΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Πάνω από 10 λεπτά, διότι με άφησαν κοντά στην πόρτα, μέχρι να φτάσω κοντά στη σκάλα διότι πήγαινα προς τα εκεί, για μένα ο χρόνος φαινόταν μεγάλος μέχρι να βγω, μου φαινόταν πολύ μεγάλος.

κ. ΠΑΠΑΗΛΙΟΥ: Είναι και θέμα ψυχραιμίας όμως. Εάν ένας πάθει σοκ;

Ν. ΝΙΚΟΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Δε θα ήταν εδώ σήμερα.

κ. ΧΙΔΑΡΗΣ: Να ξεκινήσω κι εγώ από το βαρέλι. Πόσα κιλά ήταν το βαρέλι αυτό άδειο;

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Είπε γύρω στα 20.

κ. ΧΙΔΑΡΗΣ: Εσείς όταν σας έβαλαν στο βαρέλι, είχατε πληγές; Είπατε προηγουμένως ότι σας χτύπησαν μέσα στο αυτοκίνητο. Είχατε πληγές

Ν. ΝΙΚΟΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Είχα εκδορές, με από όλα αυτά, υπέφερα.

κ. ΧΙΔΑΡΗΣ: Στο βαρέλι τί νιώσατε κ. μάρτυς, μπορείτε να μας πείτε;

Ν. ΝΙΚΟΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Ήμουν έτοιμος να πνιγώ.

κ. ΧΙΔΑΡΗΣ: Φοβηθήκατε κύριε μάρτυς;

Ν. ΝΙΚΟΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Φοβήθηκα πάρα πολύ γι αυτό και έκανα υπεράνθρωπη προσπάθεια για να βγω.

κ. ΧΙΔΑΡΗΣ: Τί φοβηθήκατε κ. μάρτυς;

Ν. ΝΙΚΟΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Αυτά που είπα και προηγουμένως. Την έλλειψη οξυγόνου....

κ. ΧΙΔΑΡΗΣ: Φοβηθήκατε για τη ζωή σας δηλαδή;

Ν. ΝΙΚΟΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Εγώ, μέχρι που μου έκοψαν τα σχοινιά, το σχοινί από πίσω, φοβόμουν για τη ζωή μου, διότι δεν ήξερα και τί ζημιές έχω πάθει με τις κλωτσιές που είχα φάει στα πλευρά.

κ. ΧΙΔΑΡΗΣ: Φεύγοντας και αφού είχε ολοκληρωθεί η ληστεία και αφού σας έβαλαν το βαρέλι μετά την ολοκλήρωση της ληστείας, ποια ήταν η συμπεριφορά τους; Ακούσατε κανέναν απ’ αυτούς να φέρει καμία αντίρρηση για το βαρέλι;

Ν. ΝΙΚΟΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Όχι. «Τώρα μπορείς να κάνεις ό,τι θέλεις›. Αυτά ακούστηκαν.

κ. ΧΙΔΑΡΗΣ: Μήπως γέλασαν, μήπως σας είπαν τίποτε άλλο;

Ν. ΝΙΚΟΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Όχι, δεν μου είπαν τίποτε άλλο

κ. ΧΙΔΑΡΗΣ: Να πάμε τώρα στη μεταφορά σας μέσα στο αυτοκίνητο. Είπατε ότι ήσαστε στο δάπεδο και σας κλώτσαγαν. Από τις κλωτσιές τί σωματικές βλάβες υποστήκατε; Εκτός από κλωτσιές σας χτύπησαν;

Ν. ΝΙΚΟΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Και με μπουνιές μπροστά και στο πρόσωπο και στην κοιλιά.

κ. ΧΙΔΑΡΗΣ: Μέσα στο βαν, είπατε προηγουμένως ότι ήταν δύο άτομα. Μπορείτε να τα προσδιορίσετε τα δύο άτομα;

Ν. ΝΙΚΟΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Το μόνο που μπορώ να πω, ότι ο ένας ήταν ο αστυφύλακας με το πιστόλι.

κ. ΧΙΔΑΡΗΣ: Ο αστυφύλακας με το πιστόλι ποιος ήταν κ. μάρτυς;

Ν. ΝΙΚΟΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Ο Χριστόδουλος Ξηρός.

κ. ΧΙΔΑΡΗΣ: Αυτός, μέσα στο βαν τί σας έκανε συγκεκριμένα, ξέρετε; Θυμάστε;

Ν. ΝΙΚΟΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Θέλετε να πείτε αν αυτός με χτυπούσε ή ο άλλος; Και οι δύο με χτυπούσαν. Με τις απειλές πρέπει να ήταν ο Χριστόδουλος.

κ. ΧΙΔΑΡΗΣ: Εκτός από αυτό σας ασκήθηκε ψυχολογική βία και πώς;

Ν. ΝΙΚΟΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Η ψυχολογική βία ήταν με τις δύο απειλές ότι «υπάρχουν άλλοι με τον ασύρματο στο σπίτι›....

κ. ΧΙΔΑΡΗΣ: Ήξεραν πού είναι το σπίτι σας;

Ν. ΝΙΚΟΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Ήξερα, αφού μου είπαν και την οδό.

κ. ΧΙΔΑΡΗΣ: Σε ποια οδό ήταν;

Ν. ΝΙΚΟΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Δεν ξέρω αν πρέπει να την πω τώρα, Ηπείρου 25 στα Βριλήσσια.

κ. ΧΙΔΑΡΗΣ: Η μία απειλή ήταν αυτή, ότι θα πήγαιναν στο σπίτι σας.

Ν. ΝΙΚΟΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Η άλλη ήταν ότι θα με έκλειναν μέσα στο αυτοκίνητό μου.....

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Κύριε συνήγορε, τα είπε σε μένα.

κ. ΧΙΔΑΡΗΣ: Θέλω να μου πείτε, η διαδρομή από το σούπερ μάρκετ στο σπίτι σας ήταν κάθε μέρα η ίδια ή διαφοροποιούσαστε στη διαδρομή;

Ν. ΝΙΚΟΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Σταθερή.

κ. ΧΙΔΑΡΗΣ: Μπορείτε να μου πείτε σε συγκεκριμένη βάση για τα δύο άτομα που αναγνωρίσατε, τον Χριστόδουλο και τον Σάββα, τί έκανε ο καθένας συγκεκριμένα, από τότε που τους βρήκατε μέχρι και το σούπερ μάρκετ; Μπορείτε να μου περιγράψετε σε πιο συγκεκριμένη βάση τη συμπεριφορά του καθενός;

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Τα είπατε σε εμάς, εκτός εάν θέλετε να τα ξαναπείτε, αν ξεχάσατε τίποτα.

κ. ΧΙΔΑΡΗΣ: Κύριε Πρόεδρε εγώ υποβάλλω ερωτήσεις κι έχω δικαίωμα να υποβάλλω ερωτήσεις. Αν είναι άσκοπες και έξω από το θέμα, μπορείτε να με διακόψετε.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Σας απαγορεύω την ερώτηση. Αν θέλετε προσφύγετε στο Δικαστήριο. Ρωτάτε την ίδια ερώτηση που ήδη απήντησε. Εκτός εάν κάτι δεν απήντησε σε μένα, ρωτήστε τον συμπληρωματικά. Αντιλαμβάνεσθε, θέλω κάποτε να τελειώσει η δίκη.

κ. ΧΙΔΑΡΗΣ: Δεν έχω άλλη ερώτηση.

Γ. ΑΓΙΟΣΤΡΑΤΙΤΗΣ: Εν αρχή να πω κι εγώ κάτι για το βαρέλι. Μπορείτε να μου πείτε τί διάσταση είχε αυτό το βαρέλι; Το ύψος του το είπατε γύρω στους 70 πόντους.

Ν. ΝΙΚΟΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Το βαρέλι παίρνει μέσα....

Γ. ΑΓΙΟΣΤΡΑΤΙΤΗΣ: 20 κιλά φέτα.

Ν. ΝΙΚΟΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Όχι, το απόβαρο 20. 20 κιλά το απόβαρο το ξύλινο μαζί και με τα υγρά μπορεί να ήταν και παραπάνω.

Γ. ΑΓΙΟΣΤΡΑΤΙΤΗΣ: Αυτό λοιπόν είναι άδειο. Τη διάστασή του μπορείτε να μου πείτε;

Ν. ΝΙΚΟΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Εγώ μπήκα μέσα. Μετρήστε εσείς τη διάμετρο...

Γ. ΑΓΙΟΣΤΡΑΤΙΤΗΣ: Εσείς ήσαστε καθισμένος απ’ ότι είπατε και σας το έβαλαν στο κεφάλι και έφερνε μέχρι τη μέση. Τη διάμετρο μπορείτε να μου την πείτε;

Ν. ΝΙΚΟΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: 70, 60 πόντους, πόσο είναι...

Γ. ΑΓΙΟΣΤΡΑΤΙΤΗΣ: Είχατε ευχέρεια κινήσεων δηλαδή εσείς ή σφήνωσε το σώμα σας μέσα σ’ αυτό το βαρέλι και δε μπορούσατε να βγείτε;

Ν. ΝΙΚΟΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Κοιτάξτε, επειδή ήταν οι αγκώνες μου έτσι, είχαν σφηνώσει.

Γ. ΑΓΙΟΣΤΡΑΤΙΤΗΣ: Παρ’ όλα αυτά μπορέσατε και βγήκατε.

Ν. ΝΙΚΟΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Δεν είπα ότι δεν βγήκα.

Γ. ΑΓΙΟΣΤΡΑΤΙΤΗΣ: Εσείς συναντάτε δύο αστυνομικούς με στολή, σας πηγαίνουν στο φορτηγάκι, σας βάζουν την κουκούλα, πηγαίνετε στο σούπερ μάρκετ κτλ. Μπορείτε να μου πείτε, επειδή σήμερα έρχεστε και αναγνωρίζετε τον Σάββα και τον Χριστόδουλο Ξηρό, μπορείτε να μου πείτε σε ποιο χρονικό σημείο απ’ όλη αυτή τη διαδρομή σας εντυπώθηκαν αυτές οι εικόνες πριν 15 χρόνια, ποια χρονική στιγμή όλης αυτής της πορείας που είχατε;

Ν. ΝΙΚΟΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Αυτό το είπα, όταν με σταμάτησε είδα το πρόσωπό του και όταν μου είχε το πιστόλι στον κρόταφο, έβλεπα....

Γ. ΑΓΙΟΣΤΡΑΤΙΤΗΣ: Όταν σας σταμάτησε, αναγνωρίσατε ποιον;

Ν. ΝΙΚΟΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Τον Χριστόδουλο.

Γ. ΑΓΙΟΣΤΡΑΤΙΤΗΣ: Σας εντυπώθηκε δηλαδή ο Χριστόδουλος.

Ν. ΝΙΚΟΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Το παρουσιαστικό του, ναι.

Γ. ΑΓΙΟΣΤΡΑΤΙΤΗΣ: Το παρουσιαστικό του; ¶λλο χαρακτηριστικό;

Ν. ΝΙΚΟΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Σωματώδης....

Γ. ΑΓΙΟΣΤΡΑΤΙΤΗΣ: Είπατε ότι είχε στενόμακρο πρόσωπο;

Ν. ΝΙΚΟΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Ναι.

Γ.ΑΓΙΟΣΤΡΑΤΙΤΗΣ: Όχι, προηγουμένως είπατε ότι έχει στενόμακρο πρόσωπο. Το επιβεβαιώνετε ότι είχε στενόμακρο πρόσωπο. Τα μάτια του τα είδατε;

Ν.ΝΙΚΟΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Δεν τα είδα τα μάτια του γιατί είχε καπέλο.

Γ.ΑΓΙΟΣΤΡΑΤΙΤΗΣ: Δεν τα είδατε τα μάτια του, μόνο ότι ήταν ένας εύσωμος άνθρωπος και είχε στενόμακρο πρόσωπο.

Ν. ΝΙΚΟΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Μάλιστα. Τα μάτια του πιστεύω, αν θέλετε να πω για τα μάτια μου ήταν μεγάλα τα μάτια του.

Γ.ΑΓΙΟΣΤΡΑΤΙΤΗΣ: Μπαίνει η κουκούλα, πάτε στο σούπερ μάρκετ, ακολουθούν όλα αυτά τα οποία μας περιγράψατε. Τον Σάββα Ξηρό πότε τον διακρίνατε, πότε τον είδατε; Και σας εντυπώθηκε αυτή η εικόνα που μετά από 15 χρόνια όταν τον είδατε στην τηλεόραση είπατε, αυτός είναι;

Ν. ΝΙΚΟΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Και σ’ αυτό έχω απαντήσει.

Γ.ΑΓΙΟΣΤΡΑΤΙΤΗΣ: Ναι τη χρονική στιγμή να μου πείτε.

Ν. ΝΙΚΟΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Όταν είπα έφυγε από δίπλα μου και πήγε μπροστά στην σκάλα και μας έκανε, ελάτε, δεν υπάρχει τίποτα.

Γ.ΑΓΙΟΣΤΡΑΤΙΤΗΣ: Δηλαδή στην διάρκεια που ήσαστε στο φορτηγάκι τον Σάββα Ξηρό δεν τον είχατε δει;

Ν. ΝΙΚΟΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Όχι. Πιστεύω ότι ήταν αυτός που πήρε το αυτοκίνητο.

Γ.ΑΓΙΟΣΤΡΑΤΙΤΗΣ: Πήγατε στο σούπερ μάρκετ και είδατε κάποιον ο οποίος έκανε έτσι το χέρι του, σας εντυπώθηκε αυτή εικόνα και είπατε ότι αυτός είναι ο Σάββας Ξηρός έτσι; Συμφωνούμε; Και είπατε επίσης ότι και την προηγούμενη ημέρα, ή δυο μέρες πριν δεν θυμάμαι, ο Σάββας Ξηρός είχε έρθει και προσπάθησε να σας πουλήσει χρυσαφικά;

Ν. ΝΙΚΟΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Ναι.

Γ. ΑΓΙΟΣΤΡΑΤΙΤΗΣ: Αυτό το καταθέσατε, ότι αυτός βρε παιδιά που με λήστεψε, είχε έρθει πριν δυο μέρες να μου πουλήσει χρυσαφικά.

Ν. ΝΙΚΟΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Όχι δεν το κατέθεσα , το κατέθεσα μετά.

Γ.ΑΓΙΟΣΤΡΑΤΙΤΗΣ: Πότε δηλαδή, μετά 15 χρόνια εννοείτε;

Ν. ΝΙΚΟΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Δεν με είχε καλέσει κανένας άλλος πιο μπροστά.

Γ.ΑΓΙΟΣΤΡΑΤΙΤΗΣ: Όχι σας είχαν καλέσει 3 φορές στην αστυνομία και καταθέσατε.

Ν. ΝΙΚΟΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Την μια φορά πήγα μόνος μου και βρήκα το αυτοκίνητό μου.

Γ.ΑΓΙΟΣΤΡΑΤΙΤΗΣ: Κύριε καταθέσατε τρεις φορές στην Αστυνομία. Και μετά δεκαπέντε χρόνια στον Ανακριτή.

Ν. ΝΙΚΟΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Δεν είχα δει καμία φωτογραφία για να πω, αυτός ήταν αυτός.

Γ.ΑΓΙΟΣΤΡΑΤΙΤΗΣ: Όχι κύριε αυτό δεν έχει σχέση με φωτογραφία. Αυτός ο οποίος σας λήστεψε και τον περιγράφετε σήμερα, λέτε ότι πριν δυο μέρες από την ληστεία είχε περάσει και προσπάθησε να μου πουλήσει χρυσαφικά. Αυτό το θεωρήσατε ασήμαντο τις τρεις φορές που επισκεφθήκατε την Αστυνομία για να το καταθέσετε; Ότι αυτός που με λήστεψε είχε έρθει πριν τρεις μέρες, πριν δυο μέρες και μου πουλούσε χρυσαφικά.

Ν. ΝΙΚΟΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Σας είπα ότι την εικόνα του όταν τον είδα ζωντανή, απήντησα.

Γ.ΑΓΙΟΣΤΡΑΤΙΤΗΣ: Πού την είδατε ζωντανή κύριε, στην τηλεόραση;

Ν. ΝΙΚΟΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Ναι.

Γ.ΑΓΙΟΣΤΡΑΤΙΤΗΣ: Μετά δεκαπέντε χρόνια; Αυτός που σας ληστεύει, έχει έρθει πριν δυο μέρες στο σούπερ μάρκετ. Και καταθέτετε τρεις φορές στην Αστυνομία?

Ν. ΝΙΚΟΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Πριν δυο μέρες στο σούπερ μάρκετ έχουν έρθει χιλιάδες άτομα.

Γ.ΑΓΙΟΣΤΡΑΤΙΤΗΣ: Κύριε Πρόεδρε να αναγνώσω από την κατάθεσή του: «Ο αστυνομικός που με σταμάτησε για έλεγχο, όπως έχω καταθέσει, πρέπει να ήταν ο Χριστόδουλος Ξηρός. Την προηγούμενη μέρα της ληστείας, είχε έρθει στο σούπερ μάρκετ ένα νεαρό άτομο και ερχόμενο προς το γραφείο μου, συναντηθήκαμε στο διάδρομο. Με ρώτησε εάν είμαι ο Διευθυντής και όταν εγώ του απάντησα ναι, τότε αυτός με ρώτησε αν θέλω να αγοράσω χρυσαφικά. Εγώ του είπα όχι και αυτός έφυγε. Πιστεύω ότι το άτομο αυτό είναι ένα από τα άτομα που έλαβαν μέρος στη ληστεία και πιστεύω ότι ήταν ο νεαρότερος από τους δυο αδελφούς Ξηρού, Σάββα και Χριστόδουλο.›

Καταρχάς εσείς πώς ξέρετε ποιος είναι ο νεαρότερος;

Ν. ΝΙΚΟΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Πώς το ξέρω εγώ;

Γ.ΑΓΙΟΣΤΡΑΤΙΤΗΣ: Για να δούμε κύριε, ποια είναι η γνώση σας από την ληστεία και ποια είναι η γνώση σας από τα Μέσα Ενημέρωσης εν πάση περιπτώσει.

Ν. ΝΙΚΟΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Φαινότανε και στην ληστεία.

Γ.ΑΓΙΟΣΤΡΑΤΙΤΗΣ: Φαινότανε και στη ληστεία ότι ποιος ήταν νεότερος;

Ν. ΝΙΚΟΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Ο Σάββας.

Γ.ΑΓΙΟΣΤΡΑΤΙΤΗΣ: Εδώ έρχονται οι προανακριτικοί υπάλληλοι, οι αστυνομικοί, και σας ρωτάνε, τον τελευταίο καιρό μήπως αντελήφθης καμιά παρακολούθηση σε βάρος σου; Δηλαδή ούτε καν παράλειψη των αστυνομικών δεν ήταν αυτό. Σας ρωτήσανε κιόλας. Μήπως αντιληφθήκατε τίποτα; Και είπατε, δεν υπέπεσε στην αντίληψή μου καμιά ύποπτη παρακολούθηση, τόσο τον τελευταίο καιρό, όσο και χθες που έφυγα από το κατάστημα.

Ν. ΝΙΚΟΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Στις 24 Δεκεμβρίου μετά από τρεις μέρες?

Γ.ΑΓΙΟΣΤΡΑΤΙΤΗΣ: Όχι και μετά μερικούς μήνες, 3 καταθέσεις έχετε δώσει δεν το λέτε αυτό το πράγμα. Το θυμηθήκατε μετά 15 χρόνια. Εγώ το δέχομαι κύριε, γιατί ξέρω. Το θυμηθήκατε μετά 15 χρόνια, παρά το γεγονός ότι σας ρώτησαν. Επίσης στην προανακριτική εξέταση που γίνεται σας ρωτάνε; Τους δράστες τους είχες δει καμιά φορά στο μαγαζί; Και αν ναι, πότε; «τους δράστες τους έβλεπα πρώτη φορά.› Αυτό λοιπόν ότι ο Σάββας Ξηρός ήρθε την προηγούμενη της ληστείας, είναι εφεύρημα δικό σας μετά 15ετία, συμφωνείτε σ’ αυτό;

Ν. ΝΙΚΟΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Δεν συμφωνώ όχι.

Γ.ΑΓΙΟΣΤΡΑΤΙΤΗΣ: Εντάξει το κρύβατε εκεί. Ως προς τις αναγνωρίσεις τώρα να σας ρωτήσω κάτι, για να δούμε έτσι τον εμπλουτισμό αυτών πώς γίνεται, των καταθέσεων. Οι προανακριτές επίσης σας λένε: Μπορείτε κύριε να αναγνωρίσετε τους δράστες; Καταρχάς φοράτε γυαλιά, τι μυωπία έχετε;

Ν. ΝΙΚΟΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Γιατί πρέπει να απαντήσω τι μυωπία έχω;

Γ.ΑΓΙΟΣΤΡΑΤΙΤΗΣ: Έχει σημασία κύριε.

Ν. ΝΙΚΟΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Τα γυαλιά μου τα φοράω για να βλέπω στην απόσταση όπως βλέπω εσάς τώρα, δυο βαθμούς έχω.

Γ.ΑΓΙΟΣΤΡΑΤΙΤΗΣ: ¶ρα δεν είναι για να διαβάζετε.

Ν. ΝΙΚΟΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Όχι.

Γ.ΑΓΙΟΣΤΡΑΤΙΤΗΣ: Εάν τα βγάλετε αυτά τα γυαλιά βλέπετε τίποτα;

Ν. ΝΙΚΟΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Όπως είμαστε τώρα εμείς βλέπω καλύτερα..

Γ.ΑΓΙΟΣΤΡΑΤΙΤΗΣ: Όχι τώρα τα φοράτε.

Ν. ΝΙΚΟΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: ¶μα τα βγάλω, σας βλέπω καλύτερα.

Γ.ΑΓΙΟΣΤΡΑΤΙΤΗΣ: Τότε γιατί τα φοράτε για διακοσμητικά;

Ν. ΝΙΚΟΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Για να βλέπω από σας και πέρα.

Γ.ΑΓΙΟΣΤΡΑΤΙΤΗΣ: Σας ρωτάει λοιπόν ο προανακριτικός υπάλληλος: «μπορείς να αναγνωρίσεις τους δράστες;› Και απαντάτε εσείς: «όταν τους πρωτοείδα, επειδή το σημείο εκείνο είναι σκοτεινό, δεν μπόρεσα να διακρίνω καλά τα χαρακτηριστικά τους. Μετά που τους έβλεπα, δεν φορούσα γυαλιά και δεν μπορούσα καλά να δω. Η αναγνώριση θα είναι πολύ δύσκολη από μένα.›

Ν. ΝΙΚΟΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Δεν είναι ακατόρθωτη, δύσκολη λέει.

Γ.ΑΓΙΟΣΤΡΑΤΙΤΗΣ: Εσείς λοιπόν φορούσατε τα γυαλιά σας όταν είχατε?

Ν. ΝΙΚΟΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Ναι όταν είδα τον Χριστόδουλο, τα φορούσα τα γυαλιά μου.

Γ.ΑΓΙΟΣΤΡΑΤΙΤΗΣ: Όχι κύριε, όταν είδατε τον Χριστόδουλο, πριν σας βάλουν την κουκούλα στο αυτοκίνητο, φορούσατε τα γυαλιά σας. Μετά σας τα βγάλανε, ή δεν σας τα βγάλανε;

Ν. ΝΙΚΟΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Ναι ότι λέω, διαβάσατε τα βγάλανε. Αλλά όταν λέω ότι είναι εδώ δίπλα μου ο ένας, και τον βλέπω με το μάτι. Όταν τον άλλον τον βλέπω σ’ αυτή την απόσταση όπως είμαστε εμείς, βλέπω καλύτερα, χωρίς τα γυαλιά.

Γ.ΑΓΙΟΣΤΡΑΤΙΤΗΣ: Δεν θέλω να κάνω κανένα πείραμα τώρα, εν πάση περιπτώσει είμαστε σε Δικαστήριο και έμπειρο Δικαστήριο και καταλαβαίνει τι λέω εγώ. Παρά ταύτα έχετε καμιά αμφιβολία, εγώ δεν θα σας ρωτήσω ποσοστά, ότι μπορεί ,έστω ένας εκ των δυο αδελφών που αναγνωρίζετε να είναι κάποιος άλλος, μετά όλα αυτά που είπαμε; Δηλαδή, δεν φοράτε τα γυαλιά σας, είναι σκοτεινά, σας βάλανε μετά την κουκούλα, δεν φοράτε τα γυαλιά σας.

Ν. ΝΙΚΟΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Εγώ είπα αναγνώρισα δυο πρόσωπα, δεν αναγνώρισα τους άλλους δυο.

Γ.ΑΓΙΟΣΤΡΑΤΙΤΗΣ: Μετά 15 χρόνια.

Ν. ΝΙΚΟΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Μετά 15 χρόνια τους είδα ζωντανούς. Κανένας δεν μου είχε δείξει φωτογραφία.

Γ.ΑΓΙΟΣΤΡΑΤΙΤΗΣ: Και επιβεβαιώνετε ότι ο Χριστόδουλος είναι ένας παχύς άνθρωπος με μακρόστενο πρόσωπο κι δεν έχετε δει τα μάτια του; Το επιβεβαιώνετε αυτό, το είπατε προηγουμένως.

Ν. ΝΙΚΟΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: ¶μα το είπα.

Γ.ΑΓΙΟΣΤΡΑΤΙΤΗΣ: Το είπατε και παρόλα αυτά τον αναγνωρίζετε.

Ν. ΝΙΚΟΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Δεν υπάρχει αμφιβολία.

Προτεινόμενα για εσάς



Δημοφιλή