Την τελευταία του πνοή άφησε, στα 57 του χρόνια, ένας από τους πλέον γνωστούς οργανωτές αποσπασμάτων θανάτου του ρατσιστικού καθεστώτος του Απαρτχάιντ στη Νότια Αφρική, ο Ντιρκ Κόετζι.
Πρώην αξιωματικός της αστυνομίας του καθεστώτος, είχε διατελέσει επικεφαλής μυστικής ομάδας καταστολής του αντικαθεστωτικού κινήματος, η οποία απήγαγε και εκτελούσε ακτιβιστές οι οποίοι μάχονταν κατά του Απαρτχάιντ.
Βάση της ομάδας ήταν ένα αγρόκτημα στο Βλακπλάας, κοντά στην Πρετόρια. Η ομάδα στρατολογούσε μέλη του κινήματος απελευθέρωσης των μαύρων κατοίκων της χώρας και τους μετέτρεπε σε εκτελεστές.
Ο ίδιος ο Κόετζι είχε αποκαλύψει την ύπαρξη της Βλάκπλαας, όταν εγκατέλειψε αυτοεξόριστος τη Νότια Αφρική για να γράψει την ιστορία του.
Είχε αναλάβει την ευθύνη για τις εκτελέσεις πολυάριθμων μελών του Αφρικανικού Εθνικού Κογκρέσου, του κόμματος το οποίο κυβερνά τη Νότια Αφρική από το 1994, όταν και κατέρρευσε το καθεστώς των φυλετικών διακρίσεων.
Μεταμέλεια και ένταξη στο Κογκρέσο
Ο Ντιρκ Κόετζι κατέφυγε στο Λονδίνο, αφού είχε αποκαλύψει τη δράση των αποσπασμάτων σε συνέντευξή του σε πολιτικά φιλελεύθερη εφημερίδα της Νότιας Αφρικής.
Στην εξορία, ο Κόετζι εντάχθηκε στο Αφρικανικό Εθνικό Κογκρέσο με προσωπική σύνδεση με τον Νέλσον Μαντέλα, ενώ αποτέλεσε στόχο προς εξόντωση για την νοτιοαφρικανική κυβέρνηση της λευκής μειονότητας, μέχρι την πτώση της.
Επέστρεψε στη Νότια Αφρική και εντάχθηκε στις μυστικές υπηρεσίες μετά την άνοδο του κ. Μαντέλα στην εξουσία το 1994.
Καταδικάστηκε για φόνους, ωστόσο του χορηγήθηκε αμνηστία από την Επιτροπή Αλήθειας και Συμφιλίωσης το 1997, όταν ομολόγησε τη δολοφονία του δικηγόρου και ακτιβιστή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, Γκρίφιθς Ξέγκε.
Σύμφωνα με την εκπρόσωπο νοσοκομειακής μονάδας της Πρετόριας, ο Ντιρκ Κόετζι έχασε τη ζωή του από νεφρική ανεπάρκεια.