Αποζημίωση δικαιούνται οι επιβάτες πτήσεων με ανταποκρίσεις σε περίπτωση που η πτήση τους φθάσει στον τελικό προορισμό με καθυστέρηση ίση ή μεγαλύτερη των τριών ωρών, σύμφωνα με απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η απόφαση εκδόθηκε μετά από ερώτημα που κατέθεσε το ανώτατο γερμανικό ομοσπονδιακό δικαστήριο σχετικά με το αν μπορεί να αποζημιωθεί ο επιβάτης σε περίπτωση κατά την οποία η πτήση του καθυστέρησε να αναχωρήσει για χρονικό διάστημα μικρότερο των τριών ωρών, αλλά αφίχθη στον τελικό προορισμό με καθυστέρηση διάρκειας ίσης ή μεγαλύτερης των τριών ωρών σε σχέση με την αρχικώς προγραμματισμένη ώρα.
Το Δικαστήριο της Ε.Ε. παραπέμπει στη νομολογία του, κατά την οποία οι επιβάτες πτήσεων με μεγάλη καθυστέρηση – δηλαδή διάρκειας ίσης ή μεγαλύτερης των τριών ωρών – έχουν, όπως και οι επιβάτες των οποίων η αρχική πτήση ματαιώθηκε και στους οποίους ο αερομεταφορέας αδυνατεί να προσφέρει μεταφορά με άλλη πτήση υπό τους όρους που προβλέπει ο κανονισμός, δικαίωμα αποζημιώσεως, δεδομένου ότι υφίστανται μη αναστρέψιμη απώλεια χρόνου και, ως εκ τούτου, ανάλογη αναστάτωση και ταλαιπωρία.
Δεδομένου, όπως αναφέρεται στην απόφαση, ότι η αναστάτωση και ταλαιπωρία αυτή διαπιστώνεται, όσον αφορά στις πτήσεις που πραγματοποιούνται με καθυστέρηση, κατά την άφιξη στον τελικό προορισμό, η καθυστέρηση πρέπει να εκτιμάται, με γνώμονα την προγραμματισμένη ώρα αφίξεως στον προορισμό αυτόν, δηλαδή τον προορισμό της τελευταίας πτήσεως.
Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο δίδει την απάντηση ότι ο επιβάτης πτήσεως με ανταποκρίσεις πρέπει να αποζημιώνεται σε περίπτωση κατά την οποία αναχώρησε με καθυστέρηση διάρκειας μικρότερης των ορίων εφαρμογής που προβλέπει ο κανονισμός, αλλά αφίχθη στον τελικό προορισμό με καθυστέρηση ίση ή μεγαλύτερη των τριών ωρών σε σχέση με την προγραμματισμένη ώρα αφίξεως. Συγκεκριμένα, η αποζημίωση αυτή δεν εξαρτάται από το αν υπήρξε καθυστέρηση κατά την αναχώρηση.