ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Επαναλαμβάνεται η συνεδρίαση που διακόπηκε. Το σκεπτικό που θα απαγγείλουμε όπως καταλαβαίνετε γράφεται, ξεγράφεται και θα είναι περιληπτικό και επιφυλάσσεται το Δικαστήριο να το διατυπώσει στην απόφασή του πιο εκτενέστερο κλπ. Ετούτο είναι ο πυρήνας της αποφάσεως μια και λέμε για πυρήνες εδώ.
Όπως είπαμε και προχθές κατά το 251 Κώδικα Ποινικής Δικονομίας στα καθήκοντα του Ανακριτή και των Προανακριτικών υπαλλήλων είναι και η εξέταση του κατηγορουμένου. Γίνεται με τις εγγυήσεις αυτών των διατάξεων που είπαμε και προχθές, δηλαδή με την εξήγηση με σαφήνεια από τον εξετάζοντα προς τον κατηγορούμενο εξηγούνται τα δικαιώματά του να διορίζει συνήγορο, να επικοινωνεί με αυτόν, να παρίσταται μαζί του, να λάβει γνώση των εγγράφων κλπ και να ζητήσει προθεσμία. Περί όλων αυτών των απαντήσεων συντάσσεται κάποια έκθεση με το άρθρο 103 η οποία υπογράφεται από τον κατηγορούμενο.
Η ανάκριση επίσης συνάγεται από τα 97, 100, 219.2 και 241 ότι είναι γραπτή και χωρίς δημοσιότητα. Η παραβίαση δε αυτής της αρχής κατά την ανάκριση με την παρουσία τρίτου προσώπου δεν παράγει κάποια ακυρότητα εκτός αν κατά το άρθρο 171 παράγραφος 1 παρεμποδίζει την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και την άσκηση των δικαιωμάτων που του παρέχονται και στις περιπτώσεις, με τις διατυπώσεις που επιβάλλει ο νόμος.
Ο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας δεν προβλέπει την παρουσία αστυνομικής δύναμης ούτε κατά την ανάκριση, ούτε στο ακροατήριο. Σε περίπτωση που αποφασιστεί η συζήτηση να γίνει κεκλεισμένων των θυρών, όταν είναι μυστική δηλαδή η συνεδρίαση δεν λέει ότι θα είναι αστυνομική δύναμη κατά το άρθρο 330.
Παρόλα όμως αυτά από κανέναν δεν αμφισβητήθηκε η νομιμότητα της παρουσίας αστυνομικής δύναμης κατά την μυστική συνεδρίαση στο ακροατήριο. Μάλιστα ο Μπουρόπουλος στην ερμηνεία Ποινικού Κώδικα στο άρθρο 324 στον αριθμό 2 αναφέρει ότι και αυτοί βαρύνονται με την παραβίαση αυτής της διατάξεως σε περίπτωση που ότι ακούσουν στην μυστικότητα τα μεταδώσουν έξω.
Επίσης η διάταξη του 339 παράγραφος 2 Κώδικα Ποινικής Δικονομίας κατά την οποία οι κατηγορούμενοι που κρατούνται προσωρινά στο Δικαστήριο παρίστανται χωρίς χειροπέδες και μόνο φυλάσσονται. Πρέπει να τύχει ανάλογης εφαρμογής και επί απολογίας του κατηγορουμένου ενώπιον του Ανακριτή. Επί επικίνδυνων δε και παράτολμων κατηγορουμένων δεν πρέπει να αφαιρούνται ούτε τα δεσμά λέει ο Ζησιάδης στην Ποινική Δικονομία στην 2η έκδοση, τόμο Β΄ σελίδα 66.
Παρόλα αυτά σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να ερευνάται in concreto η επίδραση της παρουσίας αστυνομικής δύναμης κατά την απολογία ανάλογα με την φύση της υπόθεσης, την συμπεριφορά των αστυνομικών και την επίδραση του εν λόγω περιστατικού επί της δυνατότητος της ελεύθερης έκφρασης του κατηγορουμένου και της εν γένει άσκησης των δικαιωμάτων του.
Στην συνέχεια γίνεται επίκληση από το Δικαστήριο των άρθρων 137α παράγραφος 2, 2 παράγραφος 1, 7.2 19.3 του Συντάγματος και 3 και 6 της ΕΣΔΑ και της Διεθνούς Σύμβασης της Νέας Υόρκης του Δεκέμβρη του ΄84 που κυρώθηκε με το νόμο 1782 του ΄88 για την απαγόρευση των βασανιστηρίων που λένε ότι απαγορεύεται όπως είπαμε και προχθές η λήψη κάθε μορφής κατάθεσης ή απολογίας με την μέθοδο βασανιστηρίων κλπ. Να μην τα επαναλαμβάνουμε διότι ήδη τα έχουμε πει αυτά.
Ακόμη κατά το άρθρο 103 ο ανακρίνων εξηγεί στον κατηγορούμενο με σαφήνεια όλα του τα δικαιώματα που του παρέχουν οι διατάξεις των άρθρων 100, 101 κλπ. του ίδιου Κώδικα, δηλαδή ότι δικαιούται να παρίσταται με συνήγορο, να ζητάει προθεσμία, να του δίνουν αντίγραφα κλπ. Συντάσσεται σχετική έκθεση για την εξήγηση και για την απάντηση του κατηγορουμένου. Ούτε από αυτή όμως, ούτε από άλλη διάταξη προκύπτει εν προκειμένω ότι η εν λόγω έκθεση πρέπει να είναι χειρόγραφη και ότι δεν πληρούται ο τύπος και η ουσία του νόμου από το γεγονός ότι η εν λόγω έκθεση είναι εν όλω ή εν μέρει χειρόγραφη ή γραμμένη με γραφομηχανή ή και έντυπη.
Τέλος κατά το 173 παράγραφος 2 εδάφιο α Κ.Π.Δ ο ανακρίνων εκθέτει με πληρότητα και σαφήνεια την πράξη για την οποία κατηγορείται. Στην περίπτωσή μας ο κατηγορούμενος κ. Χριστόδουλος Ξηρός και οι συνήγοροί του καθώς και οι συνήγοροι άλλων κατηγορουμένων ισχυρίζονται ότι οι καταθέσεις του εν λόγω κατά την προανάκριση καθώς και ενώπιον της Τακτικής Ανακρίτριας πάσχουν ακυρότητας διότι είναι προϊόν ψυχολογικής βίας που ασκήθηκε σε βάρος του από τους προανακρίνοντες και λοιπούς αστυνομικούς της Αντιτρομοκρατικής Υπηρεσίας, όργανα μάλιστα της οποίας παρίσταντο και τον στόχευαν με τα όπλα και ενώπιον της Τακτικής Ανακρίτριας Πλημμελειοδικών και επιπλέον διότι δεν απαγγέλθηκε από τον προανακρίνοντα πλήρες το κατηγορητήριο σε βάρος του. Τέλος δε διότι η κατά το άρθρο 103 Κώδικα Ποινικής Δικονομίας έκθεση δεν έχει συνταχθεί χειρόγραφα.
Οι εν λόγω ισχυρισμοί όμως δεν προέκυψαν ως ουσιαστικά βάσιμοι από την διαδικασία. Ειδικότερα, ο κατηγορούμενος εξετάστηκε για πρώτη φορά στις 17/7/2002. Δεν αποδείχθηκε δε ότι κατά την εν λόγω εξέτασή του ασκήθηκε οποιασδήποτε μορφή ψυχολογική πριν ή κατά την σύνταξη της έκθεσης βίαια.
Αποδείχθηκε ακόμη ότι κατά την απολογία του κατηγορουμένου ενώπιον της Ανακρίτριας Πλημμελειοδικών πλησίον της θύρας και των παραθύρων παρίστανται αστυνομικά όργανα εντεταλμένα για την φύλαξη και προστασία της Ανακρίτριας, του Εισαγγελέα, του Γραμματέα και του ίδιου του κατηγορουμένου. Δεν αποδείχθηκε όμως ότι οι εν λόγω στόχευαν με τα όπλα τον κατηγορούμενο ή καθ’ οιονδήποτε τρόπο η παρουσία τους επηρέασε την ελεύθερη έκφραση αυτού και την εν γένει άσκηση των δικαιωμάτων του.
Ενώπιον της ίδιας Ανακρίτριας απολογήθηκαν επίσης και άλλοι 10 κατηγορούμενοι εκ των οποίων οι 8 απολογήθηκαν με την παρουσία συνηγόρου. Ουδείς δε εξ αυτών προέβαλε κάποια διαμαρτυρία ή αντίρρηση για την παρουσία της αστυνομικής δύναμης, αποδεχόμενοι κατά τον τρόπο αυτό την αναγκαιότητα της παρουσίας αυτής και ως εκ της φύσεως της συγκεκριμένης υπόθεσης.
Η παράληψη από την Ανακρίτρια να αναγράψει στην έκθεση την παρουσία αυτής της δύναμης δεν συνεπάγεται κάποια ακυρότητα. Ούτε επίσης αποδείχθηκε κάποια μορφή μεθοδευμένη πρόκληση έντονου σωματικού πόνου, σωματικής εξάντλησης επικίνδυνης για την υγεία ή ψυχικού πόνου ικανού να επιφέρει σοβαρή ψυχική βλάβη ή κάποια παράνομη χρησιμοποίηση οποιουδήποτε μέσου με σκοπό να καμφθεί η βούληση του εξεταζόμενου, ούτε επίσης κάποιας μορφής παράνομης προσβολής της ανθρώπινης αξιοπρέπειας αυτού.
Περαιτέρω πρέπει να απορριφθεί ως νομικά αβάσιμη η αιτίαση ότι κατά το άρθρο 103 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας συνταχθείσα έκθεση δεν είναι χειρόγραφη αλλά έντυπη για τους λόγους που αναφέρονται στην μείζονα σκέψη. Τέλος πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη η αιτίαση ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 273 παράγραφος 2 εδάφιο α αφού όπως προκύπτει από το ίδιο το έγγραφο της απολογίας ο προανακρίνων με πληρότητα και σαφήνεια εξέθεσε την πράξη για την οποία του απήγγειλε την κατηγορία είτε της συμμετοχής στην εγκληματική Οργάνωση. Όλα δε όσα εξέθεσε ο κατηγορούμενος σχετίζονται με την κατηγορία αυτή. Για τους λόγους αυτούς βέβαια απορρίπτονται οι ενστάσεις.
Γ. ΠΕΤΣΟΣ: Θα παρακαλούσα θερμότατα να μου δώσετε το λόγο και με το άρθρο 333 παράγραφος 2 να αναγνώσω μία δήλωση την οποία και θα καταθέσω εις τα πρακτικά.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Για ποιο θέμα είναι η δήλωση; Πρέπει να μου πείτε, κατά την απολογία δεν μπορεί να διακόπτεται ο κατηγορούμενος όπως ξέρετε.
Γ. ΠΕΤΣΟΣ: Κύριε Πρόεδρε, δεν άρχισε η απολογία. Είμαι από εκείνος που δεν ενοχλώ, σέβομαι τον χρόνο και την διαδικασία. Δεν άρχισε η απολογία.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Τί αφορά η δήλωση, μπορείτε να μου πείτε;
Γ. ΠΕΤΣΟΣ: Με αφορά προσωπικά και αφορά και τους Δικαστές σε σχέση με την υπόθεση αυτή. Δεν μπορώ να σας την αναπτύξω αφού είναι έγγραφη. Θα σας την αναγνώσω και μετά θα διαπιστώσετε ότι αφορά την δίκη....
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Κύριε Πέτσο, μετά θα ζητήσουν όλοι το λόγο και δεν θα αφήσουμε τον κατηγορούμενο να απολογηθεί.
Γ. ΠΕΤΣΟΣ: Με συγχωρείτε πάρα πολύ, διαβάζοντας μία δήλωση για 3 λεπτά δεν θα απολογηθεί ο κ. Χριστόδουλος Ξηρός; Είναι δυνατόν; Θα καθυστερήσει απλώς η έναρξη της απολογίας του.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Μετά θα απαντήσουν και οι άλλοι, γι αυτό αφήστε την δήλωση τώρα να απολογηθεί ο άνθρωπος.
Γ. ΠΕΤΣΟΣ: Κύριε Πρόεδρε, εγώ θέλω να κάνω μία συγκεκριμένη....
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Μετά την απολογία πολύ ευχαρίστως να ακούσουμε 100 δηλώσεις και για το Δικαστήριο και για όλους μας. Ας αφήσουμε όμως τον κ. κατηγορούμενο... Δεν έχω δικαίωμα αυτή την ώρα, καταλάβετέ με λίγο σας παρακάλεσα. Είπαμε για την «κόκκινη πόλη›, μην την επαναλαμβάνουμε πάλι. Το είπαμε πρωί-πρωί.
Γ. ΠΕΤΣΟΣ: Πότε θα μου δώσετε τον λόγο κ. Πρόεδρε;
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Δεν σας τον δίνω.
Γ. ΠΕΤΣΟΣ: Πότε θα μου δώσετε τον λόγο, ειδάλλως θα απευθυνθώ στο Δικαστήριο κ. Πρόεδρε.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Βεβαίως να απευθυνθείτε στο Δικαστήριο.
Γ. ΠΕΤΣΟΣ: Απευθύνομαι εις το Δικαστήριο και υποβάλλω το αίτημα να διαβάσω την δήλωση την οποία από χθες περιμένω με σεβασμό να την απευθύνω ενώπιόν σας διότι με αφορά και αφορά κι εσάς. Εσείς δεν θέλετε να πειστείτε ότι όταν παίρνω τον λόγο έχω σοβαρούς λόγους να το κάνω.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Κύριε Εισαγγελέα, τώρα ή μετά την απολογία; Εκτός αν είναι κίνδυνος ζωής κανενός και θέλετε να μας ειδοποιήσετε «πρόσεχε γιατί θα σε σκοτώσουν›.
ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Κύριε Πρόεδρε, η δήλωση την οποία ζητεί ο συνήγορος της πολιτικής αγωγής, το αίτημά του αυτό είναι νόμιμο. Την χρονική στιγμή νομίζω ότι πρέπει εσείς να την καθορίσετε. Αν βέβαια αυτή την στιγμή κρίνεται επιβεβλημένο....
Γ. ΠΕΤΣΟΣ: Τρίτη φορά δεν κατεβαίνω.
ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Τότε κ. Πρόεδρε να αποφασίσετε.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Το Δικαστήριο θεωρεί ότι ο κατάλληλος χρόνος είναι μετά την απολογία, όχι τώρα. Τώρα είναι η απολογία.
Γ. ΠΕΤΣΟΣ: Μετά τις απολογίες τί να πω;
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Την απολογία λέω. ¶ρχισε η απολογία, τον κάλεσα για απολογία τον άνθρωπο. Θέλουμε να σας ακούσουμε αλλά όχι τώρα.
Δ. ΕΥΑΓΓΕΛΑΤΟΣ: Επίσης κ. Πρόεδρε δηλώνω κι εγώ κάτι που είχα ζητήσει από χθες: Μετά το πέρας της απολογίας του κατηγορουμένου Χριστόδουλου Ξηρού θα κάνω κι εγώ μία δήλωση.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Βεβαίως να κάνετε, αλλά όχι τώρα. Ο λόγος στον κ. Χριστόδουλο Ξηρό.
Χ. ΞΗΡΟΣ: Καταρχήν θέλω να πω κι εγώ για την απόφαση που μόλις τώρα πήρατε, ότι τα πράγματα έγιναν ακριβώς όπως τα περιέγραψα και το ξέρετε κι εσείς, αλλά δε μπορούσατε να πάρετε διαφορετική απόφαση και το μόνο που συνάγω εγώ προσωπικά είναι ότι, παραλίγο θα γκρεμίζατε το κράτος άδικα.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Δεν κατάλαβα τί λέτε. Πείτε το πάλι να το ακούσω.
Χ. ΞΗΡΟΣ: Συνάγω εγώ από την απόφασή σας, ότι παραλίγο θα γκρεμίζατε το κράτος άδικα.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Δεν το γκρέμισα όμως, γιατί βλέπετε, ότι άλλο πράγμα τί λες μόνος σου και άλλο αφού καθίσεις και διασκεφτείς και ψάξεις και βρεις. Έχω πει ότι η απόφαση είναι ένα κοινωνικό ενέργημα που παράγεται μέσα από τη διαδικασία εδώ και όχι μια άποψη δική μου.
Χ. ΞΗΡΟΣ: Λοιπόν, να ξεκινήσω: Θα σας τη διαβάσω την απολογία μου γιατί εγώ δεν είμαι ρήτορας.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Δεν είπαμε να μην τα διαβάζουμε;
Χ. ΞΗΡΟΣ: Δεν έχω δυνατότητα να απολογηθώ αλλιώς. Αν μου απαγορεύσετε να διαβάσω, δε μπορώ να απολογηθώ. Σας πληροφορώ ότι αυτή τη φορά τα έγραψα μόνος μου, δεν μου τα έγραψε κανένας. Αυτή τη φορά, γιατί τις άλλες μου τα έγραφαν άλλοι.
ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Θέλω να σας πω ότι η απολογία του κατηγορουμένου είναι αποδεικτικό μέσο. Αντιλαμβάνεστε τί σημαίνει αυτό. Δεν είναι μόνο μέσο υπεράσπισης, είναι και μέσο αποδείξεως.
Χ. ΞΗΡΟΣ: Έτσι θέλω να πιστεύω κι εγώ.
ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Η δικονομία ορίζει ότι δεν μπορεί ο κατηγορούμενος να διαβάσει. Να πείτε αυτά που θέλετε να πείτε, δικαίωμά σας είναι.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Θα το συμβουλεύετε κ. Εισαγγελεύς.
Χ. ΞΗΡΟΣ: Να μην ξεχνάμε ότι μόνο οι κατηγορίες που μου απαγγέλλετε είναι 135 ή 136. Μήπως εσείς τις θυμάστε απέξω;
ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Όχι.
Χ. ΞΗΡΟΣ: Ούτε εγώ τις θυμάμαι. Είναι ειδική περίπτωση, δεν κατηγορούμαι για μία και δύο πράξεις, κατηγορούμαι για 135. Δεν έχω τη δυνατότητα ούτε καν να τις θυμάμαι απέξω.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Κύριε Χριστόδουλε θα το συμβουλεύεσθε και δεν το αναγιγνώσκετε, αυτό θέλει να πει ο κ. Εισαγγελέας. Εμείς θα σας ακούμε πολύ ευχαρίστως ό,τι θέλετε να πείτε.
Χ. ΞΗΡΟΣ: Γεννήθηκα σε ένα ακριτικό νησί του Αιγαίου σε μια φτωχή οικογένεια. Από τα 10 αδέρφια μου, όντας ο μεγαλύτερος γιος έπρεπε από πολύ μικρός να βοηθώ την οικογένειά μου στο δύσκολο αγώνα για την επιβίωση. Αυτό ήταν για μένα ένα μεγάλο σχολείο, γιατί με δίδαξε από πολύ νωρίς να έχω εμπιστοσύνη στις δυνάμεις μου, να εκτιμώ και να στηρίζω τους συνανθρώπους μου και να κοιτάζω τους άλλους ανθρώπους στα μάτια.
Δούλεψα σκληρά όλα αυτά τα χρόνια, τηρώντας απαράβατα αυτές τις αρχές. Ουδέποτε έβλαψα συνάνθρωπό μου, ουδέποτε έκλεψα, ουδέποτε έγλυψα. Από πολύ νέος συνειδητοποίησα την κοινωνική αδικία και αγωνίστηκα με τις μικρές μου δυνάμεις στο μαθητικό στην αρχή, στο φοιτητικό μετά και αργότερα στο εργατικό κίνημα στο χώρο της άκρας Αριστεράς. Δεν ήμουν βέβαια αυτό που λένε ηγετικό στέλεχος, ούτε φιλοδοξούσα ποτέ να γίνω. Μου αρκούσε να βάζω το λιθαράκι μου στους κοινούς αγώνες.
Παρ’ όλα αυτά ήμουν αρκετά γνωστός σε αυτούς τους χώρους, μπαίνοντας πάντα στην πρώτη σειρά στις διαδηλώσεις, πορείες, απεργίες, καταλήψεις κ.ά. και λέγοντας πάντα και παρρησία τη γνώμη μου στις συνελεύσεις σωματείων, συλλόγων κτλ., χωρίς να έχω κάτι να κρύψω από τη δράση μου, ούτε και κάτι επιλήψιμο βέβαια. Επίσης ήμουν γνωστός και λόγω της χαρακτηριστικής φυσιογνωμίας και του όγκου μου. Η παρουσία μου στους μαζικού αυτού χώρους ήταν απολύτως διάφανη, ουδέποτε απέκρυψα τις ιδεολογικές μου απόψεις και επειδή αυτοί οι χώροι ακόμη και στις συνθήκες δημοκρατίας παρακολουθούνται και ελέγχονται από την Ασφάλεια, η δράση μου ήταν γνωστή και σ’ αυτούς.
Ουδέποτε εντάχθηκα ή συμμετείχα με οποιονδήποτε τρόπο στην Οργάνωση 17Ν ούτε σε καμία συνωμοτική Οργάνωση και ουδέποτε συμμετείχα στις δραστηριότητες που οι κατασκευασμένες από την αντιτρομοκρατική «απολογίες› μου αποδίδουν. Πώς όμως βρίσκομαι σε αυτή την αίθουσα καλούμενος να απολογηθώ για εκατοντάδες αδικήματα;
Η εξουσία και οι μηχανισμοί της έδειχναν πάντα απέραντο μίσος απέναντι στους λαϊκούς αγωνιστές, πολύ δε περισσότερο αυτό εκφραζόταν εναντίον αυτών που δεν διεκδίκησαν ποτέ οποιαδήποτε μορφή εξουσίας μέσα στο κίνημα. Φυσικά ουδέποτε σκέφτηκαν να εξαργυρώσουν τους αγώνες τους. Όντας δε οι περισσότεροι απ’ αυτούς και πολιτικά άστεγοι, με την έννοια του κομματικού μηχανισμού και άρα περισσότερο ευάλωτοι, αποτελούν τον προσφιλή στόχο των μηχανισμών αυτών.
Η συντριπτική πλειοψηφία των συνήθων υπόπτων που όλα αυτά τα χρόνια μεσούσης της δημοκρατίας συκοφαντήθηκαν, λοιδωρήθηκαν, προπηλακίσθηκαν, διώχθηκαν και φυλακίστηκαν, ήταν τέτοιοι αγωνιστές. Το ίδιο και η συντριπτική πλειοψηφία των σημερινών κατηγορούμενων. Αλλά βρίσκομαι εδώ και για δύο ακόμη λόγους:
Ο πρώτος είναι ότι δυστυχώς κύριοι, όπως δήλωσαν όλοι όσοι με γνωρίζουν, είμαι ένας άνθρωπος υπεράνω πάσης υποψίας. Και λέω δυστυχώς γιατί αυτό στις μέρες μας αποτελεί όνειδος. Γιατί αν ήμουν καλολαδωμένος δημόσιος υπάλληλος, επίορκος νεόπλουτος πολιτικός, έμπορος όπλων ή ναρκωτικών, νταβατζής, δουλέμπορος, μαφιόζος ή έστω πλούσιος, θα ήμουν αυτή τη στιγμή σπίτι μου και δε θα με ενοχλούσε κανείς.
Ο δεύτερος λόγος που έφερε και εμένα και όλη μου την οικογένεια στο μάτι του κυκλώνα, είναι φυσικά η έκρηξη βόμβας στα χέρια του αδερφού μου πέρυσι, στις 29/6 στον Πειραιά.
Για πρώτη φορά κατέθεσα στην αντιτρομοκρατική όπου κλήθηκα τηλεφωνικώς την Τετάρτη 3/7/2002 χωρίς φυσικά να προκύψει τίποτα. Όταν με έπιασαν την Τρίτη, 16/7 το μεσημέρι, οδηγήθηκα στην αντιτρομοκρατική και κλείστηκα σε ένα γραφείο με έναν φύλακα μέχρι τις 23:00 περίπου, χωρίς να μου απευθύνουν ούτε λέξη. Να σημειώσω εδώ ότι σε όλο αυτό το διάστημα, από την 1/7/2002 που ήρθα στην Αθήνα μετά τον τραυματισμό του αδερφού μου, μέχρι τη σύλληψή μου κυκλοφορούσα με τις κάμερες των ΜΜΕ στο κατόπι μου δίνοντας και συνεντεύξεις και ούτε στιγμή δε μου πέρασε βέβαια από το μυαλό να κρυφτώ.
Στο γραφείο της Ασφάλειας κάθε τόσο μου πρόσφεραν καφέ, πορτοκαλάδες, νερό κ.ά. Εγώ ζητούσα συνεχώς δικηγόρο και μου έλεγαν στην αρχή «δε σου χρειάζεται, θα καταθέσεις σαν μάρτυρας, όπως στις 3/7›. Κατά τις 23:00 με έπιασε ένα φοβερό σφίξιμο στο πίσω μέρος του κεφαλιού και ένας παράλογος πανικός, που όσο περνούσε η ώρα χειροτέρευε. Ξαφνικά μπήκαν μέσα 8 άτομα, μεταξύ τους ο Σύρος και ο Διώτης και άρχισαν όλοι μαζί να με πιέζουν λέγοντας: «Τα ξέρουμε όλα, αν θες να βοηθήσεις τον αδερφό σου, πρέπει να συνεργαστείς, αλλιώς θα τον πάρεις στο κουτί με τα λουλούδια. Δε θα ξαναδείς το φως του ήλιου, ξέρεις, είσαι στον 12ο, μπορείς να πηδήξεις, θα σου γαμήσουμε όλη την οικογένεια, τους μικρούς τους τυλίξαμε ήδη. Θα σας στείλουμε πακέτο στο Γκουαντανάμο› και πολλά άλλα παρόμοια.
Εδώ θέλω να σημειώσω ότι το σύγχρονο Νταχάου των νεοναζί Αμερικάνων στο Γκουαντανάμο είναι πραγματική απειλή και τρομοκρατία για όλο τον κόσμο και καθόλου δε σημαίνει ότι εκεί κρατούνται μόνο ένοχοι. Οι ίδιοι οι Αμερικάνοι πρόσφατα απέλυσαν κάποιους γιατί δεν προέκυψαν στοιχεία.
Όταν εγώ ζήτησα δικηγόρο γελούσαν και μου έλεγαν: «Αυτά που ήξερες να τα ξεχάσεις, από δω μέσα δε θα βγεις ζωντανός›. Αυτό συνεχίστηκε μέχρι το μεσημέρι της Πέμπτης 18/7 ασταμάτητα. Από την αρχή κρατούσαν διάφορα χαρτιά και με πίεζαν να τα υπογράψω. Εγώ είχα φτάσει σε σημείο παραληρήματος, δεν είχα πια καμία βούληση και σχεδόν πίστευα αυτά που μου έλεγαν και έφτασα σε σημείο να υπογράφω ό,τι έβαζαν μπροστά μου, χωρίς φυσικά να έχω τη δυνατότητα ανάγνωσης.
Έτσι έγινε η καλούμενη απολογία μου, που την είχαν ήδη έτοιμη γραμμένη από πριν και χωρίς εγώ να λάβω καν γνώση του περιεχομένου της. Τις λεπτομέρειες της προσωπικής μου ζωής που περιέχει όπως είδα εκ των υστέρων, τις άντλησαν προφανώς από την προηγούμενη κατάθεσή μου στις 3/7. Μετά την υπογραφή, το μεσημέρι δηλαδή της Πέμπτης, με οδήγησαν να αναγνωρίσω έναν άγνωστο σε εμένα άντρα, τον Γιωτόπουλο, λέγοντάς μου: «Θα του πεις είσαι ο Λάμπρος ο ψηλός›. Μόλις του το είπα μου απάντησε: «Δε ντρέπεσαι ρε να λες ψέματα;› Και με έβγαλαν άρον-άρον έξω.
Το ίδιο επαναλήφθηκε αργότερα με δύο επίσης αγνώστους τότε σε εμένα άντρες που τους αναγνώρισα σαν Βαγγέλη και Νικήτα. Μετά από αυτά μου επέτρεψαν να μιλήσω με τον Σάββα τηλεφωνικώς και του είπα: «Τί είναι αυτό που πάθαμε› και μου απάντησε «τί στεναχωριέσαι, εμείς δεν έχουμε και φόνους› και ηρέμησα κάπως γιατί ανάμεσα στις άλλες απειλές μου έλεγαν «θα σου φορτώσουμε όλον τον Ποινικό Κώδικα ρε!›.
Σ’ αυτό το σημείο θα σας αναγνώσω ένα απόσπασμα από το απολογητικό μου υπόμνημα που κατέθεσα στις 27/10 στον Ειδικό Εφέτη Ανακριτή, το οποίο και δεν ελήφθη υπόψη. Λέω λοιπόν: «Η μοναδική μου δραστηριότητα που είναι ποινικά αξιόλογη σε όλη μου τη ζωή ήταν ότι συνεργάστηκα με τον αδερφό μου Σάββα, μόνο οι δυο μας, χωρίς εγώ ή αυτός να φέρουμε όπλο, στην αφαίρεση 4 ή 5 αυτοκινήτων και αν θυμάμαι καλά δύο μοτοσικλετών, όχι για να ιδιωποιηθούμε τα οχήματα, αλλά μόνο για να τα χρησιμοποιήσει για ελάχιστες μέρες ή και ώρες ο αδερφός μου. Όταν μου ζήτησε αυτή τη βοήθεια ο αδερφός μου και εγώ αποδέχθηκα να τον βοηθήσω, μου έκανε λόγο για μια ομάδα φίλων του που επρόκειτο να έρθει αντι-εξουσιαστική δραστηριότητα. Ουδέποτε μου έκανε λόγο για την Οργάνωση 17Ν και ουδέποτε μου ανέφερε ότι τα οχήματα αυτά θα χρησιμοποιούνταν για τη δράση της Οργάνωσης αυτής›.
Πίστευα λοιπόν καθ’ όλη τη διάρκεια των πιέσεων που δεχόμουν, ότι η συνεργασία που μου ζητούσαν αφορούσε αυτή μου τη δραστηριότητα, όταν δε μίλησα με τον αδερφό μου, σιγουρεύτηκα ότι όντως γι αυτό επρόκειτο. Πού να φανταζόμουν....
Το ίδιο βράδυ της Πέμπτης ήρθαν οι γονείς μου με δύο δικηγόρους, την κα Κούρτοβικ και τον κ. Παπαδάκη. Οι αστυνομικοί, αφού με τρομοκράτησαν και μου εξήγησαν τί θα πάθω αν τολμήσω να τους διορίσω, μου επέτρεψαν να συναντήσω για μερικά λεπτά μόνο τον κ. Παπαδάκη στο γραφείο του Σύρου, παρουσία και άλλων αστυνομικών. Δεν τόλμησα βέβαια να τον ενημερώσω ή να τον διορίσω. Ο ίδιος μπορεί να σας βεβαιώσει σε τί ψυχοσωματική κατάσταση ήμουν εκείνο το βράδυ, με δεδομένο ότι δυο-τρεις μέρες πριν τη σύλληψή μου τον είχα επισκεφθεί στο γραφείο του.
Εδώ θέλω να πω ότι από την 1/7 που ήρθα στην Αθήνα μέχρι τη σύλληψή μου, καθημερινά ερχόμουν σε επαφή με δικηγόρους για το θέμα του αδερφού μου. ¶ραγε, όταν τους χρειαζόμουν εγώ ξαφνικά τους μίσησα; Η απολογία μου στην 4η ανακρίτρια έγινε φυσικά χωρίς δικηγόρο, εν μέσω απειλών και εκφοβισμών από πάνοπλα μέλη της αντιτρομοκρατικής με κουκούλες που ευρίσκοντο μέσα στο γραφείο της και με σημάδευαν συνεχώς.
Μάλιστα η ανακρίτρια αφού με ρώτησε αν επιβεβαιώνω όσα προανακριτικά έχω καταθέσει, ζήτησε να με μεταφέρουν σε παρακείμενο γραφείο και όταν με ξανάφεραν σε λίγη ώρα είχε ήδη καταγραφεί η δήθεν απολογία μου και απλά υπέγραψα. Μετά ταύτα δε μεταφέρθηκα πάλι στην αντιτρομοκρατική όπου παρέμεινα για άλλες 11 μέρες, ως τις 21/7 κατά παράβαση του νόμου. Μετά την απολογία μου στην ανακρίτρια, δε θυμάμαι ποια ακριβώς ημέρα, μου επέτρεψαν να διορίσω έναν δικηγόρο που μου υπέδειξαν αυτοί, τον κ. Ασημάκη. Την ίδια μέρα το μετάνιωσαν και με υποχρέωσαν να τον απολύσω με φαξ που έστειλαν οι ίδιοι από την Ασφάλεια.
Προφανώς τον απέλυσαν λόγω των δηλώσεων περί ανακλήσεως των απολογιών.
Μόνο όταν έφτασα στον Κορυδαλλό και συγκεκριμένα αρχές Αυγούστου, κατόρθωσα να έρθω σε επαφή για πρώτη φορά με συνήγορο. Θα αναρωτιέται κανείς γιατί δεν ανακάλεσα αμέσως τότε τις ψευδείς ομολογίες μου. Όλο το διάστημα που εκρατούμην στην αντιτρομοκρατική οι απειλές συνεχίζονταν αμείωτες. Αλλά και όταν μεταφερθήκαμε στη φυλακή, ο αδερφός μου Σάββας παρέμεινε στα χέρια τους για έναν ακόμη μήνα και μάλιστα τραυματίας και όταν ακόμη ήρθε στον Κορυδαλλό στις 2/9, θα του γίνονταν άλλες τέσσερις επεμβάσεις, όπου ή ξανάπεφτε στα χέρια της αντιτρομοκρατικής, ή ενδέχετο να μη γίνουν καθόλου, όπερ σημαίνει ότι έπρεπε να αποφασίσουμε μαζί.
Παρ’ όλα αυτά, μόλις ήρθε αυτός πρώτος αποφάσισε, αν και διακινδύνευε την υγεία του και όχι μόνο, να πούμε την αλήθεια και να προχωρήσουμε αμέσως στην αναίρεση των κατασκευασμένων και ψευδών ομολογιών και στην καταγγελία των βασανιστηρίων. Για να γίνουν αυτά χρειαζόταν στην αρχή τουλάχιστον τεράστια προσπάθεια για να συγκεντρώσω το μυαλό μου και να οργανώσω τις σκέψεις μου. Το ίδιο και ο Σάββας.
Ακόμη και σήμερα, ένα χρόνο μετά, έχω αδυναμία συγκέντρωσης και δυσκολεύομαι πολλές φορές να εκφραστώ ακόμη και σε απλά καθημερινά πράγματα, κάτι που ουδέποτε μου συνέβαινε στο παρελθόν. Εκτός από τα παραπάνω είχαμε να αντιμετωπίσουμε τα εμπόδια και τις καθυστερήσεις που μας δημιουργούσαν εδώ μέσα, προβλήματα στην ελάχιστη έτσι κι αλλιώς επικοινωνία με τους συνηγόρους, απαγόρευση ανταλλαγής εγγράφων, λογοκρισία και κατάσχεση απολογιών και εγγράφων υπεράσπισής μας, πλήρη παρακολούθηση τηλεπικοινωνιών ακόμα και με τους συνηγόρους και ποικίλες άλλες πιέσεις όπως κλήση σε απολογία και τέταρτου αδερφού μας κ.ά.
Το ότι είναι προκατασκευασμένη η απολογία μου φαίνεται και αποδεικνύεται και από τα παρακάτω:
α) Την Τετάρτη 3/7 ανακρίθηκα επί 14 ώρες στην αντιτρομοκρατική χωρίς φυσικά να προκύψει τίποτα ενοχοποιητικό.
β) από το αστυνομικίστικο ύφος που είναι γραμμένη η δήθεν απολογία μου. Κανένας Αριστερός δε θα χρησιμοποιούσε ποτέ τον όρο «αρχηγός-υπαρχηγός›, αντί το «καθοδηγητής› ή «υπεύθυνος πυρήνα› κ.ά. Κανένας Αριστερός δε θα χρησιμοποιούσε τον όρο «στόχος› για άνθρωπο. Ξέρετε εσείς πολλούς εργάτες να χρησιμοποιούν στο λεξιλόγιό τους τα παρακάτω; «Επέβαινε μόνο ο οδηγός και διήρχετο σε καθημερινή βάση› «Μία μοτοσικλέτα και ένα ΙΧ επιβατηγό›, «Σε αυτή τη φάση είχε προεπιλεγεί κατάλληλο σημείο όπου θα ευρίσκετο σταθμευμένο›. Εγώ δεν ξέρω κανέναν τουλάχιστον. Και πολλά άλλα, σε τελείως υπηρεσιακό ύφος.
γ) Από τις συμπτώσεις που έχει με απολογίες άλλων συγκατηγορουμένων, το μόνο που αποδεικνύεται είναι ότι γράφηκαν από το ίδιο πρόσωπο. Σε πολλά σημεία μάλιστα επαναλαμβάνονται ατόφιες φράσεις ή και παράγραφοι.
δ) από τις ανακρίβειες που περιέχει, εμφανίζομαι να συζητάω στα μέσα και στο τέλος του ’83 με τον Λεσπέρογλου και τον Αδηλίνη, ο μεν πρώτος ήταν εξαφανισμένος από τον Οκτώβριο του ’82, ο δε δεύτερος στη φυλακή από τον Οκτώβριο του ’82 έως το ’84. Παρόλα αυτά τους συναντώ σε αμφιθέατρα, συζητάμε για ένοπλη πάλη και μάλιστα δε μου φάνηκαν και σοβαροί.
ε) Με τον ίδιο τρόπο, δηλαδή στη σφαίρα του φανταστικού της αστυνομίας, με στρατολόγησε και ο Γιάννης Σερίφης επίσης σε αμφιθέατρο. Στη 17Ν με στρατολόγησε η αντιτρομοκρατική στις 16/7/2002 γιατί με χρειαζόταν για να οργανώσει τα σενάριά της περί συγκοινωνούντων δοχείων, εξ ου και οι Λεσπέρογλου, Αδηλίνης, Σερίφης και να στηρίξει την πεποίθησή της περί Οργανώσεων συγγενών που δικαιολογούσαν μεταξύ άλλων κατά τη γνώμη τους, την επί τόσα χρόνια απραξία τους.
Αυτό εξηγεί και το γεγονός ότι όταν συνέλαβαν τον αδερφό μου Βασίλη, Δευτέρα 15/7, τον πίεζαν να «δώσει› ως μέλη τους μικρού αδερφούς μας Νίκο και Αυγουστίνο και την άλλη μέρα, στις 16/7, στο τέλος της κατάθεσής του θυμάται εμένα. Προφανώς οι μικροί δεν τους έκαναν για να εμπλέξουν Σερίφη, Γιωτόπουλο, Ψαραδέλλη και άλλους. Βέβαια ούτε εγώ τους έκανα λόγω σωματικής διάπλασης κυρίως, αλλά δεν είχαν και τίποτε άλλο σε αυτά τα πλαίσια.
Έτσι λοιπόν με τον χιτλερικό νόμο περί συλλογικής ευθύνης, μεθοδεύτηκε η συμμετοχή μας και παρά λίγο και του Αυγουστίνου μόνο γιατί μας χρειαζόταν, όχι γιατί υπήρχε το παραμικρό στοιχείο για εμάς, ούτε καν υποψία. Αφού να φανταστείτε δεν ερεύνησαν καν το σπίτι που έμενα στην Ικαρία, δεν πήραν καν την τηλεφωνική μου ατζέντα. Το σπίτι της μνηστής μου στη λεωφ. Ιωνίας στην Αθήνα που ερεύνησαν, την 1/7/2002, το ερεύνησαν επειδή είχε τα κλειδιά πάνω του ο Σάββας όταν τραυματίστηκε, όχι γιατί με υποψιάζονταν.
Να προσθέσω εδώ ότι στην προσπάθειά τους να με εμπλέξουν στην απολογία του αδερφού μου Βασίλη, φέρομαι να λαβαίνω μέρος σε μια ληστεία. Αφήνω ασχολίαστο το γεγονός ότι κατηγορούμαι ως δράστης ληστειών με λεία εκατοντάδων εκατομμυρίων, τη στιγμή που όλα μου τα χρόνια, όπως κατέθεσαν και μάρτυρες και όπως πολύ γνωρίζετε, είμαι όχι απλώς πάμπτωχος αλλά και χρεωμένος.
Συγκεκριμένα τον Δεκέμβριο του 1998 στην ΕΘΝΙΚΗ Τράπεζα Βύρωνα όπου υποτίθεται ότι αναφέρει ο Βασίλης επί λέξει: «Απ’ όσα γνωρίζω εγώ, από τα κλεμμένα αυτά θα πληρώνονταν τα γραμμάτια του Μανόλη, δηλαδή του αδερφού μου Χριστόδουλου, για το ξυλουργείο που αυτός έφτιαχνε στην Ικαρία›. Πρόκειται περί προφητείας; Την άδεια γι αυτό το ξυλουργείο την έβγαλα στις 11/1/2001 και ξεκίνησα το χτίσιμο το καλοκαίρι του ίδιου έτους αφού πήρα δάνειο από την τράπεζα ΠΙΣΤΕΩΣ 10εκατομμύρια και ο αδερφός μου το γνώριζε αυτό. Βγάλτε τα συμπεράσματά σας.
στ) Εμφανίζομαι επίσης να περιγράφω τον Γιωτόπουλο σαν «Λάμπρο› ή «ψηλό› και να λέω με σιγουριά ότι είναι πάνω από 1.87, πράγμα που αποδεικνύει ότι δεν τον είχα δε ποτέ μου γιατί ουδέποτε θα αποκαλούσα «ψηλό› έναν κοντύτερο από μένα, 1.82, όπως είναι αυτός.
Η όλη δομή της δήθεν απολογίας μου είναι τέτοια που να εξυπηρετεί ακριβώς τον σκοπό για τον οποίο φτιάχτηκε και μάλιστα φτιάχτηκε στην κυριολεξία στο γόνατο, γιατί: Πρώτον, στις ελάχιστες περιπτώσεις που περιγράφει λεπτομερώς ενέργειες, βρίθει ανακριβειών, όπως στην περίπτωση Μομφεράτου όπου λέει ότι οι δράστες διέφυγαν με μηχανάκια και άλλα.
Δεύτερον, προσθέτει φανταστικές λεπτομέρειες σε άλλες περιπτώσεις για να είναι πιο πειστική όπως στην περίπτωση Αγγελόπουλου με το χαρτόκουτο που υποτίθεται ότι είχε ο δράστης στο σακίδιό του για να τοποθετήσει δήθεν μέσα το πιστόλι. Το ίδιο κάνουν και σε απολογίες άλλων, όπως η ιστορία της δήθεν στρατολόγησής μου στην απολογία του Σάββα, σε αμφιθέατρο μάλιστα από τον Γιάννη Σερίφη όπου ισχυρίστηκε ότι ήξερε καλά τον θείο μου Τσακαλία.
Αυτό, πέρα από την αποτυχημένη προσπάθεια διασταύρωσης, αποκρύπτει και προθέσεις περαιτέρω ενοχοποιήσεως συγγενών ή φίλων. Αυτό, πέρα από την αποτυχημένη προσπάθεια διασταύρωσης, αποκρύπτει και προθέσεις περαιτέρω ενοχοποιήσεως συγγενών ή φίλων.
Τρίτον, τις υπόλοιπες ενέργειες τις αναφέρω τηλεγραφικά μόνο και μόνο για εμπλέξει συγκεκριμένα ονόματα που ήταν και ο κύριος σκοπός τους. Πάνω στη βιασύνη τους μάλιστα με εμφανίζουν να ομολογώ και πράξεις που δεν έγιναν, όπως η ληστεία του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου Αιγάλεω.
Τέλος στα «ΝΕΑ› της Τετάρτης 17/7 αναφερόμενα στη σύλληψή μου λένε χαρακτηριστικά ότι είμαι σημαντικότερος και από το Σάββα στην ιεραρχία της 17Ν και ότι επίκειται σύλληψη τροτσκιστή που είχε σχέση με κύκλους του Παρισιού κατά τη διάρκεια της δικτατορίας. Με δεδομένο ότι εγώ πρώτος φέρομαι να κατονομάζω –υποτίθεται- τον Ψαραδέλλη ως μέλος και ως υπαρχηγό μάλιστα της 17Ν είναι φανερό ότι οι πληροφορίες αυτές προέρχονται από διαρροή της απολογίας μου.
Εγώ όμως σύμφωνα με το έγγραφο που έχετε στη δικογραφία σας άρχισα να απολογούμαι το πρωί της Τετάρτης 17/7 στις 5:50 όταν δηλαδή οι εφημερίδες της ημέρας έχουν ήδη τυπωθεί. Είναι λοιπόν η υποτιθέμενη απολογία μου όχι μόνο προκατασκευασμένη, αλλά έχει ήδη αρχίσει να διαχέεται στον Τύπο πριν ακόμη αρχίσω να καταθέτω.
Με τον ίδιο ή παραπλήσιους τρόπους πιστεύω ότι απέσπασαν «ομολογίες› και από άλλους συγκατηγορούμενούς μου, όπως για παράδειγμα τον κ. Καρατσώλη ο οποίος επίσης φέρεται να ομολογεί πράξεις που αποδεδειγμένα ουδέποτε διέπραξε ή του αδελφού μου Βασίλη.
Με τον Βασίλη μάλιστα συμβαίνει το εξής περίεργο: ενώ δίνει κατάθεση σαν μάρτυρας την Τρίτη 16/7 την άλλη μέρα την επαναλαμβάνει απαράλλακτη μέχρι κεραίας σαν απολογία κατηγορούμενου. Με δεδομένο μάλιστα ότι πέρα από όλα τα άλλα τον είχαν και 72 ώρες άγρυπνο είναι παραπάνω από βέβαιο ότι άλλα του έλεγαν και άλλα τον έβαζαν να υπογράψει.
Υπάρχει και μια άλλη κατηγορία ομολογούντων: οι συνεργαζόμενοι. Δεν γνωρίζω πως και από πού τους βρήκε η Ασφάλεια. Εκείνο που ξέρω σίγουρα είναι ότι η προσπάθειά τους να τους χρεώσει σε εμένα όπως και με τους υπόλοιπους που φέρομαι να κατονομάζω είναι ατυχής.
Διότι αν εγώ όντως γνώριζα πρόσωπα και γεγονότα και αν ήμουν όπως θέλησαν να με παρουσιάσουν, λογικά θα φρόντιζα αφού μάλιστα πιάστηκα πριν από αυτούς να συναλλαχθώ με τις Αρχές και να ελαφρύνω τη θέση μου φορτώνοντας σε άλλους τις δικές μου ενέργειες και επιφυλάσσοντας για τον εαυτό μου δευτερεύοντα ρόλο. Πράγμα, που πιστεύω ότι έκαναν αυτοί.
Αλλιώς είναι τουλάχιστον παράλογο να ευελπιστούσα όπως εμφανίζομαι τουλάχιστον, στα μέτρα επιείκειας. Κάτι τέτοιο όμως δεν έγινε για τους εξής λόγους: πρώτον για να συναλλαχθείς με κάποιους πρέπει να έχεις κάτι να δώσεις κι εγώ φυσικά δεν είχα τίποτα. Αντιθέτως αυτό ακριβώς πιστεύω ότι έγινε με τους συνεργαζόμενους.
Είναι βέβαιο ότι είναι δημιουργήματα του νόμου σας περί ευεργετικών μέτρων και μόνο το γεγονός αυτό πλήττει καίρια την αξιοπιστία τους. Είναι φανερό ότι για να έχουν ανταλλάγματα θα πουν αυτά που σας χρειάζονται να πουν σε βάρος της αλήθειας, ακόμη κι αν αυτά που λένε δεν αποδεικνύονται. Έτσι ο νόμος σας αυτός επαναφέρει το καθεστώς των κουκουλοφόρων μαρτύρων, για να καλύψει την ανυπαρξία στοιχείων.
Τα ονόματα που υποτίθεται ότι αναφέρω, που είναι κατά τη γνώμη μου και ο κύριος σκοπός της ομολογίας μου, ήταν παντελώς άγνωστα σε εμένα, όταν αργότερα τα πληροφορήθηκα. Στην προανακριτική μου απολογία τη διάβασα για πρώτη φορά αρχές Σεπτεμβρίου όπως και τα πρόσωπα ήταν άγνωστα, πολύ περισσότερο δε και οι πράξεις που μου καταλογίζονται.
Συγκεκριμένα εκτός φυσικά από τα αδέλφια μου Βασίλη και Σάββα, γνώριζα το Διονύση Γεωργιάδη σαν φίλο του Βασίλη. Με τον Βασίλη Τζωρτζάτο είχαμε παλιά γύρω στο ’82 μια γνωριμία, περισσότερο λόγω ενός κοινού φίλου που πέθανε το ’91 και έκτοτε χαθήκαμε. Ουδέποτε φυσικά έγινε καμία αναφορά για παράνομες ενέργειες.
Τον Κώστα Τέλιο τον γνώρισα στην Ικαρία που έκανε διακοπές ένα καλοκαίρι πριν το ’90 και έκτοτε τον συνάντησα 2 – 3 φορές τυχαία στη Θεσσαλονίκη και μια φορά στην Αθήνα χωρίς να έχουμε συζητήσει ποτέ περί πολιτικής ή ένοπλης πάλης και πολύ περισσότερο χωρίς να έχουμε κάνει τίποτα μαζί. Περισσότερο μου έδινε την εντύπωση απολίτικου και πλακατζή.
Τον Γιάννη Σερίφη τον γνώριζα μόνο εξ όψεως ποιος είναι, όπως τον γνωρίζει πάρα πολύς κόσμος. Έχουμε μεν συναντηθεί σε πορείες κι άλλες εκδηλώσεις, αλλά ουδέποτε έχουμε συζητήσει κατ’ ιδίαν για οτιδήποτε.
Την Αγγελική Σωτηροπούλου είχα να τη δω από τότε που χώρισε με τον αδελφό μου γύρω στο ’90 και ούτε ήξερα που και πως ζει.
Τον Νίκο Παπαναστασίου όταν τον συνάντησα το Φεβρουάριο φέτος εδώ στις γενικές φυλακές και μιλήσαμε, τον θυμήθηκα. Είχαμε συναντηθεί στο παρελθόν σε διάφορες εκδηλώσεις πορείες και άλλα, καθώς και σε κάποιες συζητήσεις που γίνονταν κατά κόρον την εποχή του ’83 – ’85 στο μαζικό Κίνημα και έκτοτε χαθήκαμε. Γνώριζα μάλιστα και το μαγαζί με κεραμικά που διατηρούσε στην 3ης Σεπτεμβρίου.