Ανεπίσημα πρακτικά δίκης 17Ν (01/08/2003) Μέρος 5/6

Παρασκευή, 01 Αυγούστου 2003 21:05
A- A A+

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Επαναλαμβάνεται η συνεδρίαση που έχει διακοπεί.

Β. ΤΖΩΡΤΖΑΤΟΣ: Συνοπτικά κάτι με δυο λέξεις. Ήθελα να πω ότι ο πατέρας μου, αντάρτης του Δημοκρατικού Στρατού μου είχε πει ότι πάντα μετά από κάθε μάχη υπήρχαν κάποιοι που προπηλάκιζαν και κακομεταχειρίζονταν τους αιχμαλώτους. Αυτοί οι κάποιοι πάντα στην διάρκεια της μάχης έψαχναν την πιο μεγάλη τρύπα για να κρυφτούν. Είναι ίδιον των δειλών να χτυπούν έναν αιχμάλωτο. Δεν θα απαντήσω προς το παρόν τίποτε άλλο στον δικηγόρο του κ. Μητσοτάκη.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Εγώ έχω παρακαλέσει πράγματι τους κατηγορουμένους να μην τους θίγει κανένας, όπως έχω παρακαλέσει και άλλους να κάνουν άλλα αλλά τί να πω; Οι κατηγορούμενοι όμως είδατε, το Δικαστήριο βρίζουν, κάνουν, ράνουν. Εδώ μέσα δεν είναι δίκη που δικάζουμε πταίσματα, παράνομη στάθμευση. Θα τα ακούμε και λίγο παραπάνω κι εσείς κι εμείς. Εγώ πάντως έχω παρακαλέσει όλους να διατηρούν το μέτριο στις εκφράσεις. Γιατί δεν είναι πολύ καλό το μέτριο στις εκφράσεις;

Ο κ. Παπαδημητρίου έχει το λόγο.

Ε. ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ: Κύριε Πρόεδρε, κ.κ. Δικαστές συμπληρωματικά στα όσα ειπώθηκαν θα ήθελα να κάνω δυο επισημάνσεις. Παρακολουθούμε από το τέλος του Ιουνίου 2002 την μεθοδικότητα με την οποία αντιμετωπίζουν οι Διωκτικές Αρχές το θέμα της εξάρθρωσης της τρομοκρατίας. Η μεθοδικότητα αυτή σε συνδυασμό με την μεγάλη δημοσιότητα την οποία έχει πάρει το θέμα αποκλείει κάθε σκέψη περί βασανιστηρίων ή άλλη έκνομων πιέσεων.

Για ποιον λόγο οι Διωκτικές Αρχές να διακινδυνεύσουν την επιτυχία τους αυτή δίνοντας βήμα στους κατηγορουμένους να μιλούν για ξυλοδαρμούς κλπ; Ο κ. Τζωρτζάτος δεν κάνει τίποτε άλλο παρά να αναμασά τις θέσεις της Οργάνωσης περί κρατικής τρομοκρατίας.

Η δεύτερη επισήμανση έχει σχέση με το κείμενο της από 30/12/2002 μηνύσεώς του. Μεταξύ άλλων στο κείμενο αυτό αναφέρονται τα εξής: «με απειλούσαν να μην πάρω τίποτε πίσω απ’ όσα υπέγραψα και μου υπενθύμισαν πάλι το τέλος του Χριστόφορου Μαρίνου υπαινισσόμενοι ότι δεν επρόκειτο για αυτοκτονία. Το πρωί με έκλεισαν σε ένα κελί διαστάσεων 1 Χ 2 επειδή γνώριζαν ότι πάσχω από κλειστοφοβία, με απειλούσαν και με χτυπούσαν. Μου έλεγαν να μην τολμήσω να ανακαλέσω τίποτε από όσα υπέγραψα κατά την προσαγωγή μου στον Εισαγγελέα και στην Τακτική Ανακρίτρια που επρόκειτο να γίνει την επόμενη πλέον ημέρα 19/7/2002›.

Έρχεται τώρα ο κ. Τζωρτζάτος στις 19/7/2002 και διαφοροποιεί το περιεχόμενο της προανακριτικής του απολογίας. Αν φοβόταν θα την άφηνε όπως ήταν. Δηλαδή ο ίδιος ο κ. Τζωρτζάτος αυτοδιαψεύδεται από το κείμενο της από 30/12/2002 μηνύσεώς του. Συνεπώς συντάσσομαι κι εγώ με τις θέσεις των προηγούμενων συναδέλφων της πολιτικής αγωγής και ζητώ την απόρριψη της ένστασης ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ο κ. Ευαγγελάτος έχει το λόγο.

Δ. ΕΥΑΓΓΕΛΑΤΟΣ: Κύριε Πρόεδρε, θα προσπαθήσω ταχύτατα να περιοριστώ αυστηρά στο θέμα το οποίο μας απασχολεί και θα κάνω τις εξής επισημάνσεις: Επισήμανση πρώτη, απάντηση στο κείμενο που χρησιμοποίησε ο αξιότιμος συνάδελφός μου κ. Μυλωνάς της Διεθνούς Αμνηστίας. Θα ανακαλέσω στην μνήμη σας και θα υπογραμμίσω στο ερώτημα «ποια είναι η Ελλάδα του 2002 και 2003 για τα βασανιστήρια› κάνοντας μία ιστορική απλώς αναδρομή, τονίζοντας ταυτόχρονα ότι αυτός ο τόπος από το 1967 μέχρι το 1974 βασανίστηκε ακριβώς και αποτέλεσε και κατηγορούμενο και απεβλήθη η Ελλάδα για τα βασανιστήρια το 1968.

Γι αυτό αυτός ο τόπος έδωσε την απάντηση μετά το 1974 και γι αυτό είναι μία πηγή ιδιαίτερης ευαισθησίας πώς με επανειλημμένες δίκες εκ των οποίων η μία έγινε σε αυτήν την αίθουσα και μία άλλη έγινε πιο κάτω στο Ρουφ για τους βασανιστές της Αστυνομίας Πόλεων και της Χωροφυλακής. Έτσι λοιπόν αυτός ο τόπος έδωσε μία απάντηση δικαστική ή μάλλον πολλές απαντήσεις δικαστικές και σε αυτή την δίκη των βασανιστών κατά της Χωροφυλακής κατέθεσε ένας από τους βασανισθέντες, ο Γεώργιος Αλέξανδρος Μαγκάκης ο οποίος τότε περιέγραψε τους «δερβίσηδες› της Υπηρεσίας Περισσού και ήταν ο εμπνευστής και ο δημιουργός και ο πατέρας του νόμου 1500 του 1984 που περιελήφθη στο άρθρο 137α η έννοια των βασανιστηρίων και ούτω καθεξής.

Την αποστομωτική απάντηση δίνει αξιότιμοι κ.κ. Εφέτες σε αυτό το έγγραφο το οποίο χρησιμοποίησε ο κ. Μυλωνάς το οποίο βεβαίως είναι εγκυρότατο και από το οποίο προσπάθησε να ορισθεί μία κατά τεκμήριο εφαρμογή δήθεν των βασανιστηρίων. Η τελευταία δημοσκόπηση που έγινε πριν 4-5 μέρες την ανάφερα και την αναφέρατε κ. Πρόεδρε, ότι ο ελληνικός λαός πριν 4-5 μέρες συγκρίνοντας την απόδοση άλλων Αρχών ακόμα και των πολιτικών Κομμάτων έχει εδραία την εμπιστοσύνη του στον Στρατό, στην Αστυνομία και στην Δικαιοσύνη. Αυτή είναι μία απάντηση.

¶λλη απάντηση, δεύτερη επισήμανση. Το είπε ο κ. Εισαγγελέας ο κ. Μαρκής, οι δύο διακεκριμένοι συνάδελφοι οι οποίοι είχαν αναλάβει, ο κ. Τεντολούρης και ο κ. Κούρκουλος έχουν μία ιστορία και μία ευαισθησία γιατί μετά το 1974 μέχρι να καταλήξουμε στο νόμο 1500 και ο Δικηγορικός Σύλλογος και πολύ άλλοι φορείς έδωσαν μάχες για να περάσει αυτός ο νόμος κατά των βασανιστηρίων και ανήκουν σε κείνους τους δικηγόρους που πάντοτε προέταξαν τα στήθη ενάντια σε οποιαδήποτε προσπάθεια βασανισμού.

Δεν είναι οι άνθρωποι εκείνοι που όταν θα τους γίνονταν έστω και μία υποψία υπαινιγμού ότι ο συγκεκριμένος κατηγορούμενος με τους αγώνες αυτούς τους οποίους λέει ότι διαθέτει, με τους αγώνες που διέθετε και εκ παραδόσεως από τον πατέρα του και υπαινιγμό να έκανε περί βασανιστηρίων θα έπρεπε μέσα σε 48 ώρες, απολογήθηκε στις 5 η ώρα στις 19 Ιουλίου 2002 μέχρι την Δευτέρα και το δίκτυο της προστασίας των κοινωνικών δικαιωμάτων και ο Δικηγορικός Σύλλογος και η Διεθνής Αμνηστία, το παράρτημα που λειτουργεί εδώ στην Ελλάδα και προπαντός η Ελληνική Ένωση για τα δικαιώματα του ανθρώπου και του πολίτη με την παραμικρή καταγγελία που θα εγίνετο θα είχαν κινητοποιηθεί και θα είχε συγκλονιστεί το πανελλήνιο.

Τί γίνεται όμως; Από τις 19 Ιουλίου περιέργως μετά από 3 μήνες και 10 μέρες γίνεται αυτή η καταγγελία. Θέλω λοιπόν να πιστεύω ότι εάν είχε γίνει έστω και ο παραμικρός υπαινιγμός από τον κατηγορούμενο θα είχε οπωσδήποτε κινητοποιηθεί το σύνολο όλων αυτών των φορέων οι οποίοι αγωνίστηκαν και εξακολουθούν να αγωνίζονται για την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και εναντίον των βασανισμών.

Επίσης θα ήθελα να τονίσω ότι αφού ο κ. Τζωρτζάτος με αυτή την εμπειρία την αγωνιστική που διαθέτει είχε υποστεί όσα υποστηρίζει ότι είχε υποστεί, πέραν των όσων είπε ο αξιότιμος κ. Εισαγγελέας, πέραν των όσων ειπώθηκαν και είναι ερωτήματα πραγματικά εύλογα, πώς δεν κατέφυγε έστω σε έναν ιδιώτη γιατρό, πώς δεν κατέφυγε σε έναν ιατροδικαστή; Ο κ. Τζωρτζάτος που φέρει το βάρος της απόδειξης θα έπρεπε έστω αυτά τα στοιχεία να προσκομίσει. Αυτά τα στοιχεία όμως δεν προσεκόμισε και δεν προσεκόμισε ούτε μετά τις 30 Οκτωβρίου, ούτε στις 30 Δεκεμβρίου, ούτε με την μήνυση η οποία υπεβλήθη.

Έχω εδώ αξιότιμοι κ.κ. Δικαστές δύο έγγραφα. Το ένα απευθύνεται προς το Δικαστήριό σας στις 3 Μαρτίου 2002 όπου μεταξύ των διαφόρων κεφαλαίων που τίθενται, είναι δήλωση προς το Δικαστήριό σας στις 3 Μαρτίου 2002 σχετικά με την σοβαρότητα της ακυρότητας και παραβιάσεις δικαιωμάτων κατά την προδικασία. Απευθύνεται προς το Δικαστήριό σας και είναι στην σελίδα 8 όπου νομίζω – διορθώστε με σας παρακαλώ – βεβαίως θα μου πει κάποιος ότι σήμερα το θέτουν το ζήτημα ενώπιον του ακροατηρίου, όπου νομίζω όμως επί του κεφαλαίου αυτού έχει απαντήσει το Δικαστήριό σας.

Επίσης προς το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών ο διακεκριμένος και τόσο μαχητικός συνάδελφός μου ο κ. Παπαδάκης υπέβαλλε αυτό το υπόμνημα και στην σελίδα 5 και 6 αναφέρεται επίσης όπως και στην από 30/10/2002 απολογία μου ενώπιον του Εφέτη Επίκουρου Ανακριτή κ. Πετρόπουλου έχω καταθέσει και στις οποίας το κείμενο αναφέρομαι, η απόσπαση ομολογίας σχετικής με την διάπραξη σχετικής με την διάπραξη δήθεν αδικημάτων πέραν όσων παραδέχομαι στις 30/10 υπήρξε προϊόν βασανιστηρίων (για να μην επανέρχομαι). Νομίζω ότι και έπ’ αυτού του θέματος απάντησε το Συμβούλιο των Εφετών.

Τελειώνοντας αξιότιμοι κ.κ. Δικαστές αυτές τις επισημάνσεις που ήθελα να υπογραμμίσω, τονίζω ότι δεν γνωρίζω εάν κάποιοι πολιτικοί προσπάθησαν τότε να διαμαρτυρηθούν για την μεταχείριση του κ. Τζωρτζάτου για την οποία όμως δεν κατήγγειλε τότε καμία κακομεταχείριση το 1993. Θέλω να τονίσω όμως ότι και προηγούμενα και μετά ταύτα αλλά πιστεύω ότι και το 1993, ιστορικά επισημαίνοντας άλλη κυβέρνηση ήταν από την σημερινή, και τότε υπήρχε ευαισθησία και τότε εάν γινόταν η παραμικρή καταγγελία θα υπήρχε η αντίστοιχη αντίδραση.

Πιστεύω λοιπόν ότι σύμφωνα με όσα οι συνάδελφοί μου προηγουμένως δια μακρόν ανέλυσαν και εξέθεσαν στο Δικαστήριό σας και με αυτά τα οποία είχα την τιμή να σας αναφέρω και να σας υπογραμμίσω ότι θα πρέπει να απορριφθεί η ένσταση ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη. Ευχαριστώ.

Α. ΤΖΑΝΕΤΗΣ: Συμπληρωματικά κ.Πρόεδρε. Όταν ο κ. Μυλωνάς περατώνοντας την τοποθέτησή του έθεσε στο Δικαστήριό σας ένα δίλημμα λέγοντάς σας ότι έχετε να επιλέξετε ή θα ακολουθήσετε τη νομολογία την παλιά του 1973 ή θα πρέπει να κάνετε δεκτή την ένσταση και να ακυρώσετε τις προανακριτικές καταθέσεις.

Νομίζω ότι είναι ένα δίλημμα το οποίο θα το χαρακτήριζα ως «ψευδοδίλημμα› διότι ουδείς βεβαίως σε αυτή την αίθουσα είναι διατεθειμένος να υποστηρίξει ότι οι ομολογίες οι οποίες αποσπάστηκαν δια βίας έστω κι αν το περιεχόμενό τους ανταποκρίνεται στην αλήθεια μπορούν να αξιοποιηθούν από ένα Ποινικό Δικαστήριο. Είναι μια παρωχημένη νομολογία η οποία έκτοτε δεν είχε συνέχεια.

Το ζητούμενο είναι το πραγματικό υπόβαθρο αυτής της ένστασης, κατά πόσο δηλαδή αυτά τα οποία καταγγέλλονται ως βασανιστήρια συνέβησαν πράγματι στην πραγματικότητα. Σχετικά με αυτό χωρίς να θέλω να επαναλάβω όσα είπαν οι συνάδελφοι θα ήθελα να επισημάνω μόνο τούτο: ο ισχυρισμός του κ. Τζωρτζάτου ότι βασανίστηκε είναι εντελώς αναντίστοιχος με την δικονομική συμπεριφορά που επέδειξε ενώπιον της Ανακριτρίας. Τί εννοώ με αυτό;

Εμφανίζεται ενώπιον της Ανακρίτριας 19/7/2002. Ζητάει 5νθήμερη προθεσμία για να απολογηθεί και απολογείται τελικώς 24/7/2002. Ερωτώ χωρίς να δώσω απάντηση. Είναι δυνατόν ένας άνθρωπος ο οποίος τράβηξε τα μύρια όσα στην Αντιτρομοκρατική πριν πάει στην Ανακρίτρια να ζητάει 5 ολόκληρες ημέρες προθεσμία η οποία είναι πλούσια για τα δεδομένα της υπόθεσης αυτής και δεν εννοώ από άποψη αποδεικτικής δυσκολίας, εννοώ ότι όλες οι προθεσμίες οι οποίες εδίδοντο ήταν ολίγων ημερών.

Είναι λοιπόν δυνατόν αυτός ο άνθρωπος έχοντας τραβήξει όσα έχει τραβήξει, όσα λέει ότι έχει τραβήξει, έχοντας κακοπάθει όσο έχει κακοπάθει να θέλει να μείνει άλλες 5 ολόκληρες ημέρες στην Αντιτρομοκρατική για να πάθει τα ίδια; Νομίζω λοιπόν ότι και μόνο αυτό καταδεικνύει ότι ο ισχυρισμός είναι παντελώς αναπόδεικτος, είναι όψιμος, εξυπηρετεί την αλλαγή στρατηγικής στην υπεράσπισή του και γι αυτό πρέπει να απορριφθεί ως παντελώς αβάσιμος.

Γ. ΠΑΠΑΛΑΜΠΡΟΣ: Τρεις προτάσεις. Η πρώτη είναι κ. Πρόεδρε και αξιότιμοι κ.κ. Εφέτες ότι ο κατηγορούμενος Τζωρτζάτος φτάνει στην απολογία του στην Ανακρίτρια και μαζεύει τον χρόνο συμμετοχής του στην Οργάνωση μετά από την προθεσμία. Έρχεται δηλαδή κι εκεί που έχει δώσει λεπτομέρειες στην προανακριτική του κατάθεση για προσωπική του συμμετοχή και περιγράφοντας συγκεκριμένο ρόλο σε πολλές περισσότερες υποθέσεις, μεταξύ αυτών και στην υπόθεση για την οποία παριστάμεθα ως πολιτικώς ενάγοντας Μομφεράτου-Ρουσέτη με συγκεκριμένο ρόλο σε κείνη την υπόθεση.

Έρχεται στην Ανακρίτρια και λέει ότι «μπήκα στην Οργάνωση το ΄85 και έφυγα το ΄92›. Αυτά υπό καθεστώς βίας, πιέσεων και βασανιστηρίων στην Ανακρίτρια. Πρώτον αυτό. Δεύτερον, παρατηρείστε ότι σε αυτή την κατάθεση στην Ανακρίτρια ακριβώς επεκτείνει την έννοια των βασανιστηρίων και των πιέσεων επάνω του προσθέτοντας με την συμπληρωματική του απολογία αυτή την χειρόγραφη πρόταση όπου προσπαθεί να καλύψει το κύρος των τότε συνηγόρων του λέγοντας ότι διαμαρτυρήθηκαν αλλά δεν τους άφησε αυτός να πουν τίποτε παραπάνω.

Με δεδομένο ότι όντως είναι «ψευδοδίλλημα› το δίλημμα που σας έδωσε ο κ. Μυλωνάς, γιατί αυτό που μας απασχολεί είναι το αν αποδεικνύονται αυτά που λέει. Ερωτώ το εξής απλό, ο ιατροδικαστής μετά από 3 μήνες δεν γινόταν να διαγνώσει τίποτα. Είχε αποδεικτική δυσχέρεια ο κατηγορούμενος για τα πάντα. Είναι δυνατόν και τότε να μην διαμαρτυρήθηκαν οι δικηγόροι που όπως είπε ο κ. Τζωρτζάτος αυτοί τον άφησαν, δεν τους έπαψε.

Είναι δυνατόν να μην έρχονται εδώ σήμερα στο Δικαστήριό σας ή νωρίτερα να εισφέρουν οι ίδιοι την εμπειρία τους, να μην καταθέτουν οι ίδιοι το ότι διέγνωσαν το ότι η απολογία αυτή ήταν κατασκευασμένη και ότι διαμαρτυρήθηκαν αλλά τότε ο πελάτης τους ο κ. Τζωρτζάτος δεν τους άφησε υπό το κράτος βίας και απειλών να πουν οτιδήποτε;

Είναι δυνατόν σήμερα που αλλάζουν υπερασπιστική γραμμή να μην επικαλούνται την μαρτυρία των συναδέλφων αυτών και να μην έρχονται οι συνάδελφοι να το πουν αυτό εδώ μέσα; Δεν αποτελεί αυτό σοβαρό λόγο για τον Δικηγορικό Σύλλογο για να έρθουν να το καταθέσουν αυτό; Κάτι τέτοιο δεν μπορεί να γίνει γιατί οι συνάδελφοι σαφώς δεν είναι χθεσινοί και έχουν ιστορία και δεν μπορούν να υπερασπιστούν κάτι τέτοιο. Αυτό μόνο και μόνο αποτελεί έναν υπερασπιστικό ισχυρισμό, έρχομαι στο τρίτο και τελευταίο, που δεν συνάδει με οποιαδήποτε δειλία.

Δεν παραπέμπουμε σε οποιοδήποτε άλλο επαναστατικό κείμενο αλλά αποτελεί άξιο μνημονεύσεως ένα κείμενο του Λένιν το οποίο δημοσιεύθηκε στην «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ›. Δεν το έχω προσαγάγει στο Δικαστήριό σας ως αναγνωστέο παρόλα αυτά με τις απολογίες θα ήταν πολύ χρήσιμο να δείτε, όπου δίνει ο σύντροφος Λένιν την γραμμή που πρέπει να τηρούν οι κατηγορούμενοι σε ένα Δικαστήριο και φωτογραφίζει την πρακτική των μελών, των κατηγορουμένων σήμερα όσων από αυτούς έχουν αλλάξει υπερασπιστική γραμμή. Συνοψίζεται σε δυο γραμμές.

«Δείξτε το αναξιόπιστο και προκατασκευασμένο των μαρτύρων›. Ακούγεται κατά κόρον στο Δικαστήριό σας μόνο και μόνο αυτό. Ρεαλιστικούς ισχυρισμούς δεν έχουμε. Όλοι είναι αναξιόπιστοι και κατασκευασμένοι οι ισχυρισμοί του. Κατά δεύτερον «δείξτε ότι έρχεστε κατηγορούμενοι βάσει σκευωρίας και κατασκευής των αρχών, τρομοκρατούμενοι›. Φωτογραφίζεται ή δεν φωτογραφίζεται η υπερασπιστική γραμμή των κατηγορουμένων όχι όπως ήταν από την αρχή, ούτε μια υπερασπιστική γραμμή που κοιτούσε το συμφέρον τους όπως ήταν στην Ανακρίτρια σε τελευταία ανάλυση, αλλά όπως έχει ανασκευαστεί μετά την είσοδο στο Κορυδαλλό, μετά την είσοδο στις Φυλακές όπου βρέθηκαν όλοι μαζί και πέρασε η γραμμή πλέον.

Κύριε Πρόεδρε και σεβαστό Δικαστήριο όχι απλώς πρέπει να ληφθούν υπόψη αυτές οι απολογίες αλλά μάλιστα να ειδωθούν προς τα πίσω, δηλαδή με την προανακριτική ως αυθεντικότερη κατάθεση των γεγονότων.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ο κ. Μυλωνάς έχει το λόγο.

Ι. ΜΥΛΩΝΑΣ: Πολύ σύντομα εγώ, θα τα πει ο κ. Παπαδάκης στην συνέχεια. Θέλω να επισημάνω μερικά περίεργα και παράξενα που ακούστηκαν από την μεριά της πολιτικής αγωγής. Δεν μπορώ να σχολιάσω αυτά που λέει η πολιτική αγωγή; Δεν το κατάλαβα. Τοποθετήθηκε επί της ενστάσεως και απαντώ στα επιχειρήματα της πολιτικής αγωγής.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Δεν εγερθήκατε. Αν έχετε πρόβλημα καθίστε κάτω.

Ι. ΜΥΛΩΝΑΣ: Απορώ γιατί επέτρεψε ο κ. Πρόεδρος στον κ. Μαύρο ο οποίος μίλησε τόσο σύντομα και τόσο πολύ συμπυκνωμένα θα έλεγα, εξετράπη σε ύβρεις επανειλημμένα κατά του κ. κατηγορούμενου. Κύριε Πρόεδρε, παρακαλώ πολύ όταν αντί για επιχειρήματα η πολιτική αγωγή χρησιμοποιεί ύβρεις νομίζω ότι πρέπει να παρεμβαίνετε. Ήταν σαφής η τοποθέτηση του κ. Μαύρου που επανειλημμένα όχι μία φορά εν τη ρύμη του λόγου, να το ανεχθούμε αυτό, επανειλημμένα ευθέως εξύβρισε τον κατηγορούμενο. Αυτό παρακαλώ πολύ θέλω να το σημειώσω και άλλη φορά ζητώ από το Δικαστήριο να μην αφήσετε να επαναληφθεί. Κάθε κατηγορούμενος δικαιούται τουλάχιστον να μην υβρίζεται. Επιχειρήματα θα ακούει αλλά όχι ύβρεις.

Κάτι άλλο που μου έκανε μεγάλη εντύπωση. Πολλοί συνήγοροι πολιτικής αγωγής είπαν «μα γιατί έρχεστε τέλη Δεκεμβρίου και ζητάτε επισήμως ιατροδικαστή›. Αυτό δεν το καταλαβαίνω. Ακόμα και τέλη Δεκεμβρίου υπάρχουν αυτά τα σημάδια και ακόμα και τότε ζητάει ο κ. Παπαδάκης που ήταν τότε συνήγορος να έρθει ιατροδικαστής. Τί πιο απλό όταν μάλιστα έχουν περάσει 3-4 μήνες να έρθει ο ιατροδικαστής και να μας πει «τί λέτε κ. Τζωρτζάτο τώρα παραμύθια, δεν βλέπω τίποτα στην μέση και στην πλάτη σας›.

Το ότι ο συνήγορος του κ. Τζωρτζάτου επέμενε ακόμα και τότε να έρθει ιατροδικαστής λέει κάτι. Το ότι ακόμα και τότε δεν ήρθε ο ιατροδικαστής λέει νομίζω πολύ πιο πολλά πράγματα. Τί πιο απλό να κλείσει το στόμα του κ. Τζωρτζάτου λέγοντας ότι τον εξετάζω και τον Δεκέμβριο ή τον Ιανουάριο δεν βλέπω τίποτα. Δεν ήρθε όμως. Μήπως αυτή είναι μία σοβαρότατη παράλειψη που θα πρέπει να σας προβληματίσει;

Έρχομαι τώρα στα όσα άκουσα από τον εκλεκτό συνήγορο και Πανεπιστημιακό τον κ. Αναγνωστόπουλο. Ένα σκέλος των τοποθετήσεών του ήταν θα έλεγα υπέρ του κατηγορουμένου γιατί μας παρουσίασε τον κ. Τζωρτζάτο ότι είναι ο φοβερός και τρομερός συνωμότης, ο έμπειρος, που ξέρει πώς θα κινηθεί, που έχει εμπειρία, που είναι (χρησιμοποιώ δική μου έκφραση) «σκληρό καρύδι›.

Όταν έχουμε ένα «σκληρό καρύδι› και έναν έμπειρο συνωμότη τότε ακριβώς χρειαζόμαστε τον άγριο ξυλοδαρμό για να σπάσουμε την βούληση και για καταπονήσουμε αυτόν που αντιστέκεται, που έχει εμπειρία και που δεν είναι ένας 18χρονος όπως αναφέρθηκε. Σε αυτές τις περιπτώσεις τις δύσκολες για την Αστυνομία τότε ακριβώς επιστρατεύονται τα πρωτόγονα πλην αποτελεσματικά μέσα του άγριου ξυλοδαρμού.

Κατά τούτο λοιπόν τα όσα είπε ο κ. Αναγνωστόπουλος ήταν υπέρ του κατηγορουμένου. Είπε όμως και κάποια άλλα πράγματα που ομολογώ δεν μπορώ να τα καταλάβω. Μας είπε (χρησιμοποιώ δική μου διατύπωση) μα είναι αυτονόητο ότι κάθε συνήγορος που έχει μια εμπειρία από πρακτική δικηγορική μπορεί να φωτογραφίζει όποτε θέλει τους κατηγορούμενους και να πιστοποιούνται πανηγυρικά τα αιματώματα και οι εκχυμώσεις.

Εδώ το μόνο που μπορώ να πω είναι ότι υποτιμά τη νοημοσύνη μας. Είναι δυνατόν σε αυτούς τους κατηγορούμενους που φρουρούνταν με τέτοια μέσα και που κρατούντο στον Κορυδαλλό που για να μπει ο συνήγορος περνάει από 10 κόσκινα, που δεν επιτρέπεται καν να έχει το κινητό μαζί του ότι θα μπορούσε να περάσει μία φωτογραφική μηχανή και μέσα από το τζάμι που τον χωρίζει να φωτογραφίσει τις εκχυμώσεις;

Ας μην ακούγονται τέτοια πράγματα γιατί όλοι μας περισσότερο ή λιγότερο έχουμε εμπειρία από τις συνθήκες κράτησης στον Κορυδαλλό και ξέρουμε ότι δεν είναι δυνατόν να περάσει μία φωτογραφική μηχανή μέσα στις φυλακές για να αποτυπώσει αυτές τις κακοποιήσεις.

Ένα τελευταίο. Ομολογώ ότι στενοχωρήθηκα όταν άκουσα τον κ. Αναγνωστόπουλο να επικαλείται τα επιχειρήματα που επεκαλείτο η τουρκική κυβέρνηση στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο ότι αυτές οι κακοποιήσεις που έχουν υποστεί τα μέλη του ΡΚΚ τότε και όλοι οι κατηγορούμενοι δεν είναι προϊόν της Αστυνομίας. Αυτοτραυματίστηκαν έλεγαν τότε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο η Τουρκική κυβέρνηση και βεβαίως αξιοποιήθηκε αναλόγως αυτό το επιχείρημα. Λυπάμαι και θλίβομαι όταν ακούω τον κ. Αναγνωστόπουλο να χρησιμοποιεί το ίδιο επιχείρημα που χρησιμοποιούσε η Τουρκική κυβέρνηση για να καλύψει τα ακάλυπτα και να μας λέει ότι αυτοτραυματίστηκε ο κ. Τζωρτζάτος μέσα στις φυλακές. Τίποτε άλλο προς το παρόν.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ελάτε κ. Παπαδάκη.

Κ. ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ: Η ώρα των απαντήσεων: Πρώτα απ’ όλα θα ήθελα στον φίλο και συνυπερασπιστή μου κ. Παρασκευόπουλο να του απαλείψω κάθε υπόνοια ότι θα πρέπει να αισθάνεται ως υλικό ανάμεσα σε μυλόπετρες, γιατί αν θα παρομοίαζε κανένας το νομικό βάρος του κ. Μυλωνά με μυλόπετρα, πραγματικά αισθάνομαι πολύ αδύναμο τον εαυτό μου ως ένθεν μυλόπετρα να μπορέσει να αντέξει το βάρος του και είναι βέβαιο ότι και εμένα και τον κ. Παρασκευόπουλο και πολλούς άλλους, θα μας παρέσυρε και θα μπατάραμε πάρα πολύ μακριά.

Θα ασχοληθώ, μιας και ξεκίνησα με τις μυλόπετρες με μία άλλη μυλόπετρα, ογκόλιθο ίσως της νομικής που είναι εδώ πέρα, τον κ. Κατσαντώνη, στον οποίο οφείλω από προχθές μία απάντηση που θα μπορούσα να την αφήσω να την πάρει το ποτάμι, αλλά δυστυχώς συνδέεται και με μία κρίση του περί αγραμματοσύνης των συναδέλφων της Υπεράσπισης που δεν θεραπεύεται με το βούλευμα και την οποία παρότι τον παρακάλεσα να την ανακαλέσει, όχι μόνο δεν έχει ανακληθεί, αλλά έχει παραχθεί χθες από τη φιλική του εφημερίδα σε όλη της την έκταση και αναφέρεται εν πάση περιπτώσει στην παραδεκτότητα της συζήτησης που κάνουμε σήμερα σχετικά με το κύρος της προανακριτικής και της ανακριτικής απολογίας του Τζωρτζάτου.

Το έθεσε και ο κ. Ευαγγελάτος μάλιστα προηγουμένως αυτό, μνημονεύοντας κάποια δήλωση που έγινε στην αρχή της διαδικασίας εδώ στο Δικαστήριο και θα ήθελα να πω πάρα πολύ συνοπτικά τα εξής: Βεβαίως το Δικαστήριο το έχει λύσει το θέμα με απόφαση της 18/3/2003 όταν τέθηκε το αίτημα της αφαίρεσης των εγγράφων αυτών από τη δικογραφία και εν γένει της χρήσης ως αποδεικτικού μέσου όλων αυτών των απολογιών της προδικασίας και είπε ότι επιφυλάσσεται κι έκανε πάρα πολύ καλά διότι πράγματι το άρθρο 173 επιβάλλει την προβολή αυτών των ισχυρισμών μέχρι το πέρας της προδικασίας.

Όσον αφορά την υπεράσπιση του Τζωρτζάτου το υπόμνημα του οποίου είχε υποβληθεί προς το Συμβούλιο Εφετών μετά την πρόταση του κ. Καρούτσου, περιέχει πρόταση όλων αυτών των ακυροτήτων οι οποίες συζητούνται και εδώ, εδώ όμως έχουμε κύρια διαδικασία, καθίστανται πλέον στοιχεία της κύριας διαδικασίας οι πράξεις αυτές για τις οποίες συζητάμε.

Υπάρχει ακόμα η ίδια η ρύθμιση του άρθρου 7 του τρομονόμου, του Ν. 2928/2001 για την οποία επίσης είχε γίνει αναφορά εδώ στις 17/3 όταν συζητούσαμε το θέμα και προκύπτει ότι η κατάργηση του αναιρετικού ελέγχου στα βουλεύματα τα αμετάκλητα τα οποία παραπέμπουν κατηγορούμενους για υποθέσεις του Ν. 2928 συνδέεται με τη δυνατότητα της προβολής των ισχυρισμών και ενστάσεων αυτών και στην κύρια διαδικασία.

Λοιπόν, από τα πρακτικά της συνεδρίασης της Βουλής στις 7/6/2001 και την απάντηση του τότε Υπουργού Δικαιοσύνης κ. Σταθόπουλου σχετικά με την αιτιολόγηση του άρθρου 7 και νομίζω ότι είναι η αυθεντικότερη πηγή ερμηνείας, λέει μεταξύ άλλων - για το άρθρο 7 νομίζω ότι έχει γίνει η ανταλλαγή όλων των υπέρ και κατά επιχειρημάτων: «Επιμένουμε στην άποψη που έχει γενικότερη σημασία, ότι δε χρειάζεται τόσο πολυτελής διαδικασία, ο έλεγχος για την περίπτωση νομικού λάθους του Συμβουλίου Εφετών θα γίνει από το Δικαστήριο σε τρεις βαθμούς μάλιστα στην κύρια Δίκη και γιατί να έχουμε έξι φορές έλεγχο της διαδικασίας›.

Προβλήθηκαν λοιπόν και με το υπόμνημα οι ακυρότητες αυτές, δε μπορεί να πει κανένας ότι εκπέσαμε του δικαιώματος επαναπροβολής, αλλά εν πάση περιπτώσει, όπως είπα και προηγουμένως, αποτελούν στοιχείο της κύριας διαδικασίας αλλά και αν ακόμα κανείς τα απορρίψει όλα αυτά δεν παύουν να είναι κάποιες εκθέσεις οι οποίες ακόμα και στην περίπτωση που γίνει δεκτή η άποψη του κ. Κατσαντώνη, με το άρθρο 152 του Κ.Ποιν.Δ., εκτιμώνται ελεύθερα και εδώ πέρα συζητούμε για το περιεχόμενό τους, κατά πόσον είναι ή δεν είναι αξιόπιστο.

Δεν θα ασχοληθώ με τη μείζονα πρόταση την οποία διετύπωσε το Δικαστήριο σχετικά με το θέμα των βασανιστηρίων. Θεωρώ δεδομένο πραγματικά ότι για όλους εδώ πέρα δεν υπάρχει κανείς που να υποστηρίξει ότι μία ομολογία που είναι προϊόν βασανιστηρίων, εκβιασμών, απειλών και όλα αυτά τα πράγματα, είναι δυνατό να ληφθεί έγκαιρα υπόψη και δε θα κουράσω γι αυτό. Θα ασχοληθώ μόνο με τη μείζονα πρόταση μιας άλλης περίπτωσης που εξέτασε το Δικαστήριο την ακριβώς επομένη ημέρα στις 30/7 με την ένσταση του Χριστόδουλου Ξηρού σε ό,τι αφορά την παρουσία ενόπλων στην ανάκριση, γιατί σε αυτό θέλω κάτι να πω και να συμπληρώσω πριν έρθω στα πραγματικά περιστατικά.

Αναγιγνώσκοντας από τα πρακτικά, η απόφασή σας λέει ότι: «Ο Κ.Ποιν.Δ., δεν προβλέπει την παρουσία αστυνομικής δύναμης ούτε κατά την ανάκριση ούτε στο ακροατήριο. Στην περίπτωση που αποφασισθεί η συζήτηση να είναι κεκλεισμένων των θυρών όταν είναι μυστική δηλαδή η συνεδρίαση, δε λέει ότι θα είναι αστυνομική δύναμη κατά το άρθρο 330› . Στην παραδοχή αυτή βεβαίως συμφωνούμε. «Παρ’ όλα αυτά›, συνεχίζει η απόφαση του Δικαστηρίου, «από κανέναν δεν αμφισβητήθηκε η νομιμότητα της παρουσίας αστυνομικής δύναμης κατά τη μυστική συνεδρίαση στο ακροατήριο, μάλιστα ο Μπουρόπουλος στην ερμηνεία Ποινικού Κώδικα στο άρθρο 234 αρ. 2 αναφέρει ότι και αυτοί, οι αστυνομικοί βαρύνονται με την παραβίαση αυτής της διατάξεως σε περίπτωση που θα ακούσουν ό,τι ακούσουν στη μυστικότητα να το μεταδώσουν έξω›.

Σχολιάζω στο σημείο αυτό ότι ο Μπουρόπουλος εν προκειμένω κομίζει γλαύκα στην Αθήνα, διότι το άρθρο 234 του Ποινικού Κώδικα, δηλαδή η διατάραξη της μυστικότητας των συνεδριάσεων, είναι ένα κοινό αδίκημα του οποίου υποκείμενο διάπραξης μπορεί να είναι οποιοσδήποτε. Κατά συνέπεια με το να προσθέτουμε ότι μπορεί να είναι και ο αστυνομικός που για κάποιο λόγο βρίσκεται μέσα στη δικαστική αίθουσα, δεν σημαίνει ότι εξ αυτού συνάγεται τεκμήριο νομιμότητας της παρουσίας των αστυνομικών στην αίθουσα συνεδρίασης, πολύ δε περισσότερο κατά ανάλογη εφαρμογή και στον ανακριτή.

Ακόμα λέει η απόφαση του Δικαστηρίου σας λίγο παρακάτω: «Παρ’ όλα αυτά, σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να ερευνάται η in concreto επίδραση της παρουσίας αστυνομικής δύναμης κατά την απολογία, ανάλογα με τη φύση της υπόθεσης, τη συμπεριφορά των αστυνομικών και την επίδραση του εν λόγω περιστατικού επί της δυνατότητας της ελεύθερης έκφρασης του κατηγορουμένου και της εν γένει άσκησης των δικαιωμάτων του. Κι εδώ είναι το ζουμί, εδώ πραγματικά είναι το ζουμί.

Αντιπαρέρχομαι το αν επιτρέπεται ή απαγορεύεται και πότε πρέπει να επιτρέπεται και πότε πρέπει να απαγορεύεται και πόσοι να είναι κτλ. στον ανακριτή την ώρα που γίνεται μια ανάκριση. Με ενδιαφέρει κατά πόσον η παρουσία των συγκεκριμένων αστυνομικών συνδέεται με τη δυνατότητα ελεύθερης άσκησης των υπερασπιστικών δικαιωμάτων του κατηγορουμένου, ποια είναι η συμπεριφορά που επέδειξαν οι αστυνομικοί που ευρίσκοντο, αν ευρίσκοντο εκεί και ποια είναι η επίδραση του περιστατικού αυτού στη διαμόρφωση της ελεύθερης συμπεριφοράς.

Προέκυψε λοιπόν εδώ πέρα, διότι εδώ έχουν προκύψει πολλά, ξεκινήσαμε πριν πέντε μήνες μία Δίκη με αθρόα προβολή δια της επικουρίας σειράς επιχειρημάτων και από τους κ.κ. Εισαγγελείς και από την Πολιτική Αγωγή, των οποίων ένα έκαστο καταρρέει και σήμερα συζητάμε για τα ρέστα πλέον μονάχα και θα φτάσουμε σε ένα-ένα σ’ αυτά και ένα από τα βασικότερα επιχειρήματα ήταν η διάψευση του γεγονότος ότι στην ανακρίτρια παρίσταντο αστυνομικοί με όπλα.

Η διάψευση αυτή δεν άντεξε πάρα πολύ, έφτασαν εκείνα τα έγγραφα τα οποία προέρχονται από τη δικογραφία των δύο δημοσιογράφων, τόσο η βεβαίωση του κ. Σύρου όσο και οι καταθέσεις των τεσσάρων αστυνομικών, από τις οποίες προκύπτει ότι: α) Ευρίσκοντο μέσα στο ανακριτικό γραφείο τέσσερις αστυνομικοί στην απολογία καθενός κατηγορουμένου και β) ότι είχαν πάρα πολύ καλή επίγνωση και παρακολούθηση του τί είδους απολογία γινόταν και πόσο διαρκούσε.

Διότι στις καταθέσεις, και αν θέλετε μπορώ να διαβάσω συγκεκριμένα αποσπάσματα από αυτές, γίνεται λόγος και για τη χρονική τους έκταση και για το περιεχόμενό τους. Συγκεκριμένα σε μία απ’ αυτές, του κ. Τσερλεντάκη, α) γίνεται λόγος για το ότι «διήρκεσε πάρα πολύ σύντομα η διαδικασία και συνεπώς δε θυμάμαι πολλά πράγματα›, β) όλοι οι απολογούμενοι επαναλάμβαναν την προανακριτική τους απολογία και κατά συνέπεια δεν λέγονταν και πάρα πολλά πράγματα εκεί. Είχαν λοιπόν την προσοχή τεταμένη.

Ποια είναι τώρα η συγκεκριμένη επίδραση της συμπεριφοράς των αστυνομικών και της παρουσίας τους εκεί σε ό,τι αφορά την άσκηση των υπερασπιστικών δικαιωμάτων του κ. Τζωρτζάτου: Πάμε λίγο πιο πίσω: Ο κ. Τζωρτζάτος καταγγέλει ότι συνελήφθη κάτω από ορισμένες συνθήκες, συνελήφθη ουσιαστικά μαζί με την σύζυγο και το παιδί του. Δεν άκουσα καμία αναφορά πάνω σε αυτό, δεν άκουσα καμία διάψευση σε αυτό, δεν άκουσα καμία αξιολόγηση πάνω σε αυτό, δεν άκουσα γιατί αυτός ο συγκεκριμένος συνελήφθη μαζί με τη σύζυγο και το παιδί του και μετήχθησαν όλοι μαζί στην Αθήνα και αν αυτό συνιστά ή δεν συνιστά μία αρχή σοβαρότατης ψυχολογικής πίεσης και εκβιασμού.

Προσάγεται στην αστυνομία, στην Αντιτρομοκρατική. Ελέχθη το επιχείρημα κατά κόρον, ότι η αστυνομία δεν δέρνει, δεν κάνει βασανιστήρια, δεν δημιουργεί σκευωρίες, ότι αυτά τα πράγματα μετά από το 1974 έχουν σταματήσει και άλλα διάφορα. Και τώρα προ ολίγου ο κ. Εισαγγελέας, ο κ. Λάμπρου, εις επίρρωσιν αυτών ανέφερε ένα χθεσινό περιστατικό όπου κάποιους αστυνομικός άοπλος κατόρθωσε και απέτρεψε μία ληστεία, τον οποίο τον συνεχάρη κτλ.

Θέλετε να μείνουμε στατιστικά στην επικαιρότητα μόνο της χθεσινής ημέρας; Εδώ είναι η εφημερίδα η οποία σε άλλη σελίδα καταγγέλλει ξυλοδαρμό στο αστυνομικό τμήμα. Η καταγγελία αφορά κάποιους Βρετανούς με ένα επεισόδιο σε ένα κατάστημα της Πλάκας. Θέλετε να κάνουμε στατιστική; Εάν ο κ. Εισαγγελέας θεωρείται ότι αντλείται επιχείρημα από τέτοιου είδους περιστατικά καθημερινά, το αν η αστυνομία δέρνει, βασανίζει ή όχι; Να έρχομαι κι εγώ και να λέω ό,τι υποπίπτει στην αντίληψή μου από τον Τύπο και να δούμε ποιο θα σας απασχολεί περισσότερες φορές με παρεμβάσεις.

Δε θέλετε τη Διεθνή Αμνηστία; Μα γιατί, τί λόγο έχει η Διεθνής Αμνηστία να καταγγείλει σε έκθεση σε όλες τις χώρες όλα αυτά τα βασανιστήρια; Αναπαράγει και αυτή τη γραμμή της Οργάνωσης 17Ν όπως ελέχθη από κάποια πλευρά; Και καλά η Διεθνής Αμνηστία, μα και η εφημερίδα ΧΩΡΑ; Θα σας καταθέσω εδώ δημοσίευμα στις 14/11/2002 με αφορμή το προωθούμενο νομοσχέδιο για τη χρήση όπλου στην αστυνομία όπου αναφέρει περιπτώσεις από τις οποίες από όπλα αστυνομικά σκοτώθηκαν άνθρωποι οι οποίοι δεν είχαν σχέση με αστυνομικές καταδιώξεις ή καθ’ υπέρβαση ορίων αμύνης κτλ.

Είναι λοιπόν μία αστυνομία άγια η οποία δεν κάνει τίποτα, δεν βασανίζει κανέναν, δεν πειράζει κανέναν, δεν αυθαιρετεί και δεν καταπατά δικαιώματα; Έρχεται δηλαδή ως κεραυνός εν αιθρία σε ένα παρθένο περιβάλλον μία καταγγελία ότι εδώ πέραν έγιναν βασανιστήρια από μια αστυνομία η οποία είναι άγια; Αμφισβητήθηκε και αυτό. Σας φέραμε ανθρώπους εδώ πέρα, 5 τον αριθμό που είναι παθόντες οι ίδιοι στα χρόνια της μεταπολίτευσης και με τις δυό κυβερνήσεις. Παθόντες από σκευωρίες, παθόντες από ανακριτικές μεθόδους, παθόντες από βασανιστήρια, παθόντες από στέρηση δικαιωμάτων.

Μιλώ για την ημερομηνία της 19/6, για τον Κλέαρχο Σμυρναίο, για την Ισαβέλλα Μπερτράν, για τον Γεώργιο Σισιλιάνο, για τον Σπυρίδωνα Κογιάνη. Τί προέκυψε από αυτούς; Προέκυψε και διόγκωση των κατηγοριών και στήσιμο κατηγοριών και σκευωριών και διενέργεια βασανιστηρίων και ανακριτικές τακτικές όπως είναι ο ελεγχόμενος ύπνος, η στέρηση ύπνου, η στέρηση επικοινωνίας, η ψευδής παράσταση ότι δήθεν όλα τα αποδεικτικά στοιχεία είναι σε βάρος τους, η άσκηση ψυχολογικής πίεσης και όλα αυτά.

Προτεινόμενα για εσάς



Δημοφιλή