Ανεπίσημα πρακτικά δίκης 17Ν (04/09/2003) Μέρος 3/8

Πέμπτη, 04 Σεπτεμβρίου 2003 20:03
A- A A+

Τα ίδια παρατηρούμε και στις τελευταίες απολογίες της 11/8. Ο Γιωτόπουλος παρουσιάζεται με έναν τρόπο που διαψεύδεται από τις ίδιες τις περιγραφές. Λέει ο Σάββας με τις ίδιες ακριβώς εκφράσεις που χρησιμοποιούσε ο αστυνόμος Παπαγεωργίου κατά την ανάκρισή μου στις 18/7: «Ο Γιωτόπουλος αποφάσισε μόνος του και ο χαρακτήρας του ήταν τέτοιο που δε δεχόταν ούτε εντολές ούτε ιδέες από κάποιον άλλον›.

Αυτά όμως διαψεύδονται από τις περιγραφές του. Στις 27/7 περιγράφει με λεπτομέρειες πώς το καλοκαίρι του 2000 ο Κουφοντίνας του πρότεινε και αυτός συμφώνησε, επειδή όλοι οι άλλοι της Οργάνωσης έλειπαν, να κάνουν μια ληστεία στη Θεσσαλονίκη για τα οικονομικά της Οργάνωσης και πώς την πραγματοποίησαν, χωρίς να υπάρχει καμία αναφορά σε ηγεσίες και αρχηγούς.

Αυτό επιβεβαιώνεται παρακάτω, όταν μιλώντας για το ταξίδι του στο Σουδάν, λέει ότι η Οργάνωση του το είχε απαγορεύσει. Και πάλι στον μόνο που αναφέρεται είναι στον Κουφοντίνα. Όπως και στο κέντρο που ήθελε να δημιουργήσει και να απαγκιστρωθεί από την Οργάνωση, και πάλι μιλά για δικαιολογία στον Κουφοντίνα και όχι σε κάποια ηγεσία. Το συμπέρασμα είναι ότι δεν υπάρχει κανένας Γιωτόπουλος αρχηγός που αποφασίζει μόνος του για τα πάντα. Αντίθετα έχουμε ένα μοντέλο οριζόντιων πυρήνων που αποφασίζουν είτε μόνοι τους είτε όλοι σε συντονισμό για τη δράση τους.

Όσον αφορά τις αναφορές για παρουσία μου μέσα σε φορτηγά ή σε μακρινά σημεία απ’ όπου υποτίθεται ότι δίνω κάποιο σημάδι, πρόκειται για επινόηση, για να δοθεί η εντύπωση συμμετοχής μου σε επιθέσεις χωρίς να χρειάζονται μάρτυρες. Γιατί αν πράγματι συμμετείχα, θα υπήρχαν δεκάδες μάρτυρες που θα με αναγνώριζαν λόγω της διαφοράς ηλικίας που δε θα μπορούσε να κρυφτεί.

Και αυτοί όμως διαψεύδονται από τα γεγονότα. Στη ληστεία στα ΕΛΤΑ Αιγάλεω π.χ., ο Σάββας λέει ότι «ο Γιωτόπουλος συντόνιζε την επίθεση μέσα από ένα φορτηγό και την κάλυπτε με ένα αυτόματο›. Αν όμως ήταν έτσι, οι υπόλοιποι θα έπρεπε να είχαν ακουστικά ή ραδιοτηλέφωνα για συντονισμό, πράγμα που κανένας μάρτυρας δεν ανέφερε. Αν πάλι την κάλυπτε, όταν ήρθε ο αστυνομικός, θα έπρεπε να τον έχει πυροβολήσει ο Γιωτόπουλος απ’ το φορτηγό και όχι ο ληστής ψευδο-αστυνομικός που βγήκε από την είσοδο του Ταχυδρομείου και τον πυροβόλησε.

Το ίδιο γίνεται και στο Α.Τ. Βύρωνα όπου λέει ότι ο ντυμένος ψευτο-αστυνομικός πήγε στην είσοδο κι έκανε τον φύλακα για κάλυψη. Την περίοδο της έκρηξης στο λεωφορείο στο Καβούρι όπου σύμφωνα με τον Σάββα οδήγησα και πάρκαρα το παγιδευμένο αυτοκίνητο, όσο και τον Αύγουστο του ’88, δηλαδή το χρόνο της ληστείας στο Α.Τ. Βύρωνα, βρισκόμουν στους Λειψούς όπως κατέθεσαν οι μάρτυρες υπεράσπισης.

Τέλος, όσον αφορά το τηλεφωνικό σήμα που δήθεν έστειλα για τη δολοφονία Σόντερς, θυμίζω ότι όπως κατατέθηκε, τότε η σύντροφός μου έβγαινε από τετράμηνη χημειοθεραπεία και ακτινοθεραπεία κι όπως γνωρίζουν όλοι όσοι είχαν κάποια σχέση με τέτοιες θεραπείες, αυτές παρουσιάζουν ορισμένες παρενέργειες, ιλίγγους, ζαλάδες, ναυτίες και οι ασθενείς αδυνατούν να περατώσουν κάποια δουλειά χωρίς βοήθεια. Εκείνο το πρωί στις 7:30 μέχρι περίπου τις 9:30 βρισκόμαστε στο ΙΚΑ Παγκρατίου όπου δεν μπορούσε να πάει μόνη της για τις προγραμματισμένες εξετάσεις της.

Παρόμοια, μάρτυρας καταθέτοντας διέψευσε την κατηγορία του βουλεύματος ότι βρισκόμουν στον Πειραιά τη στιγμή της έκρηξης της βόμβας στα χέρια του Σάββα Ξηρού. Είπε ότι βρισκόμουν στην ταβέρνα του στον Βύρωνα με τη σύντροφό μου από τις 21:30 μέχρι περίπου τη 01:00.

Όπως ανέφερα, το πρώτο μέρος του σχεδίου ήταν τα δύο χειρόγραφά μου και τα έντυπα με τα αποτυπώματά μου που βρέθηκαν στο κρησφύγετο της οδού Πάτμου. Τα μόνα στοιχεία που είχαν στα χέρια τους αυτοί που κατέστρεψαν το σχέδιο εναντίον μου ήταν ο γραφικός μου χαρακτήρας και τα αποτυπώματά μου. Αυτά τα χαλκευμένα στοιχεία που προφανώς τα είχαν έτοιμα, τα τοποθέτησαν μέσα στο κρησφύγετο και έβαλαν τον Σάββα Ξηρό να πει στην απολογία του ότι τα έφερε ο Γιωτόπουλος μέσα σε μια τσάντα γιατί θα πήγαινε διακοπές, επιχειρώντας έτσι να δώσουν κάποια λογική εξήγηση για την παρουσία εκεί αυτών των δήθεν ευρημάτων.

Αυτή είναι ανεξήγητη για τους εξής λόγους:

α) Απ’ όσα γνωρίζω από την αντιδικτατορική μου δράση, η στοιχειώδης αλφαβήτα οποιασδήποτε παράνομης δραστηριότητας είναι ότι σε ένα χώρο όπου υπάρχουν δεκάδες όπλα, πιστόλια, ρουκέτες, εκρηκτικά γνωστής Οργάνωσης, δεν τοποθετεί στοιχεία που παραπέμπουν σε ανθρώπους και βέβαια χειρόγραφα από τα οποία εντοπίζεται ο συγγραφέας τους. Οποιοσδήποτε πήγαινε σε έναν τέτοιο χώρο χειρόγραφο, θα έπρεπε να είναι τρελός.

β) Ο συγκεκριμένος άνθρωπος που τα πήγε ήταν αυτός που ο Τύπος είχε φωτογραφίσει πριν από λίγον καιρό σαν αρχηγό της 17Ν και που ήξερε ότι από την προηγούμενη αντιστασιακή του δράση, οι αρχές γνώριζαν το γραφικό του χαρακτήρα, πράγμα ακόμα πιο παράλογο.

γ) Ειδικότερα για την δήθεν προκήρυξη Περατικού, γιατί να κρατά ένα τμήμα αντίγραφου προκήρυξης με χειρόγραφες διορθώσεις, ενώ μπορούσε να κρατάει ολόκληρη τη δημοσιευθείσα προκήρυξη;

δ) Η φωτογραφία της προκήρυξης που επιδείχθηκε στην ακροαματική διαδικασία, δείχνει καθαρά ένα ιχνογράφημα που δεν υπάρχει πάνω στην πραγματική προκήρυξη, πράγμα που σημαίνει ότι δεν είναι ίδια με αυτήν που βρέθηκε.

ε) Η διόρθωση δύο σειρών που υπάρχει στο πίσω μέρος της δεύτερης σελίδας όπως και η προσθήκη πέντε σειρών στο πίσω μέρος της τρίτης σελίδας δεν υπάρχουν στην αυθεντική. Δεδομένου ότι η γραφολογική εξέταση έγινε με βάση αυτές τις δύο προσθήκες, αφού είναι οι μόνες φράσεις και όχι μεμονωμένες λέξεις, προκύπτει το ερώτημα: Γιατί μπήκαν αφού δεν υπάρχουν στην αυθεντική; Μήπως για να δώσουν το δείγμα γραφής;

στ) Οι μόνες διορθώσεις ή προσθήκες που υπάρχουν στην αυθεντική είναι δυο αλλαγές λέξεων και δύο προσθήκες τριών λέξεων χωρίς ουσία. Απ’ όσα όμως θυμάμαι, απ’ όσα διάφοροι μάρτυρες, σε τέτοιου είδους κείμενα που είναι πολιτικά και όχι λογοτεχνικά, κανένας ποτέ δεν θα έκανε τέτοιου τύπου παρατηρήσεις όπως «εκείνος› αντί «αυτός›, «πραγματοποιήσει› αντί «κάνει› κτλ. Οι όποιες παρατηρήσεις που γίνονταν θα ήταν ουσιαστικές, πολιτικές, π.χ. να έγραφαν «να τονιστεί κεντρικά το α’ ζήτημα, να αναπτυχθεί το β’, να περιοριστεί το άλλο› κτλ. Τέτοιου είδους διορθώσεις όμως δεν έκανε κανένας γιατί δεν είχε κανένα νόημα.

ζ) Τέλος, η τελευταία παράγραφος αποδεικνύει ότι η προκήρυξη είναι χαλκευμένη γιατί απ’ όσο θυμάμαι υπάρχει μια βασική αρχή όταν προετοιμάζεις κάποια ενέργεια. Μπορεί μεν να συντάσσεις κάποια γενικά θεωρητικά τμήματα της προκήρυξης πριν απ’ αυτήν, ποτέ όμως δεν αναφέρεσαι ρητά σ’ αυτήν από πριν, για λόγους στοιχειώδους ασφάλειας, γιατί η ύπαρξη γραπτής αναφοράς, μπορεί θεωρητικά αν παραπέσει, να οδηγήσει στο μέγιστο κακό που είναι η σύλληψη επ’ αυτοφώρω. Γι αυτό το κομμάτι συντάσσονταν πάντα εκ των υστέρων ή έστω μερικές ώρες πριν.

Στην προκειμένη περίπτωση και αφού η προκήρυξη είχε συνταχθεί ένα χρόνο πριν τη δολοφονία, αυτό σημαίνει ότι παρέμεινε γραμμένη επί ένα χρόνο στο πάτωμα του κρησφύγετου χωρίς να τη δει κανείς και να τη μαζέψει, συν άλλα τέσσερα χρόνια μετά. Αυτά τα πράγματα δεν μπορούν να γίνουν πιστευτά από κανέναν λογικό άνθρωπο για μια οργάνωση που δρούσε επί 27 χρόνια παραμένοντας αλώβητη, άρα εφαρμόζοντας στοιχειώδη μέτρα ασφαλείας.

Για τα υπόλοιπα έγγραφα που παρουσιάζονται σαν χειρόγραφά μου είναι κατασκευασμένα εκτός από δύο, χωρίς πάντως να θυμάμαι ότι σίγουρα τα έγραψα εγώ, απλώς για ορισμένα κομμάτια του χειρόγραφου που περιέχει πληροφορίες σχετικές με ορισμένους βασανιστές της ΕΣΑ της περιόδου της χούντας, θυμάμαι ότι είχα γράψει κάτι ανάλογο στο εξωτερικό. Θα μπορούσα επίσης να έχω αντιγράψει στο εξωτερικό επί δικτατορίας, το κομμάτι που περιγράφει την κατασκευή της λεγόμενης «βιετναμέζικης χειροβομβίδας› χωρίς πάντα να το θυμάμαι.

Το χειρόγραφο για τα μέτρα ασφαλείας είναι παραλλαγή ανάλογων μέτρων ασφαλείς που κυκλοφορούσαν κατά δεκάδες τα χρόνια. Δεν είναι δικό μου για δύο λόγους: Πρώτον εμείς στα ΛΕΑ είχαμε τυπωμένη μπροσούρα σχετικά με τα μέτρα ασφαλείας και δεύτερον αυτή ήταν τελείως διαφορετική, ήταν γενικού τύπου και δεν περιείχε τις ειδικές περιπτώσεις του χειρόγραφου.

Αν το χειρόγραφο αυτό ήταν της 17Ν θα έπρεπε να το έχουν μελετήσει όλα τα μέλη και συνεπώς να έχει πληθώρα αποτυπωμάτων κι όχι μόνο αυτά του Γιωτόπουλου, εκτός αν θεωρήσουμε ότι τα άπειρα νέα μέλη τα έπιαναν με γάντια και ο πεπειραμένος Super-συνωμότης, αρχηγός Γιωτόπουλος, τα έπιανε με ακάλυπτα χέρια.

Όσον αφορά τα υπόλοιπα χειρόγραφα και εδώ προκύπτουν τα ίδια ερωτήματα : Γιατί να κρατά κάποιος μετά από 20 χρόνια αριθμούς αυτοκινήτων που δεν ισχύουν πια, πληροφορίες που έχουν συλλεγεί από τον Τύπο της εποχής, ανούσιες και χωρίς ιδιαίτερη αξία, για πρόσωπα που απ’ όσο γνωρίζω δεν παρουσιάζουν κανένα ενδιαφέρον και δεν υπήρξαν ποτέ στόχος οποιουδήποτε;

Το ίδιο όμως ερώτημα προκύπτει και για διάφορα έγγραφα της αντιδικτατορικής ΛΕΑ που βρέθηκαν. Γιατί να βρίσκονται στο κρησφύγετο και όχι σε κάποιο σπίτι όπου θα ήταν απλώς ιστορικά ντοκουμέντα; Γιατί το κρησφύγετο θα μπορούσε να ανακαλυφθεί από διάφορες αιτίες, όπως π.χ. μια διαρροή νερού και χωρίς να εντοπισθεί ή συλληφθεί αυτός που το νοίκιασε. Ποιος θα ενοχοποιούνταν τότε μέσω των ντοκουμέντων της ΛΕΑ; Ο Γιωτόπουλος και οι παλιοί σύντροφοί του της ΛΕΑ. Όλα αυτά είναι πάρα πολλά και πολύ χοντροκομμένα για να γίνουν πιστευτά και για να υποθέσουμε ότι είναι απλά λάθη.

Και φτάνουμε στα αποτυπώματα: Και εδώ, στην προσπάθειά τους να παρουσιάσουν έναν μεγάλο αριθμό αποτυπωμάτων που να επιβεβαιώνουν τις κατηγορίες, έφτασαν στο αντίθετο αποτέλεσμα. Κατά τη διάρκεια της ανάκρισής μου, ο Εισαγγελέας κ. Διώτης μου έλεγε: «Δε μας ενδιαφέρει αν αρνείσαι, γιατί σήμερα η επιστήμη έχει κάνει τεράστια πρόοδο και μπορεί να αποδείξει ότι ήσουν σε ορισμένο χώρο και συζητούσες. Ένα μικροσκοπικό τμήμα σιέλου επικάθεται κάπου και μέσω αυτού βρίσκουμε το βιολογικό υλικό DNA και την ταυτότητα αυτού που ήταν παρών σε ένα κρησφύγετο›.

Τα παραπάνω λόγια που έλεγε καθ’ υπαγόρευση των Αγγλοαμερικάνων μαιτρ του, είναι σωστά. Γιατί αν ήμουν πραγματικά αυτός που έλεγαν, θα έπρεπε να περνάω ώρες ολόκληρες σε αυτά τα κρησφύγετα συντάσσοντας προκηρύξεις, σχεδιάζοντας επιθέσεις, συζητώντας, αποφασίζοντας κτλ., και κατά συνέπεια θα έπρεπε να έχει βρεθεί πολλαπλό δείγμα βιολογικού DNA τόσο σιέλου όσο και από τα μαλλιά μου λόγω έντονης τριχόπτωσης, αφού και τα δύο κρησφύγετα βρέθηκαν όπως λένε ασκούπιστα, χωρίς να έχουν καθαριστεί.

Είναι πιθανότερο να βρεθεί DNA που δεν μπορείς να αποτρέψεις, από το να βρεθεί δακτυλικό αποτύπωμα που αποτρέπεται εύκολα, π.χ. με γάντια, όπως επιβεβαιώνεται με τον Βασίλη Ξηρό, για τον οποίο βρέθηκε DNA μέσω μιας τρίχας από τα μαλλιά του στο κρησφύγετο της Δαμάρεως χωρίς να βρεθεί ούτε ένα αποτύπωμά του.

Κανένα όμως βιολογικό υλικό για μένα δεν βρέθηκε, πράγμα που αποδεικνύει ότι ποτέ δεν πήγα στα κρησφύγετα, ότι δεν ήμουν ούτε αρχηγός ούτε σημαντικό στέλεχος ούτε καν απλό μέλος της 17Ν. Πώς εξηγείται λοιπόν ο μεγάλος αριθμός αποτυπωμάτων του Γιωτόπουλου, 26 σε κινητά σημεία, χαρτιά και έντυπα; Αν τα συγκρίνουμε με αυτά του Κουφοντίνα και Σάββα Ξηρού, δύο ανθρώπων που δέχονται ότι πήγαιναν συχνά στα κρησφύγετα, παρατηρούμε α) μια διαφορά ανάμεσα στον πρώτο και στους άλλους δύο και β) χτυπητές ομοιότητες ανάμεσα στους δύο.

Το πρώτο περίεργο είναι ότι ο αριθμός των αποτυπωμάτων του Κουφοντίνα είναι 10 σε δύο κρησφύγετα και του Σάββα 21 σε δύο, ενώ το Γιωτόπουλου είναι 26 σε ένα, δηλαδή είναι πέντε φορές περισσότερα απ’ του Κουφοντίνα και δυόμισι φορές απ’ του Σάββα Ξηρού, αριθμός υπερβολικός για κάποιον που δεν έχει πάει ποτέ σε κρησφύγετο, ενώ οι άλλοι έχουν πάει.

Το δεύτερο αξιοσημείωτο είναι ότι η σχέση των αποτυπωμάτων του Κουφοντίνα που υπάρχουν στα ακίνητα σημεία προς το σύνολο, είναι 2 στα 10 και συμπίπτει με αυτόν του Σάββα Ξηρού που είναι 4 στα 20, πράγμα που σημαίνει ότι όσα μέτρα και να παίρνεις δεν μπορείς να αποφύγεις να αφήσεις κάπου αποτυπώματα. Ακόμη, η ίδια σχέση υπάρχει και στους δύο, 2 στα 10 ανάμεσα σε αποτυπώματα, σε κινητά μεν αντικείμενα που δεν είναι όμως χαρτιά, και στο σύνολο.

Τίποτε όμως ανάλογο δεν υπάρχει για τον Γιωτόπουλο, του οποίου όλα τα αποτυπώματα σε πλήρη αντίθεση με αυτά των άλλων δύο, είναι όλα, και τα 26, σε χαρτιά. Πώς λοιπόν εξηγούνται όλα αυτά; Ίσως η παρατήρηση ότι η αποκάλυψη των αποτυπωμάτων του Αυγουστίνου Ξηρού και της Σωτηροπούλου έγινε αμέσως μετά την ανάκριση απ’ τον Σάββα της απολογίας του και το γεγονός ότι για ορισμένους κατηγορούμενους που έχουν δεμένους με βαριές κατηγορίες μέσω των απολογιών δεν βρέθηκαν αποτυπώματά τους, δίνουν κάποια απάντηση.

Αυτή έγκειται σε αυτό που δήλωσε πρόσφατα μια ειδική επιστήμονας σε απογευματινή εφημερίδα, ότι δηλαδή η κατασκευή και μεταφορά αποτυπωμάτων είναι πολύ εύκολη. Τέλος, όπως αποκαλύφθηκε κατά την ακροαματική διαδικασία, ενώ η ταυτοποίηση των αποτυπωμάτων μου έγινε στις 28/7, η δακτυλοσκόπησή μου έγινε στις 19/7.

Το επόμενο μέρος του σχεδίου αφορά τα κλειδιά του κρησφύγετου της Δαμάρεως που βρέθηκαν δήθεν στο καθιστικό του σπιτιού μου και ανακαλύφθηκαν μετά από 8 μήνες και ενώ είχαν επιστραφεί στη σύντροφό μου. Κανένας εχέφρων δεν μπορεί να πιστέψει ότι δεν σκέφτηκαν το αυτονόητο, να τα δοκιμάσουν τότε στην κλειδαριά και να θριαμβολογήσουν.

Αυτό το μέρος μπήκε σε εφαρμογή όταν πια οι σκευωροί αντιλήφθηκαν ότι η κατηγορία της ηθικής αυτουργίας κατά του Γιωτόπουλου κατέρρεε στη Δίκη και έπρεπε να την ενισχύσουν με νεά πειστήρια. Η όλη μεθόδευση είναι ξένων προδιαγραφών, έξω από ελληνικές πρακτικές. Επιχειρείται σαν δικαιολόγηση η δήθεν αναγκαιότητα ακριβών μετρήσεων με επιστημονικά όργανα για τη δημιουργία εντυπώσεων σοβαρότητας. Μετά την παρουσίαση αυτών των κλειδιών, ενισχύεται η εκδοχή της σκευωρίας, αφού οποιαδήποτε άλλη εκδοχή για την καθυστερημένη ανακάλυψη, στερείται λογικής βάσης.

Αν είχα στην κατοχή μου αυτά τα κλειδιά και ήμουν μέλος της 17Ν, θα μπορούσα εύκολα να τα πετάξω πριν φύγω για τους Λειψούς, στις 10/7, όπως θα είχα πετάξει και την ταυτότητα και το δίπλωμα οδήγησης. Το γεγονός ότι κρατούσα αυτά τα έγγραφα σημαίνει ότι δεν είχαν καμία σχέση με τη 17Ν. ¶λλωστε, ακόμη και ο αστυνομικός μάρτυρας αναγκάστηκε να παραδεχθεί ότι αυτά δεν κατασκευάστηκαν στα κρησφύγετα της 17Ν.

Και οι μάρτυρες όμως αποτελούν μέρος του σχεδίου. Έχοντας διαπιστώσει ότι η παρουσία Γιωτόπουλου δεν υπήρχε σε καμία επίθεση της 17Ν και γνωρίζοντας ότι δε νοείται αρχηγός χωρίς φυσική παρουσία σε αυτές, μελέτησαν λεπτομερειακά όλες τις καταθέσεις των διαφόρων αυτοπτών μαρτύρων και εντόπισαν τις περιπτώσεις όπου κάποια περιγραφή δεν τον απέκλειε. Έτσι, επελέγησαν διάφοροι μάρτυρες που δήθεν με αναγνώρισαν κ. ο Μπακατσέλος, η Ευγενούλα και η Κοφινά.

Αυτό αποδεικνύεται από το εξωφρενικό γεγονός ότι αναγνωρίζουν κάποιον άγνωστό τους που τον είδαν για 1-2 δευτερόλεπτα, πριν από 18 ή 12 χρόνια και είναι σίγουροι 100%, πράγμα ανθρωπίνως αδύνατο. Αυτή η απόλυτη σιγουριά τους καθιστά αυτόματα αναξιόπιστους.

Ειδικότερα ο σημαντικότερος από αυτούς Μπακατσέλος, επελέγη γιατί στην κατάθεσή του το ’85, περιγράφοντας τη δολοφονία του Μομφεράτου, είχε αναφέρει κάποιον που είχε το μεγάλο πλεονέκτημα να μην έχει ούτε ηλικία, ούτε πρόσωπο, ούτε ύψος, ούτε κανένα συγκεκριμένο χαρακτηριστικό. ¶ρα θα μπορούσε να είναι και ο Γιωτόπουλος. Η σημασία της κατάθεσης Μπακατσέλου ήταν τεράστια, αφού λυνόταν όχι μόνο το νομικό ζήτημα της βαριάς καταδίκης του ως αρχηγού της ομάδας, αλλά κυρίως το επικοινωνιακό.

Εδώ και μήνες τα ΜΜΕ δεν σταμάτησαν να στηρίζουν τον αρχηγικό ρόλο του Γιωτόπουλου στη μαρτυρία Μπακατσέλου, σύμφωνα με την οποία αυτός έδινε διαταγές στους δολοφόνους Μομφεράτου και αυτό παρά το γεγονός ότι αυτή η μαρτυρία είχε καταρρεύσει στα μάτια του κόσμου, όταν σε κραυγαλέα αντίθεση με τη λογική, τον διέψευδαν το σύνολο των άλλων μαρτύρων, η ίδια η μαρτυρία του ’85, η έκθεση της αστυνομίας, ενώ η δικαιολόγησή του γιατί δεν είχε αναφέρει το ’85 όσα διαφορετικά λέει σήμερα, ήταν διάτρητη και παιδαριώδης.

Παρ’ όλα αυτά όμως και παρ’ ότι ο Μπακατσέλος είχε γίνει περίγελος, το τραγικό είναι ότι όπως απέδειξαν πρόσφατα συμβάντα, στο Δικαστήριο αυτό ήταν έτοιμο να θεωρήσει τη μαρτυρία αξιόπιστη και να καταδικάσει τον Γιωτόπουλο βάσει αυτής. Ο μεν Πρόεδρος έστρεψε με βιασύνη να απαξιώσει την αυτόπτη μάρτυρα που διέψευδε κατηγορηματικά τη δήθεν παρουσία Γιωτόπουλου, έτερος δε δικαστής που προφανώς δεν κατανόησε αμέσως το ρόλο του Τσελέντη, έσπευσε να αμφισβητήσει όσα ισχυρίστηκε για την μη παρουσία Γιωτόπουλου θεωρώντας τη δεδομένη και αυτονόητη.

Το γιατί ο Τσελέντης παρά τα ψέματά του στο σημείο αυτό δεν μπορούσε να πει τίποτα διαφορετικό, θα το εξηγήσω πιο κάτω. Η περίπτωση λοιπόν Μπακατσέλου είναι διαφωτιστική. Δείχνει πώς κατασκευάζεται ένας ψευδομάρτυρας, πώς στηρίζεται και προβάλλεται σαν ειλικρινής και τίμιος από τα ΜΜΕ και τους Εισαγγελείς, πώς αυτοί κατακεραυνώνουν το θύμα της ψευδομαρτυρίας που δήθεν έχασε την ψυχραιμία του και τον συκοφαντεί σαν ψευδομάρτυρα. Πώς τέλος το Δικαστήριο είναι έτοιμο να οικοδομήσει πάνω σ’ αυτή την εξόφθαλμη ψευδομαρτυρία, τη δικανική του πεποίθηση, καταδικάζοντας έναν αθώο.

Και η δεύτερη μάρτυς Ευγενούλα καταθέτει για να στηρίξει την ίδια κατηγορία λέγοντας ότι έδινα συνταγές. Κι εδώ έχουμε την ίδια μεθόδευση. Ενώ το ΄91 περιγράφει δυο νέους 27 χρόνων, το 2003 προσθέτει άλλους τρεις μεταξύ των οποίων και έναν ασπρομάλλη 50άρη.

Σε ερώτηση όμως: γιατί δεν κατέθεσε στην Αστυνομία το ΄91 τα περί Γιωτόπουλου όταν έμαθε ότι ήταν η 17Ν που είχε βάλει τη βόμβα ώστε να πάρει την επικήρυξη όπως επιθυμούσε, απάντησε με αφοπλιστική ειλικρίνεια «γιατί δεν τον ήξερα›. Παρ’ ότι το επεισόδιο που ανέφερε με τον Σάββα Ξηρό που έβγαλε ένα πιστόλι μέσα σε ένα ΤΑΞΙ, την καθιστά τελείως φαιδρή και αναξιόπιστη εντούτοις το Δικαστήριο την προστάτευσε και ο Εισαγγελέας την θεώρησε αξιόπιστη και σοβαρή.

Η τρίτη μάρτυς η 82χρονη Κοφινά έρχεται καθ’ υπόδειξη να στηρίξει την άποψη ότι ο Γιωτόπουλος πήγαινε στο κρησφύγετο της οδού Πάτμου. Ισχυρίζεται ότι τον αναγνωρίζει έχοντας δει τα πράσινα μάτια του για ένα δευτερόλεπτο πριν από 8 χρόνια ενώ στο Δικαστήριο ήταν ανίκανη να διακρίνει το χρώμα των ματιών του Δικαστή που τις έκανε ερωτήσεις για περίπου 3-4 λεπτά. Γενικότερα δεν μπορούσε να διακρίνει το χρώμα των ματιών κανενός.

Με περιγράφει με κουστούμι και γραβάτα όπως ακριβώς με έδειχνε η τηλεόραση μετά την σύλληψή μου από ένα βίντεο γάμου στους Λειψούς. Αν όμως με είχε δει με τον Σάββα όπως ισχυρίζεται θα έπρεπε να τον είχε ρωτήσει -αφού είχαν κάποιες κοινωνικές σχέσεις όπως είπε- «Ποιος ήταν αυτός που είχε τα διπλάσια περίπου χρόνια του Σάββα και δεν ταίριαζε μαζί του;›

Ακόμη έκανε ανακριβή περιγραφή για το τί αντίκρισε όταν μπήκε στο κρησφύγετο ενώ αυτοί που την καθοδήγησαν δεν σκέφτηκαν το απλό ότι αν ο Γιωτόπουλος πήγαινε στο κρησφύγετο που κατείχε η 17Ν περίπου μια δεκαετία θα έπρεπε να υπάρχουν δεκάδες μάρτυρες που θα τον είχαν αναγνωρίσει λόγω της χτυπητής διαφοράς ηλικίας με τον Σάββα Ξηρό.

Η βασική κατηγορία εναντίον μου είναι αυτή της ηθικής αυτουργίας που απορρέει από τη δήθεν θέση μου στην ιεραρχική δομή της Οργάνωσης του αρχηγού. Από τη μέχρι σήμερα πεντάμηνη ακροαματική διαδικασία, όχι μόνο δεν αποδείχθηκε κάτι τέτοιο, αλλά αποδείχθηκε το αντίθετο, ότι δηλαδή η 17Ν δεν είχε ούτε αρχηγό, ούτε καν συλλογική ηγεσία.

Επιβεβαιώθηκε η άποψη που είχα υποστηρίξει εξ αρχή στο Λαμιακό Τύπο στηριγμένη στην ιστορική εμπειρία, στην πείρα μου και σε ορισμένους απλούς συλλογισμούς. ¶λλωστε ακόμη και η Αντιτρομοκρατική υπηρεσία με εκπρόσωπό της την επομένη κάνοντας πίσω ολοταχώς είχε αναγνωρίσει ότι ποτέ δεν είχε ισχυριστεί ότι ήμουν αρχηγός, αλλά απλός καθοδηγητής.

Η έννοια όμως του καθοδηγητή που προέρχεται από την Κομμουνιστική πρακτική προϋποθέτει ύπαρξη ηγεσίας. Αυτός είναι αντιπρόσωπός της στη βάση ή μέλος της ηγεσίας επιφορτισμένος να περνάει τη γραμμή σε κάποια τοπική Οργάνωση. Χωρίς ηγεσία όμως δεν υπάρχει καθοδηγητής.

Μια σύντομη ματιά σε ανάλογου τύπου ένοπλων Οργανώσεων δείχνει ότι οπουδήποτε υπήρχαν αρχηγοί ή ηγέτες, ακόμη και με τρανταχτά ονόματα αυτοί βρίσκονταν πάντα στην πρώτη γραμμή του πυρός μέσα στη μάχη. Αυτό συνέβαινε με τον ¶ρη, με τον Φιντέλ Κάστρο, με τον Τσε Γκεβάρα, με όσους έζησαν στις ηγεσίες των Οργανώσεων αντάρτικου πόλης είτε στη Γερμανία, είτε στην Ιταλία.

Αυτός συνέβαινε και επί Δικτατορίας με εμάς στη ΛΕΑ. Παρ’ ότι είμαστε 25ντάρηδες και είχαμε μέλη 40ντάρηδες πιο έμπειρους και πιο ώριμους πολιτικά από εμάς, ποτέ δεν δεχόμασταν κουβέντα από αυτούς τη στιγμή που εμείς βάζαμε το κεφάλι μας στον τορβά βάζοντας τις βόμβες στο Υπουργείο και στην Πρεσβεία και γι’ αυτό και αυτοί πέρα από κάποια συμμετοχή σε γενικές πολιτικές συζητήσεις δεν είχαν κανένα λόγο ούτε στην επιλογή των στόχων, είτε στο σχεδιασμό και την υλοποίησή τους. Δεν επιζητούσαν άλλωστε κάτι τέτοιο γιατί γνώριζαν την απάντηση: «Ελάτε να συμμετάσχετε στις ενέργειες και θα έχετε λόγο›. Ούτε θα μπορούσαν ποτέ να διανοηθούν ότι θα συντάσσουν τα πολιτικά κείμενα διεκδικήσεων ή άλλα, αφού αυτό θα ισοδυναμούσε με το χείριστο πολιτικό καπέλωμα των αγωνιστών από εξωγενείς παράγοντες δηλαδή την πολιτική εκμετάλλευση και χειραγώγησή τους.

Αυτός ο γενικός κανόνας για ολιγομελείς Οργανώσεις ένοπλης πάλης αποδείχθηκε στην ακροαματική διαδικασία. Μόνο σε Οργανώσεις με εκατοντάδες ή χιλιάδες μέλη θα μπορούσε να υπάρξει ηγεσία που δεν συμμετέχει ενεργά στην πρώτη γραμμή της μάχης.

Αν ο Γιωτόπουλος ήταν αρχηγός ή μέλος κάποιας συλλογικής ηγεσίας θα έπρεπε να έχει λάβει μέρος στη συντριπτική πλειοψηφία των ενεργειών της 17Ν και μάλιστα στην πρώτη γραμμή πυροβολώντας και να υπάρχουν δεκάδες αυτόπτες μάρτυρες μόνο λόγω της διαφοράς ηλικίας που δεν θα μπορούσε να κρυφτεί. Τίποτε τέτοιο όμως δεν συνέβη.

Δεν αποτελεί συμμετοχή ενός ηγέτη κάποιο σήμα που στέλνει εκ του ασφαλούς από μακριά, χωρίς να είναι στον τόπο της επίθεσης. Ούτε τέλος κάποια δήθεν ενδεχόμενη κάλυψη από μέσα από φορτηγό και μάλιστα με αυτόματο σε περίπτωση απρόοπτου τη στιγμή που οι άλλοι πυροβολούν και αυτός δεν έχει πυροβολήσει πουθενά.

Ένας τέτοιος άνθρωπος χωρίς καμιά συμμετοχή στις επιθέσεις, χωρίς καμιά πείρα δεν εμπνέει καμία εμπιστοσύνη στους υπολοίπους και συνεπώς δεν έχει κανένα κύρος ούτε για να επιλέγει στόχους, ούτε για να σχεδιάζει ούτε περισσότερο για να διατάζει αυτούς που έχουν το κύρος και την πείρα με τη δράση τους. Ούτε βέβαια και να συντάσσει προκηρύξεις, γιατί ένας τέτοιος άνθρωπος είναι καταφανώς υποδεέστερός τους.

Όλα αυτά συγκρούονται με την απλή λογική, με τις αρχές λειτουργίας της Οργάνωσης όπως αναφέρθηκαν στο λεγόμενο Καταστατικό, όπως προκύπτουν από ορισμένες περιγραφές στις απολογίες κι όπως τις διατύπωσε ο ίδιος ο Κουφοντίνας.

Σύμφωνα με όσα είπε, η Οργάνωση δεν έχει αρχηγό ούτε ηγεσία και λειτουργούσε με τη μορφή πυρήνων. Οι αποφάσεις παίρνονταν είτε από ένα πυρήνα είτε από το σύνολο προφανώς ανάλογα με τη σπουδαιότητά τους. Σ’ ένα τέτοιο σύστημα δεν μπορεί να υπάρξει αυτό που υποστηρίχθηκε από ορισμένους, δηλαδή ότι κάποιος πιο μορφωμένος επηρεάζει και επιβάλλει στους άλλους την άποψή του μόνο με την υποβολή της. Γιατί αυτό μπορεί να υπάρχει μόνο όταν υπάρχει παρουσία όλων των μελών, δηλαδή σε Γενική Συνέλευση.

Στην περίπτωσή μας όμως τους μόνους που θα μπορούσε θεωρητικά να επηρεάσει, είναι τα δύο το πολύ τρία μέλη του πυρήνα του. Οι υπόλοιποι όμως τρεις – τέσσερις ή και περισσότεροι πυρήνες αποφάσισαν μόνοι τους αφού είναι στεγανοί και προφανώς υπήρχε κάποιος τρόπος συντονισμού ή συμψηφισμού των αποφάσεων.

Εξ αρχής καλλιεργήθηκε από τα Media με εντολή των Αγγλοαμερικάνων σκευωρών ο μύθος της δεσπόζουσας προσωπικότητας του Γιωτόπουλου με σκοπό να χρησιμοποιηθεί σαν εφεδρική λύση σε περίπτωση που το σενάριο του τυπικά αρχηγού, δεν είχε αίσια κατάληξη. Ειπώθηκαν μεγάλα ψέματα και ορισμένοι τα συνεχίζουν με βάση την ιδέα: είναι όλοι τους αγράμματοι πλην του Γιωτόπουλου, με παρουσίασαν σαν καθηγητή ενώ υποβίβαζαν συστηματικά τους άλλους συλληφθέντες. Μια απλή όμως ματιά στους κατηγορούμενους, ανεξάρτητα από το αν είχαν σχέση ή όχι με τη 17Ν διαψεύδει το μύθο.

Στο μορφωτικό επίπεδο πάνω από τον Γιωτόπουλο υπάρχουν επτά κατηγορούμενοι, ένας με δυο πτυχία και λογοτεχνικές επιδόσεις, δύο μ’ ένα πτυχίο και δυο ξένες γλώσσες από τις οποίες ο ένας εργαζόταν δίπλα στο διευθυντή μεγάλης ξένης πολυεθνικής, ένας με πτυχίο ανώτερης σχολής κι άλλοι τρεις φοίτησαν στο Πανεπιστήμιο χωρίς να έχουν αποκτήσει πτυχίο και μετά έρχεται ο Γιωτόπουλος.

Ακόμη κι αυτοί που δεν έχουν φοιτήσει σε ανώτερες Σχολές εκτός ίσως από έναν ή δύο έχουν συγκροτημένες απόψεις και προσωπικότητα που σημαίνει ότι δεν θα δέχονταν εντολές. Αυτό φάνηκε από τις απολογίες τους λόγω του διαφορετικού ύφος.

Όσον αφορά το πολιτικό επίπεδο η σύγκριση είναι ακόμη πιο δυσμενής για τον Γιωτόπουλο. Ενώ οι περισσότεροι ακόμη και ο Παύλος Σερίφης ή ο Κονδύλης είχαν μια πολιτική ή συνδικαλιστική δράση από την οποία αντλούσαν κύρος, ο Γιωτόπουλος δεν έχει καμιά πολιτική δράση να παρουσιάσει, αφού η μόνη δράση του η αντιστασιακή, τους είναι άγνωστη.

Αν μάλιστα λάβουμε υπόψη μας το γεγονός ότι δεν συμμετείχε σε καμιά ενέργεια, τότε βρίσκεται καταφανώς σε κατώτερο επίπεδο και δεν θα μπορούσε να επηρεάσει κανέναν από τους παραπάνω.

Όλα αυτά επιβεβαιώθηκαν στη δίκη όπου δεν φάνηκε κάποια ανωτερότητα του Γιωτόπουλου και δυνατότητα επιρροής των άλλων. Ειδικότερα ο Κουφοντίνας που χαρακτηρίστηκε από τον Πρόεδρο «χαρισματική προσωπικότητα› έδειξε με τη στάση του στη δίκη ότι ποτέ δεν θα δεχόταν εντολές όχι από τον Γιωτόπουλο, αλλά και από οποιονδήποτε άλλον. Το μόνο πράγμα στο οποίο υπερτερεί είναι οι δύο ξένες γλώσσες και η παραμονή του στο εξωτερικό. Αυτά όμως ισχύουν και για άλλους κατηγορούμενους, ενώ ποτέ δεν υπήρξαν στοιχεία πολιτικής ανωτερότητας.

Ο μύθος της δεσπόζουσας προσωπικότητας καλλιεργείται και σήμερα παρ’ ότι είναι πασιφανές θέμα, για να επιτρέψει τη γελοία ταχυδακτυλουργία υπερισχύει πνευματικά, άρα ηθικός αυτουργός.

Η κατηγορία της ηθικής αυτουργίας μέσω του αρχηγού ή του μέλους της ηγεσίας, ή του πνευματικά ανώτερου δεν στέκει από όποια πλευρά και αν την εξετάσουμε. Τα μόνα πενιχρά στοιχεία που υποτίθεται ότι στηρίζουν είναι όσα αναφέρονται στις καθ’ υπόδειξη απολογίες του Σάββα Ξηρού και των υπολοίπων κι έχουν ανακριθεί, που διαψεύδονται όπως εξήγησα από τα συμφραζόμενα, από τις περιγραφές τους του τρόπου δράσης της Οργάνωσης.

Όλα όσα κατατέθηκαν επί 5 μήνες στο Δικαστήριο διαψεύδουν την ύπαρξη κάποιου που είναι ηθικός αυτουργός της δράσης της 17Ν. Αυτό το έχουν αντιληφθεί όλοι και κυρίως οι εμπνευστές της σκευωρίας εναντίον μου. Κατέφυγαν στο ύστατο μέσο που τους απέμεινε μπροστά στη διαφαινόμενη χρεοκοπία: την ιταλική λύση.

Ο Tony Negri στο πρόσφατο βιβλίο «Η ζωή μου από το Α ως το Ω› γράφει στη σελ. 48 «Το σύστημα των μεταμεληθέντων δηλαδή τη νόμιμη αναγνώριση της κατάδοσης, παραχώρησε την ελευθερία σε όλους όσους ήταν διατεθειμένοι να «ομολογήσουν› όποιο κι αν ήταν το κατηγορητήριό τους. Υπάρχουν άνθρωποι που έκαναν μέχρι και δέκα δολοφονίες και που τους ελευθέρωσαν αμέσως. Πολλοί είπαν ό,τι τους κατέβαινε προκειμένου να μπορέσουν να βγουν. ¶λλοι έλεγαν ψέματα και ήταν υπεύθυνοι για την καταδίκη αθώων›. Λες κι έχουν γραφτεί για την περίπτωσή μας!

Μετά την ανάκριση των απολογιών του Σάββα Ξηρού, του Χριστόδουλου και του Τζωρτζάτου και όπως ήρθαν τα πράγματα, ο μόνος που θα μπορούσε να επιχειρήσει να σώσει την κατάσταση καλύπτοντας τα κενά ήταν ο Τσελέντης. Αυτό έγινε φανερό από νωρίς και η επιχείρηση σχεδιάστηκε προσεκτικά με τη συνεργασία πολλών ενδιαφερομένων.

Το περσινό φθινόπωρο η Αντιτρομοκρατική υπηρεσία κυκλοφόρησε στα Media ένα δήθεν χειρόγραφο του Γιωτόπουλου, όπου υπήρχαν απόρρητες πληροφορίες για το αεροδρόμιο των Σπάτων, οι οποίες υποτίθεται ότι είχαν δει το 2001, από τη σύζυγο του Τσελέντη που εργαζόταν στην Υπηρεσία Πολιτικής Αεροπορίας, τον Γιωτόπουλο. Το χειρόγραφο –υποτίθεται- ότι είχε βρεθεί στο κρησφύγετο της οδού Πάτμου.

Όλα αυτά παρουσιάστηκαν σαν αληθινά στα Media ενώ σήμερα στη δίκη ως δια μαγείας εξαφανίστηκαν και δεν αναφέρθηκαν καθόλου. Το μήνυμα ήταν καθαρό και ο Τσελέντης που δεν είναι βλάκας, το κατάλαβε: «Αν δεν συνεργαστείς μαζί μας κατά του Γιωτόπουλου θα διευρύνουμε το κατηγορητήριο της συμμετοχής σου μέχρι το 2001 με ό,τι αυτό συνεπάγεται για συμμετοχή σου σε ανθρωποκτονίες και θα απολύσουμε τη σύζυγό σου αφού αυτή κατασκοπεύει για την Οργάνωση στη δημόσια επιχείρηση όπου εργάζεται›.

Από τότε αλλάζει η συμπεριφορά τόσο των Αρχών όσο και του Τσελέντη. Ενώ θεωρείται κάποιος από τους επικίνδυνους αρχηγούς, αρχίζουν να τον παρουσιάζουν σαν κάποιο περιθωριακό, που δεν είχε καμιά σπουδαία συμμετοχή και εκτελούσε εντολές άλλων. Παράλληλα αρχίζει κι αυτός να συνεισφέρει σε ό,τι άσχετο τον ρωτούσαν π.χ. για την 1η Μάη πέταγε ξεκάρφωτα το όνομα Γιωτόπουλος, προσπαθώντας να το κολλήσει με οποιοδήποτε τρόπο και δείχνοντας στις Αρχές ότι είχε κατανοήσει το μήνυμα και ότι ήταν ο άνθρωπός τους.

Η σημερινή απολογία του Τσελέντη είναι αποτέλεσμα προσεκτικής μελέτης του βουλεύματος, της δικογραφίας και της ακροαματικής διαδικασίας. Παίρνοντας υπόψη την τελευταία επιχειρεί να διορθώσει ορισμένες χονδροειδείς γκάφες των πρώτων, παρουσιάζοντας μια εκδοχή υποτίθεται κάπως πιο αληθοφανή κατασκευάζοντάς την με μια σειρά προσθαφαιρέσεις.

Με αυτές επιχειρεί βασικά τρία πράγματα: Πρώτον, να υποβιβάσει τη συμμετοχή του και τη δράση του, ώστε να μπορέσει να διεκδικήσει τα ευεργετικά μέτρα του νόμου, δεύτερον να προσφέρει υπηρεσίες στις Αρχές επιβεβαιώνοντας το ανύπαρκτο ή πενιχρό κατηγορητήριο για τη συμμετοχή ορισμένων κατηγορούμενων, τρίτον να καλύψει τα κενά που παραμένουν μέχρι σήμερα και την ανυπαρξία αξιόπιστων τεκμηρίων στο μεγάλο κεντρικό ζήτημα της ενοχής και καταδίκης Γιωτόπουλου για ηθική αυτουργία που απαιτούν οι σκευωροί.

Συνεπώς μία και μόνο λέξη χαρακτηρίζει αυτή την απολογία: δόλια. Συγκεκριμένα και σε ό,τι με αφορά επαναλαμβάνονται οι κατηγορίες εναντίον μου που υπήρχαν στην απολογία του Σάββα Ξηρού, αλλά βελτιωμένες χωρίς τις χοντράδες περί αυταρχικού χαρακτήρα που διάτασσε τα πάντα, ότι εγώ συνέτασσα τις προκηρύξεις και ότι εγώ αποφάσιζα τις ενέργειες.

Στη δεύτερη κατηγορία μάλιστα ξεπερνιέται ο σκόπελος του αρχηγού και της ηγεσίας με μια αξιοπρόσεκτη διατύπωση -προφανώς καθ’ υπαγόρευση νομικών- ώστε η ηθική αυτουργία του άρθρου 46 να παρουσιάζεται στο πιάτο καθαρισμένη, κομμένη, έτοιμη για κατανάλωση από το Δικαστή: «Κάποια στιγμή ο Κουφοντίνας μαζί με τον Γιωτόπουλο συζητούσαν με εμένα για την εκτέλεση του Μομφεράτου. Στα πλαίσια αυτά με έπεισαν κι εγώ δέχτηκα, βέβαια εγώ ήμουν ένας νέος από την επαρχία με όχι πολύ ανοιχτούς ορίζοντες και όχι πάρα πολλές γνώσεις γύρω από τα κοινωνικά θέματα να κάνουμε το χτύπημα κατά του Μομφεράτου› και όλοι έμειναν με το στόμα ανοιχτό. Μα δεν ζητούσαν τόσα πολλά.

Παρ’ όλη όμως την αναμφισβήτητη μελέτη και προετοιμασία και τις προσεκτικές νομικές διατυπώσεις, η απολογία έχει τις ίδιες αντιφάσεις με αυτή του Σάββα, ενώ όσον αφορά τα ψέματα παρουσιάζει χτυπητές ομοιότητες με αυτά της μαρτυρίας Μπακατσέλου. Γιατί ενώ είναι σχετικά εύκολο να προσθαφαιρέσεις το όνομα ενός από τους δράστες κάποιας ενέργειας, είναι πολύ πιο δύσκολο να παρουσιάσεις κάποιο φανταστικό τμήμα μιας δομής που να βρίσκεται σε λογική συνάφεια με τη λειτουργία της, όπως την περιγράφεις.

Έτσι κι εδώ όπου αναφέρεται ο Γιωτόπουλος είναι ουρανοκατέβατος και δεν βρίσκεται σε λειτουργική σχέση με την Οργάνωση και με τις αρχές που τη διέπουν, σύμφωνα με τον Τσελέντη. Αν κάνουμε ένα απλό τεστ και αφαιρέσουμε το όνομα Γιωτόπουλος όποτε αναφέρεται, θα δούμε ότι όλη η άλλη περιγραφή, παραμένει αναλλοίωτη ως έχει, χωρίς να λείπει κάποιος, ενώ δεν συμβαίνει το ίδιο με τους άλλους. Ο Γιωτόπουλος στην ουσία δεν έχει καμιά συγκεκριμένη δράση και περισσεύει. Οι ίδιες αυτές αντιφάσεις που οδήγησαν στην κατάρρευση τη μαρτυρία του Μπακατσέλου, θα οδηγήσουν κι αυτήν στην ίδια μοίρα.

Πριν όμως οφείλω να ξεκαθαρίσω ορισμένα σημεία του σκηνικού που συσκοτίζονται: Δεν νομίζω ότι ο Τσελέντης συνελήφθη ύστερα από κατάδοση του Χριστόδουλου Ξηρού όπως έχει αναφερθεί, αλλά μέσω μιας πολύ πιο απλής και κλασικής αστυνομικής μεθόδου.

Από τη στιγμή που η Αστυνομία έχει εντοπίσει το όνομα Κουφοντίνας, λειτούργησε επαγγελματικά. Έψαξε στο παρελθόν του, τα πρώτα του πολιτικά βήματα για να εντοπίσει τους συναγωνιστές και φίλους του στο Πανεπιστήμιο που μπορεί να τον έκρυβαν ή και να τον βοηθούσαν και ανάμεσα σε αυτούς βρήκαν τον κολλητό του Τσελέντη. ¶λλο πράγμα είναι το πώς παρουσιάστηκε αυτό από την Αστυνομία.

Όπως και να έχει το πράγμα, παραμένει αναμφισβήτητο το γεγονός ότι Κουφοντίνας και Τσελέντης έχουν κοινή πορεία: φοιτούν στην ίδια Σχολή του Πανεπιστημίου, ανήκουν στον ίδιο πολιτικό χώρο της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς, συμμετέχουν στους ίδιους αγώνες, πλησιάζουν ημιπαράνομες Οργανώσεις, μπαίνουν στη συνέχεια στη 17Ν, έχουν την ίδια ηλικία και κάτι που είναι σημαντικό είναι ότι είναι φίλοι.

Συνεπώς όντας και οι δύο μέλη της 17Ν αποτελούν ένα ισχυρό πόλο και αντίθετα από όσα ψευδώς ανέφερε πιο πάνω για τον εαυτό του, ότι ήταν επαρχιώτης χωρίς πολλές γνώσεις, τόσο η πορεία του στους φοιτητικούς αγώνες όσο και όσα ανέφερε στο Δικαστήριο, δείχνουν ότι ήταν πολιτικά συνειδητοποιημένος και άρα είχε σημαντικές γνώσεις, είχε πολιτική δράση και αρκετή πείρα, ότι δεν ήταν αφελής ούτε ριψοκίνδυνος αφού και σε πονηρές και αθέμιτες ψηφοφορίες για καταλήψεις πήρε μέρος και φρόντιζε να μην βρίσκεται στην πρώτη γραμμή των βίαιων διαδηλώσεων στις οποίες συμμετείχε.

Τέλος παρουσίασε τον εαυτό του με ιδιαίτερες ικανότητες και ευφυΐα που ξεπερνούσαν ακόμη κι αυτές επιστημόνων, κλέβοντάς τους την τέχνη χωρίς να το αντιληφθούν. Κατά συνέπεια ήταν κάποιος που μάλλον θα έπειθε άλλους παρά θα τον έπειθαν και σίγουρα δεν θα τον παρέσυραν.

Απέναντι σε αυτό το δίδυμο κάποιος τρίτος που σύμφωνα πάντα με την εικόνα που δόθηκε από τον Τσελέντη θα ήταν 15 – 20 χρόνια μεγαλύτερος, θα τους ήταν τελείως άγνωστος, χωρίς όνομα, που δεν θα είχε τίποτα το χειροπιαστό υπέρ του να παρουσιάσει ούτε στο παρελθόν του ούτε και με την πολιτική του δράση, θα βρίσκονταν σε μειονεκτική θέση απέναντί τους και θα τον κοίταζαν με καχυποψία όπως συμβαίνει πάντα όταν δυο 25ντάχρονοι που βγαίνουν από κάποια συγκεκριμένη μαζική πολιτική δραστηριότητα συναντάνε κάποιον 40ντάρη χωρίς ανάλογη δράση που πολιτικολογεί.

Ένας τέτοιος άνθρωπος όσες ικανότητες και αν είχε και όση πειθώ κι αν διέθετε, δεν θα μπορούσε ποτέ να πείσει αυτό το δίδυμο να πραγματοποιήσει την πολιτική δολοφονία του Μομφεράτου, στέλνοντάς τους να την εκτελέσουν, τη στιγμή που αυτός δεν θα συμμετείχε σε αυτήν. Θα τον κοίταγαν με μισό μάτι απαντώντας «Καλά όλα αυτά, αλλά εσύ γιατί δεν έρχεσαι;› και αυτό δεν γίνεται μόνο σε αυτή την ενέργεια, αλλά όλες όσες περιγράφει, που έγιναν κατά τη διάρκεια της παραμονής του στη 17Ν.

Σε όλες αυτές -σύμφωνα με τον Τσελέντη- ο Γιωτόπουλος τις αποφασίζει, συντάσσει τις προκηρύξεις, διατάσσει τους άλλους δίνοντάς τους ρόλους στη δολοφονία χωρίς να συμμετέχει σε καμιά ο ίδιος, χωρίς να έχει πυροβολήσει έστω και μια φορά, να έχει βάλει μια βόμβα να έχει πατήσει το μπουτόν κάποιας έκρηξης.

Προτεινόμενα για εσάς



Δημοφιλή