16 Σεπτεμβρίου 1977. H «απόλυτη ντίβα» αφήνει την τελευταία της πνοή στο διαμέρισμά της στο Παρίσι, σε ηλικία 54 ετών. Η σωρός της αποτεφρώθηκε και κατά την επιθυμία της σκορπίστηκε στα νερά του Αιγαίου, τον Ιούνιο του 1979.
Η ίδια η Μαρία Κάλλας εκμυστηρεύεται στην τελευταία της συνέντευξη: «είναι πολύ παράξενο συναίσθημα να είμαι ζωντανός μύθος, ενώ βρίσκομαι ακόμη στη γη. Ίσως θα ήταν καλύτερο αν όλοι αυτοί οι άνθρωποι που θαυμάζουν τη φωνή μου, αποφάσιζαν να με θεωρούν αθάνατη μετά το θάνατό μου. Αν γινόταν αυτό θα καθόμουν πάνω σε κάποιο σύννεφο, θα κοίταζα κάτω και θα απολάμβανα το θέαμα αντί να κάθομαι και να ανησυχώ αν θα καταφέρω να βγάλω τις ψηλές μου νότες».
Ωστόσο, και αν ακόμα ο θρύλος της Κάλλας ευνοήθηκε από τον πρόωρο χαμό της, το ότι ο θρύλος της αντέχει στη φθορά του χρόνου οφείλεται στο γεγονός ότι η μυθική διάσταση θεμελιώθηκε πάνω στο μεγαλείο της ερμηνεύτριας. Οχι, δηλαδή, μόνο της μεγάλης τραγουδίστριας κι ακόμα λιγότερο της απαράμιλλης ηθοποιού, που ελάχιστα διασώθηκε οπτικά, αλλά της ερμηνεύτριας, που κι όταν την ακούμε και μόνο, νιώθουμε σαν να τη βλέπουμε να ενσαρκώνει, κυριολεκτικά, τον εκάστοτε ρόλο της.
Ακούγοντάς τη να τραγουδάει, «βλέπουμε» τη Μήδεια, τη Lady Μacbeth, την Αmina ή την Αnna Βolena, τη Νorma, τη Lucia, τη Violetta ή τη Floria Τosca, όλες τις ηρωίδες στις οποίες μετουσιωνόταν.
Οικτίρουμε σήμερα το ότι η εικόνα της μεγάλης ηθοποιού έχει σωθεί σε ελάχιστα μόνο και κακής ποιότητας φιλμ. Αυτό, ωστόσο, τελικά συμβάλλει στη συντήρηση του θρύλου της, είκοσι έξι χρόνια μετά το θάνατό της και τριάντα εννιά χρόνια μετά τον ουσιαστικό φωνητικό της θάνατο.
Η Μαρία Κάλλας νίκησε το θάνατο χάρη στη ζωή της. Στέκεται αγέρωχα στην κορυφή της πυραμίδας του παγκοσμίου μελοδράματος του 20ού αιώνα, του οποίου υπήρξε ανανεώτρια.
«Α,ένα τρομερό δέος. Η ευφορία εκρήγνυται πάνω σε εκείνα τα τζάμια στο σκοτάδι. Αλλά μια τέτοια ευφορία που σε κάνει να τραγουδάς με τη φωνή σου είναι μια επιστροφή από το θάνατο. Για μένα υπάρχει ένα κενό στο σύμπαν, ένα άνοιγμα στο σύμπαν, και συ τραγουδάς από εκεί», έγραφε ο Π.Π. Παζολίνι. Πέρα από την ασυνήθιστη γκάμα της, που εξέπληξε ακόμη και τους πιο δύσκολους ειδήμονες της όπερας, «η Κάλλας ήταν η πρώτη -και τελευταία μέχρι στιγμής- σοπράνο που ξεπέρασε τα όρια της τέχνης της, και καθιερώθηκε ως η πριμαντόνα σταρ που έφερε την όπερα κοντά στην αντίληψη των μαζών», κατά τον Φράκο Τζεφιρέλι.
Η περίοδος των διεθνών της θριάμβων έχει περιγραφεί επανειλημμένως. Διάρκεσε ως τα 1961, και σε μειωμένο αριθμό εμφανίσεων ως τα 1965. Η επιθυμία να επανέλθει την έκανε να εκτεθεί σε σειρά εμφανίσεων (1972-73) που, δυστυχώς, άφησαν μια θλιβερή τελευταία εικόνα της, η οποία αντικατόπτριζε το προσωπικό της δράμα, αφού η απώλεια της φωνής και το τέλος του δεσμού της με τον Αριστοτέλη Ωνάση της είχαν μειώσει την επιθυμία να εξακολουθήσει να ζει. Απομονωμένη στο διαμέρισμά της στο Παρίσι, γεμάτη φοβίες και ανασφάλειες, χωρίς προοπτική που θεωρούσε αντάξια του παρελθόντος της, η Κάλλας άφησε τον εαυτό της να εθισθεί στη χρήση διαφόρων φαρμάκων, τα οποία πιθανόν συνέβαλαν στον ξαφνικό της λυτρωτικό θάνατο.