Ανεπίσημα πρακτικά δίκης 17Ν (19/09/2003) Μέρος 1/6

Παρασκευή, 19 Σεπτεμβρίου 2003 21:00
A- A A+

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 19 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2003

ΩΡΑ ΕΝΑΡΞΕΩΣ: 09:05

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: ΜΙΧΑΗΛ ΜΑΡΓΑΡΙΤΗΣ

Α΄ ΜΕΡΟΣ

09:05 – 10:35

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Καλημέρα σας. Επαναλαμβάνεται η συνεδρίαση που έχει διακοπεί.

Ι. ΓΙΑΝΝΙΔΗΣ: Στην υπόθεση Μπακογιάννη θα μιλήσει η κα Τσόλκα, ο κ. Βασιλακόπουλος και νομίζω και ο συνήγορος του κ. Νίκου Μπακογιάννη, εν συνεχεία επειδή ο κ. Μαχάς έχει ήδη αναφερθεί στην υπόθεση Βαρδινογιάννη και ο κ. Λυκουρέζος δεν είναι ακόμη εδώ θα έρθει τη Δευτέρα από ότι μου έχει πει, θα συνεχίσει ο κ. Τζανετής. Δηλαδή έχουμε φροντίσει κατά κάποιο τρόπο να καλύψουμε όλη την ημέρα με τις υποθέσεις Μπουλούκμπασι, Γιοργκού, Βρανόπουλου και Σιπαχίογλου όσο με αφορά θα μιλήσω όταν έρθει η σειρά της υπόθεσης Βρανόπουλος.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Δεν νομίζω να υπάρχει πρόβλημα.

ΑΡΧΙΦΥΛΑΚΑΣ: Κύριε Πρόεδρε, οι κρατούμενοι Ξηρός Χριστόδουλος, Ξηρός Βασίλειος και Τζωρτζάτος Βασίλειος δεν θα εισέλθουν σήμερα στην αίθουσα του Δικαστηρίου.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Κύριε Εισαγγελεύς;

ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Ναι κ. Πρόεδρε.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ο κ. Χρυσικόπουλος τους εκπροσωπεί όλους.

Μιλάμε για την υπόθεση Μπακογιάννη. Η κα Τσόλκα έχει τον λόγο.

Ο. ΤΣΟΛΚΑ: Κύριε Πρόεδρε, κύριοι Εφέτες το έτος 1968 στη Γερμανία και συγκεκριμένα στη Φρανκφούρτη ο Παύλος Μπακογιάννης δημοσίευσε τα σχόλια που μετέδιδε από την Deutsche Welle τον πρώτο χρόνο μετά το πραξικόπημα. Ο Παύλος Μπακογιάννης αφιέρωσε το βιβλίο αυτό σε όσους δεν υποτάχθηκαν στον ολοκληρωτισμό. Το βιβλίο αυτό προλογίζει ο Μπόκνερ διευθυντής τότε των εκπομπών της ραδιοφωνίας της Βαυαρίας. Στο τέλος του προλόγου σημειώνει τα εξής: «Ο Παύλος Μπακογιάννης είναι σε όλα του ένας πραγματικός Έλληνας. Θα ήταν δυνατό αλλά ίσως είναι ακόμη νωρίς να υπογραμμίζει κανείς τις υπηρεσίες που προσέφεραν αυτός και οι συνεργάτες τους στους συμπατριώτες τους και στην υπόθεση της Ελλάδας. Ωστόσο με τη δημοσίευση αυτών των κειμένων είναι επιβεβλημένο να αναγνωρίσει κανείς στο πρόσωπο του Παύλου Μπακογιάννη ένα μεγάλο πατριώτη πρώτου βαθμού κι ένα δημοσιογράφο υψηλής ποιότητας από τον οποίο θα ακουστούν ακόμη πολλά αν ο Θεός του χαρίσει τη ζωή›.

Πρώτη απόπειρα να σταματήσει η φωνή του Παύλου Μπακογιάννη ήταν στην περίοδο της δικτατορίας όπως κατέθεσε ενώπιόν σας η κα Μπακογιάννη. Ανεπιτυχής ευτυχώς και έτσι η φωνή του Παύλου Μπακογιάννη ακουγόταν μέσω της Deutsche Welle όλα τα χρόνια της δικτατορίας, έτσι στη συνέχεια στο χρόνο μετά τη μεταπολίτευση ο Παύλος Μπακογιάννης αγωνίστηκε για τη δημοκρατία για τα όνειρά του, για τον τόπο του, για τον αναλφαβητισμό των μεταναστών της Γερμανίας, για το καλό της πολιτικής και της Ελλάδας.

Μέχρι το πρωινό της 20ης Σεπτεμβρίου του 1989 όπου εκεί η ζωή του αφαιρέθηκε, όπου εκεί η φωνή του έπαψε, η ψυχή του, η ανάσα του από κάποιους που αυτοαποκαλούνται επαναστάτες από μέλη της Οργάνωσης 17Ν. Μια ονομασία, η οποία καπηλεύει τόσο την Αριστερά όσο και τα όνειρα των ανθρώπων που αγωνίστηκαν κατά της δικτατορίας, όσο την ιστορία την πολιτική, την ελευθερία.

Σύμφωνα με το κατηγορητήριο οι δράστες, οι συμμέτοχοι, αυτοί οι οποίοι συνέπραξαν τη συγκεκριμένη δολοφονία είναι όπως πολύ καλά γνωρίζετε ο Δημήτρης Κουφοντίνας και ο Ηρακλής Κωστάρης ως συναυτουργοί, ο Βασίλειος Τζωρτζάτος και ο Σάββας Ξηρός ως απλοί συνεργοί και ο Αλέξανδρος Γιωτόπουλος ως ηθικός αυτουργός. Πράγματι κατά την Πολιτική Αγωγή με βάση την όλη αποδεικτική διαδικασία αυτής της παρούσας Δίκης οι άνθρωποι αυτοί ήταν οι αυτουργοί και οι συμμέτοχοι της συγκεκριμένης ανθρωποκτονίας.

Πριν προχωρήσω ως προς τη στοιχειοθέτηση της κατηγορίας αυτής θα ήθελα μόνο ν’ αναφερθώ δι’ ολίγων σ’ ένα ζήτημα το οποίο απασχόλησε κι άλλους συνηγόρους πριν από εμένα και ασφαλώς και το Δικαστήριό σας: η ερμηνεία του άρθρου 211α. Κατ’ αρχήν αναφέρομαι σε όσα ήδη εξέθεσε ενώπιόν σας ο κ. Ηλίας Αναγνωστόπουλος, επικαλούμαι τις αποφάσεις αυτές του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων που σας κατάθεσε και σας προσκόμισε. Εν συνεχεία θ’ αναφερθεί πιο λεπτομερώς ο κ. Βασιλακόπουλος για το θέμα αυτό, αλλά θα ήθελα να κάνω ορισμένες παρατηρήσεις.

Γνωρίζει ασφαλώς το Δικαστήριό σας ότι στη Βουλή όπου συζητήθηκε η σχετική διάταξη δημιουργήθηκε μια πολύ μεγάλη ένταση, αντιμετωπίστηκε η διάταξη αυτή με πάρα πολύ αυστηρή και οξεία κριτική από Καθηγητές Πανεπιστημίου όπως είναι ο κ. Αλέξανδρος Μαγκάκης και η κα ¶ννα Ψαρούδα Μπενάκη. Δεν θα ασχοληθώ με την κριτική της διάταξης αυτής καθ’ όσον σήμερα αυτή ισχύει. Έτσι αυτό που ενδιαφέρει πλέον σήμερα είναι η ερμηνεία της.

Όμως ακριβώς ως αποτέλεσμα αυτής της κριτικής αναγκάστηκε ο τότε Υπουργός –εκφράζοντας προδήλως και τη νομοθετική βούληση- να πει τα εξής και προκύπτουν από τη συνεδρίαση της 13/5/1996: «Νομίζω ότι έχει δοθεί μεγαλύτερη σημασία σε αυτή τη διάταξη από τη σημασία που η διάταξη πράγματι έχει. Διότι η διάταξη δεν προβλέπει κύρωση, ούτε κανενός είδους ακυρότητα για απαράδεκτο. Ουσιαστικά είναι ένας κανόνας αιτιολογίας ο οποίος ελέγχεται αναιρετικά και είναι τόσο ήπια διατυπωμένος ώστε να επιτρέπει στο δικαστή να συμπληρώσει την αιτιολογία του από ένα σωρό στοιχεία του φακέλου της δικογραφίας και της ακροαματικής διαδικασίας›.

Αυτό όμως που κυρίως θα ήθελα να επισημάνω και ασφαλώς γνωρίζει το Δικαστήριό σας είναι ότι η διάταξη αυτή όπως είναι σήμερα διατυπωμένη δεν είχε εισαχθεί με αυτή της τη διατύπωση στη Βουλή. Η συγκεκριμένη διαφορά που για εμένα αποτελεί κι ένα οδόσημο για την ερμηνεία της, ήταν ότι προηγούμενα η διατύπωση αυτή δεν αφορούσε για την ίδια πράξη, αλλά για την ίδια δίκη. Η διάταξη δηλαδή αυτή όπως θεσπίστηκε αφορούσε για την ίδια Δίκη.

Μετά από παρέμβαση στη Βουλή –αν ανατρέξετε στα πρακτικά θα το δείτε- του κ. Κωνσταντίνου Κωνσταντινίδη άλλαξε η διάταξη αυτή και αντικαταστάθηκε η συγκεκριμένη φράση από την ίδια πράξη. Γιατί έγινε αυτό; Γιατί πράγματι αυτό το οποίο θέλησε τελικά το νομοθετικό σώμα είναι να είναι δυνατή και επιτρεπτή η αξιολόγηση καταθέσεων συγκατηγορουμένων μεν υποθέσεων που συνεκδικάζονται στην ίδια Δίκη, αλλά δεν συγκατηγορούνται για την αυτή πράξη.

Φρονώ ότι ο όρος «πράξη› η έννοια της πράξης νοείται εδώ από πλευράς ουσιαστικού Ποινικού Δικαίου, δηλαδή μας ενδιαφέρει η συγκεκριμένη εγκληματική συμπεριφορά, η οποία καταλογίζεται στον έναν εκάστου εκ των συγκατηγορουμένων. Σε αυτό συνηγορεί και η διάταξη του 211. Εκεί ως γνωστόν θεσπίζεται με ποινή ακυρότητας της διαδικασίας, ότι δεν εξετάζονται ως μάρτυρες όσοι κηρύχθηκαν ένοχοι για την πράξη που εκδικάζεται και εδώ η ερμηνεία της διάταξης αυτής, της έννοιας της πράξης είναι σαφώς από πλευράς ουσιαστικού Δικαίου.

Ας υποθέσουμε το εξής: όλες οι πράξεις οι οποίες σαφώς συνεκδικάζονται εδώ στην παρούσα Δίκη, θα μπορούσαν κάλλιστα να χωριστούν, θα μπορούσε κάλλιστα για παράδειγμα η συμμετοχή στην εγκληματική Οργάνωση να αποτελούσε αντικείμενο μιας άλλης ποινικής Δίκης και η ανθρωποκτονία του Παύλου Μπακογιάννη, ή οποιαδήποτε άλλη, αντικείμενο άλλης ποινικής Δίκης.

Ερωτώ: θα ήταν δυνατό για παράδειγμα ο Χριστόδουλος Ξηρός ο οποίος δεν συγκατηγορείται για τη συγκεκριμένη πράξη της ανθρωποκτονίας σε βάρος του Παύλου Μπακογιάννη ακόμη κι αν είχε καταδικαστεί ή επίκειτο να εκδικαστεί η υπόθεσή του για τη συμμετοχή στην εγκληματική Οργάνωση, δεν θα μπορούσε να εξεταστεί στη Δίκη αυτή; Φρονώ ότι σαφώς θα μπορούσε, δεν τίθεται κανένας περιορισμός αποδεικτικός ή μη, γι’ αυτό ακριβώς και αναφέρομαι στο Χριστόδουλο Ξηρό, διότι όπως πολύ καλά γνωρίζετε, ο Χριστόδουλος Ξηρός κατέθεσε για τη συγκεκριμένη πράξη της ανθρωποκτονίας. Κατέθεσε στις 17/7/2002 και ανέφερε ποιοι συμμετείχαν. Σημειώνω: «Στη δολοφονία του Μπακογιάννη εγώ δεν συμμετείχα, πλην όμως από όσα άκουσα στην Οργάνωση την ομάδα αποτελούσαν ο Σταμάτης, ο αδελφός μου ο Σάββας, ο Λουκάς, ο Χάρης και ο Λάμπρος›. Σε προηγούμενο σημείο της κατάθεσής του περιγράφει ποιος είναι ο Χάρης: «Το πραγματικό όνομα του Χάρη είναι Ηρακλής κατάγεται από την ίδια περιοχή με τον Στέλιο κι έχει παρόμοια ηλικία και διάπλαση› προηγούμενα αναφέρθηκε στον Στέλιο που δεν είναι άλλως από τον κ. Καρατσώλη.

Ξεκινώ από τους συναυτουργούς. Πέραν της κατάθεσης του Χριστόδουλου Ξηρού αδιαμφισβήτητο στοιχείο είναι ότι δύο άνθρωποι έστησαν ενέδρα στον Παύλο Μπακογιάννη εκείνη την ημέρα, εκείνο το πρωινό. Αυτό προκύπτει τόσο από την έκθεση της ΔΑΕΒ για τις βολίδες και τους κάλυκες όσο και από την ιατροδικαστική έκθεση, συγκεκριμένα δε από την ιατροδικαστική έκθεση και από το συνδυασμό του περιεχομένου των δύο αυτών εγγράφων, προκύπτει σαφώς ότι τα δύο θανατηφόρα τραύματα σε βάρος του Παύλου Μπακογιάννη προκλήθηκαν και από τα δύο όπλα. Συγκεκριμένα: το πρώτο θανατηφόρο τραύμα -το οποίο δυστυχώς που θα το αναφέρω- η βολίδα βρέθηκε στο σώμα του Παύλου Μπακογιάννη, το πρώτο θανατηφόρο τραύμα προκλήθηκε από το πρώτο, το λεγόμενο μάλιστα και ιστορικό 45ντάρι της Οργάνωσης. Το δε τρίτο όπως φαίνεται κατά τη σειρά της ιατροδικαστικής προκλήθηκε από το δεύτερο 45ντάρι το οποίο έφερε ο δεύτερος εκ των συναυτουργών της συγκεκριμένης πράξης.

Πέραν της κατάθεσης του Χριστόδουλου Ξηρού ποιος άλλος ομιλεί από τους συγκατηγορουμένους, ποια είναι τα άλλα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνάγεται ότι πράγματι ο Ηρακλής Κωστάρης και ο Δημήτρης Κουφοντίνας ήταν οι συναυτουργοί της συγκεκριμένης πράξης; Τούτο προκύπτει σαφώς από την κατάθεση του Σάββα Ξηρού, του Βασιλείου Τζωρτζάτου, αλλά και από όλες τις ενδείξεις που έχουν προκύψει στη συγκεκριμένη ακροαματική διαδικασία και τα αποδεικτικά μέσα σχετικά με τη δράση των δύο αυτών ανθρώπων, στο πλαίσιο της Οργάνωσης.

Κουφοντίνας.

Χαρακτηριστική νομίζω είναι η φράση του Χριστόδουλου Ξηρού: «Δεξί χέρι του Λάμπρου ήταν ο Λουκάς κυρίως στο χώρο της εκτέλεσης των επιχειρήσεων› είναι αντιπροσωπευτική η φράση αυτή, επαναλαμβάνεται από όλους τους συγκατηγορουμένους και χαρακτηρίζει πράγματι το ρόλο και τη συμμετοχή του Δημήτρη Κουφοντίνα. Τα μηνιαία εισοδήματά του χαρακτηρίζουν αυτόν πράγματι όπως εύστοχα ανέφερε ο τακτικός κ. Εισαγγελεύς ως αποκλειστικώς απασχολούμενος στη 17Ν καθ’ όσον άεργος ουδέποτε δούλεψε, εκτός από το τελευταίο στάδιο της ζωής του που ασχολήθηκε -όπως ο ίδιος λέει- τα τελευταία αυτά χρόνια με τη μελισσοκομική, ταυτόχρονα με τις ανθρωποκτονίες, τις ληστείες και τις εκρήξεις.

Ο Δημήτρης Κουφοντίνας εκείνη τη χρονική περίοδο, την περίοδο του 1989 ήταν ο κύριος δράστης όλων των ανθρωποκτονιών. Δεν μπορεί να παραγνωριστεί από το Δικαστήριό σας ότι συμμετέχει σε 18 ανθρωποκτονίες. Ήταν εξάλλου ο φαρμακοχέρης, όπως ακούστηκε. Ποιος θα μπορούσε άλλωστε, παρά το δεξί χέρι του Λάμπρου να κρατά το ιστορικό 45ντάρι της Οργάνωσης στη συγκεκριμένη δολοφονία;

Ηρακλής Κωστάρης.

Τι προκύπτει από τα λοιπά αποδεικτικά στοιχεία πέραν των καταθέσεων; Εκτός από την κατάθεση του Χριστόδουλου Ξηρού θέλω να σημειώσετε και την κατάθεση του κ. Καρατσώλη 20/7/2002. Ο κ. Καρατσώλης καταθέτει ότι το έτος 1989 καθ’ όλο το χρονικό αυτό διάστημα συναντήθηκε αυτός μαζί με τον Κωστάρη, τον Λουκά και το Μιχάλη περίπου 15 φορές και συζητούσαν για τις διάφορες ενέργειες «Είχαμε πει ότι θα κάνουμε έναν Βουλευτή της Νέας Δημοκρατίας› δεν του ζητήθηκε όμως η συμμετοχή της. Βουλευτής της Νέας Δημοκρατίας που θα έκαναν το 1989 δεν είναι άλλος από τον Παύλο Μπακογιάννη. Στις συγκεκριμένες δε συζητήσεις ήταν ο κ. Κωστάρης, ο κ. Κουφοντίνας και ο κ. Σάββας Ξηρός.

Ως Χάρη της Οργάνωσης αναγνωρίζεται ο κ. Κωστάρης τόσο πέραν του κ. Καρατσώλη από τον Θωμά Σερίφη, τον Βασίλη Τζωρτζάτο, από τον Τέλιο ο οποίος εδώ ενώπιόν σας κατά την απολογία του μας είπε ρητά ότι αναγνωρίζει πράγματι ως Χάρη τον Ηρακλή Κωστάρη.

Είναι πράγματι αξιοπρόσεκτο κατά τη γνώμη μου ότι το χρονικό διάστημα από τον Αύγουστο του ’88 που πρωτοεμφανίζεται και συμμετέχει ο Ηρακλής Κωστάρης στις ενέργειες στα εγκλήματα της 17Ν μέχρι το Μάρτιο του 1991 συμμετέχει σε ανθρωποκτονίες: Πρώτη η ανθρωποκτονία Μπακογιάννη, λίγους μήνες μετά ανθρωποκτονία Βαρδινογιάννη και λίγους μήνες μετά ανθρωποκτονία Στιούαρτ. Πράγματι αυτή του η συμμετοχή, αυτή του η ενέργεια αποτυπώνεται ανάγλυφα ως πριμ παραγωγικότητας στα βιβλία της εταιρείας. Έκανα ένα άθροισμα στα πρώτα βιβλία που φαίνεται τουλάχιστον του έτους ’91 – ’92. Εκεί είναι χαρακτηριστικό αφορά περίπου 9 μήνες ο κ. Κωστάρης μόνος του λαμβάνει περίπου 2 εκ. για ένα διάστημα 9 μηνών έτους ’92. Σε αντίθεση με τους λοιπούς συγκατηγορουμένους του την περιβόητη ομάδα Θεσπρωτών.

Εδώ θα ήθελα ν’ αναφέρω το εξής και συγγνώμη για την παρέμβαση. Ομάδα Θεσπρωτών δεν ανακαλύφθηκε ξαφνικά η έκφραση αυτή από κάποιον συνήγορο της Πολιτικής Αγωγής. Αλλά από τον ίδιο τον Σάββα Ξηρό. Στη συνέντευξή του στον Μάκη Τριανταφυλλόπουλο αναφέρει με μεγάλη στενοχώρια ότι δυστυχώς στις πρώτες μέρες που ήταν στη φυλακή μόνο μια φορά κατάφερε να δει την ομάδα των Θεσπρωτών , ή κάποιων από την ομάδα των Θεσπρωτών. Σε αυτή την ομάδα είναι χαρακτηριστικό ότι ο κ. Κωστάρης παίρνει περίπου το τετραπλάσιο έναντι του Καρατσώλη και του Θωμά Σερίφη για εκείνη την περίοδο. Το ίδιο δε συναντά κανείς και σε όλα τα υπόλοιπα τετράδια. Τα χρήματα τα οποία λαμβάνει για τις ανάγκες της Οργάνωσης ή για τις δικές του ανάγκες ο Ηρακλής Κωστάρης είναι πράγματι σημαντικά, υψηλά και αυτό –όπως ειπώθηκε και από άλλους συγκατηγορουμένους- εξαρτώταν η αμοιβή ανάλογα με τη δράση, με τη συμμετοχή στην κάθε ενέργεια, αλλά και στην Οργάνωση.

Πέραν των καταθέσεων συγκατηγορουμένων και αυτών των ενδείξεων που προέκυψαν από τη αποδεικτική διαδικασία, θ’ αναφερθώ δι’ ολίγον και στους αυτόπτες μάρτυρες της υπόθεσης Μπακογιάννη. Δυστυχώς όλοι οι αυτόπτες μάρτυρες ήμουν σχεδόν σε όλη τη διαδικασία και το λέω με λύπη αντιμετωπίστηκαν από την Υπεράσπιση με σκεώδη τρόπο, ειρωνικό, συκοφαντήθηκαν οι μάρτυρες αυτοί και αναρωτιέμαι: έχει συνειδητοποιήσει η Υπεράσπιση αυτοί οι μάρτυρες τι ήρθαν εδώ να πουν; Για ποια πράγματα να καταθέσουν; Για ποια εγκλήματα και για τα εγκλήματα ποιων; Μιας Οργάνωσης η οποία επί 27 συναπτά έτη δρούσε, λήστευε, σκότωνε, προκαλούσε ακρωτηριασμούς και οι άνθρωποι αυτοί ήρθαν εδώ να καταθέσουν για τέτοια πραγματικά περιστατικά και κλήθηκαν –όσο ήταν δυνατό- και ανάλογα με τη δική τους προσωπικότητα να αναγνωρίσουν συγκεκριμένα πρόσωπα.

Κοινή παραδοχή νομίζω από όλους τους αυτόπτες μάρτυρες είναι τα βασικά χαρακτηριστικά των δύο συναυτουργών που εξήλθαν από την πολυκατοικία της Ομήρου. Δυο άτομα μετρίου αναστήματος, σκούρα κουστούμια, καστανιά μαλλιά προς το μαύρο ο άλλος. Ηρακλής Κωστάρης – Δημήτρης Κουφοντίνας: δυο άνθρωποι μετρίου αναστήματος, σκούρα και καστανά μαλλιά. Σχετικές είναι οι καταθέσεις που αναγνώσθηκαν στο ακροατήριό σας του κ. Τσαγγάρη και του κ. Βασδέκη.

Θ’ αναφερθώ εδώ στην κατάθεση του κ. Μπερετάνου. Ο κ. Μπερετάνος αντιμετωπίστηκε με πολύ άσχημο τρόπο, πιέστηκε ψυχικά, αλλά συνεχώς και τις δυο μέρες που εξετάστηκε ενώπιόν σας επαναλάμβανε ρητά και κατηγορηματικά ότι πράγματι το πρόσωπο που αναγνώρισε την ημέρα εκείνη στην Ομήρου ήταν ο Ηρακλής Κωστάρης και αυτόν τον αναγνώρισε εδώ στο ακροατήριό σας και η Υπεράσπιση φώναξε «Μα είναι εδώ τώρα, στο ακροατήριο;› Προηγουμένως; Στην ανάκριση; Φυσικά στην προανάκριση της εποχής δεν θα μπορούσε να τεθεί θέμα διότι δεν είχε κάποιον ως δράστη για να τον αναγνωρίσει.

Ασφαλώς το Δικαστήριό σας γνωρίζει ότι πολλές φορές στη δικαστηριακή πρακτική –κι αυτό είναι το σύνηθες- καλείται το πρώτον στην ακροαματική διαδικασία ένας μάρτυρας ν’ αναγνωρίσει έναν δράστη ή ένα πράγμα. Θα ήθελα εδώ να σημειώσω γιατί το βρίσκω εξόχως ενδιαφέρον το σκεπτικό της πλειοψηφίας στην απόφαση του ΜΟΔ Αθηνών 182/94 η οποία αφορούσε τέλεση ανθρωποκτονίας από πρόθεση που λέει τα εξής και σύμφωνα με την πλειοψηφία το Δικαστήριο απέδωσε μεγαλύτερη αποδεικτική αξία στην επ’ ακροατήριω κατά αντιπαράσταση αναγνώριση του δράστη, σε σχέση με την αναγνώριση μέσω φωτογραφιών και είπε επί λέξει: ««Ήταν δυνατό να κάνουν λάθος σε σχέση με την ταυτότητα των δραστών σε αντίθεση με την κατά πρόσωπο και κατ’ αντιπαράσταση με τον κατηγορούμενο εξέτασή τους του οποίου είχαν όλη την ευχέρεια και δυνατότητα να παρατηρήσουν και να καταθέσουν περί του αν και κατά πόσο πρόκειται περί του αυτού προσώπου που είχαν αντιληφθεί κατά τον κρίσιμο χρόνο›.

Ο κ. Μπερετάνος αντιμετωπίστηκε –θα το επαναλάβω πολλές φορές- και από τους κυρίους κατηγορούμενους και από την Υπεράσπιση με τέχνασμα. Την πρώτη ημέρα της κατάθεσής του όταν ο άνθρωπος αυτός γύρισε για να δείξει στο ακροατήριό σας ποιον εννοεί ως Ηρακλή Κωστάρη, ποιος ήταν ο Ηρακλής Κωστάρης ποιος ήταν ο δράστης ο συναυτουργός της ανθρωποκτονίας του Παύλου Μπακογιάννη, δεν πρόλαβε ν’ αρθρώσει λόγο –θα το δείτε και στα πρακτικά- «Είναι ο κύριος με το πουκάμισο› και αμέσως σηκώνεται ο Ηρακλής Κωστάρης και ο Καρατσώλης προσπαθώντας να αποσυντονίσουν την αναγνωριστική ικανότητα του κ. Μπερετάνου. Αυτό βεβαίως υπέπεσε στην αντίληψη των κυρίων Δικαστών οι οποίοι και το επεσήμαναν κατά την απολογία του κ. Κωστάρη. Σηκώθηκαν λοιπόν αυτοί και εν συνεχεία και ο κ. Θωμάς Σερίφης και όλοι εν χορώ εξεδήλωσαν την οργανωμένη τους διάθεση πράγματι να σταματήσουν, να αποτρέψουν την αναγνώριση αυτή.

Το τέχνασμα αυτό, την προσπάθεια, το εγχείρημα να αποσυντονιστεί η ικανότητα του κ. Μπερετάνου επαναλήφθηκε και την επόμενη μέρα δυστυχώς από τον συνήγορο Υπεράσπισης του Ηρακλή Κωστάρη, με την επίδειξη εκείνης της φωτογραφίας της εφημερίδας όπου από κάτω ήταν λάθος το όνομα του κ. Κωστάρη και του κ. Καρατσώλη, επιδείχθηκε λοιπόν στον κ. Μπερετάνο η συγκεκριμένη φωτογραφία και ζητήθηκε από αυτόν να πει σε ποια από τις δύο φωτογραφίες απεικονίζεται ο κ. Κωστάρης. Ο κ. Μπερετάνος –όπως όλοι είδαμε σε αυτή την αίθουσα- ρητά και κατηγορηματικά προσδιόρισε πράγματι ποιο ήταν το εικονιζόμενο πρόσωπο και το αληθές του όνομα. Μάλιστα απόρησε ο συνήγορος της Υπεράσπισης και είπε «Πως είναι δυνατόν αφού έχει άλλο όνομα από κάτω› και εκείνος ήταν λογικό, αφού αυτός που είδε ήταν ο Ηρακλής Κωστάρης αυτόν έλεγε και δεν πρόσεξε ασφαλώς ούτε τον ενδιέφερε το όποιο λάθος της όποιας εφημερίδας.

Πριν προχωρήσω στους λοιπούς συμμετόχους της εγκληματικής αυτής πράξης, θα ήθελα να σταθούμε για λίγο στους υπερασπιστικούς ισχυρισμούς τόσο του Δημήτρη Κουφοντίνα όσο και του Ηρακλή Κωστάρη. Εδώ θα ήθελα δι’ ολίγων ν’ αναφερθώ στο λεγόμενο δικαίωμα σιωπής το οποίο ακούστηκε επανειλημμένα σε αυτή την αίθουσα και στην αποδεικτική του αξιοποίηση.

Κατ’ αρχήν θα ήθελα να γίνει μια διάκριση. Το δικαίωμα σιωπής στο βαθμό που θεμελιώνεται στην αρχή της μη αυτό-ενοχοποίησης, αφορά κατάθεση του κατηγορούμενου για τον ίδιο του τον εαυτό. Αυτό δηλαδή που θεμελιώνει και που στηρίζει η διάταξη 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων όπως και το διεθνές σύμφωνο για τα πολιτικά δικαιώματα, αυτό το οποίο κατοχυρώνει είναι το δικαίωμα του κάθε κατηγορούμενου να μην εξαναγκάζεται να καταθέτει ο ίδιος για περιστατικά που επιβαρύνουν τη δική του θέση και όχι τρίτων προσώπων.

Επομένως η όποια άρνηση του κάθε κατηγορούμενου να απαντήσει σε ερωτήσεις που αφορούν τρίτα πρόσωπα δεν θεμελιώνεται στην αρχή της μη αυτό-ενοχοποίησης. Είναι μια επιλογή σεβαστή του κατηγορούμενου η οποία αποτελεί απόρροια της υπερασπιστικής του τακτικής, της προσωπικότητάς του πάντως όχι της αρχής της μη αυτό-ενοχοποίησης.

Ως προς την αποδεικτική αξιοποίηση. Είναι γνωστό στο Δικαστήριό σας ότι το θέμα αυτό έχει απασχολήσει κυρίως όχι τόσο την Ελλάδα, όσο όμως όλα τα ευρωπαϊκά κράτη και ιδίως τη Γερμανία. Ουδείς αμφισβητεί ότι η άσκηση του δικαιώματος της ολικής σιωπής, δηλαδή σιωπώ καθ’ όλο το στάδιο δεν αξιολογείται από το Ποινικό Δικαστήριο ως ένδειξη ενοχής. Το πρόβλημα βρίσκεται στη λεγόμενη μερική σιωπή «μιλώ δι’ ολίγων και απαντώ εκεί που θέλω›. Το πρόβλημα το οποίο βρίσκεται στην αξιοποίηση αυτής της μερικής σιωπής, η νομολογία τουλάχιστον των γερμανικών Δικαστηρίων την επιλύει ως εξής: αξιοποιείται διότι έτσι συνδυάζεται και με τα λεγόμενά του.

Βεβαίως η νομολογία των γερμανικών Δικαστηρίων δεν δεσμεύει τα ελληνικά Δικαστήρια, δεσμεύει όμως η νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρώπων Δικαιωμάτων και είναι γνωστές οι υποθέσεις Μάρεϊ το έτος 1996 και η υπόθεση ¶βεριλ το έτος 2002. Πιο σημαντική είναι ασφαλώς η πρώτη διότι η δεύτερη ουσιαστικά υιοθέτησε τις παραδοχές της πρώτης.

Εκεί το Δικαστήριο δέχτηκε κατ’ αρχήν ότι είναι προφανές ότι είναι ασυμβίβαστο με τα υπό εξέταση δικαιώματα, δηλαδή το δικαίωμα σιωπής και μη αυτό-ενοχοποίησης να στηριχθεί μια καταδίκη αποκλειστικά ή κυρίως στη σιωπή του κατηγορούμενου ή στην άρνησή του να απαντήσει σε ερωτήσεις ή να καταθέσει.

Από την άλλη πλευρά όμως το Δικαστήριο θεωρεί εξίσου αυτονόητο ότι δεν μπορεί και δεν πρέπει τα δικαιώματα αυτά να αποτελούν εμπόδιο στο να λαμβάνεται υπόψη η σιωπή του κατηγορούμενου, κατά την εκτίμηση της πειστικότητας των αποδεικτικών μέσων που προσκομίζει η κατηγορούσα Αρχή όταν είναι ξεκάθαρο ότι οι περιστάσεις απαιτούν να δοθεί μια εξήγηση από τον κατηγορούμενο. Η εξήγηση αυτή η οποία απαιτήθηκε τότε ήταν ακριβώς επειδή σε βάρος των συγκεκριμένων κατηγορούμενων είχαν βρεθεί μια σειρά πειστηρίων, είχε αναγνωριστεί ότι βρισκόταν στον τόπο τέλεσης του εγκλήματος.

Έτσι το Δικαστήριο ήθελε μια εξήγηση για τα πειστήρια αυτά τα οποία υπήρχαν σε βάρος των προσώπων αυτών. Λέει: λαμβάνοντας υπόψη στην ερευνώμενη υπόθεση τα αποδεικτικά στοιχεία, έκρινε ότι οι συναγωγή αρνητικών συμπερασμάτων από τη σιωπή του κατηγορούμενου ήταν ζήτημα κοινής λογικής και όχι άδικη ή παράλογη ενόψει των συγκεκριμένων περιστάσεων.

Εδώ θα ήθελα να σημειώσω ότι δεν συμφωνώ με την άποψη αυτή του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Η άποψή μου βεβαίως είναι μειοψηφία, την έχω εξάλλου διατυπώσει και δημόσια και θα ήθελα εδώ να το υπογραμμίσω γιατί ακριβώς πιστεύω ότι η Πολιτική Αγωγή σέβεται ουσιαστικά τα ατομικά δικαιώματα και όχι κατ’ επίφαση ούτε προσχηματικά ούτε ευκαιριακά.

Θεωρώ ότι θα πρέπει πάντοτε να γίνεται μια διάκριση. Δεν με ενδιαφέρει στο θέμα της μερικής σιωπής και δεν το χρειάζομαι να το αξιολογήσω ως ένδειξη ενοχής, τη στάση του κατηγορούμενου να μην απαντά σε ερωτήσεις. Είναι ένα δικαίωμα. Αν αυτό στηρίζεται στην αρχή της μη αυτό-ενοχοποίησης και στο βαθμό που στηρίζεται είναι ένα δικαίωμα και φυσικά ουδείς αξιοποιεί την άσκηση οιουδήποτε δικαιώματος το οποίο θεσπίζεται στην ποινική δίκη. Αυτό όμως θα πρέπει να διακριθεί από την αμυντική επιχειρηματολογία, την υπερασπιστική επιχειρηματολογία, το λόγο και τη συμπεριφορά και τη στάση του κατηγορούμενου όπως αποτυπώνεται είτε στα έγγραφα στο θέμα των προανακριτικών, είτε κατά την απολογία του, ή κατά την όλη του συμπεριφορά στην όλη αποδεικτική διαδικασία.

Υπογραμμίζω ότι θεωρώ ότι ούτε ο Ηρακλής Κωστάρης, ούτε ο Δημήτρης Κουφοντίνας άσκησαν ολικώς το δικαίωμα σιωπής και οι δυο μίλησαν. Μάλιστα είναι χαρακτηριστικό ότι οι δύο άνθρωποι αυτοί ακόμη κι αν επιχειρηματολογία τους διαφέρει κατά περιεχόμενο συγκλίνουν στο εξής κοινό χαρακτηριστικό: στη γενική τους προσήλωση στις αρχές του Καταστατικού. Το Καταστατικό είναι σαφές, μιλάει για κλειστό στόμα στη συνέχεια στις περιπτώσεις σύλληψης των μελών λέει ότι στη συνέχεια η γραμμή της Υπεράσπισης αφήνεται στην ελευθερία του εκάστου από τα μέλη. Κατ’ αρχήν στόμα κλειστό, υπερασπιστική γραμμή ελευθερία του κάθε κατηγορούμενου. Η λεζάντα του, όπως συγκεκριμένα αναφέρεται.

Δημήτρης Κουφοντίνας.

Θεωρώ ότι ο Δημήτρης Κουφοντίνας μίλησε για το Καταστατικό της Οργάνωσης το οποίο όπως είπε είναι ιστορικό κείμενο στο πλαίσιο της Οργάνωσης του οποίου το πνεύμα και οι βασικές αρχές ίσχυσαν. Μίλησε για τις δεξιότητες των μελών, μας είπε ότι ανάλογα με τις δεξιότητες του καθένα μπορούσαν και να χρησιμοποιηθούν στις εκάστοτε ενέργειες. Περί των δεξιοτήτων του καθενός έγινε λόγος σε αυτή την αποδεικτική διαδικασία. Μίλησε για τα κλειδιά, μας είπε ότι αυτός είχε κλειδιά και όλα τα σημαντικά στελέχη είχαν κλειδιά. Ασφαλώς ο κ. Γιωτόπουλος ως σημαντικό στέλεχος είχε κι αυτός κλειδιά.

Μίλησε για τα ψευδώνυμα στο πλαίσιο της συνωμοτικής τους συμπεριφοράς. Μίλησε και είπε ότι αυτός δεν είχε μόνο ένα αλλά κι ένα δεύτερο το οποίο βεβαίως δεν μας αποκάλυψε, προκύπτει όμως από το υπόλοιπο αποδεικτικό υλικό και μας είπε επίσης ότι πολλοί σύντροφοι άλλαζαν τα ψευδώνυμά τους. Δεν σήμαινε δηλαδή ότι σε μια χρονική περίοδο 10 – 12 -15 ετών το κάθε μέλος είχε το ίδιο ψευδώνυμο και αυτό το λέω επειδή ο κ. Κωστάρης αναρωτήθηκε «Γιατί εγώ να είμαι και Χάρης και Τάκης;›.

Μίλησε επίσης ο κ. Κουφοντίνας για την υπερηφάνεια που νιώθει ακόμη και σήμερα, που κατέφερε να τρομοκρατήσει μερικές χιλιάδες άτομα. Η φράση αυτή του κ. Κουφοντίνα περιέχει κατά την άποψή μου ένα ψεύδος και μια αλήθεια. Το ψεύδος έγκειται στο ότι δεν προκάλεσε μόνο τρόμο σε μερικούς χιλιάδες ανθρώπους, αλλά προκάλεσε θάνατο, προκάλεσε ακρωτηριασμούς. Είχα σκοπό να αναγνώσω στο ακροατήριό σας όλα τα ονόματα των προσώπων εκείνων που τραυματίστηκαν κατά τα 27 αυτά χρόνια στις διάφορες εκρήξεις και τις σωματικές βλάβες τις οποίες υπέστησαν. Το Δικαστήριό ασφαλώς θα το δει κι έτσι περιττεύει.

Όμως θα ήθελα να υπογραμμίσω ότι ο κατάλογος και ο αριθμός είναι μεγάλος, οι σωματικές βλάβες είναι σημαντικές, η ψυχική διαταραχή των ανθρώπων αυτών ήταν σημαντική για πάρα πολλά χρόνια. Κανείς δεν ενδιαφέρθηκε. Κανείς. Και θα το πω με λύπη και από τους μάρτυρες υπεράσπισης αλλά και από τους ίδιους τους κατηγορούμενους ν’ αναρωτηθεί: γιατί θα πρέπει ο άνθρωπος ο οποίος τυχαία περνούσε από τον τόπο της έκρηξης, από τον όποιο τόπο όλο αυτό το χρόνο να χάσει το μάτι του, να χάσει το πόδι του. Γιατί; Γιατί ξεχνούν αυτό τον αριθμό αυτών των ανθρώπων αυτών των τυχαίων περιστατικών; Γιατί ξεχνούν ότι τρόμο προκάλεσαν και σε όλους αυτούς και στις οικογένειές τους, οι οποίοι στη συνέχεια φοβούνταν να βγουν στο δρόμο;

Η αλήθεια που εξέφρασε ο κ. Κουφοντίνας με τη φράση του αυτή, είναι ότι πράγματι φαίνεται να είναι υπερήφανος που αντί να δημιουργεί κατέστρεφε. Είναι υπερήφανος που έστησε ενέδρα σ’ έναν άοπλο το πρωινό της 26ης Σεπτεμβρίου του 1989 ο οποίος αμέριμνος πήγαινε στο γραφείο του να συνεχίσει τη δουλειά του. Είναι υπερήφανος ο κ. Κουφοντίνας που τον σκότωσε. Φαίνεται η περηφάνια αλλάζει νόημα ανάλογα με το σύστημα των αξιών που έχει ο καθένας. Έτσι όμως ο κ. Κουφοντίνας χαρακτήρισε την πράξη του αυτή στη συνέχεια και ως πολιτική και χαρακτήρισε ως πολιτικό έγκλημα τον πιο φρικιαστικό παραλογισμό, την επίδειξη της πιο σκληρής εξουσίας, της εξουσίας της αφαίρεσης ανθρώπινης ζωής. Ο κ. Κουφοντίνας ασκούσε εξουσία, ήθελε, συμμετείχε, σκότωνε όποιον ήθελε, ένοπλος αυτός έτοιμος, οργανωμένος, με τρόπο διαφυγής έναν άνθρωπο άοπλο.

Δεν θα ξεχάσω στην απολογία του κ. Τσελέντη ο οποίος είπε ότι πολλές φορές οι στόχοι επιλέγονταν γιατί και εύκολοι, περνούσε αμέριμνα στο δρόμο, τύχαινε περπατούσε κι έτσι μας ήταν εύκολο. Όπου πήγαινε το παλικάρι αυτό ο κ. Κουφοντίνας, που αισθάνεται μεγάλη υπερηφάνεια επειδή τρομοκρατούσε όλο τον κόσμο. Και την εξουσία αυτή την άσκησε τουλάχιστον από το έτος 1983 –τουλάχιστον από το έτος αυτό- και τη μετονόμασε ως πολιτική πράξη. Η σύγχυση αυτή είναι πρόδηλη και νομίζω ότι ο λόγος είναι προφανής. Επί 20 περίπου χρόνια η βασική του απασχόληση ήταν αυτή η τέλεση ανθρωποκτονιών και η διάπραξη ληστειών. Δεν μπορούσε να μην υπερασπιστεί αυτά τα 20 χρόνια της ζωής του, αυτό του έργο κι έτσι διαστρέβλωσε και την πολιτική και την ιστορία για τις ανάγκες της εγκληματικής του συμπεριφοράς.

¶εργος με ψευδή κοινωνική παρουσία όπως ακριβώς και ο Αλέξανδρος Γιωτόπουλος κυκλοφορούσε και το μόνο τον οποίο το οποίο τον απασχολούσε για την ίδια του την επιβίωση ήταν η Οργάνωση αυτή. Ασφαλώς δεν είναι τυχαίο ότι και για τη συμμετοχή του στη συγκεκριμένη ανθρωποκτονία ο κ. Κουφοντίνας κατά την κατάθεση της κας Μπακογιάννη, αλλά και αργότερα έκανε επανειλημμένες δηλώσεις για τη συγκεκριμένη ενέργεια και επικαλέστηκε τις προκηρύξεις. Αισθάνθηκε την ανάγκη να σηκωθεί και να μας πει γιατί σκότωσε τον Παύλο Μπακογιάννη, για τις προκηρύξεις θ’ αναφερθώ όμως στο τελευταίο κεφάλαιο της αγόρευσής μου.

Ηρακλής Κωστάρης.

Ποια είναι η στάση του; Ποια είναι η γραμμή υπεράσπισής του; Αρνείται τα πάντα. Νομίζω από αυτά που ήδη προηγούμενα εξέθεσα, ουδείς αμφισβητεί, δεν μπορεί να αμφισβητεί τη συμμετοχή του στη συγκεκριμένη Οργάνωση. Τι παρουσιάζει εδώ για τη συγκεκριμένη ανθρωποκτονία ο κ. Ηρακλής Κωστάρης; Παρουσιάζει ένα διττό άλλοθι το οποίο κατά τη γνώμη μου είναι πλήρως αντιφατικό και καταρρίπτεται από την κοινή λογική.

Ο κ. Κωστάρης είπε στο Δικαστήριό σας κατά την απολογία του το πρώτον ότι την ημέρα εκείνη ήταν στο γραφείο του διότι θυμάται και αυτός και η σύζυγός του ότι του είχε τηλεφωνήσει εκείνο το πρωινό και τον είχε βρει στο γραφείο του. Πότε θυμήθηκε αυτή του την παρουσία που ήταν εκείνο το πρωινό; Μας είπε εδώ ενώπιόν σας ότι το θυμήθηκε περίπου 2 με 3 ημέρες αφού συνελήφθη. Τις επόμενες ημέρες –λέει ο κ. Κωστάρης- «Μετά 2 μέρες προσπαθούσα να συγκεντρωθώ γιατί ήμουν μέσα σε αυτό το κελί, εκεί προσπάθησα να συγκεντρωθώ να δω που μπορεί να ήμουν. Είχα ρωτήσει το δικηγόρο εν τάχει να μου πει τις κατηγορίες, εκεί το θυμήθηκα στην Αντιτρομοκρατική και το συζήτησα με τη σύζυγό μου όταν ήρθε και αυτή και με είδε στην Αντιτρομοκρατική›

Συνεχίζει στις 25 Ιουλίου όταν παρουσιάστηκε ενώπιον της κας ανακρίτριας ουδέν σχόλιο, καμία για το συγκεκριμένο άλλοθί του. τι απαντά σε ερώτηση εδώ ενώπιόν σας; «Ναι θυμόμουν αλλά έπρεπε να το επιβεβαιώσω, να δω τα στοιχεία, τις κάρτες κλπ›. Να επιβεβαιώσει τι; Εφόσον η συζήτηση αυτή είχε γίνει με τη σύζυγό του και ήταν απόλυτα σίγουρος γι’ αυτό. Να επιβεβαιώσει και να δει τι; Ποια στοιχεία και τι κάρτες; Είναι σαφές νομίζω κι αυτό προκύπτει από το αμέσως επόμενο στοιχείο ότι ο κ. Κωστάρης κατέθεσε εδώ ενώπιόν σας το έγγραφο το οποίο είχε την αίτησή του μέσω της εταιρείας Βεργέτη προς την Τράπεζα EUROBANK. Η ημερομηνία που φέρει η αίτηση αυτή είναι 2 Ιουνίου 2003. Πόσοι μήνες από την 25η Ιουλίου που συνελήφθη το 2002; Για πρώτη τότε τη 2α Ιουνίου 2003 κάνει τη συγκεκριμένη αίτηση. Μεταξύ αυτών που ζητάει, ζητάει να του χορηγήσουν τα τηρούμενα στο αρχείο παραστατικά αναλήψεων ή καταθέσεων ως χρονικό διάστημα βάζει και 26 Σεπτεμβρίου 1989 ώρα 07:55 και αναρωτιέμαι γιατί αυτή η ημερομηνία 2/6/2003; Σαφώς θυμάται το Δικαστήριό σας ότι η σύζυγος του κ. Κωστάρη μετά από αυτή την ημερομηνία, δηλαδή δεν νομίζω ότι αντέχει στην κοινή λογική ο κ. Κωστάρης στέλνει στην Τράπεζα και ζητά δεν γνωρίζει ακόμη στις 2 Ιουνίου δήθεν που βρισκόταν εκείνο το πρωινό. Γι’ αυτό ακριβώς και στέλνει και για 26 Σεπτεμβρίου και περιμένει να βρει έστω και μια επιταγή που ακόμη και στην άλλη περίπτωση που την είχε βρει που είχαν εδώ όλοι οι μάρτυρες, ακόμη κι εκείνο είχε καταρριφθεί. Διότι το συγκεκριμένο χρονικό σημείο ουδόλως αποδεικνύεται. Έτσι μας φέρνει –και επειδή ακριβώς δεν βρίσκει κάτι σχετικά- έρχεται η σύζυγός του και επιβεβαιώνει το άλλοθί του.

Στη συνέχεια όμως επανέρχεται ο συνήγορος και προσκομίζει στο Δικαστήριο μια άλλη βεβαίωση από μια Εθνική Τράπεζα που αφορά βεβαίως όχι τον κ. κατηγορούμενο αλλά την εταιρεία Βεργέτη, πουθενά στο έγγραφο αυτό δεν αναφέρεται το όνομά του και λέει 26/9/1989 όχι ώρα βεβαίως, μια επιταγή. Τελικώς ο κ. κατηγορούμενος θα ήθελα πράγματι να καταλάβω τι εκείνος ισχυρίζεται για το που πράγματι ήταν.

Μάλιστα μου κάνει εντύπωση το εξής: κατά τη διάρκεια της κατάθεσης της κας Μπακογιάννη, ο κ. Κωστάρης μετά από ερώτηση του κ. Μαρκή απαντά «Με τη συγκεκριμένη κατηγορία ήμουν αλλού και θα το αποδείξω στην πορεία. Δεν το λέω τώρα γιατί υπάρχουν εδώ κάτι κύριοι της Αντιτρομοκρατικής που τρομάζουν ακόμη› Ποιοι είναι αυτοί οι κύριοι της Αντιτρομοκρατικής που τρομάζουν και τι σχέση είχε αυτό με το αν συνομίλησε με τη σύζυγό του και αν η σύζυγός του τον είχε πάρει τηλέφωνο; Ποιον θα τρόμαζε η Αντιτρομοκρατική; Ή με την Τράπεζα. Θα πήγαινε η Αντιτρομοκρατική να τρομάξει τους υπαλλήλους της Τράπεζας ή τη σύζυγό του ή τον ίδιο; Αφού ο ίδιος στην απολογία του ισχυρίστηκε ενώπιόν σας ότι ουδέποτε ασκήθηκε βία κατ’ αυτού. Είναι σαφείς και πρόδηλες οι αντιφάσεις του κ. Κωστάρη και τι πράγματι ξέρει πολύ καλά ότι εκείνο το πρωινό 07:55 ήταν στην οδό Ομήρου και μαζί με το Δημήτρη Κουφοντίνα πυροβόλησε κατά του Παύλου Μπακογιάννη.

Προτεινόμενα για εσάς



Δημοφιλή