Ανεπίσημα πρακτικά δίκης 17Ν (19/09/2003) Μέρος 4/6

Παρασκευή, 19 Σεπτεμβρίου 2003 21:03
A- A A+

Αυτό όμως που πραγματικά δεν κατάφερα εγώ τουλάχιστον να κατανοήσω είναι το πώς αυτοί οι κατηγορούμενοι αντιλαμβάνονται το νόμο και υπό έννοια σε όλη τη διάρκεια της Δίκης παρίστανται εδώ μέσα. Δεν κατάλαβα δηλαδή την γενικότερη θεωρία τους για το νόμο. Υπακούουν στο νόμο; Τον σέβονται; Επιλέγουν ίσως ποιο νόμο θα υπακούσουν ή θα σεβαστούν; Δεν υπακούουν και δεν σέβονται κανένα νόμο;

Διότι οι πράξεις τους είναι δύσκολο να εξηγηθούν. Οι άνθρωποι αυτοί σύμφωνα με το ποινικό Δίκαιο δολοφόνησαν, αφαίρεσαν μια ζωή. Αρνούνται όμως να δεχτούν την πράξη αυτή με την έννοια του Ποινικού Δικαίου. Ίσως βέβαια αν είχαν αίσθηση το τι σημαίνει να αφαιρέσεις ανθρώπινη ζωή, τα πράγματα θα ήταν πιο λογικά. Πιστεύω ακράδαντα ότι πάνω από πάνω από όλα δεν αισθάνονται τι σημαίνει ανθρώπινη ζωή. Δεν νιώθουν αυτό το πράγμα διότι δεν σέβονται ή δεν φοβούνται τον θάνατο. Αγνοούν την έννοια του θανάτου.

Φτάνουν σε σημείο ν’ αφαιρέσουν μια ζωή και εμφανίζονται εδώ σήμερα και καθ’ όλη τη διάρκεια της δίκης αγνοώντας τις δύο αυτές βασικές έννοιες: ζωή και θάνατο. Αυτό βεβαίως μπορεί να εξηγηθεί αν σκεφτούμε ότι όπως ο κ. Βασιλακόπουλος ανέφερε σχετικά τα περί της θανατικής ποινής για την οποία βέβαια προκαταβολικά σας δηλώνω ότι είμαι αντίθετος, αλλά πιθανώς αν υπήρχε ως ποινή σήμερα η στάση τους να ήταν διαφορετική.

Σίγουρο επίσης είναι ότι ακόμη και τον ισόβιο εγκλεισμό δεν έχουν αντιληφθεί τι σημαίνει γι’ αυτούς. Βέβαια δεν θα προχωρήσω περισσότερο ούτε γνώσεις ψυχολογικές έχω, αλλά πραγματικά μου προκαλεί εντύπωση ο τρόπος με τον οποίο αντιμετώπισαν τη ζωή και στη συγκεκριμένη περίπτωση τη ζωή του Παύλου Μπακογιάννη. Ενός ανθρώπου, που εγώ τουλάχιστον από αυτά τα λίγα που έζησα γι’ αυτόν αλλά και κυρίως από αυτά τα οποία έχω ακούσει και έχουμε διαβάσει, είναι ένας άνθρωπος απλός, από απλή οικογένεια. Σε εισαγωγικά το απλή, διότι αν ανατρέξουμε στις ρίζες της οι οποίες φτάνουν αρκετά πίσω, προσέφερε ήταν αγωνιστές η οικογένεια Μπακογιάννη, συμμετείχαν στους αγώνες της πατρίδας. Αν θέλετε μπορώ να σας δώσω χαρακτηριστικά παραδείγματα. Δεν ξέρω αν το γνωρίζουν βέβαια οι κατηγορούμενοι, συμμετείχαν σε μάχες όπως της Αλαμάνας, στο Χάνι της Γραβιάς, στο Μεσολόγγι και στη συνέχεια και σε μάχες όπως αυτή –και ίσως αυτό προκαλέσει και εντύπωση- του Γοργοποτάμου. Όχι ο Μπακογιάννης βέβαια δεν ζούσε τότε, οι συγγενείς όμως του Μπακογιάννη αυτοί από τους οποίους προήλθε.

Ο ίδιος συνέχισε τον ίδιο δρόμο ακριβώς: μόχθησε στη ζωή του, πάλεψε, αλλά πάλεψε έντιμα, κατάφερε να καταξιωθεί και να γίνει αποδεκτός κατ’ αρχήν στην Ευρώπη σπάνιο φαινόμενο αυτό και στη συνέχεια και στην Ελλάδα. Προσπάθησε να καλυτερέψει τη ζωή του, ενέπνευσε ανθρώπους και ξαφνικά δολοφονείται. Γιατί δολοφονείται; Δολοφονήθηκε γι’ αυτό που ήταν ή γι’ αυτό που θα γινόταν; Γιατί σίγουρα είχε όλα τα εχέγγυα ο Μπακογιάννης ότι θα εξελισσόταν ως προσωπικότητα αλλά και ως πολιτικός και κυρίως ως άνθρωπος.

Ποιος ήταν ο λόγος της δολοφονίας του; Η εξέλιξή του; Για εμένα αυτό είναι το μεγάλο ερώτημα. Βέβαια ο Παύλος Μπακογιάννης κατάφερε να επιτύχει κάτι που κατά βάθος ήθελαν να επιτύχουν με τις πράξεις τους οι κατηγορούμενοι. Ο Παύλος Μπακογιάννης μέσα από την προσφορά του στο κοινωνικό σύνολο μέσα από τους αγώνες του, αλλά και από το θάνατό του, κατάφερε να αγαπηθεί από τον λαό, να γίνει ένα με το λαό. Το κατάφερε τελικά γιατί ο άνθρωπος αυτός γεννήθηκε ελεύθερος και πέθανε ελεύθερος. Αυτή είναι η ειδοποιός διαφορά: η ελευθερία του.

Θα τελειώσω λέγοντας ότι το Δικαστήριό σας μπορεί όπως και μέχρι τώρα νηφάλια, άνετα να φτάσει σε μια απόφαση δίκαιη, εύστοχη και ορθή. Εγώ πιστεύω ότι οι κατηγορούμενοι δίκαιο και ορθό είναι να τιμωρηθούν αυστηρά, όσο αυστηρά γίνεται, με ποινές ανάλογες με τον πόνο και τη θλίψη που οι πράξεις τους προκάλεσαν αλλά και συνεχίζουν να προκαλούν στην οικογένεια του θύματος -είναι κάτι το οποίο δεν το βλέπουμε βέβαια- αλλά κι ανάλογες με το γεγονός ότι ήταν πεπεισμένοι ότι έπρεπε να τον δολοφονήσουν. Προτείνω την καταδίκη τους σύμφωνα με το κατηγορητήριο. Ευχαριστώ.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ευχαριστούμε και τον κ. Βλάχο. Ο κ. Τζανετής έχει τον λόγο για τις υποθέσεις Μπουλούκμπασι, Γκιοργκού, Σιπαχίογλου και Βρανόπουλου.

Α. ΤΖΑΝΕΤΗΣ: Κύριε Πρόεδρε, κύριοι Εφέτες αυτή η ιστορική Δίκη ως ποινική δίκη βεβαίως έχει ως πρωταρχικό σκοπό να εξιχνιαστεί και να αποκαλυφθεί η 27ετή δράση της 17Ν σε όλες της τις πτυχές. Σε ένα όμως εξω-ποινικό επίπεδο η Δίκη αυτή θα μπορούσε να αποτελέσει μια καθαρτήρια διαδικασία όχι μόνο για τα θύματα τα οποία ασφαλώς επιζητούν δικαίωση, αλλά και για τους ίδιους τους κατηγορούμενους. Διότι σε αυτή την αίθουσα οι κατηγορούμενοι είχαν την ευκαιρία να αποτινάξουν ένα βαρύτατο ψυχικό φορτίο το οποίο φέρουν επί δεκαετίες όχι μόνο για τα συγκεκριμένα άτομα τα οποία δολοφονήθηκαν, αλλά για τα πραγματικά θύματα τα οποία είναι πολλαπλάσια των δολοφονηθέντων. Είναι όλος ο συγγενικός και φιλικός περίγυρος των δολοφονηθέντων ο οποίος από τη στιγμή της δολοφονίας μέχρι σήμερα δολοφονείται και ενδεχομένως δολοφονείται και καθημερινά.

Για όσους από τους κατηγορούμενους δεν έχουν μεταμεληθεί γα τις πράξεις τους η Δίκη αυτή θα μπορούσε να αποτελέσει έστω κι αν κάτι τέτοιο είναι έξω από τη φύση και το σκοπό της, μια δίκη διακήρυξης ιδεών. Αντί όμως για όλα αυτά, γίναμε μάρτυρες ενός θεάτρου σκιών στο οποίο πρωταγωνίστησε εκείνος ακριβώς ο κατηγορούμενος –και αναφέρομαι στον κ. Γιωτόπουλο- από τον οποίο ως εκ της θέσης του θα περίμενε κανείς ν’ αναλάβει τις ευθύνες του και να εξηγήσει στο Δικαστήριο τους λόγους οι οποίοι υπαγόρευσαν την ίδρυση και τη δράση της Οργάνωσης. Αντί για όλα αυτά ο κ. Γιωτόπουλος προτίμησε –να μου επιτραπεί η έκφραση- να ξορκίσει το πολύ βαρύ και συντριπτικό αποδεικτικό υλικό το οποίο υπάρχει σε βάρος του, καταφεύγοντας στην αόριστη καταγγελία ότι όλα αποτελούν σκευωρία σκοτεινών δυνάμεων οι οποίες έστησαν αυτή την κατηγορία εναντίον του.

Αυτή η Δίκη διέφερε σε πολλά σημεία από τις συνήθεις δίκες ανθρωποκτονιών. Ενώ δηλαδή σε συνηθισμένες δίκες ανθρωποκτονιών παρατηρείται το φαινόμενο να ξεχειλίζει η οργή και η αγανάκτηση των συγγενών των θυμάτων και οι κατηγορούμενοι αμήχανοι και συντετριμμένοι να αναλογίζονται τις συνέπειες στις πράξεις τους, εδώ είδαμε το αντίστροφο φαινόμενο. Είδαμε τους παθόντες ή τους συγγενείς των δολοφονηθέντων ν’ αντιμετωπίζουν ως επί το πλείστον με ευπρέπεια και αυτοσυγκράτηση τους κατηγορούμενους, ενώ οι κατηγορούμενοι από την πλευρά τους –και λυπάμαι που το λέω, δεν νομίζω ότι τους τιμά- προσπαθούσαν να αξιοποιήσουν όποια ευκαιρία τους δινόταν για να επιχειρήσουν ανεπίτρεπτους συμβολισμούς σε βάρος των προσώπων που οι ίδιοι δολοφόνησαν. Ακούσαμε διάφορες αναφορές σε πράκτορες, σε όργανα σκοτεινών δυνάμεων, σε μεγαλοεκδότες, σε βιομηχάνους οι οποίοι πίνουν το αίμα του λαού κ.ο.κ. Επιχειρώντας ένα δεύτερο θάνατο των θυμάτων, αυτή τη φορά ηθικό.

Δεν μπορώ παρά ν’ αναφέρω την στιγμή που ο κ. Εισαγγελεύς ανέγνωσε την επιστολή της μάνας του δολοφονηθέντος Γκιοργκού, αυτή τη σπαραξικάρδια επιστολή η οποία βεβαίως σε κάθε άνθρωπο με στοιχειώδη συναισθηματικό κόσμο προκαλεί ρίγη συγκίνησης, εκείνη τη στιγμή παρατήρησα ότι οι περισσότεροι των κατηγορούμενων παρακολουθούσαν απαθείς και εκείνος ο κατηγορούμενος ο οποίος φέρεται να έχει δολοφονήσει τον Γκιοργκού ο κ. Κουφοντίνας, αρχικά διαμαρτυρήθηκε για καπηλεία του νεκρού –αν είναι ποτέ δυνατό να μιλάμε για καπηλεία αυτοί οι οποίοι καπηλεύονταν τα θύματά τους χρησιμοποιώντας τα ως μέσο για να βγάζουν τις ιδέες τους μέσω των προκηρύξεών τους- και στη συνέχεια κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης να κουνά το κεφάλι του αποδοκιμαστικά. Αυτά, για να δούμε κατά πόσο οι άνθρωποι αυτοί όχι αν έχουν μεταμεληθεί δεν έχουν μεταμεληθεί, αλλά δεν έχουν συναίσθηση των πράξεών τους και του κακού που έχουν προκαλέσει.

Παρατηρήσαμε επίσης το φαινόμενο να λοιδορούνται μάρτυρες οι οποίοι είχαν την ατυχία να παρευρεθούν σε σημεία στα οποία έλαβαν χώρα δολοφονικές ενέργειες και να κατονομάζουν πρόσωπα τα οποία βρίσκονταν στο σημείο αυτό. θ’ αναφέρω παραδειγματικά και θα επανέλθω στη συνέχεια γιατί η μάρτυς αυτή έχει καταθέσει στην υπόθεση Μπουλκούμπασι επί της οποίας θα αγορεύσω, θ’ αναφέρω το παράδειγμα της κας Γεννηματά για την οποία έγιναν ανεπίτρεπτοι υπαινιγμοί περί της ψυχικής της υγείας, επιχειρήθηκε να εμφανιστεί ως άτομο φαντασιόπληκτο με προφανή βεβαίως σκοπό να κλονιστεί η αξιοπιστία της κατάθεσής της.

Είδαμε επίσης σε θεσμικό επίπεδο να γίνεται μια επίμονη και συστηματική προσπάθεια απαξίωσης του Δικαστηρίου σας, ακούσαμε ουκ ολίγα για διορισμένους Δικαστές για προκατειλημμένες αποφάσεις κ.ο.κ. και εδώ με προφανή σκοπό να αφαιρεθεί προκαταβολικά το κύρος από την όποια απόφαση του Δικαστηρίου σας.

Τέλος, για να ολοκληρώσω τη γενική τοποθέτηση σχετικά με τη φυσιογνωμία αυτής της Δίκης, είδαμε το θλιβερό φαινόμενο της ομαδικής ανάκλησης των ανακριτικών και προανακριτικών απολογιών των κατηγορούμενων με αβάσιμες αιτιάσεις κατά του κύρους αυτών. Στο σημείο αυτό θα ήθελα να επισημάνω ότι το φαινόμενο των ομαδικών ανακλήσεων συνέπεσε χρονικά με την εμφάνιση του κ. Κουφοντίνα ο οποίος έπαιξε το ρόλο τον οποίο δεν έπαιξε ο κ. Γιωτόπουλος. Ανέλαβε δηλαδή να αποκαταστήσει την επαναστατική αλληλεγγύη η οποία είχε διαρραγεί στην αρχή της ανακριτικής διαδικασίας και να επαναφέρει τους κατηγορούμενους στον ορθό δρόμο τον οποίο υπαγορεύουν τα Καταστατικά της Οργάνωσης, το δρόμο της σιωπής και της άρνησης.

Ευτυχώς πριν από τη μεταστροφή αυτή έχει αποκτηθεί ένα πολύτιμο αποδεικτικό υλικό το οποίο βεβαίως το Δικαστήριό σας όπως έχει άλλωστε κρίνει με τις ενδιάμεσες αποφάσεις του μπορεί να αξιοποιήσει και να στηριχθεί σε αυτό, για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης. Μολονότι και οι τέσσερις υποθέσεις στις οποίες θ’ αναφερθώ δεν έχουν ως μοναδική αποδεικτική βάση τις ομολογίες – απολογίες των κατηγορούμενων που εμπλέκονται σε αυτές αλλά επιρρωνύονται από άλλα αποδεικτικά στοιχεία και κυρίως μαρτυρικές καταθέσεις αυτοπτών μαρτύρων, θα ήθελα για την πληρότητα της επιχειρηματολογίας ν’ αναφερθώ επ’ ολίγων στην προβληματική του άρθρου 211α το οποίο πιθανολογώ ότι θα αποτελέσει ένα από τα βασικά υπερασπιστικά επιχειρήματα των αξιότιμων κυρίων συναδέλφων της Υπεράσπισης.

Το άρθρο 211α εισάγει μια εξαίρεση από την αρχή της ηθικής απόδειξης, από την αρχή που κατοχυρώνεται στο άρθρο 177. Δεν θα ήθελα να πω ότι το άρθρο 177 απολαμβάνει συνταγματικής κατοχύρωσης, βεβαίως έχει μια μακρά παράδοση στο Ποινικό δικονομικό μας σύστημα, αλλά δεν έχει ούτε ευθεία ούτε έμμεση συνταγματική κατοχύρωση.

Ως εξαίρεση του άρθρου 177 το άρθρο 211α όπως άλλωστε και κάθε κανόνας ο οποίος εισάγει εξαίρεση, θα πρέπει να ερμηνεύεται στενά. Η στενή ερμηνεία των εξαιρέσεων δεν μπορεί να έχει ως γνώμονα παρά το σκοπό της διάταξης, τον λόγο για τον οποίο η διάταξη αυτή θεσπίστηκε. Για τον λόγο αυτό είναι διαφωτιστική η αιτιολογική έκθεση του νόμου 2408/1996 με την οποία εισήχθη το άρθρο 211α.

Στην αιτιολογική έκθεση του νόμου 2408/1996 διαβάζουμε ότι ο λόγος για τον οποίο θεσπίστηκε αυτή η διάταξη, είναι ότι συχνά παρατηρείται το φαινόμενο η προσπάθεια ενός κατηγορούμενου να αποστήσει την ευθύνη για την πράξη την οποία τέλεσε, αποτελεί κίνητρο προκειμένου να μετατοπίσει την ευθύνη αυτή σε κάποιον άλλον συγκατηγορούμενό του. Ο νομοθέτης δηλαδή αντιμετωπίζει με δυσπιστία εκείνη την περίπτωση στην οποία κάποιος για να απαλλαγεί των δικών του ευθυνών μεταθέτει την ευθύνη της πράξης του σε κάποιον άλλο συγκατηγορούμενο. Είναι αυτή η περίπτωσή μας;

Στις καταθέσεις των προανακριτικών ομολογιών των κ. κατηγορουμένων, ουδείς εξ αυτών αρνείται την δική του ευθύνη, την αποδέχεται και απλώς κατονομάζει και άλλα πρόσωπα τα οποία συμμετείχαν στην ίδια εγκληματική οργάνωση. ¶ρα λοιπόν έχουμε ένα πρώτο επιχείρημα για το ότι η περίπτωσή μας, επειδή ακριβώς υπάρχουν ομολογίες κατηγορουμένων, δεν μπορεί να υπαχθεί στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 211Α.

Αλλά και πέρα απ’ αυτό, το έγκλημα του άρθρου 187 της συστάσεως εγκληματικής οργάνωσης είναι ένα έγκλημα συγκλίνουσας δράσης. Δηλαδή είναι ένα έγκλημα το οποίο για να τελεστεί, απαιτείται η συμπλοκή της ενέργειας περισσοτέρων προσώπων.

Σ’ αυτού του είδους τα εγκλήματα όταν δηλαδή πολλοί συμμετέχουν στην πράξη η οποία περιγράφεται στην αντικειμενική υπόσταση ενός εγκλήματος, θα ήταν αδιανόητο ο νομοθέτης να θέσει μια αποδεικτική απαγόρευση του τύπου ότι, δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη η κατάθεση καθενός που συμμετέχει σ’ ότι αφορά το τμήμα της δράσης που αναλογεί στον άλλον, διότι θα έμενε ανεξιχνίαστη η συνολική εγκληματική δράση.

Εάν δεν μπορώ να λάβω υπόψη τι είπε κάποιος, για το μέρος της πράξης που έχει τελέσει κάποιος άλλος, πώς θα εξιχνιάσω το σύνολο της πράξης; Και ακόμα ειδικότερα το άρθρο 187, κύριοι Δικαστές, έχει την ιδιομορφία ότι από την φύση του είναι μια μορφή συμπεριφοράς, η οποία χαρακτηρίζεται από συνωμοτικότητα και μυστικότητα. Είναι μια μορφή συμπεριφοράς η οποία εκτυλίσσεται εν κρυπτώ και εν παραβύστω.

Είναι εντελώς απίθανο να βρεθεί κάποιος τρίτος, έξω από την οργάνωση, ο οποίος να είναι εις θέση να γνωρίζει ποιοι συμμετέχουν στην οργάνωση και πώς έδρασε ο καθένας απ’ αυτούς;

Ενδεχομένως αυτό είχε κατά νου ο νομοθέτης όταν με τον πρόσφατο νόμο 2928, εθέσπισε την διάταξη του άρθρου 187Α τα μέτρα επιείκειας δηλαδή υπέρ εκείνου του κατηγορουμένου, ο οποίος συμβάλει στην εξάρθρωση μιας εγκληματικής οργάνωσης. Διότι πιστεύω θα ήταν δώρον άδωρον για τον δικαστή, να ισχύσει και εκεί η αποδεικτική απαγόρευση του άρθρου 211Α.

Διότι διαφορετικά το Δικαστήριο δεν θα μπορούσε να αξιοποιήσει όσα κατέθεσε ο συμμετάσχων εις την οργάνωση, προκειμένου να εντοπίσει ποιοι άλλοι συμμετείχαν σ’ αυτήν. Θα ήταν κάτι δηλαδή το οποίο θα αντέβαινε στους σκοπούς και τη λειτουργία του άρθρου 187Α και των μέτρων επιείκειας το οποίο αυτό καθιερώνει.

Από εκεί και πέρα δεν υπάρχει αμφιβολία βεβαίως ότι, το άρθρο 211Α εισάγει έναν ατελή κανόνα αποδείξεων, δεν συνδέεται με κάποια δικονομική κύρωση, δεν τάσσει ρητά ακυρότητα σε περίπτωση παραβιάσεώς του και δεν εμπεριέχει τίποτα περισσότερο, παρά μια οδηγία στο Δικαστή. Μια οδηγία το να προσπαθήσει να αναζητήσει κάποια πρόσθετα αποδεικτικά στοιχεία, πέρα από την νομολογία του κατηγορουμένου, εάν εφόσον υπάρχουν διαθέσιμα τέτοια στοιχεία, προκειμένου να στηρίξει και σ’ αυτά την καταδικαστική του κρίση.

Και δεν χωρεί αμφιβολία αξιότιμοι κ. Δικαστές ότι, επειδή ακριβώς πρόκειται για οδηγία προς τον Δικαστή, ότι δεν μπορεί να παροραθεί και ο αριθμός των απολογιών – νομολογιών. Διότι ναι μεν όταν ο νομοθέτης χρησιμοποιεί ενικό αριθμό, αυτό δεν σημαίνει ότι μια ομολογία δεν μας αρκεί, μας αρκούν οι περισσότερες, γιατί συνήθως οι διατάξεις εκφέρονται σε ενικό αριθμό, είναι ζήτημα νομοτεχνικό. Αλλά επειδή ακριβώς είναι οδηγία, ο αριθμός των απολογιών έχει μεγάλη σημασία, διότι μειώνει την ανάγκη να προσφύγει ο δικαστής σε κάποια άλλα αποδεικτικά στοιχεία πέρα από τις ομολογίες αυτές.

Όσο περισσότερες είναι οι ομολογίες, τόσο πιο αξιόπιστες είναι και τόσο λιγοστεύει η ανάγκη προσφυγής σε πρόσθετα αποδεικτικά στοιχεία. Και αυτά τα αποδεικτικά στοιχεία κ. Δικαστές δεν χρειάζεται να είναι συγκεκριμένες αποδείξεις. Μπορεί να είναι και ενδείξεις. Μπορεί να είναι η σιωπή του συγκατηγορουμένου.

Όταν κατέθεσε ο κ. Τέλιος και κατέθεσε όσα επιβαρυντικά κατέθεσε για τον κ. Γιωτόπουλο, η υπεράσπιση του κ. Γιωτόπουλου αρνήθηκε και νομίζω και όλοι οι συνήγοροι υπεράσπισης αρνήθηκαν να υποβάλουν ερωτήσεις στον κ. Τέλιο, λέγοντας ότι, δεν θέλουν να νομιμοποιήσουν την κατάθεσή του.

Αυτή η άρνηση υποβολής ερωτήσεων δεν πρέπει να συναξιολογηθεί από το Δικαστήριό σας κ. Δικαστές, ως στοιχείο το οποίο επιρρωνύει την αξιοπιστία της καταθέσεως Τέλιου;

Όταν ο κ. Γιωτόπουλος αρνείται να υποβληθεί σε κατ’ αντιπαράσταση εξέταση με τον κ. Τσελέντη, η άρνησή του αυτή δεν είναι στοιχείο το οποίο θα πρέπει να συνεκτιμηθεί; Δεν είναι ένα πρόσθετο στοιχείο, το οποίο καλύπτει αν θέλετε τον όποιο περιορισμό θέτει το άρθρο 211Α;

Μ’ αυτές τις σκέψεις, νομίζω ότι δεν τίθεται ζήτημα εφαρμογής του 211Α στην προκειμένη περίπτωση, πρωτίστως για το λόγο ότι δεν έχουμε ομολογίες οι οποίες συνδέονται με άρνηση της κατηγορίας, έχουμε ομολογίες οι οποίες απλώς επισημαίνουν ποια είναι τα πρόσωπα, τα οποία, πέραν από τους ομολογούντες, συμμετείχαν στις πράξεις για τις οποίες οι ομολογούντες κατηγορούνται.

Θα προχωρήσω στην ανάπτυξη των επιμέρους πράξεων κ. Πρόεδρε, ξεκινώντας από την απόπειρα κατά του κ. Bouloukbasi και της κ. Keleci και του κ. Yildimir ήταν τρεις οι επιβαίνοντες στο διπλωματικό αυτοκίνητο.

Η πράξη αυτή ομολογείται για πρώτη φορά από τον κ. Σάββα Ξηρό στην απολογία του από 20.7.2002 στην οποία αναφέρει «στην ενέργεια κατά του τούρκου Bouloukbasi ήμουν εγώ ο Τζωρτζάτος και ο Λουκάς. Στην διαδρομή που ακολουθούσε ο τούρκος βάλαμε παγιδευμένο αυτοκίνητο και πυροδοτήσαμε με τηλεχειρισμό. Η μορφή συμμετοχής εκάστου των κατηγορουμένων εξειδικεύεται ακόμα περισσότερο στην απολογία του κ. Σάββα Ξηρού ενώπιον του Εφέτου Ανακριτή, στην οποία καταθέτει: «στην υπόθεση του τούρκου Bouloukbasi εγώ πάτησα τον διακόπτη, δεν μπορώ να θυμηθώ ποιος είχε τοποθετήσει το παγιδευμένο αυτοκίνητο, πάντως πρέπει να ήταν άλλα πρόσωπα, εκτός από μένα, τον Λουκά και τον Τζωρτζάτο.›

Με την απολογία του κ. Σάββα Ξηρού συμπλέει η ανακριτική απολογία του κ. Βασίλη Τζωρτζάτου ο οποίος καταθέτει ότι, «συμμετείχα στην επίθεση με παγιδευμένο με εκρηκτικά αυτοκίνητο κατά του τούρκου Bouloukbasi μαζί με τον Μιχάλη και τον Λουκά.›

Να σημειώσω παρενθεντικώς σ’ ότι αφορά τον κ. Τζωρτζάτο ότι, η απόπειρα κατά Bouloukbasi έλαβε χώρα το έτος 1991, δηλαδή σε χρόνο προγενέστερο εκείνου του οποίου ο κ. Τζωρτζάτος αναφέρει ότι αποχώρησε από την οργάνωση, είναι βέβαια ένα θέμα το οποίο θα το κρίνετε εσείς, κατά πόσο ευσταθεί ο ισχυρισμός ή όχι.

Οι απολογίες των δυο κατηγορουμένων Σάββα Ξηρού και Βασιλείου Τζωρτζάτου, ενισχύονται από την κατάθεση της κας Ευγενούλας Γεννηματά. Η κα Γεννηματά έχει δώσει μια πρώτη κατάθεση αυθημερόν της εκρήξεως 16.7.1991. Στην κατάθεση αυτή κατέθεσε ότι, την παραμονή της εκρήξεως, δηλαδή Δευτέρα 15.7. καθώς και το Σάββατο 13.7. παρατήρησε δυο άτομα τα οποία ευρίσκονταν στην διασταύρωση των οδών Δαβάκη και Βίτσι, δίνει περιγραφή των προσώπων αυτών, ο ένας είχε ύψος 1.80 γύρω στα 27 καστανός, ο άλλος λίγο πιο κοντός καστανός.

Επ’ ακροατηρίω η κα Γεννηματά ανεγνώρισε αυτά τα δυο πρόσωπα, στα πρόσωπα των κ.κ. Σάββα Ξηρού και Βασίλειου Τζωρτζάτου. Στην ίδια κατάθεσή της η κα Γεννηματά είχε αναφέρει ότι, την ίδια την ημέρα της έκρηξης και την ώρα της έκρηξης δηλαδή 8.30 το πρωί, είχε αντιληφθεί μια μοτοσικλέτα η οποία ανέβαινε με μεγάλη ταχύτητα την οδό Βίτσι με κατεύθυνση προς Γαλάτσι και σ’ αυτήν επέβαιναν δυο άτομα.

Σε ερώτηση της έδρας αν αναγνωρίζει κάποια από τα άτομα αυτά στα πρόσωπα των κατηγορουμένων, η κα Γεννηματά απάντησε αρνητικά. Η αρνητική αυτή απάντηση της κας Γεννηματά κ. Πρόεδρε, νομίζω ότι έχει ιδιαίτερη αξία για την αξιοπιστία της. Διότι εάν ήταν το ευφάνταστο και το καθοδηγούμενο άτομο, το οποίο θέλει να μας πείσει η υπεράσπιση ότι ήταν, δεν θα είχε παρά να αναφέρει ότι, αυτά τα δυο άτομα ήταν κάποιοι από τους κατηγορουμένους, κάποιοι από τους εμπλεκομένους στην πράξη, ώστε να δημιουργήσει και μια ακλόνητη απόδειξη για το ότι τα συγκεκριμένα άτομα παρευρίσκοντο στον τόπο και στο χρόνο της έκρηξης.

Αλλά η συγκεκριμένη άρνηση έχει και μια γενικότερη αξία. Ο κ. Γιωτόπουλος στην απολογία του, στην προσπάθειά του να στηρίξει την θεωρία περί σκευωρίας είπε το εξής: Ότι οι διωκτικές αρχές, για να ενοχοποιήσουν αυτούς και τους υπόλοιπους κατηγορουμένους τι έκαναν μας είπε; Ανέσυραν – λέει – από το αρχείο παλιές υποθέσεις, είδαν τις καταθέσεις, είδαν πού υπάρχει αόριστη περιγραφή προσώπων και όπου υπήρχε αόριστη περιγραφή προσώπων, είπαν στους μάρτυρες, βάλτε και αυτόν εκεί.

Ορίστε λέει, λαμπρή ευκαιρία για τις διωκτικές αρχές να βάλουν τον κ. Γιωτόπουλο και όποιον άλλον ήθελαν από τους εμπλεκομένους επιβάτη της μοτοσικλέτας, η οποία πέρασε την ώρα και τη στιγμή της έκρηξης μπροστά από την αυτόπτη μάρτυρα. Για αν δούμε πόσο στέκει η θεωρία περί σκευωρίας και για να δούμε κατά πόσο οι μάρτυρες οι οποίοι κατέθεσαν είναι καθοδηγούμενοι.

Η κα Γεννηματά στην δεύτερη κατάθεσή της κ. Πρόεδρε, ενώπιον του κ. Ανακριτού, ανέφερε ότι, και αυτό το ανέφερε για πρώτη φορά, ότι επί είκοσι μέρες πριν από την έκρηξη, διαπίστωσε ότι 5 άτομα σύχναζαν στην περιοχή της έκρηξης και παρίσταναν τους τοπογράφους. Και αναγνώρισε τα άτομα αυτά, στα πρόσωπα του κ. Βασίλη Τζωρτζάτου, του κ. Γιωτόπουλου και του κ. Σάββα Ξηρού.

Βεβαίως όπως καταλαβαίνετε δημιουργήθηκε σάλος, είναι αναξιόπιστη η μάρτυς. Πρώτη φορά θυμήθηκε ότι επί 20 ημέρες υπήρχαν άτομα τα οποία κάνανε τους τοπογράφους; Και γιατί δεν το είπε στην πρώτη κατάθεσή της; ¶ρα είναι καθοδηγούμενη.

Κύριε Πρόεδρε, είναι πάρα πολύ απλή η εξήγηση, την οποία νομίζω ότι σας την έδωσε και η ίδια. Όταν κάποιος βλέπει μια φυσιολογική δραστηριότητα, βλέπει άτομα τα οποία δεν τα γνωρίζει, να κάνουν κάτι το οποίο φαίνεται αθώο και ανώδυνο, δεν έχει κανένα λόγο να το αναφέρει στο πλαίσιο της προανάκρισης για την έκρηξη.

Όταν όμως μετά την σύλληψη των κ. κατηγορουμένων είδε τα πρόσωπά τους στην τηλεόραση, ασφαλώς ανέσυρε από την μνήμη της τα πρόσωπα αυτά και μπόρεσε να θυμηθεί το περιστατικό αυτό και να ταυτοποιήσει τα πρόσωπα τα οποία παρευρίσκοντο εκεί. Δεν νομίζω ότι αυτό είναι στοιχείο αναξιοπιστίας.

Κύριε Πρόεδρε, το Δικαστήριό σας έχει και την ικανότητα και την εμπειρία, να ξεχωρίσει όσα στοιχεία της καταθέσεως της κας Γεννηματά είναι αξιοποιήσιμα, ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα και επίσης να λάβει υπόψη του το γεγονός ότι, επρόκειτο για μια μάρτυρα η οποία κατέθεσε κατά τρόπο πηγαίο, ανεπιτήδευτο και αυθόρμητο. Και νομίζω ότι η κα Γεννηματά θα ήταν η τελευταία μάρτυρας η οποία θα μπορούσε να δημιουργήσει την υποψία καθοδηγήσεώς της από τις διωκτικές αρχές. Διότι τέτοιου είδους μάρτυρες δεν καθοδηγούνται. Διότι δεν ελέγχονται.

Και επίσης για να ολοκληρώσω τα της καταθέσεως, η κα Γεννηματά δεν είναι καθόλου τυχαίο και είναι στοιχείον ενισχυτικό της αξιοπιστίας της, ότι παρότι εμπλέκεται στην υπόθεση κατά Bouloukbasi και ο κ. Κουφοντίνας δεν τον έχει κατονομάσει. Δεν τον έχει κατονομάσει διότι προφανώς δεν τον έχει δει. Κατονόμασε αυτούς που είδε. Επομένως με βάση την κατάθεση της κας Γεννηματά και βεβαίως συνδυαζόμενη αυτή η κατάθεση με τις προανακριτικές απολογίες των κ. Βασιλείου Τζωρτζάτου και Σάββα Ξηρού, νομίζω ότι επιβεβαιώνεται το κατηγορητήριο ότι δηλαδή στην έκρηξη κατά Bouloukbasi φυσικός αυτουργός είναι ο κ. Σάββας Ξηρός, με συνεργούς, τον κ. Βασίλη Τζωρτζάτο και τον κ. Δημήτριο Κουφοντίνα.

Σ’ ότι αφορά κ. Πρόεδρε το υποκειμενικό στοιχείο, διότι έχουμε να κάνουμε με απόπειρα ανθρωποκτονίας, νομίζω ότι ο δόλος είναι δεδομένος. Και είναι δεδομένος και ως προς τους τρεις επιβαίνοντες. Διότι οι δράστες, δεν μπορεί παρά να είχανε παρακολουθήσει επί πολλές ημέρες το δρομολόγιο του κ. Bouloukbasi, δεν είναι τυχαίο αυτό που σας είπε ο κ. Bouloukbasi ότι παρεβίαζε συστηματικώς τον μονόδρομο της οδού Πασχαλιάς, εκινείτο πάντα προς την αντίθετη κατεύθυνση και επομένως για να το ξέρουν αυτό οι κατηγορούμενοι, για να ξέρουν ότι δεν πρόκειται για μια περιστασιακή, αλλά για μόνιμη συνήθεια του οδηγού, δεν μπορεί, παρά να παρακολουθούσαν για περισσότερες ημέρες. Ήξεραν ότι υπήρχε οδηγός του αυτοκινήτου και ήξεραν επίσης ότι του αυτοκινήτου συνεπέβαινε και η κα Keleci η οποία έμενε κοντά στην περιοχή.

Επομένως όταν αποφάσισαν να ανατινάξουν με εκρηκτικά το αυτοκίνητο, είχαν άμεσο δόλο και ως προς τους τρεις επιβαίνοντες. Σε κάθε όμως περίπτωση, την οποία θεωρώ ακραία αλλά εν πάση περιπτώσει οφείλω να την θέσω και αυτήν, εάν υποτεθεί ότι αποκλειστικός στόχος ήταν ο κ. Bouloukbasi ως νούμερο 2 της Πρεσβείας, δεν μπορεί, παρά να υπάρχει άμεσος δόλος δεύτερου βαθμού, διότι κάποιος ο οποίος προκαλεί έκρηξη σε ένα αυτοκίνητο στο οποίο επιβεβαίνουν τρεις, δεν μπορεί παρά να γνωρίζει μετά βεβαιότητος ότι θα επέλθει το μοιραίο και για τους συνεπιβαίνοντες.

Ο δόλος ανθρωποκτονίας επίσης κ. Πρόεδρε είναι δεδομένος. Από την έκθεση αυτοψίας προκύπτει ότι χρησιμοποιήθηκε εκρηκτική ύλη τριάντα κιλών. Ότι το τεθωρακισμένο αυτοκίνητο του κ. Bouloukbasi μετατράπηκε σε άμορφη μάζα. Ο κ. Bouloukbasi μάλιστα καταθέτων ενώπιον του Δικαστηρίου σας χαρακτηριστικά είπε ότι έγινε σαν τσακισμένο χαρτί το αυτοκίνητο.

Και επίσης για να γίνει αντιληπτή η σφοδρότητα της έκρηξης, τμήματα από το κατεστραμμένο αυτοκίνητο εκσφενδονίστηκαν σε ακτίνα εκατοντάδων μέτρων, με αποτέλεσμα να κινδυνεύσει η ζωή περιοίκων και η ίδια η κα Γεννηματά κατέθεσε ότι ένα θραύσμα παραλίγο να χτυπήσω και την ίδια.

Αξιότιμοι κ. Δικαστές, στην περίπτωση Bouloukbasi θα αναφερθώ επ’ ολίγων στην προκήρυξη, γιατί η προκήρυξη αυτή δίνει μια ευκαιρία να καταδειχθεί ο ισοπεδωτικός τρόπος με τον οποίον η οργάνωση αυτή αντιμετώπιζε πρόσωπα και πράγματα.

Η προκήρυξη αυτή βρίθει ανακριβών στοιχείων, ο κ. Bouloukbasi αναφέρεται πράκτορας της Μ.Ι.Τ. Ο μεροκαματιάρης οδηγός του αυτοκινήτου ο οποίος έβγαζε το ψωμί του μεταφέροντας τον κ. Bouloukbasi είναι ο σωματοφύλακας, είναι προσφιλής τρόπος αναφοράς αυτός σε οδηγούς αυτοκινήτων - να θυμηθούμε και την περίπτωση Ρουσσέτη -. Και επίσης η κα Keleci αναφέρεται ως διευθύνουσα σύμβουλος της Πρεσβείας, μια απλή διπλωματική υπάλληλος. Και όλοι μαζί και οι τρεις, ήταν λέει, σημαντικά στελέχη, σημαντικοί βραχίονες του τουρκικού στρατιωτικοδιπλωματικού κατεστημένου. Και είναι αυτοί, οι οποίοι ευθύνονται για το Κυπριακό, για το Κουρδιστάν, για όλα τα κακά τα οποία έχει προκαλέσει ο τουρκικός ιμπεριαλισμός ανά την υφήλιο και γι αυτό πρέπει να τιμωρηθούν.

Κύριε Πρόεδρε, νομίζω ότι η νοοτροπία αυτών των ανθρώπων προκύπτει ξεκάθαρα από το ύφος των προκηρύξεων, οι οποίες θα έλεγα ότι είναι ευθέως παραπλανητικές. Και θα επανέλθω στο στοιχείο της παραπλάνησης όταν θ’ αναφερθώ στο θέμα της ηθικής αυτουργίας του κ. Γιωτόπουλου. Και προσπαθούν άνανδρες πράξεις να τις παρουσιάσουν ως ανδραγαθήματα και να εξυψώσουν τους στόχους, να τους παρουσιάζουν ως ανθρώπους σκοτεινούς, οι οποίοι πίσω από τα παρασκήνια κατευθύνουν νήματα, προκειμένου να δικαιολογήσουν τις αποτρόπαιες πράξεις τους.

Κύριε Πρόεδρε, θα συνεχίσω με την υπόθεση του Τσετίν Γκιοργκού. Η πράξη έχει ομολογηθεί από τον κ. Σάββα Ξηρό, στην από 20.7.2002 απολογία του. Στην οποία αναφέρει, «στην ενέργεια σε βάρος του τούρκου Τσετίν στο Παγκράτι έλαβα μέρος εγώ με τον Λουκά και κάποιος ακόμα που πρέπει να μας περίμενε στο αυτοκίνητο διαφυγής. Τον περιμέναμε να βγει από το σπίτι και όταν τον είδαμε να βγαίνει και να μπαίνει στο αυτοκίνητο, ο Λουκάς τον πυροβόλησε με πιστόλι 45άρι και τον σκότωσε.›

Επίσης στην από 9.8.2002 απολογία του, ο κ. Σάββας Ξηρός καταθέτει, «στην υπόθεση κατά του τούρκου Τσετίν εγώ με τον Λουκά ήμασταν στην αρχή του δρόμου και στη συνέχεια τον συνόδευα κατά τη στιγμή της εκτέλεσης, ενώ το τρίτο μέλος της οργάνωσης περίμενε στο αυτοκίνητο.›

Πέραν του ότι κ. Δικαστές από τα αποσπάσματα αυτά προκύπτει η ενοχή των δυο κατηγορουμένων, δηλαδή του κ. Κουφοντίνα ως φυσικού αυτουργού και του κ. Σάββα Ξηρού ως συνεργού, προκύπτει ότι υπήρχε και ένα τρίτο άτομο στην ενέργεια αυτή, το οποίο βεβαίως δεν εντοπίστηκε ποτέ και ως εκ τούτου δεν έχω λόγο να πω τίποτα περισσότερο. Απλώς το επισημαίνω.

Στην υπόθεση αυτή κατέθεσε ως μάρτυς κ. Πρόεδρε ο κ. Μπενίας ο οποίος ήταν ένας κηπουρός που βρισκόταν την στιγμή του πυροβολισμού στον κήπο, στο άλσος αυτό του Παγκρατίου, ο οποίος δίνει την εξής περιγραφή, λέει «υπήρχαν δύο άτομα τα οποίο εκινούντο στην οδό Αντήνορος, 1,65 με 1,70. Αυτός που κρατούσε πιστόλι είχε μαύρα μαλλιά, άσπρο πρόσωπο και μικρή αρχή φαλάκρας›.

Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η περιγραφή αυτή ταιριάζει στον κ. Κουφοντίνα. Από κει και πέρα η κατάθεση αυτή δεν νομίζω ότι αντιφάσκει σε σχέση με τις απολογίες των κ.κ. κατηγορουμένων. Το γεγονός ότι αστόχησε ο κ. Μπενίας ως προς το ύψος του κ. Σάββα Ξηρού παρουσιάζοντας αυτόν ως ισοϋψή του κ. Κουφοντίνα νομίζω ότι είναι ευεξήγητο και από το γεγονός ότι όπως κατέθεσε ο ίδιος εβρίσκετο σε ένα παρτέρι εκείνη την στιγμή που είδε τους δύο δράστες, δηλαδή ήταν σε απόσταση 20 εκατοστά πάνω από το έδαφος οπότε δικαιολογείται μία αστοχία ως προς το ύψος.

Τους είδε από πλάγια, δεν τους είδε ανφάς και επιπλέον είναι ένας άνθρωπος ο οποίος είναι κάποιας προχωρημένης ηλικίας, ενδεχομένως να δικαιολογούνται και βεβαίως και υπό το κράτος της συναισθηματικής φόρτισης η οποία επικρατεί την στιγμή που βλέπει κάποιος δύο δολοφόνους άρτι μετά το έγκλημα ο ένας μάλιστα να φέρει το πιστόλι. Εντάξει, νομίζω ότι είναι στοιχεία τα οποία δεν μπορούν να αξιοποιηθούν σε βάρος της αξιοπιστίας των ομολογιών των δύο κατηγορουμένων.

Κύριε Πρόεδρε, η υπόθεση του Τσετίν Γκιοργκού είναι τραγική. Είναι ίσως τραγικότερη από τις υποθέσεις των Τούρκων Διπλωματών. Το λέω αυτό γιατί; Θα μου επιτρέψετε να διαβάσω ένα απόσπασμα από την προκήρυξη. Αφού η προκήρυξη στην αρχή αναλίσκεται ως συνηθίζει σε πομπώδη περί Κουβέιτ, περί εξωνημένης κυβέρνησης, περί ευθύνες Καραμανλή, περί Κουρδιστάν και ούτω καθεξής καταλήγει κατά τρόπο ασύνδετο «αποφασίσαμε να εκτελέσουμε τον Ακόλουθο Τύπου της Τουρκικής Πρεσβείας Τσετίν Γκιοργκού. Ο κύριος αυτός από τη θέση του προωθούσε τα συμφέροντα του τούρκικου επεκτατισμού και ανάμεσα στα άλλα εργαζόταν για την διαιώνιση του εγκλήματος της εισβολής και κατοχής του 1/3 της Κύπρου. Θα συνεχίσουμε να χτυπάμε μέχρις ότου φύγει ο τελευταίος Τούρκος στρατιώτης από την Κύπρο›.

Αυτό το απόσπασμα κ. Πρόεδρε αναφέρεται στον κ. Τσετίν Γκιοργκού. Ξέρετε ποιος είναι αυτός ο οποίος προωθούσε τα συμφέροντα του τουρκικού επεκτατισμού και εργαζόταν για την διαιώνιση του εγκλήματος στην Κύπρο. Ένα 28χρονο παιδί το οποίο μόλις είχε διοριστεί στο Διπλωματικό Σώμα της πατρίδας του που το πρώτο πόστο του ήταν η Ελλάδα, που ήταν ενθουσιασμένος που ήρθε στην Ελλάδα και είπε στους γονείς του πόσο χαρούμενος ήταν και πόσο αγαπούσε τους Έλληνες και ότι προσπαθούσε να μάθει την ελληνική γλώσσα. Αυτό λοιπόν το παιδί το οποίο δεν πρόλαβε καλά-καλά να μπει στο Διπλωματικό Σώμα ξαφνικά έγινε ο υπαίτιος, αυτός που προωθούσε τον τουρκικό επεκτατισμό κ. Πρόεδρε.

Σε αυτήν την ξερή, ξύλινη αρτηριοσκληρωτική προκήρυξη δεν έχω παρά να αντιπαραβάλω τον ανθρώπινο πόνο της μάνας κ. Πρόεδρε, όπως αυτή προκύπτει από την επιστολή που αναγνώσθηκε στο Δικαστήριό σας. «Ο γιος μου ο Τσετίν χάρηκε πάρα πολύ όταν έμαθε ότι διορίστηκε στην Αθήνα ως Ακόλουθος Τύπου. Το όραμα του γιου μου ήταν να συμβάλλει στην ανάπτυξη των Ελληνοτουρκικών σχέσεων. Είχε ξεκινήσει την εκμάθηση της ελληνικής γλώσσας και μου περιέγραφε πόσο πολύ αγαπούσε τους Έλληνες. Αυτός που διέπραξε αυτό πυροβολώντας με τον τρόπο αυτό κάποιον αθώο που ούτε καν τον γνώριζε, δεν μπορεί να είναι άνθρωπος. Το τερατώδες αυτό ον δεν μπορεί να έχει δικαίωμα να δώσει τέλος στην γεμάτη από ανθρώπινη αγάπη ζωή του γιου μου και να αφαιρέσει δικαίωμα για το μέλλον. Το υποκείμενο αυτό δεν είναι μόνο δολοφόνος του γιου μου αλλά είναι και δικός μου δολοφόνος. Τη μέρα που πέθανε ο γιος μου τερματίστηκε και η δική μου ζωή›.

Αυτά είναι κάποια αποσπάσματα κ. Πρόεδρε από την επιστολή της μάνας. Θα ήθελα να επισημάνω το θράσος αυτής της προκήρυξης διότι κ.κ. Δικαστές όταν η 17Ν απέτυχε στην απόπειρα κατά Μπουλούκμπασι θεώρησε σκόπιμο να στρέψει το ενδιαφέρον της σε πιο εύκολους στόχους, σε ανυποψίαστους ανθρώπους, σε μέλη της Διπλωματικής Αποστολής τα οποία δεν έπαιρναν το παραμικρό μέτρο προστασίας, όπως ήταν ο Τσετίν Γκιοργκού που ξεκίνησε μία μέρα αμέριμνος για να πάει στην δουλειά του, μπήκε στο αυτοκίνητό του και ο κ. Κουφοντίνας θεώρησε σκόπιμο να τον πυροβολήσει με 6 σφαίρες στο κεφάλι γιατί λέει προωθούσε τα συμφέροντα του τούρκικου επεκτατισμού.

Θα προχωρήσω στην υπόθεση Σιπαχίογλου κ. Πρόεδρε, εκτός αν είναι ώρα του διαλείμματος γιατί θα κρατήσει κάπως παραπάνω η τοποθέτησή μου.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Παρακαλώ να καλύπτουμε την ώρα γιατί έφυγε ο χρόνος. Έχετε καταλάβει πού έχει φτάσει ο χρόνος; Δεν είμαστε στις 3 Μαρτίου. Φαίνεται για μερικούς είναι στατικός ο χρόνος. Την Δευτέρα θα είναι όλοι εδώ. Όποιος δεν είναι εγώ θα διαβάζω τα ονόματα και θα φεύγω, δεν θα ξαναγυρίσω πάλι.

Διακόπτουμε για μισή ώρα.

ΔΙΑΛΕΙΜΜΑ

Προτεινόμενα για εσάς



Δημοφιλή