Ανεπίσημα πρακτικά δίκης 17Ν (06/10/2003) Μέρος 4/4

Δευτέρα, 06 Οκτωβρίου 2003 21:04
A- A A+

Αν αφαιρέσετε κάθε κα Τσομπαρλάκη, μια μοναχική υπερήλικα γυναίκα η οποία κάθεται στον 3ο όροφο του σπιτιού της και για κλάσματα δευτερολέπτου αναγνωρίζει από το καρύδι του λαιμού ή από τον σβέρκο ή από το χρώμα του δέρματος κάποιους κατηγορουμένους, μάρτυρες δηλαδή οι οποίοι με περισσή ευκολία έρχονται και καταθέτουν εδώ. Οι ερμηνείες είναι πάρα πολλές γιατί αυτοί οι άνθρωποι έρχονται και καταθέτουν και κάνουν με αυτή την ευκολία ενώ απειλούνται ισόβια αυτές τις αναγνωρίσεις. Αν αφαιρέσετε τους μάρτυρες προϊούσης μνήμης οι οποίοι τότε τίποτα δεν αναγνώριζαν, τίποτα δεν μπορούν να περιγράψουν και τώρα κάτω από την πίεση των Μέσων, κάτω από την πίεση άλλων φορέων που δεν θέλω να κατονομάσω έρχονται εδώ και καταθέτουν και θυμούνται και περιγράφουν και αναγνωρίζουν.

Αν αφαιρέσετε τους νεοεμφανισθέντες μάρτυρες οι οποίοι ουδέποτε είχαν προσέλθει τότε στις σχηματισθείσες δικογραφίες να καταθέσουν και ξαφνικά εμφανίζονται από το πουθενά στον κ. Ζερβομπεάκο και καταθέτουν και αναγνωρίζουν. Ποια αναγνωρίζουν, τι αναγνωρίζουν; Ταυτοποίηση κάνουν, δεν υπάρχει αναγνώριση. Αναγνώριση θα ήταν αν είχαν να επιλέξουν αυτό το πρόσωπο το οποίο δεν θα το είχαν δει και ποτέ τους στην τηλεόραση μεταξύ 10 ανθρώπων.

Δεν έγινε έτσι η αναγνώριση. Στην ουσία έγινε μία ταυτοποίηση αυτών των προσώπων τα οποία τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης και οι τηλεοράσεις επαναλαμβάνοντας το ίδιο ακριβώς φιλμ για δεκάδες χιλιάδες φορές τους είχαν βάλει βαριά, βαθιά μέσα στον εγκέφαλο. Αν αφαιρέσετε αυτή την ανοησία των ποσοστιαίων αναγνωρίσεων «εγώ τον αναγνωρίζω 67,3% και 22,5%, δεν είμαι σίγουρος› μπορεί να δικάσει το Δικαστήριό σας με αυτού του είδους τις ποσοστιαίες αναγνωρίσεις;

Για να φαιδρύνουμε λιγάκι την ατμόσφαιρα διότι την βαρύναμε αρκετά, αν δεχθείτε έναν ειλικρινή άνθρωπο με τον οποίο γέλασε πάρα πολύ το Δικαστήριό σας, έναν φτωχό παλαιοπώλη, γραφικό τον κ. Λουδάρο ο οποίος ήταν παρών, μπροστά όταν εδολοφονείτο ο Σιπαχίογλου και ο οποίος είπε «τι να θυμηθώ κ. Πρόεδρε› αφού σας έλεγε «δώστε κανένα τάλιρο, χάνω το μεροκάματό μου›. Αυτός είναι ο απλός Έλληνας «τι μου λέτε να αναγνωρίσω; Μετά τόσα χρόνια είναι δυνατόν εγώ να μπορώ να αναγνωρίσω; Τι θέλετε; Να με κάνετε ρόμπα;›. Έτσι σας κατέθεσε. Αυτόν λοιπόν τον αγνό Έλληνα πολίτη τον πιστεύω πολύ περισσότερο από τους άλλους οι οποίοι ήρθαν με περισσό θράσος να καταθέσουν ότι αναγνωρίζουν και έτσι όπως αναγνώριζε.

Αν αφαιρέσουμε λοιπόν όλα αυτά από την δικογραφία τότε μένουν τα αφερέγγυα για μας στοιχεία μιας Διωκτικής Αρχής η οποία μέχρι σήμερα ενήργησε όπως ενήργησε, η οποία ιστορικά ενεργεί με αυτόν τον τρόπο. Έχω αναφερθεί άλλες φορές στο Δικαστήριό σας για τις κατ’ επανάληψη σκευωρίες. Είδατε τι έγινε στα ΕΛΤΑ Αιγάλεω, πώς αναγνωρίστηκε ο Δαναλάτος, πώς διώχθηκαν άνθρωποι, ταλαιπωρήθηκαν, φυλακίστηκαν διότι με περισσή ευκολία κι εκεί αναγνώριζαν τον Δαναλάτο, τώρα αναγνωρίζουν τον Χριστόδουλο ή κάποιους άλλους συνδικαλιστές της Νέας Δημοκρατίας τους οποίους έπρεπε να χώσουν στην φυλακή γιατί αυτά ήταν τα κίνητρά τους.

Μένουν λοιπόν στα χέρια σας τα στοιχεία – σας επαναλαμβάνω – μιας αφερέγγυας αρχής η οποία έχει εθιστεί να ενεργεί με αυτόν τον τρόπο που ενεργεί και αφού ενήργησε έτσι στη περίπτωση του Σάββα Ξηρού γιατί να μην ενεργήσει με τον ίδιο τρόπο, με τρόπο εξοντωτικό και για τους άλλους κατηγορουμένους; ¶λλωστε με τι τρόπο εμείς θα μπορούσαμε να αντικρούσουμε; Μπορούσαμε εμείς να απευθυνθούμε για τα θέματα των δακτυλικών αποτυπωμάτων έστω σε έναν συνταξιούχο Αστυνομικό αρμόδιο σε αυτά τα θέματα των αποτυπωμάτων; Μπορούσαμε να απευθυνθούμε σε έναν γραφολόγο και να του πούμε ότι «ξέρετε, θέλουμε να γνωμοδοτήσετε για τις γραφολογικές εξετάσεις του τάδε ή του τάδε;›. Την άλλη ημέρα θα είχε εξαφανιστεί από προσώπου γης. Ουδείς θα απευθυνόταν σε αυτόν.

Πρέπει αυτά τα προβλήματα της υπεράσπισης να τα δεχθείτε. Για μας για την ώρα είναι μεγάλη τιμή μας, για τους υπερασπιστές το γεγονός ότι με συνέπεια, με ήθος, το σπουδαίο πιστεύω υπερασπίσαμε αυτή την υπόθεση. Με τις μικρές μας δυνάμεις κάτω από αυτές τις αντίξοες συνθήκες, μέσα από αυτόν τον διωγμό τον οποίο υφιστάμεθα πετύχαμε κάποια μικρά πράγματα.

Πετύχαμε παραδείγματος χάρη να μην περάσουμε σε αυτή τη Δίκη κουκουλοφόροι μάρτυρες. Αποκαλύψαμε τα στοιχεία τους και έτσι δεν είχαν κανένα λόγο. Είπαμε ότι αυτοί οι θεσμοί δεν ταιριάζουν στα ήθη και στον πολιτισμό μας. Όπως επίσης έμεινε ανενεργός όλη αυτή η διαδικασία της αστυνομικής διείσδυσης. Έχουν τις κασέτες, καταγράφονταν τα πάντα από τις συζητήσεις μας είτε τηλεφωνικές επικοινωνίες που προς το τέλος είχαμε, είτε προσωπικές επικοινωνίες. Καταγράφονταν, δεν ετόλμησαν να τις εμφανίσουν εδώ, όπως επίσης δεν ετόλμησαν να εμφανίσουν εδώ την βιντεοσκόπηση όλης της ανάκρισης του Σάββα Ξηρού γιατί εκεί θα αποδειχθούν τα εγκλήματά τους.

Για μένα κ.κ. Δικαστές δύο είναι τα θέματα τα οποία αυτή την στιγμή μπαίνουν στο Δικαστήριο. ¶κουσα τα πολύ κολακευτικά λόγια της συναδέλφου μου της κας Κούρτοβικ για το Δικαστήριό σας. Κι εγώ την ίδια άποψη έχω. Κι εγώ πιστεύω ότι είστε άξιοι Δικαστές, έντιμοι άνθρωποι που όμως είστε υποχρεωμένοι να δικάσετε κάτω από αυτό το ασφυκτικό κλίμα, το τεχνητά ασφυκτικό κλίμα που με ξένη επέμβαση και με εσωτερική παρέμβαση κατόρθωσαν να δημιουργήσουν πριν ακόμη αρχίσει αυτή η Δίκη.

Το θέμα λοιπόν είναι αν αυτοί οι θεσμοί αυτού του αστικού κράτους το οποίο περιέγραψα μπορούν να αντέξουν στις εξωθεσμικές πιέσεις. Το δεύτερο ζήτημα είναι αν θα επικρατήσει η νομιμότητα ή η σκοπιμότητα. Οι σκοπιμότητες από την εξέλιξη αυτής της δίκης είναι συγκεκριμένες. Οι σκοπιμότητες οι οποίες επιδιώκονται από τις πολύ βαριές ποινές, από τον χαρακτηρισμό, από την αποϊδεολογικοποίηση αυτών των κατηγορουμένων είναι συγκεκριμένες και εδώ το βάρος το οποίο πέφτει στις πλάτες σας είναι ασφαλώς μεγάλο.

Εγώ δεν έχω πεισθεί ούτε για το ένα ούτε για το άλλο θέμα. Έχω ένα δημοσίευμα εδώ, μία δημοσίευση του λαμπρού Καθηγητή Ποινικής Δικονομίας κ. Λάμπρου Μαργαρίτη το οποίο σας το έχουμε δώσει και το οποίο επισημαίνει τα λάθη αυτής της διαδικασίας όπως ακριβώς εξελίχθηκε. Τα λάθη αυτής της διαδικασίας επισημάνθηκαν και από τον Καθηγητή κ. Μπέη.

Ο κ. Μπέης, ένας άνθρωπος ο οποίος σιγά-σιγά φεύγει από το αντικείμενο στο οποίο αφιερώθηκε τόσα χρόνια και μπαίνει πια σε ένα πεδίο φιλοσοφικών αναζητήσεων, ο κ. Μπέης λέει «δύο ήταν οι παραδοχές που προέκυψαν από συζητήσεις που είχα με συνηγόρους πολιτικής αγωγής›. Με συνηγόρους πολιτικής αγωγής συζήτησε. Πρώτον, ότι η παράλειψη εξονυχιστικής έρευνας των καταγγελιών αναφέρεται σε όλο το ιστορικό του Σάββα Ξηρού. Θα διατηρήσει την αμφιβολία ως διαρκές στίγμα του δικαιϊκού μας πολιτισμού της χώρας μας.

Δεύτερον, η κοινή παραδοχή ότι πάντως υπήρξε τουλάχιστον εκμετάλλευση της έλλειψης δυνάμεων αντίστασης του ανακρινόμενου πολυτραυματία κι έτσι εκείνος άβουλος και ανίκανος για αντίσταση καθώς και στερούμενος δικηγορικής στήριξης εξωθήθηκε σε ομολογίες οι οποίες ναι μεν σε μεγάλη έκταση φαίνονται να ανταποκρίνονται στην αλήθεια όμως παρακίνησαν τους συνομιλητές μου, Πανεπιστημιακούς Δασκάλους του Δικαίου να προβληματιστούν με τα δύο αξιοπρόσεκτα ερωτήματα:

1)Αν ο Δικαστής που πιστεύει ότι ορισμένος κατηγορούμενος είναι ένοχος χωρίς όμως να έχει στη διάθεσή του άλλα αποδεικτικά στοιχεία που να στηρίζουν τη λεγόμενη πλήρη δικανική πεποίθηση πέραν από καταθέσεις και ομολογίες οι οποίες αποσπάστηκαν με αθέμιτες μεθόδους, δικαιούται να στηριχθεί σε αυτές προκειμένου να στηρίξει την διαγνωστική του κρίση ότι ο κατηγορούμενος είναι ένοχος.

2) Στην περίπτωση που αυτός ο Δικαστής στα βάθη της συνείδησής του αμφιβάλλει αναφορικά με τις καταγγελλόμενες αθέμιτες προανακριτικές μεθόδους τότε ποια πλευρά έχει τον κίνδυνο της αμφιβολίας του Δικαστή, ο κατηγορούμενος ή η κατηγορούσα αρχή;

Για το δεύτερο ερώτημα όλοι ήταν σύμφωνοι. Ποινικολόγοι, διοικητολόγοι και δικονομολόγοι παραδέχθηκαν στο Δημόσιο Δίκαιο περιλαμβανομένου του δικονομικού και του ποινικού, ισχύει το ανακριτική σύστημα. Όταν κατηγορούμενος ισχυρίζεται ότι υπέστη ψυχολογικά ή και σωματικά βασανιστήρια δεν έχει αυτός το βάρος απόδειξης των βασανιστηρίων του.

Εδώ ισχύει το δικονομικό σύστημα της Ανακριτικής Αρχής που σημαίνει ότι το Δικαστήριο ενώπιον μιας τέτοιας καταγγελίας έχει υπηρεσιακό καθήκον να διατάξει αυτεπαγγέλτως αποδείξεις, να τις διεξαγάγει ευσυνείδητα το ίδιο και να εξαντλήσει κάθε δυνατή πηγή από την οποία θα πληροφορηθεί την αλήθεια κι αν τελικώς αμφιβάλλει η αμφιβολία του ισχύει εναντίον της κατηγορούσας αρχής και όχι εναντίον του κατηγορουμένου που επικαλείται τα βασανιστήριά του, κάτι που σημαίνει ότι δίχως αυτές τις διαδικασίες το Δικαστήριο δεν δικαιούται να θεωρήσει ως νόμιμα αποδεικτικά μέσα εκείνα που ο κατηγορούμενος καταγγέλλει ως προϊόντα βασανισμού του.

Τελειώνοντας ο ίδιος Καθηγητής κ. Μπέης λέει: το τελικό πόρισμα αυτών των συζητήσεων ότι ύστερα από μια πρωτόγνωρη άνθιση του δικαιϊκού πολιτισμού μας 50 χρόνων στην κεντρική και βόρεια Ευρώπη, μόλις 30 χρόνων στην καθ’ ημάς Βαλκανική βιώνουμε ήδη ραγδαία κατρακύλα, ότι ακόμη είμαστε στην αρχή αυτής της κατάρρευσης, ότι μας περιμένουν ακόμα χειρότεροι περιορισμοί και ανασφάλειες αναφορικά με τις ατομικές ελευθερίες και τις εγγυήσεις της δίκαιης Δίκης.

Το αστυνομικό κράτος επανέρχεται με βήμα ταχύ και ότι δεν είναι υπερβολική η μελαγχολική παραδοχή ότι η Ευρώπη γυρίζει πίσω στον μεσαίωνα της ποινικής πρόληψης και καταστολής επειδή ούτως έδοξεν τω Βασιλεί της παγκόσμιας αυτοκρατορίας και κανένας ούτε εδώ στον ταλαίπωρο τόπο μας, μήτε στον κορμό της ιστορικής Ευρώπης δεν μπορεί να αναχαιτίσει αυτή την ραγδαία οπισθοδρόμηση.

Έστω και την ύστατη αυτή στιγμή κ.κ. Δικασταί και ανεξάρτητα από τον ποινικά αξιόλογο ή μη των πράξεων των κατηγορουμένων γίνετε εσείς οι πρωτοπόροι για την αναχαίτιση αυτής της οπισθοδρόμησης. Μην ανεχθείτε αυτή την πορεία. Μην ενσωματωθείτε σε αυτή. Προστατεύστε την με την απόφασή σας στα ανθρώπινα δικαιώματα και τις κατακτήσεις του Ελληνικού λαού και τότε μόνο θα μείνετε στην ιστορία. Ευχαριστώ.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ευχαριστούμε πάρα πολύ τον κ. Αγιοστρατίτη.

Ι. ΜΥΛΩΝΑΣ: Κύριε Πρόεδρε, επειδή κάθε λεπτό είναι πολύτιμο, επειδή μας κυνηγάει το 18μηνο θέλω αμέσως να ξεκινήσω. Παρακαλώ να μην κατεβείτε από την Έδρα σας, απλώς δύο λεπτά να φύγει ο κ. Αγιοστρατίτης για να πάω κι εγώ.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ευχαριστώ πάρα πολύ κ. Μυλωνά, μπορείτε να πάρετε το λόγο.

Ι. ΜΥΛΩΝΑΣ: Αξιότιμε κ. Πρόεδρε, αξιότιμοι κ.κ. Εφέτες, θα ξεκινήσω την αγόρευσή μου σίγουρα χωρίς πρωτοτυπία, αναφερόμενος στη μεγάλη σημασία αυτής της Δίκης. Αυτή η Δίκη έχει πολύ μεγάλη σημασία όχι μόνο επειδή έχει μεγάλη διάρκεια, είμαστε ήδη στον 8ο μήνα, αλλά κυρίως λόγω της φύσης και του αντικειμένου της.

Αυτή η Δίκη έχει να κρίνει τη δράση μιας πολιτικής Οργάνωσης ένοπλης βίας. Χρησιμοποιώ τη διατύπωση του μάρτυρα Στρατούλη όπως την κατέθεσε σε εσάς στις 3 Ιουλίου. Επίσης αυτή η Δίκη έχει και μια ιστορικότητα. Αυτό το έχει επισημάνει ήδη ο αξιότιμος κ. Πρόεδρος στις 2 Ιουλίου κι έχει πει επίσης στις 23 Ιουλίου ότι η Δίκη έχει ιστορική σημασία. Νομίζω ότι δε χρειάζεται να το αναπτύξω αυτό το σημείο.

Θα ήθελα να αναφερθώ λιγάκι στο σκοπό της ποινικής αυτής Δίκης, γιατί νομίζω ότι ο σκοπός αυτής της Δίκης και η αντιμετώπιση αυτού του ζητήματος θα μας βοηθήσει να καταλάβουμε καλύτερα και το τί γίνεται εδώ μέσα.

Θα ξεκινήσω την αναφορά μου με κάτι που λέει ο κ. Κωστάρας, είναι καθηγητής του Ποινικού Δικαίου. Έχει δημοσιευθεί ένα άρθρο του κ. Κωστάρα, ο τίτλος του είναι «Ποιος είναι τελικά ο σκοπός της Ποινικής Δίκης› και τελειώνοντας το άρθρο του, αφού αναπτύσσει διεξοδικά όλες τις απόψεις περί σκοπού μιας ποινικής δίκης, φυσικά δε θα τα πω πάλι, νομίζω ότι έχει ενδιαφέρον να δείτε αυτό το άρθρο, λέει ο κ. Κωστάρας: «Συμπερασματικά μπορεί να λεχθεί ότι σκοπός της ποινικής δίκης είναι ένας και μόνο: Η εμπέδωση της έννομης ειρήνης›.

Λίγο πιο κάτω αναφέρει κατά λέξει: «Η σπουδαία προσφορά της θεωρίας αυτής στη λειτουργία της απονομής της ποινικής δικαιοσύνης συνίσταται επομένως στον απεγκλωβισμό της δικαστικής κρίσεως από την επικίνδυνη στο χώρο της ποινικής δίκης απολυτοποίηση της αλήθειας και της δικαιοσύνης. Η προσήλωση στο απόλυτο αποτελεί πάντοτε σύμβουλο πλάνης›.

Νομίζω ότι έχουν μια γενικότερη σημασία αυτά τα λόγια του κ. Κωστάρα. Να δούμε λοιπόν πώς μπορεί να γίνει αυτή η εμπέδωση της κοινωνικής ειρήνης. Νομίζω ότι δε λέω κάτι καινούργιο αν πω ότι ο σκοπός κάθε ποινικής δίκης, άρα και της παρούσης είναι η τιμωρία των εγκλημάτων, δηλαδή η πραγμάτωση του ουσιαστικού ποινικού δικαίου με δικανική μορφή. Δηλαδή με αυστηρή τήρηση των δικονομικών τύπων και κανόνων. Εδώ θα επιμείνω λιγάκι και θα επικαλεστώ τον καθηγητή μου στον οποίο έκανα και το διδακτορικό μου και την διδακτορική μου εργασία, τον κ. Ανδρουλάκη, νομίζω ότι είναι ο κορυφαίος εν ζωή καθηγητής Ποινικού Δικαίου στην Ελλάδα σήμερα, τον οποίο τιμώ και θαυμάζω απεριόριστα.

Ένα από τα πολύ σημαντικά έργα του είναι «Οι θεμελιώδεις έννοιες της ποινικής δίκης›, β’ έκδοση, 1994. Εκεί μας λέει κάποια πολύ ενδιαφέροντα ο κ. Ανδρουλάκης, τα οποία θα μου επιτρέψετε να σας διαβάσω. Στη σελ. 22 του συγκεκριμένου έργου, αναφερόμενος στη δικανική μορφή αναρωτιέται ο κ. Ανδρουλάκης: «Πότε έχουμε να κάνουμε με αληθινή ποινική δίκη και όχι με επίφαση, με φαινόμενο δίκης, με ψευτοδίκη, έτσι ώστε η υποτιθέμενη εφαρμογή του ουσιαστικού ποινικού δικαίου να υποβιβάζεται σε γυμνή ενάσκηση κρατικής βίας; Την αληθινή και δίκαιη δίκη εκφράζουμε με τον όρο «δικανική μορφή›.

Στη συνέχεια, στη σελ. 24 διαβάζω τα εξής από το έργο του κ. Ανδρουλάκη: «Η αληθινή δικαστική δράση αντίθετα, οφείλει να είναι έλλογα δεσμευμένη. Μόνο εφόσον και καθόσον συμβαίνει αυτό, έχουμε μια ποινική δίκη που είναι άξια του ονόματός της, δηλαδή τότε μόνο η ποινική διαδικασία περιβάλλεται την δικανική μορφή και εδώ βρίσκεται προεχόντος το νόημα της εκφράσεως. Μέσω απονομής της ποινικής δικαιοσύνης υπό μορφή δικανική συνιστούν κατ’ εξοχήν οι δικονομικοί τύποι›.

Ένα ακόμα τελευταίο παράθεμα απ’ όσα λέει ο κ. Ανδρουλάκης στο ίδιο βιβλίο, στη σελ. 26: «Παρ’ όλα αυτά είναι ανάγκη να τονισθεί ειδικά και κατ’ εξοχήν στο χώρο του Ποινικού Δικονομικού Δικαίου, η ζωτική αναγκαιότητα της ύπαρξης των τύπων, χωρίς τους οποίους δεν μπορεί κυριολεκτικά να επιζήσει η ποινική δίκη. Πραγματικά, εάν ήταν πάντοτε εκ των προτέρων βέβαιο ότι ο κατηγορούμενος είναι ένοχος της πράξεως που του αποδίδεται, τότε οι τύποι θα μπορούσαν ίσως ακίνδυνα να καταργηθούν. Εφόσον όμως κάτι τέτοιο δε συμβαίνει κι εφόσον η αποστολή της δίκης είναι ακριβώς η ανεύρεση της αλήθειας, με άλλα λόγια της ενοχής ή της μη ενοχής, η δίκη οφείλει να είναι προσανατολισμένη όχι μόνο στην ανάγκη προστασίας της κοινωνίας με την καταστολή του εγκλήματος αλλά και στην ανάγκη προστασίας του κατηγορουμένου με την εξασφάλιση σε αυτόν όλων εκείνων των μέσων που χρειάζεται για να αποσείσει την κατηγορία. Ούτε λίγο ούτε πολύ το βασικό δίλημμα του ποινικού δικονομικού δικαίου αποκρυσταλλώνεται στο ερώτημα: Προστασία της κοινωνίας από το έγκλημα ή προστασία του κατηγορουμένου και ακόμα ευρύτερα του ατόμου; Ποιο από τα δύο προέχει; Ακριβώς στην προστασία του ατόμου συντελούν και μάλιστα κατ’ εξοχήν οι προστατευτικοί τύποι που μας απασχολούν›.

Η επιλογή του κ. Ανδρουλάκη αμέσως στη συνέχεια είναι σαφής: «Αυτό που προέχει, είναι η προστασία του κατηγορουμένου›. Όλα αυτά τα είπα για να δώσω από τώρα το πλαίσιο αν θέλετε, μέσα στο οποίο θα κινηθώ. Για μένα πολύ μεγάλη σημασία σε κάθε δίκη αλλά πρωτίστως σ’ αυτή τη Δίκη, είναι να τηρούνται οι δικονομικοί τύποι και γενικότερα η δικονομία και αυτό έχει πολύ μεγάλη σημασία ειδικά σ’ αυτή την Δίκη, γιατί αυτή η Δίκη είναι μια πολιτική υπόθεση, είναι μια πολιτική ποινική Δίκη. Θα αναφερθώ στη συνέχεια σ’ αυτό τον όρο, δεν είναι δικός μου, είναι γερμανικός.

Είναι πολύ σημαντικό το δεύτερο, να τηρούνται οι δικονομικοί τύποι. Είναι ακόμα πιο σημαντικό αυτό επειδή στη συγκεκριμένη περίπτωση υπάρχει κι ένας μεγάλος κίνδυνος που αφορά τη σχέση νομιμότητας και σκοπιμότητας. Ας δούμε λοιπόν τί λέει επ’ αυτού για τη συγκεκριμένη Δίκη τώρα πια, ένας άλλος μεγάλος διανοητής, ένας άλλος μεγάλος θεωρητικός του Ποινικού μας Δικαίου, ο καθηγητής Ιωάννης Μανωλεδάκης:

Έχει προδημοσιευθεί στο περιοδικό «Ποινική Δικαιοσύνη 2003›, σελ. 65-69, η συμβολή του στον τιμητικό τόμο για τον Νικόλαο Ανδρουλάκη που δεν έχει ακόμα κυκλοφορήσει, με τον εύγλωττο τίτλο : «Τρομοκρατία και Νομοκρατία (η τήρηση της νομιμότητας ως απάντηση στην τρομοκρατία)›. Τί μας λέει λοιπόν ο κ. Μανωλεδάκης, τα οποία συμμερίζομαι απόλυτα και γι αυτό και τα επισημαίνω στο Δικαστήριό σας –μιλά πάντα για το φαινόμενο της τρομοκρατίας, εντός ή εκτός εισαγωγικών:

«Η αληθινή ουσιαστική δικαιοσύνη είναι η μόνη ορθολογιστική και ηθικά δικαιωμένη απάντηση στην τρομοκρατία, η μόνη δύναμη που την απομονώνει›. Αυτά στη σελ. 65. Στην ίδια σελίδα, λίγο πιο κάτω: «Η σωστή αντιμετώπιση αυτού του φαινομένου (της τρομοκρατίας), προϋποθέτει απαρέγκλιτη εφαρμογή της αρχής της νομιμότητας και την ενδυνάμωση του κράτους δικαίου›. Λίγο πιο κάτω: «Απαιτείται ακόμα η ακριβής τήρηση των κανόνων δικαίου οι οποίοι προβλέπουν την εξακρίβωση της τέλεσης μιας αξιόποινης πράξης, τον εντοπισμό των προσώπων που μετείχαν σε αυτήν, τη διαδικασία που πρέπει να ακολουθήσουν οι δικαστικές αρχές από την κίνηση της ποινικής δίωξης μέχρι την αμετάκλητη εκδίκαση της πράξης αυτής, η τήρηση δηλαδή των κανόνων δικαίου οι οποίοι εξασφαλίζουν αυτό που λέμε δίκαιη δίκη για όλα τα εμπλεκόμενα στην υπόθεση πρόσωπα›.

Στην επόμενη σελ. 66 μας λέει ο καθηγητής Μανωλεδάκης: «Είναι φανερός πως στη δίκη των μελών της Οργάνωσης 17Ν θα δοκιμαστεί η αντοχή του κράτους δικαίου στον τόπο μας›. Ναι κ.κ. Δικαστές, σ ‘αυτή τη Δίκη που τελειώνει σιγά-σιγά θα δοκιμαστεί η αντοχή του κράτους δικαίου στον τόπο μας.

Τελειώνω με ένα άλλο πολύ σημαντικό που λέει ο κ. Μανωλεδάκης στην ίδια σελίδα 66: «Ορατός είναι ο κίνδυνος σύγχυσης αστυνομικών και δικαστικών ανακριτικών καθηκόντων σε μία υπόθεση όπως της 17Ν›. Συγκρατήστε το παρακαλώ αυτό, είναι ορατός ο κίνδυνος σύγχυσης αστυνομικών και δικαστικών ανακριτικών καθηκόντων.

Ειδικά λοιπόν σ’ αυτή την υπόθεση, προχωρώ τον συλλογισμό μου, πρέπει να έχουμε μία δίκαιη δίκη. Είναι δύο μαγικές λέξεις, ακούστηκαν επανειλημμένα σ’ αυτή την αίθουσα, να δούμε λίγο τί σημαίνει αυτό. Πριν όμως δούμε αυτό, θέλω να επισημάνω ότι τη σημασία της δίκαιης δίκης την ανέφερε και πολύ σωστά ένας από τους επιφανέστερους εκπροσώπους της πολιτικής αγωγής, ο κ. Αναγνωστόπουλος. Ως γνωστόν ο κ. Αναγνωστόπουλος ήταν ο εκπρόσωπος των Αμερικανών, εννοώ βεβαίως ότι εκπροσωπούσε ως συνήγορος Πολιτικής Αγωγής εκείνα τα θύματα από τη δράση της 17Ν που είχαν αμερικανική και αγγλική υπηκοότητα.

Στη συνέχεια για λόγους συντομίας θα τον προσδιορίζω ως εκπρόσωπο των Αμερικάνων, εννοώντας αυτό ακριβώς που σας είπα, ότι είναι ο συνήγορος που εκπροσωπούσε ως είχε δικαίωμα φυσικά, τα θύματα που είχαν αγγλική και αμερικανική υπηκοότητα σ’ αυτή τη Δίκη.

Τί μας είπε λοιπόν ο κ. Αναγνωστόπουλος στην αγόρευσή του στις 15/9; Μας είπα ακριβώς τα εξής: «Είναι πράγματι η Δίκη αυτή σημαντική για το νομικό μας πολιτισμό διότι καλείται η διαδικασία και το Δικαστήριό σας με την απόφαση την οποία θα εκδώσει, να επιβεβαιώσει την ηθική ανωτερότητα της ελληνικής πολιτείας ως μίας προηγμένης πολιτιστικά κοινωνίας η οποία σέβεται πρώτα απ’ όλα τη διαδικασία, σέβεται πρώτα και πάνω απ’ όλα τους κατηγορουμένους και δεν συνδέει σε καμία περίπτωση τη μεταχείριση των κατηγορουμένων με τις πράξεις όσο απεχθείς και αν είναι αυτές, οι οποίες τους αποδίδονται›.

Μέχρις εδώ συμφωνώ απολύτως και προσυπογράφω αυτά που είπε ο κ. Αναγνωστόπουλος. Συνεχίζει βέβαια και λέει τα εξής στην αγόρευσή του στη συνέχεια: «Οι κ.κ. κατηγορούμενοι στην αίθουσα αυτή –παράπονα διάφορα διατυπώθηκαν, αλλά αν κανείς ανασκοπήσει τη Δίκη και την εκτιμήσει ως σύνολο, νομίζω ότι δεν μπορεί παρά να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι στη Δίκη αυτή τα δικαιώματα όλων των παραγόντων έγιναν σεβαστά. Η διαδικασία αυτή είναι δίκαιη και αυτό δημιουργεί την προσδοκία ότι και η απόφαση την οποία θα εκδώσει το Δικαστήριό σας ως αποτέλεσμα μιας δίκαιης διαδικασίας, θα είναι και αυτή η απόφαση δίκαιη όπως αρμόζει στο νομικό μας πολιτισμό›.

Εδώ θα έλεγα ότι βιάζεται λιγάκι ο κ. Αναγνωστόπουλος. Δεν έχω ακριβώς την ίδια άποψη με αυτόν, βέβαια και εγώ θεωρώ ότι είναι πάρα πολύ σημαντικό να εξετάσουμε αν πράγματι σ’ αυτή τη Δίκη τα δικαιώματα όλων των παραγόντων έγιναν σεβαστά, αν πράγματι η διαδικασία αυτή ήταν δίκαιη και βεβαίως αν κατ’ αποτέλεσμα θα έχουμε και μία δίκαιη απόφαση. Αυτό όμως δεν είναι κάτι δεδομένο όπως λέει ο κ. Αναγνωστόπουλος, είναι το ζητούμενο.

Εδώ επιτρέψτε μου να επισημάνω ότι η συγκεκριμένη Δίκη, το είπαν άλλωστε και άλλοι συνήγοροι Πολιτικής Αγωγής, έχει μια ευρύτερη, μία εκπαιδευτική, μία παιδαγωγική σημασία. Θα δείξετε ακριβώς αν βεβαίως αυτό καταστεί δυνατό, πρέπει να δείξετε και στους κατηγορουμένους και στους άλλους παράγοντες της Δίκης και στο κοινό και στην ιστορία ακόμα αν θέλετε, ότι πράγματι, σ’ αυτή την υπόθεση που έχει ιστορική σημασία, η ελληνική δικαιοσύνη τήρησε όλους τους κανόνες Δικαίου.

Πολύ σημαντικό λοιπόν να δούμε αν ήταν δίκαιη αυτή η Δίκη. Όμως είναι ειδικά για τον κατηγορούμενο τον οποίο εκπροσωπώ, τον κ. Τζωρτζάτο, ακόμα πιο σημαντικό να δείξουμε ότι είναι δίκαιη αυτή η Δίκη, επειδή η περίπτωσή του παρουσιάζει κάποιες ιδιαιτερότητες. Ποιες είναι αυτές: Ο κ. Τζωρτζάτος είναι ο μόνος ίσως που έχει υποστεί βασανιστήρια στην προδικασία και μάλιστα σε τόσο μεγάλο βαθμό και με τόση ένταση. Ο κ. Τζωρτζάτος είναι όχι ο μόνος, αλλά ένας απ’ αυτούς που έχει δηλώσει από την αρχή ότι «ναι, υπήρξα μέλος της 17Ν αλλά ξέρετε κ.κ. Δικαστές, έχω αποχωρήσει από το έτος 1992›. Αυτό το λέει από την αρχή, αυτό το λέει από την πρώτη του αμφισβητούμενη απολογία «ομολογία›.

Και το κυριότερο: Υπάρχει μία πολύ μεγάλη προκατάληψη εις βάρος του κ. Τζωρτζάτου και αυτό είναι κάτι που δεν μπορώ να το αφήσω ασχολίαστο: Ο Τύπος τον είχε παρουσιάσει ως στυγνό εκτελεστή της 17Ν, ως «το γρήγορο πιστόλι›, τον μεγάλο εκτελεστή. Δε θα σας κουράσω, έχω διαλέξει ενδεικτικά ένα μόνο δημοσίευμα για να δούμε πώς έχει συκοφαντηθεί ο κ. Τζωρτζάτος, πώς έχει παρουσιαστεί με έναν τρόπο απαράδεκτο για τον ρόλο του Τύπου.

Είναι ένα δημοσίευμα πολύ πρώιμο, από την Κυριακή 21 Ιουλίου του 2002, τρεις μέρες μετά τη σύλληψη του κ. Τζωρτζάτου. Είναι ένα δημοσίευμα από το ΒΗΜΑ της Κυριακής, που το υπογράφει μία έμπειρη δημοσιογράφος, η κα Ιωάννη Μάνδρου, η οποία έχει και μία ιδιαίτερη εξοικείωση με το θέμα της τρομοκρατίας γιατί διαθέτει απ’ ότι φαίνεται μια πολύ καλή πρόσβαση στις άμεσες πηγές πληροφόρησης. Όπως θα δούμε και στη συνέχεια, είναι αυτή η δημοσιογράφος που πήρε αυτή την περίφημη συνέντευξη από τον κ. Διώτη.

Τί μας λέει λοιπόν η κα Μάνδρου στις 21/7 στο ΒΗΜΑ της Κυριακής. «Αποκαλυπτικές ομολογίες› είναι ο τίτλος, «Έτσι σκοτώσαμε τον Παύλο Μπακογιάννη›. Μεταξύ άλλων γράφει τα εξής η κα Μάνδρου –διαβάζω κατά λέξη: «Οι περιγραφές άλλωστε της διαδικασίας προγραφών και θανάτου που αποτυπώνονται στις απολογίες-ομολογίες των Τζωρτζάτου και Χριστόδουλου Ξηρού. ¶φωνους άφησε ακόμη και τους άντρες της Αντιτρομοκρατικής, η ωμή και κυνική ομολογία του Βασίλη Τζωρτζάτου, για το πώς δολοφόνησαν τον Παύλο Μπακογιάννη. «Εγώ τον σκότωσα›, ήταν η ωμή παραδοχή του Βασίλη Τζωρτζάτου ο οποίος περιέγραψε πώς ο άτυχος ποιλτικός έπεσε νεκρός στο πεζοδρόμιο της Ομήρου προτού καλά-καλά συνειδητοποιήσει τί ακριβώς συνέβαινα. «Τον αιφνιδίασαν και τον τελείωσαν επιτόπου›, είπε κυνικά στους άντρας της Αντιτρομοκρατικής ο εκτελεστής και όταν ρωτήθηκε «γιατί τον σκότωσες τον Μπακογιάνη, απάντησε: «Για ό,τ λέει η προκήρυξη και γιατί αυτή ήταν η εντολή›.

Συνεχίζει η κα Μάνδρου κατά λέξη: «Ο Τζωρτζάτος περιέγραψε με απίστευτες λεπτομέρειες πώς οργανώθηκε η εκτέλεση του Παύλου Μπακογιάννη, πώς στήθηκε το δίκτυο της πολύμηνης παρακολούθησής του›. Πιο κάτω λέει: «Οι απολογίες των εκτελεστών άλλωστε, πολυσέλιδες και γεμάτες φρίκη και αίμα, προκαλούν μόνο αποτροπιασμό και σοκάρουν ακόμη και τους εξοικειωμένους›.

Αυτά λέει η κα Μάνδρου, είναι σαφέστατη και μάλιστα παραθέτει στο αναγνωστικό κοινό του ΒΗΜΑΤΟΣ που είναι ένα πολύ μεγάλο αναγνωστικό κοινό όπως ξέρετε, κατά λέξη αυτά που είπε ο Βασίλης Τζωρτζάτος ομολογώντας την αυτουργία του στη δολοφονία του Μπακογιάννη. Υπάρχει βέβαια μια μικρή λεπτομέρεια κ.κ. Δικαστές: Ουδέποτε κατηγορήθηκε ο Βασίλης Τζωρτζάτος για αυτουργία στην υπόθεση Μπακογιάννη. Η κατηγορία που και αυτή δεν ισχύει όπως θα δούμε, είναι ότι περίμενε στο αυτοκίνητο, 50-60 μέτρα πιο πάνω, στη γωνία Σκουφά και Ομήρου και δεν είχε καμία σχέση με την δολοφονία του άτυχου πολιτικού.

Όμως είναι σαφής η κα Μάνδρου. Υπονοεί «έχω στα χέρια μου τις καταθέσεις της Αντιρομοκρατικής, ξέρω μέχρι τη διατύπωση που χρησιμοποίησε ο κ. Τζωρτζάτος όταν ομολόγησε με φρικιαστικές λεπτομέρειες το πώς αυτός και ο Χριστόδουλος σκότωσαν το Μπακογιάννη›. Μια άλλη λεπτομέρεια κ.κ. Δικαστές: Ουδέποτε ΄χει ομολογήσει αυτά τα πράγματα. Ακόμα και σ’ αυτή την κατασκευασμένη ομολογία που διαβάστηκε, κακώς διαβάστηκε αλλά δεν είναι του παρόντος, διαβάστηκε από το Δικαστήριό σας τί μας λέει; Τί φέρεται να ομολογεί ο Τζωρτζάτος; Ότι «ναι, ήμουν κάπου σε ένα αυτοκίνητο›.

Παρ’ όλα αυτά, μια έγκριτη δημοσιογράφος σε μία ακόμα έγκριτη εφημερίδα, το ΒΗΜΑ της Κυριακής, μας περιγράφει με λεπτομέρειες το πώς αυτός ο στυγνός δολοφόνος εκτέλεσε εξ επαφής τον Παύλο Μπακογιάννη. Βλέπουμε λοιπόν το μέγεθος της προκατάληψης και είναι πολύ ήπιος ο χαρακτηρισμός που επιλέγω, εις βάρος του Βασίλη Τζωρτζάτου από την εφημερίδα. Και δεν είναι βέβαια μια εφημερίδα που έχει 100 αναγνώστες σε μια επαρχιακή πόλη, είναι το ΒΗΜΑ της Κυριακής που νομίζω είναι το πρώτο σε κυκλοφορία πανελλαδικά.

Βλέπουμε λοιπόν το πώς συκοφαντήθηκε, το πώς σπιλώθηκε η τιμή και η υπόληψη του συγκεκριμένου κατηγορούμενου. Γι αυτό λοιπόν νομίζω ότι πρέπει να έχουμε μια αυξημένη ευαισθησία και να δούμε με κάθε λεπτομέρεια αν είχε τη δίκαιη δίκη αυτός ο άνθρωπος που ξεκινά την δίκη αυτή έχοντας εις βάρος του την περιγραφή ότι αυτός έκανε το ένα, το άλλο, σκότωσε, στυγνός εγκληματίας, χωρίς να προκύπτει από πουθενά κάτι τέτοιο.

Και βέβαια θα ήταν ίσως σχετικά περιορισμένο το κακό, αν μέναμε μόνο στο τί γράφει ο Τύπος. Δυστυχώς και η Πολιτική Αγωγή σ’ αυτή την αίθουσα υιοθέτηση αυτή τη στάση έναντι του ΒασίληΤζωρτζάτου. Ας δούμε τί είπε η εκλεκτή συνάδελφος, η γλυκιά συνάδελφος η κα Βόζεμπεργκ στις 25/9, κατά την αγόρευσή της:

«Ο Χριστόδουλος και ο Τζωρτζάτος είναι οι κανονικοί τύποι serial killers, στυγνοί, ψυχροί συναισθηματικά, κυνικοί, αμετανόητοι, το έδειξε η στάση τους, το έδειξαν οι πράξεις τους›. Από πού και έως πού κα Βόζεμπεργκ προέκυψε από την αποδεικτική διαδικασία ότι ο Τζωρτζάτος είναι ο τύπος του serial killer, ότι είναι στυγνός, ότι είναι ψυχρός συναισθηματικά; Εδώ ήρθε η σύντροφός του και μας τόνισε το πόσο συναισθηματικός άνθρωπος και το πόσο ευαίσθητος είναι. Υπάρχει κάποιο άλλο αποδεικτικό στοιχείο από το οποίο να φαίνεται ότι ο Τζωρτζάτος είναι ο κυνικός, ο αμετανόητος, ο ψυχρός συναισθηματικά; Δε νομίζω βέβαια.

Συνεχίζει όμως η κα Βόζεμπεργκ στην ίδια αγόρευσή της, 25/9: «Ακόμη και σ’ αυτούς τους ανθρώπους –αναφέρεται στους κατηγορουμένους- δεν υπάρχουν αισθήματα συμπόνιας, όλοι οι serial killer είναι συναισθηματικά ψυχροί, το λέει η διεθνής παρατήρηση, το λένε οι μελέτες, το λένε τα δεδομένα. Βέβαια δεν θεωρώ σειριακό δολοφόνο τον Δημήτρη Κουφοντίνα, τον θεωρώ άτεγκο, σκληρό τρομοκράτη, έτσι όπως ο ίδιος στην ουσία και κατά βάθος θέλει να λέγεται. Σειριακοί δολοφόνοι είναι ο Σάββας Ξηρός, ο Χριστόδουλος και ο Τζωρτζάτος›.

Από πού προέκυψε αυτό κα Βόζεμπεργκ; Έχετε κάποια στοιχεία, το είπε κάποιος μάρτυρας, έχουμε κάποια αποδεικτικά στοιχεία; Εδώ όμως δεν πρέπει να δικάζουμε με εντυπώσεις. Δίκαιη δίκη σημαίνει ότι ελέγχουμε λεπτομερώς τις αποδείξεις και μόνο τότε καταφεύγουμε σε τέτοιες εντελώς αβάσιμες και ανακριβείς κρίσεις. Και δεν ήταν η μόνη βέβαια.

Και ο σεβάσμιος, ο αγαπητός προς εμέ κ. Ευαγγελάτος στην αγόρευσή του, 25/9 και αυτός, τί μας λέει; Διαβάζω κατά λέξη: «Ο Βασίλης Τζωρτζάτος με το ψευδώνυμο Σταμάτης, ανήκει κι αυτός στον σκληρό πυρήνα της Οργάνωσης. Ας μην ξεχνάμε ότι είναι ο πολύπειρος εκείνος μεθοδικός και εφευρετικός ηλεκτρολόγος της 17Ν, σε όλες τις εγκληματικές ενέργειες που συμμετέχει, εμφανίζεται και παίζει ουσιαστικό ρόλο και πάντοτε οπλισμένος. Ο ίδιος κατηγορούμενος συνιστά έναν επικίνδυνο συνδυασμό φανατικού και συναισθηματικά ψυχρού υπο-ανθρώπου. Διακρίνεται για την υπουλότητα και εκδικητικότητα. Δίκαια μπορεί να χαρακτηρισθεί ως ο αδίστακτος και ανάλγητος εξολοθρευτής›.

Η προκατάληψη στην κορύφωσή της, οι εύκολοι χαρακτηρισμοί οι δυσφημιστικοί στην κορύφωσή τους, χωρίς να βασίζονται όμως σε κανένα στοιχείο που προέκυψε από την αποδεικτική διαδικασία. Να γιατί λέω κ. Πρόεδρε, αξιότιμοι κ.κ. Δικαστές, ότι ειδικά ο Βασίλης Τζωρτζάτος έχει ταλαιπωρηθεί πάρα πολύ σ’ αυτή τη Δίκη, έχει υποστεί τα πάνδεινα, έχει συκοφαντηθεί και ειδικά γι αυτόν πρέπει να είμαστε άκρως προσεκτικοί όταν εξετάζουμε το θέμα του αν υπήρχε δίκαιη Δίκη και του αν είχαν τηρηθεί οι δικονομικοί τύποι σε αυτή τη δίκη.

Γιατί βέβαια η αλήθεια είναι ότι σύμφωνα με το κατηγορητήριο το οποίο θα το αντικρούσουμε φυσικά, μόνο τρεις φορές έχει κατηγορηθεί ότι πυροβόλησε ο Βασίλης Τζωρτζάτος και γι αυτές δεν υπάρχουν νόμιμα αποδεικτικά στοιχεία. Παρακαλώ σημειώστε από τώρα τη λέξη «νόμιμα›. Από τώρα θα πω ότι γενικότερα δεν υπάρχουν αποδείξεις εις βάρος του κ. Τζωρτζάτου. Παρόλα αυτά ο κ. Τζωρτζάτος έχει συκοφαντηθεί όπως είδαμε στον έχθιστο βαθμό.

Θα συνεχίσω κάνοντας μια προσωπική παρέκβαση. Γιατί συμμετέχω σ’ αυτή τη Δίκη;

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Με συγχωρείτε για τη διακοπή. Ο κ. Εισαγγελεύς δηλώνει ότι είναι ασθενής και είναι σε αδυναμία να παρακολουθήσει άλλο πλέον. Κατόπιν τούτου διακόπτουμε για αύριο στις 9.

Προτεινόμενα για εσάς



Δημοφιλή