Ο κατηγορούμενος δήλωσε στη δίκη ότι δεν οδηγούσε το αυτοκίνητο κατά το χρόνο του ατυχήματος και αρνήθηκε να καταθέσει οτιδήποτε άλλο. Τόσο η μητέρα του προσφεύγοντος που είναι η ιδιοκτήτρια του αυτοκινήτου, όσο και η αδελφή του, την οποία ο κατηγορούμενος κάλεσε ως μάρτυρας, αρνήθηκαν να καταθέσουν στην δίκη.
Καθώς ο παθών δεν είχε μπορέσει να αναγνωρίσει όταν συνέβη το ατύχημα, ποιος οδηγούσε το αυτοκίνητο, η μόνη απόδειξη ήταν οι παρατηρήσεις των αστυνομικών, σύμφωνα με τις οποίες ήταν κοινός τόπος, ότι το συγκεκριμένο αυτοκίνητο το οδηγούσε κυρίως ο κατηγορούμενος. Βασιζόμενος σ’ αυτές τις παρατηρήσεις, το Δικαστήριο συνάγει ότι ο προσφεύγων οδηγούσε το αυτοκίνητο και προκάλεσε το ατύχημα.
Η πρόσθετη περίσταση ότι, σύμφωνα με τις παρατηρήσεις των αστυνομικών, ο κατηγορούμενος δεν ήταν σπίτι του μετά το ατύχημα και ότι αυτός δεν είχε επιστρέψει ούτε στις 8 το βράδυ της ίδιας ημέρας και ότι επιπρόσθετα κανείς δεν ήξερε πού αυτός βρισκόταν, οδηγεί στο μοναδικό αναμφίβολο συμπέρασμα, ότι μόνο ο κατηγορούμενος θα μπορούσε να έχει τελέσει το έγκλημα.
Εικάζεται ότι αρνήθηκε να καταθέσει την ημέρα του ατυχήματος, επειδή ήταν υπό την επήρεια αλκοόλ, αλλά δεν υπάρχουν αποδείξεις γι’ αυτό το στοιχείο. Τα υπόλοιπα στοιχεία όσον αφορά τις περιστάσεις του ατυχήματος, βασίζονται μόνο στις συνεκτικές και πλήρως αξιόπιστες δηλώσεις του μάρτυρα Κ.
Πριν συνεχίσω, γιατί τα λέω αυτά. Ένας προβληματισμός στο Δικαστήριό σας θα είναι αυτός που αφορά τις ενδείξεις. Γιατί, όπως θα δούμε στη συνέχεια, με δεδομένο ότι μόνη η μαρτυρία συγκατηγορουμένου δεν αρκεί για την καταδίκη ενός κατηγορουμένου, υποθέτω ότι μια, ίσως και η μοναδική διέξοδος διαφυγής για το Δικαστήριό σας προκειμένου να θεμελιώσει καταδίκη, θα είναι η επίκληση και κάποιων ενδείξεων .
Γιατί αν έχουμε μια μαρτυρία συγκατηγορουμένου και ενδείξεις τότε δεν παραβιάζεται ο 211Α . Δείτε πώς αντιμετώπισε την υπόθεση αυτή το Αυστριακό Δικαστήριο και θα δούμε και στη συνέχεια και τι είπε και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο. Γιατί ουσιαστικά τι έκανε το πρωτοβάθμιο Αυστριακό Δικαστήριο; Είπε δεν έχουμε αποδείξεις, αλλά όμως υπάρχουν μια σειρά από ενδείξεις.
Μπορεί να μην είπε τίποτα ο κατηγορούμενος, αλλά όλο το χωριό ξέρει, μας το λέει και η αστυνομία ότι αυτός ήταν ο κύριος χρήστης του αυτοκινήτου. Δεν πειράζει που δεν έχουμε μαρτυρίες, έχουμε κάποιες ενδείξεις ότι αυτός θα ήταν.
Πάμε στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, απορρίπτει την έφεση του προσφεύγοντος, μάλιστα εξέτασε πρώτα και μια δικογραφία που αφορούσε μια διοικητική ποινική διαδικασία σε βάρος της αδελφής του προσφεύγοντος σχετικά με μια τροχαία παράβαση, άρα και η αδελφή του οδηγούσε από το αυτοκίνητο και διαπίστωσε ότι το επίδικο αυτοκίνητο το χρησιμοποιούσε και η αδελφή του προσφεύγοντος.
Παρόλα αυτά όσον αφορά την εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο είπε τα εξής. Η εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, είναι συνεκτική, πλήρης και πειστική. Έτσι ώστε το παρόν εφετειακό δικαστήριο, μπορεί να υιοθετήσει την ίδια, καθώς και τα στοιχεία στα οποία αυτή βασίζεται. Πρόκειται για μια υπόθεση όπου ο παθών ήταν σε θέση να αναγνωρίσει μόνο το αυτοκίνητο και δεν μπορούσε να περιγράψει στον οδηγού του οχήματος.
Από τις αποδείξεις προκύπτει ωστόσο, ότι το αυτοκίνητο το οποίο ανήκει στην μητέρα του προσφεύγοντος, χρησιμοποιείται κυρίως από τον κατηγορούμενο, ακόμα και αν περιστασιακά χρησιμοποιείται και από άλλους όπως είναι η αδελφή του.
Ο κατηγορούμενος είχε τη δυνατότητα να παρουσιάσει μια αντίθετη εκδοχή των συμβάντων και να παρουσιάσει σχετικές αποδείξεις, χωρίς να πρέπει ταυτόχρονα να κατονομάσει κάποιο άλλο πρόσωπο, ως τον οδηγό του οχήματος. Αυτό ήταν ωστόσο προφανώς αδύνατο, επειδή ο κατηγορούμενος έχοντας περάσει την νύχτα μακριά από το σπίτι των γονέων του και πιθανώς καταναλώνοντας αλκοόλ, είχε οδηγήσει στις 8 Απριλίου του 1995, το αυτοκίνητο της μητέρας του. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ορθά αναφέρθηκε στις παρατηρήσεις των αστυνομικών, ότι αμέσως μετά το ατύχημα το αυτοκίνητο πράγματι ήταν μπροστά στο σπίτι των γονέων του. Ενώ το κρεβάτι του κατηγορουμένου ήταν ανέγγιχτο. Και ο ίδιος δεν μπορούσε να βρεθεί.
Βασιζόμενος στις αποδείξεις που είχε στην διάθεσή του, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έκανε μια ρεαλιστική εκτίμηση των γεγονότων, ειδικά ενόψει του ότι δεν υπήρχαν αποδείξεις ότι κάποιος άλλος, όπως η αδελφή του κατηγορούμενου, οδηγούσε το αυτοκίνητο όταν έγινε το ατύχημα. Τι προσθέτει εδώ το δευτεροβάθμιο δικαστήριο;
Προσθέτει μια εσφαλμένη επιτρέψτε μου να πω, ερμηνεία συσταλτική του δικαιώματος σιωπής. Βέβαια ο κατηγορούμενος έχει δικαίωμα σιωπής. Μας λέει όμως το δευτεροβάθμιο Αυστριακό Δικαστήριο, θα έπρεπε ο κατηγορούμενος να μας πει τι έκανε εκείνη την νύχτα, με πιο απλό τρόπο, το έχει πει ο κ. Εισαγγελέας, δεν θέλετε να αποδείξετε την αθωότητά σας κ. τάδε, κ. δείνα, γιατί σιωπάτε; Όταν μάλιστα – προσθέτω εγώ – υπάρχουν και κάποιες ενδείξεις κάτι τρέχει. Το αυτοκίνητο που χρησιμοποιείς αρκετά συχνά κ. Τένθλερ, μ’ αυτό το αυτοκίνητο τραυματίστηκε ένας άνθρωπος. Δεν θα πρέπει να έρθεις να μας πεις τι έγινε;
Δεν το κάνεις; ¶ρα βγάζουμε το συμπέρασμα, εμείς στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, ότι είσαι ένοχος. Για να δούμε όμως πώς αντιμετώπισε αυτά τα δεδομένα το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο. Αφού μας λέει ότι καταρχήν εναπόκειται στα εθνικά δικαστήρια να εκτιμούν τις αποδείξεις, αλλά βέβαια πρέπει να δούμε αν η διαδικασία στο σύνολό της ήταν δίκαιη, αφού μας λέει αυτά που σας είπα πριν, για το βάρος απόδειξης στην κατηγορούσα αρχή, συνεχίζει.
Παράγραφος 16. Είναι αλήθεια, όπως τόνισε η Αυστριακή Κυβέρνηση, ότι τα νομικά τεκμήρια δεν είναι καταρχήν αντίθετα προς το άρθρο 6. Ούτε αντιτίθεται στο άρθρο 6, η συναγωγή αρνητικών συμπερασμάτων, ενδείξεων ενοχής, από την σιωπή του κατηγορουμένου. Είναι κάτι που οι πιο υποψιασμένοι περί τα νομικά, συνήγοροι πολιτικής αγωγής το ανέφεραν. Και αναφέρομαι ρητά στην κα Τσόλκα, που είναι και λέκτορας του ποινικού δικαίου, κάτι μας είπε και για το δικαίωμα σιωπής θα το δούμε στη συνέχεια.
Είπε λοιπόν η Αυστριακή Κυβέρνηση, δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα, δεν παραβιάζεται το δικαίωμα σιωπής, αν μπορούμε να συναγάγουμε κάποια αρνητικά συμπεράσματα από τη στάση του κατηγορουμένου, μπορεί και εσείς να θελήσετε να κάνετε κάτι τέτοιο στην παρούσα υπόθεση.
Τι μας λέει λοιπόν το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο; Παράγραφος 17. Ωστόσο η παρούσα υπόθεση δεν αφορά την εφαρμογή ενός νομικού τεκμηρίου, ούτε το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο πείθεται από το επιχείρημα της κυβέρνησης ότι τα εθνικά δικαστήρια μπορούσαν νόμιμα να συνάγουν αρνητικά συμπεράσματα από την σιωπή του κατηγορουμένου. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο υπενθυμίζει, ότι η αναφερθείσα υπόθεση Τζόν Μάρεϊ, αφορούσε μια υπόθεση στην οποία το δίκαιο επέτρεπε την συναγωγή κατά την κοινή λογική αρνητικών συμπερασμάτων από την σιωπή του κατηγορουμένου, εφόσον η κατηγορούσα αρχή, είχε θεμελιώσει καταρχήν την κατηγορία, έτσι ώστε να απαιτούνται εξηγήσεις από τον προσφεύγοντα.
Εκτιμώντας ότι οι αποδείξεις που είχε προσκομίσει η κατηγορούσα αρχή, θεμελίωναν την κατηγορία, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο στην υπόθεση Μάρεϊ, έκρινε ότι η συναγωγή αρνητικών συμπερασμάτων, η οποία επιπλέον υπόκειντο σε σημαντικές δικονομικές εγγυήσεις, δεν παραβίασε το άρθρο 6 στις περιστάσεις εκείνης της υπόθεσης. Παρένθεση δική μου, όλες οι υποθέσεις που αφορούν το δικαίωμα σιωπής, πλην της παρούσας, αφορούν αγγλικές υποθέσεις, όπου έχουμε ένα εντελώς ξεχωριστό δικονομικό δίκαιο. Κλείνω την παρένθεση.
Συνεχίζει όμως το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο στην υπόθεση Τέλθνερ που αφορά μια αυστριακή περίπτωση και θυμίζω ότι η αυστριακή ποινική δικονομία είναι πολύ κοντά στην δική μας, δεν έχει καμιά σχέση με την αγγλοσαξωνική. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο στην παρούσα υπόθεση Τέλθνερ, θεωρεί ότι η συναγωγή αρνητικών συμπερασμάτων, ενδείξεων ενοχής, από την σιωπή ενός κατηγορουμένου, μπορεί επίσης να είναι επιτρεπτή σε ένα δικονομικό σύστημα όπως το αυστριακό, όπου τα δικαστήρια εκτιμούν ελεύθερα τις αποδείξεις που προσκομίζονται ενώπιόν τους. Εφόσον όμως οι αποδείξεις που προσκομίστηκαν είναι τέτοιες, ώστε το μόνο κατά την κοινή λογική συμπέρασμα, που μπορεί να συναχθεί από την σιωπή του κατηγορούμενου, να είναι ότι αυτός δεν είχε τι να απαντήσει στην κατηγορία που θεμελιώθηκε εναντίον του από την κατηγορούσα αρχή.
Προσέξτε το αυτό, εδώ θέτει πολύ αυστηρά κριτήρια το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, γιατί βέβαια η νομολογία του εξελίσσεται. Η απόφαση Μάρεϊ είναι του 1996, έχουμε πάει στο 2001. Μας λέει λοιπόν ότι ναι, θεωρητικά δεν αποκλείεται και αυτό το ενδεχόμενο, να βγάλετε κάποια αρνητικά συμπεράσματα, πότε όμως; Μόνο όταν οι αποδείξεις που προσκομίστηκαν είναι τέτοιες, ώστε το μόνο κατά τη κοινή λογική συμπέρασμα που μπορεί να συναχθεί, να είναι ότι αυτός δεν είχε τι να απαντήσει.
Μόνο τότε, μπορούμε να συναγάγουμε αρνητικά συμπεράσματα για την συμπεριφορά του κατηγορουμένου που δεν τοποθετείται επί της κατηγορίας. Και συνεχίζει το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο. Στην παρούσα υπόθεση, τόσο το πρωτοβάθμιο, όσο και το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, βασίστηκαν ουσιαστικά σε μια έκθεση του τοπικού αστυνομικού σταθμού, σύμφωνα με την οποία ο προσφεύγων ήταν ο κύριος χρήστης του αυτοκινήτου και δεν ήταν σπίτι του την νύχτα του ατυχήματος.
Ωστόσο το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο θεωρεί ότι αυτά τα αποδεικτικά στοιχεία, τα οποία επιπρόσθετα δεν ενισχύονταν από αποδείξεις ληφθείσες κατ’ αντιδικία στην ακροαματική διαδικασία, δεν θεμελίωσαν την κατηγορία εναντίον του προσφεύγοντος, ώστε να απαιτείται μια εξήγηση απ’ αυτόν. Σχόλιο του ομιλούντος: Πρέπει να έχομε αποδείξεις, που να έχουν ληφθεί κατ’ αντιδικία, στην ακροαματική διαδικασία. Θυμηθείτε το αυτό, όταν θα έρθουμε στις περιπτώσεις των προανακριτικών ομολογιών του κ. Σάββα Ξηρού, του κ. Χριστόδουλου Ξηρού και του ιδίου του Τζωρτζάτου.
Εδώ λοιπόν ποια είναι τα πειστικά, τα αξιοποιήσιμα αποδεικτικά στοιχεία; Αυτά που έχουν προκύψει στην ακροαματική διαδικασία, στο πλαίσιο μιας κατ’ αντιδικία διαδικασίας. Συνεχίζει το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο. Σ’ αυτό το πλαίσιο ειδικότερα, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο σημειώνει, ότι το θύμα του ατυχήματος δεν ήταν σε θέση να αναγνωρίσει τον οδηγό, ούτε καν να πει αν ήταν άνδρας ή γυναίκα. Και ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο διαπίστωσε ότι, το επίμαχο αυτοκίνητο το χρησιμοποιούσε επίσης η αδελφή του προσφεύγοντος, ζητώντας από τον προσφεύγοντα να παράσχει μια εξήγηση, παρόλο που αυτά δεν ήταν σε θέση να θεμελιώσουν μια καταρχήν πειστική κατηγορία εναντίον του, τα εθνικά δικαστήρια, μετακύλησαν το βάρος απόδειξης από την κατηγορούσα αρχή στην υπεράσπιση.
Επιπρόσθετα, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο σημειώνει, ότι τόσο το πρωτοβάθμιο, όσο και το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, προβληματίστηκε σχετικά με την πιθανότητα να βρισκόταν ο προσφεύγων υπό την επήρεια αλκοόλ, για την οποία όμως όπως τα ίδια δέχθηκαν δεν υπήρχε καμία απόδειξη. Αν και ένας τέτοιος προβληματισμός, δεν αφορούσε ευθέως την θεμελίωση των στοιχείων του εγκλήματος, για το οποίο κατηγορήθηκε ο προσφεύγων, αυτό συντέλεσε στη δημιουργία της εντύπωσης, ότι τα εθνικά δικαστήρια είχαν μια προσχηματισμένη αντίληψη για την ενοχή του προσφεύγοντος.
Και ομόφωνα κρίνει το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, ότι παραβιάστηκε το άρθρο 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ. Δεν θέλω να σας κουράσω, αλλά νομίζω ότι αυτή η υπόθεση έχει πολύ μεγάλη σημασία και μπορεί να αποτελέσει ένα πλαίσιο εντός του οποίου μπορείτε να κινηθείτε, μια κατευθυντήρια γραμμή αν θέλετε, την οποία δίνει το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο.
Γιατί καλές και οι ενδείξεις, φοβάμαι ότι μόνο σ’ αυτές θα καταφύγετε, αν θέλετε να θεμελιώσετε ενοχή του κ. Τζωρτζάτου για παράδειγμα, αλλά βλέπετε ότι το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο πως περιορίζει την χρήση τους και πόσο επιφυλακτικό είναι απέναντι στην δικονομική αξιοποίηση του δικαιώματος σιωπής.
Και επίσης βλέπετε ότι μας λέει, δεν έχει σημασία ότι χρησιμοποιούσε το επίμαχο αυτοκίνητο και ο προσφεύγων. Δεν θα πρέπει απ’ αυτόν να ζητηθεί να μας δώσει μια εξήγηση, όταν το θύμα δεν τον έχει αναγνωρίσει. Για παράδειγμα να πω προκαταβολικά κάτι που αφορούν τις επιμέρους υποθέσεις του κ. Τζωρτζάτου, δεν έχει σημασία αν κάποιος μας λέει ότι σε μια υπόθεση που κατηγορούνται ότι πυροβόλησαν ή ο ένας ή ο άλλος, αν κάποιος μας λέει, μα ξέρετε μπορεί να μην ήταν ο άλλος.
Το να μας πει, η κα Καψαλάκη για παράδειγμα ότι, μα δεν πρέπει να πυροβόλησε ο κ. Κουφοντίνας, απ’ αυτό δεν μπορούμε να βγάλουμε το συμπέρασμα ότι ξέρετε, αφού κάποιος άλλος μας λέει ότι ήταν παρών και ο κ. Τζωρτζάτος, ε! αυτός θα πρέπει να έχει πυροβολήσει. Θα πρέπει να αποδειχθεί πλήρως ότι ο συγκεκριμένος κατηγορούμενος ο κ. Τζωρτζάτος είναι αυτός που πυροβόλησε. Το ότι ίσως δεν είναι ο άλλος, δεν είναι ένα επιχείρημα εναντίον του κ. Τζωρτζάτου, όταν δεν μπορούμε να στηρίξουμε μια ενοχή είτε για τον έναν, είτε για τον άλλον, δεν θα καταδικάσουμε γιατί κάποιος πρέπει να ήταν. Έχουμε αμφιβολίες και δεν έχουμε στοιχεία. Και οι αμφιβολίες βεβαίως, η έλλειψη αποδεικτικών στοιχείων είναι πάντα υπέρ του κατηγορουμένου. Αυτά έτσι παρενθετικά και θα επανέλθω σ’ αυτό το θέμα αργότερα.
Τελικά κ. Πρόεδρε και κ. Δικαστές, ποια αλήθεια αναζητούμε στην ποινική δίκη; Την τυπική αλήθεια δεν την αναζητούμε. Δεν θα αρκεστούμε δηλαδή σε ότι μας προσκόμισε ο κ. Εισαγγελέας, ή οι διάδικοι, ή η πολιτική αγωγή. Θα αναζητήσουμε την ουσιαστική αλήθεια, αλλά ποια ουσιαστική αλήθεια; Είδαμε προηγουμένως τι σημαίνει αναζήτηση της ουσιαστικής αλήθειας. Θα αναζητήσουμε την δικονομική αλήθεια.
Και εδώ σ’ αυτό το σημείο ο κ. Πρόεδρος έχει πει, μερικά πολύ σωστά και ενδιαφέροντα πράγματα, να τα δούμε λίγο. Πολύ νωρίς στις 6 Μαρτίου έχει πει ο κ. Πρόεδρος, χωρίς την νόμιμη διαδικασία; Κάποιος κύριος εδώ μας έφερε το βιβλίο του Λούμαν, εκεί που λέει για την νομιμοποίηση μέσω διαδικασίας. Μα αν η διαδικασία δεν είναι νόμιμη, δεν νομιμοποιείται και η απόφαση η δική μας.
Πολύ σωστά κ. Πρόεδρε, συμφωνώ απολύτως. Στις 2 Μαϊου ο κ. Κουφοντίνας. Θέλετε να πούμε περί του τι εστί αλήθεια; Πρόεδρος: Υπήρχε κάποια αλήθεια αλλά ήταν τόσο πωρωμένος ο Πιλάτος που δεν μπορούσε να την αντιληφθεί γι’ αυτό και ο Χριστός δεν του απάντησε. Δεν απαντάμε λοιπόν το τι εστί αλήθεια εδώ μέσα. Εδώ είναι η δικονομική αλήθεια. Αυτό που θα αποδειχθεί. Όταν δεν αποδειχθεί κάτι, είναι σαν να μην υπάρχει στο κόσμο. Αυτή είναι η αλήθεια για μένα εδώ μέσα. Συμφωνώ απολύτως κ. Πρόεδρε.
Το πρόβλημά μου είναι, ότι αυτά που λέτε, δεν τα εφαρμόζετε στις αποφάσεις που έχετε πάρει. Και χωρίς καν να έχετε μειοψηφήσει, ήταν ομόφωνες. Ας έρθουμε τώρα στις 6 Ιουνίου. Πάλι ο κ. Πρόεδρος τοποθετείται. Εδώ το δικαστήριο νομιμοποιείται να εκδώσει απόφαση, μόνο μιας νόμιμης διαδικασίας, μέσω δηλαδή ελέγχου νομίμως εξελισσόμενης αποδεικτικής διαδικασίας. Όταν κάτι δεν είναι νόμιμο, δεν μπορούμε εμείς να το λάβουμε υπόψη, ούτε να το επιτρέψουμε, ακόμα και όταν αυτό πάει για την ουσιαστική αλήθεια. Η ουσιαστική αλήθεια είναι και αυτή το ζητούμενο, αλλά πρέπει να γίνει μέσω νόμιμης διαδικασίας. Μέσω νόμιμων μέσων. Συμφωνώ εκατό τοις εκατό κ. Πρόεδρε κι αν θέλετε, ακριβώς επειδή παίρνω τοις μετρητοίς αυτά τα πολύ ωραία που έχετε πει, γι’ αυτό και τοποθετούμαι όπως τοποθετούμαι και γι’ αυτό αναδεικνύω την σημασία του δικαίου της απόδειξης. Βέβαια το συμπέρασμά μου είναι διαφορετικό, ακριβώς γιατί παρά τις πολύ σοφές θα έλεγα διακηρύξεις σας, αυτό δεν έχει εφαρμοστεί στην παρούσα δίκη. Στις 17 Ιουλίου, Πρόεδρος: Ότι προκύψει από τη διαδικασία αυτή είναι η αλήθεια. Στις 23 Ιουλίου. Πρόεδρος: Δεν τα είπαμε από την αρχή αυτά; Μας ενδιαφέρει η δικονομική αλήθεια. Αυτό που θα αποδειχθεί εδώ μέσα. Τίποτα άλλο.
Και τελειώνω με ίσως το πιο ενδιαφέρον. 20 Αυγούστου Πρόεδρος: Όπως ξέρετε, ακόμα και αυτοί που ομολογούν, δεν είναι δεδομένα αυτά που λένε μέχρι το τέλος. Αλίμονο στο δικαστή που θα κάνει τέτοιο ολίσθημα. Παρένθεση γι’ αυτό πριν κ. Πρόεδρε σας είπα, ακόμα και αν έχει ομολογήσει ο κ. Σάββας Ξηρός, του να του λέτε ότι είναι ληστής και δολοφόνος και ενεδρεύει σαν την ύαινα, παραβιάζετε το τεκμήριο αθωότητας, γιατί μέχρι τέλος πρέπει να δούμε, αν παρά τις ομολογίες κάποιοι είναι ή όχι ένοχοι.
Κλείνω την παρένθεση. Συνεχίζει ο κ. Πρόεδρος στις 20/8: «Είπαμε δε, επειδή δεν ήσαστε από την αρχή, ότι εμείς έχουμε διπλή ασφάλεια. Η μία ασφάλεια είναι η βαθιά μας συνείδηση τί μας έχει διαμορφωθεί και η δεύτερη ό,τι προέκυψε από τη διαδικασία. Αν δεν υπάρχουν και οι δύο ασφάλειες, δεν είναι απόφαση›.
Με την επισήμανση βέβαια, σύμφωνα με τα όσα αναφέρει ο κ. Ανδρουλάκης στο βιβλίο του το 1998, «η πρώτη ασφάλεια είναι ανεπαρκής στο μέτρο που δεν αιτιολογείται προς τα έξω›. Καλός ο σχηματισμός δικανικής πεποίθησης, χρειάζεται, γιατί αν εσείς δεν έχετε πεισθεί για το ένα ή το άλλο δε μπορούμε να κάνουμε κάτι, αλλά ο τρόπος που σχηματίζεται μέσα σας η δικανική πεποίθηση, μπορεί να έχει πολλές αφορμές, να προκύπτει από τη λογική, από το συναίσθημα, από τη γενικότερη εντύπωση, ο τρόπος που σχηματίζεται μέσα σε κάθε άνθρωπο η γνώμη του είναι ανεξερεύνητος και πάρα πολύ σύνθετος.
Γι αυτό, το πιο σημαντικό είναι να εξηγήσετε προς τα έξω, σύμφωνα με το μοντέλο της έλλογης, αιτιολογημένης πεποίθησης, γιατί καταλήγετε στο ένα ή στο άλλο συμπέρασμα. Αναζητούμε λοιπόν κ. Πρόεδρε, κ.κ. Δικαστές, την δικονομική αλήθεια και τίποτε άλλο. Να το πω λίγο προκλητικά: Οτιδήποτε και να έχει συμβεί στον έξω κόσμο, αν δεν προκύψει από την ακροαματική διαδικασία, δεν μπορούμε να το αξιοποιήσουμε.
Εδώ έχουμε μια ποινική Δίκη, μια πολιτική ποινική Δίκη, αλλά προς το παρόν υπογραμμίζω το «ποινική›. Η ποινική Δίκη έχει τους δικούς της κανόνες. Αναζητά την δικονομική αλήθεια και μόνο βασιζόμενη σε νόμιμα, σε επιτρεπτά αποδεικτικά μέσα και εφαρμόζοντας ευλαβικά θα έλεγα το δίκαιο της απόδειξης. Είναι αυτό που δεν έχετε κάνει μέχρι στιγμής κ. Πρόεδρε, ως Δικαστήριο εννοώ.
Ας δούμε τώρα έναν σημαντικό περιορισμό της ηθικής απόδειξης. Ως προς το δεύτερο σκέλος της ηθικής απόδειξης, είχαμε πει τον περιορισμό πιο πριν. Τώρα πάμε στο πρώτο σκέλος της ηθικής απόδειξης που έχει να κάνει με τα αποδεικτικά μέσα. Θα λάβουμε υπόψη μας τα πάντα; Όλα τα αποδεικτικά μέσα; Ψάχνουμε την αλήθεια, όπως μας θυμίζει πολύ συχνά ο κ. Εισαγγελέας και δε μας νοιάζει με ποια αποδεικτικά μέσα; Όχι βέβαια.
Εδώ έρχονται οι αποδεικτικές απαγορεύσεις οι οποίες ουσιαστικά τί συνιστούν; Συνιστούν έναν περιορισμό της αρχής της ηθικής απόδειξης. Αυτός ο περιορισμός επιβάλλεται τόσο από το νόμο όσο και από την ΕΣΔΑ και προπαντός από το ελληνικό σύνταγμα. Εδώ, να μη σας κουράσω πολύ, παρακαλώ πολύ ρίξτε πάλι μια ματιά στην ένσταση που είχε αναπτύξει ο ομιλών στις 25/7 όπου εκεί ανέφερα διεξοδικά τον προβληματισμό των αποδεικτικών απαγορεύσεων και ειδικά την πολύ μεγάλη σημασία που έχει το άρθρο 19, παρ. 3 του συντάγματος. Είναι μια νέα προσθήκη στο σύνταγμα, με την τελευταία συνταγματική αναθεώρηση, η οποία έχει μία γενικότερη σημασία.
Να αναφερθώ και πάλι στην ένστασή μου και να επισημάνω πάλι μόνο το εξής: Ένας από τους εκλεκτούς νεότερους καθηγητές στη Θεσσαλονίκη είναι ο Κώστας Χρυσόγονος, έχει γράψει ένα πολύ σημαντικό εγχειρίδιο, «Ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα›, β’ έκδοση του 2002. Στη σελίδα 245 διαβάζουμε τα εξής: «Η νέα παράγραφος 3 του άρθρου 19 του συντάγματος, θα πρέπει να γίνει αντιληπτή ως μερική έκφραση της γενικής αρχής σύμφωνα με την οποία απαγορεύεται η χρήση αποδεικτικών μέσων που έχουν αποκτηθεί με αντισυνταγματικό τρόπο. Έτσι απαγορεύεται η χρήση όχι μόνο όσων αποδεικτικών μέσων έχουν αποκτηθεί κατά παράβαση των άρθρων 9, 9α και 19 του συντάγματος, αλλά και όσων αποκτώνται κατά παράβαση της υποχρέωσης της πολιτείας να σέβεται την αξία του ανθρώπου (άρθρο 2 παρ. 1 του συντάγματος) και των εξειδικεύσεών της, ιδίως στα άρθρα 7 παρ. 2 και 5 παρ. 5 του συντάγματος›.
Και βέβαια την πολύ μεγάλη σημασία της τήρησης συνταγματικής επιταγής περί απαγορεύσεως χρήσεως παρανόμων αποδεικτικών μέσων, την έχει επισημάνει και ο ¶ρειος Πάγος. Να θυμίσω μία πολιτική του απόφαση που όμως έχει γενικότερη σημασία, γι αυτό έχει δημοσιευθεί και στο ποινικό περιοδικό, στον «Ποινικό Λόγο›, στις σελίδες 2201 και 2202 του έτους 2001. Είναι η απόφαση της Πολιτικής Ολομέλειας Ι του 2001 με πρόεδρο τον κ. Ματθία, που αφορά την εν αγνοία και χωρίς συναίνεση ενός των συνομιλητών μαγνητοφώνηση ιδιωτικής συνομιλίας.
Σε αυτή την απόφαση λοιπόν, τονίζει η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου τα εξής: «Πράγματι, η απονομή της δικαιοσύνης δεν πρέπει να γίνεται έναντι οιουδήποτε τιμήματος. Η αντίθετη άποψη θα μπορούσε να οδηγήσει υπό την επίκληση της ανάγκης αποκτήσεως αποδεικτικού μέσου για ενδεχόμενα δικαιώματα, στη γενίκευση της χρήσεως μαγνητοφώνου από τους συνομιλητές προσώπων η φωνή των οποίων θα καταγραφόταν χωρίς τη συναίνεσή τους. Κατ’ αυτόν όμως τον τρόπο, η ελευθερία της επικοινωνίας θα περιοριζόταν›.
Και τονίζει παρακάτω, να μην τα διαβάσω, τη σημασία αυτής της συνταγματικής διάταξης και το πιο σημαντικό, ότι αυτή η μαγνητοταινία που περιέχει το κείμενο της ιδιωτικής συνομιλίας, «πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος διότι αναφέρεται σε αποδεικτικό μέσο το οποίο υπό τις περιστάσεις αυτές εμπίπτει στην ανωτέρω συνταγματικής ισχύος απαγόρευση›.
Πανηγυρικά λοιπόν ο ¶ρειος Πάγος δέχεται τη γενικότερη σημασία της απαγόρευσης χρήσης αποδεικτικών μέσων. Και προσέξτε το, ανεξάρτητα από το περιεχόμενο του αποδεικτικού μέσου, στη συνομιλία αυτή μπορεί και οι δύο συνομιλητές να εξομολογούνταν ο ένας στον άλλον τις μύχιες αληθινές σκέψεις τους. Όχι, λέει ο ¶ρειος Πάγος, είναι απαράδεκτο αυτό το αποδεικτικό μέσο, δεν το λαμβάνω υπόψη.
Να θυμηθούμε με την ευκαιρία και μια απόφαση του Αρείου Πάγου, όχι σε Ολομέλεια, την απόφαση 9/1994, δημοσιευμένη στα «Ποινικά Χρονικά› του 1994, σελ. 215, όπου αναφέρονται μεταξύ άλλων τα εξής: «Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 177, 178 και 179 του Κ.Ποιν.Δ., προκύπτει ότι στην Ποινική Δίκη επιτρέπεται κάθε είδος αποδεικτικού μέσου, εκτός αν η χρησιμοποίησή τους απαγορεύεται από το νόμο, είτε ρητώς είτε γιατί είναι αντίθετα σε διατάξεις του ισχύοντος δικονομικού συστήματος›.
Έχει πει λοιπόν ο ¶ρειος Πάγος μια και δίνεται και ορθά, ιδιαίτερη σημασία στις αποφάσεις του, ότι δεν επιτρέπονται εκείνα τα αποδεικτικά μέσα τα οποία παραβιάζουν το νόμο είτε ρητώς είτε γιατί είναι αντίθετα τα αποδεικτικά μέσα σε διατάξεις του ισχύοντος δικονομικού συστήματος. Μια τόσο ευρεία διατύπωση επιλέγει ο ¶ρειος Πάγος.
Έχουμε λοιπόν ως δεδομένο ότι είναι συνταγματικά κατοχυρωμένος ένας πολύ σημαντικός περιορισμός της αρχής της ηθικής απόδειξης που αφορά τις αποδεικτικές απαγορεύσεις. Και βέβαια υπάρχει πλούσια συζήτηση και στη θεωρία, να μη σας κουράσω, ίσως την ξέρετε. Έχουμε όμως και μια άλλη απαγόρευση που συνάγεται από το σύνταγμα. Η απαγόρευση αξιοποίησης των ομολογιών που είναι προϊόν βασανιστηρίων.
Νομίζω και εσείς το δεχθήκατε αυτό στη μείζονα σκέψη της απόφασής σας, ότι ομολογίες που είναι προϊόν βασανιστηρίων δεν μπορούν να γίνουν δεκτές. Απλώς θέλω να αναφέρω το πολύ σωστό σχόλιο μιας άλλης καθηγήτριας, της ¶ννας Ψαρούδα-Μπενάκη η οποία στα «Ποινικά χρονικά› του 1973, σελ. 807-808, σχολιάζοντας εκείνη την περίφημη, την κατάπτυστη απόφαση του Αρείου Πάγου που λέει ότι «ακόμα κι αν έχει βασανιστεί κάποιος δεν πειράζει, αξιοποιούμε την ομολογία του αν έχουμε κι άλλα αποδεικτικά στοιχεία›, μας λέει η κα Μπενάκη –πριν από 30 χρόνια, προσέξτε: «Το ότι εις την ποινικνή δίκη επιτρέπεται παν είδος αποδεικτικών μέσων προκύπτει εκ των άρθρων 178 και 179 Κ.Ποιν.Δ., πλην όμως και η ευχέρεια αύτη υπόκειται εις τον αυτονόητον περιορισμό, ότι επιτρέπεται παν είδος αποδεικτικού μέσου, εφ’ όσον τούτο δε απαγορεύεται υπό του νόμου, είτε ρητώς είτε ως αντικείμενον εις θεμελιώδεις διατάξεις του ισχύοντος Ποινικού Δικονομικού συστήματος. Ο περιορισμός ούτος δεν μνημονεύετια ρητώς εις την ημετέραν δικονομίαν, τυγχάνει όμως τοσούτον αυτονόητος, ώστε εξυπακούεται εις πάσαν ερμηνείαν.... Επομένως κατ’ ορθοτέραν διατύπωσιν της ως άνω αποδεικτικής ευχερείας εις την ποινικήν δίκην επιτρέπεται παν νόμιμον αποδεικτικόν μέσον›.
Πριν από 30 χρόνια τα επισημαίνει αυτά η κα Ψαρούδα-Μπενάκη, που δεν είναι ενταγμένη και στον πλέον Αριστερό χώρο, ως γνωστόν είναι Βουλευτής της Ν.Δ. Παρ’ όλα αυτά, στα νομικά θέματα έχει την σωστή άποψη, την αυτονόητο άποψη θα έλεγα, ότι δεν μπορούμε να μιλάμε εν γένει για αποδεικτικά μέσα, μιλάμε μόνο για νόμίμα αποδεικτικά μέσα.
Κύριε Πρόεδρε επειδή το επόμενο κομμάτι θα έχει λίγο έκταση, νομίζω ότι είναι η ώρα για το διάλειμμα.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Διάλειμμα για μισή ώρα.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ένα λεπτό να συγκροτηθεί το Δικαστήριο. Κάτι θέλει να ζητήσει ο κ. Οικονομίδης. Να το ακούσουμε πρώτα. Δεν κάνει να κάνετε «ρόμπα› όλον τον κόσμο όπως έλεγε εκείνος ο καημένος ο παλιατζής κ. Μυλωνά.
Α. ΟΙΚΟΝΟΜΙΔΗΣ: (εκτός μικροφώνου) Την Δευτέρα έχω ένα κακούργημα το οποίο εάν ξεκινήσει μπορεί να κρατήσει αρκετές ημέρες. Επομένως παρεκάλεσα και συμφωνούν οι συνάδελφοί μου μετά τον κ. Μυλωνά βεβαίως όταν τελειώσει να αγορεύσουμε εμείς και να επακολουθήσει πάλι η σειρά και δεν έχουν αντίρρηση.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Κύριε Παπαδάκη, εσείς έχετε σειρά.
Κ. ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ: Δεν έχω αντίρρηση.
Α. ΟΙΚΟΝΟΜΙΔΗΣ: Το θέμα είναι να τελειώσει ο κ. Μυλωνάς.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ο κ. Μυλωνάς θα μας πει αν θα έχει τελειώσει. Εγώ δεν μπορώ να ξέρω τι θα κάνει. Ότι άλλο να σας προβλέψω εκτός από το πότε θα τελειώσει ο κ. Μυλωνάς. Μόνο ο ίδιος το ξέρει. Δεν εννοώ ότι τους άλλους μπορώ να τους προβλέψω, εννοώ εκτός από τους συνηγόρους δεν μπορώ να προβλέψω.
Β. ΜΑΡΚΗΣ: Κύριε Πρόεδρε, μπήκε μια άλλη διάσταση από κάποιον κατηγορούμενο και θα κάνω τον «μαρτυριάρη› τώρα, ότι είναι σίγουρο ότι θα έχει τελειώσει ο κ. Μυλωνάς πριν τελειώσει το κακούργημα του κ. Οικονομίδη;
Ι. ΜΥΛΩΝΑΣ: Μετέχετε εσείς στη στάση;
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Οι κύριοι κατηγορούμενοι παρακαλούνται να μην λένε τίποτα στους κ.κ. συνηγόρους. Οι κ.κ. συνήγοροι είναι εδώ να σας υποστηρίζουν και σας υποστηρίζουν σθεναρά.
Α. ΟΙΚΟΝΟΜΙΔΗΣ: Ευχαριστώ πολύ. Την Παρασκευή θα αγορεύσω για τον κ. Τσελέντη με τον κ. Παπαγιάννη.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Κι εγώ ήμουν συνήγορός σας έτσι θα σας υποστήριζα.
Α. ΟΙΚΟΝΟΜΙΔΗΣ: Εγώ έτσι κι αλλιώς δεν πρόκειται να αργήσω πολύ.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Γι αυτό μην λέτε τίποτα για τους συνηγόρους, ούτε αστείο κάνουν. Πολύ καλά κάνουν την δουλειά του.
Ι. ΜΥΛΩΝΑΣ: Κύριε Πρόεδρε, αύριο συμμετέχετε στην στάση; Είναι και αυτό ένα θέμα.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Δεν υπάρχει στάση για τους Δικαστές. Απαγορεύεται από το Σύνταγμα η στάση. Εμείς τις μόνες στάσεις που ξέρουμε είναι οι στάσεις λεωφορείου.
Β. ΜΑΡΚΗΣ: Εγώ πάντως θα λάβω μέρος στην συγκέντρωση.
Ι. ΜΥΛΩΝΑΣ: Δηλαδή αύριο θα είναι κανονικά μέχρι τις 15:00 το ωράριο.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Με ποιος θα είμαστε; Με τους «πράσινους› ή τους «βένετους›; Δεν ξέρουμε.
Β. ΜΑΡΚΗΣ: Εγώ στην συγκέντρωση θα λάβω μέρος κ. Πρόεδρε, σας το λέω από τώρα.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Θα λέμε λοιπόν «διακοπή συνεδρίασης για να λάβουμε μέρος›. Εκείνο μπορεί να το συζητήσουμε αλλά για στάση δεν επιτρέπει το Σύνταγμα. Αύριο θα το δούμε. Ο κ. Εισαγγελεύς επιφυλάσσεται για να μας πει αύριο. Πρέπει να συνεννοηθεί και με τα συνδικαλιστικά όργανα οπωσδήποτε. Ετούτη η Δίκη έχει κάποια προέχουσα σημασία, ταχύτητες κλπ. Αν αυτοί πουν ότι δεν εξαιρούν κι εμείς όπως ξέρετε ?.. Τρώμε χρόνο από τον κ. Μυλωνά αλλά αυτός δεν ενδιαφέρεται γι’ αυτά. Έχει να πει.
Ι. ΜΥΛΩΝΑΣ: Δεν έχω εγώ το άγχος του 18μηνου κ. Πρόεδρε. Εσείς το έχετε. Έχω το λόγο κ. Πρόεδρε; Ευχαριστώ.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Επαναλαμβάνεται η συνεδρίαση που έχει διακοπεί. Το λόγο έχει ο κ. Μυλωνάς.
Ι. ΜΥΛΩΝΑΣ: Είμαστε στο πλαίσιο εξέτασης θεμάτων που αφορούν το δίκαιο της απόδειξης. Να έρθουμε λίγο σε κάτι νομίζω πολύ ενδιαφέρον. Ποια είναι η αξία μιας ομολογίας γιατί βέβαια εδώ σε αυτή τη Δίκη είχαμε πολλές ομολογίες, κάτι ειπώθηκε, κάποιος το πήρε πίσω, κάποιοι είπαν ότι εμείς δεν τα είπαμε, ας ανάγκασαν να τα υπογράψουμε. Είναι νομίζω ένα φλέγον κεντρικό ζήτημα αυτής της Δίκης πώς μπορούν να αξιολογηθούν οι ομολογίες ακόμα κι αν τυχόν θεωρήσετε ότι ήταν νόμιμες.
Θα ξεκινήσω από το βασικό, τι είναι ομολογία γιατί σε αυτή τη Δίκη και γι’ αυτό το ζήτημα δεν νομίζω ότι υπήρχε ξεκάθαρη τοποθέτηση. Ένα από τα παράξενα του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας είναι ότι δεν περιέχει κεφάλαιο για την ομολογία παρόλο που η ομολογία και όχι η απολογία θεωρείται αποδεικτικό μέσο. Δεν μας λέει κάτι ο Κώδικας για την ομολογία. Βέβαια δεν ήταν έτσι τα πράγματα στο επίσημο σχέδιο του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας του 1934.
Εκεί υπήρχε ένα ξεχωριστό κεφάλαιο. Μάλιστα είναι χαρακτηριστικό ότι στο δεύτερο βιβλίο περί αποδείξεων το πρώτο κεφάλαιο περιείχε τους γενικούς ορισμούς και αμέσως μετά παρεμβαλλόταν ένα δεύτερο κεφάλαιο. Συγγνώμη, δεν ήταν το δεύτερο κεφάλαιο. Ήταν το τέταρτο κεφάλαιο – λάθος μου – που αφορούσε την ομολογία του κατηγορουμένου και μετά ως πέμπτο κεφάλαιο έρχονται οι μάρτυρες. Αυτό το κεφάλαιο δυστυχώς δεν περιλήφθηκε στο ισχύον κείμενο του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.
Να δούμε τι έλεγε το άρθρο 197 του σχεδίου του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και θα δείτε ότι έχει σημασία αυτό. Το άρθρο 197 είχε υπέρτιτλο «ομολογία κατηγορουμένου› και υπότιτλο «πότε θεωρείται γενομένη› και μας έλεγε το άρθρο 197 του σχεδίου Κώδικα Ποινικής Δικονομίας του 1934: ομολογία είναι η εν τη απολογία του κατηγορουμένου ή εν τη εξετάσει αυτού ως μάρτυρος πριν λάβει την ιδιότητα του κατηγορουμένου αβίαστος παραδοχή πραγματικών περιστατικών συνιστώντων τη βάσιν της κατ’ αυτού κατηγορίας›. Υπογραμμίζω το «αβίαστος παραδοχή› και υπογραμμίζω αν θέλετε δύο φορές «την παραδοχή πραγματικών περιστατικών που συνιστούν την βάση της κατ αυτού κατηγορίας›.
¶ρα αν θέλουμε να ακριβολογούμε δεν είναι ομολογία το να λέει ο Χ κατηγορούμενος «ξέρετε μαζί με μένα ήταν και ο Ψ, ο Ω, ο Τζωρτζάτος, ο ένας, ο άλλος›. Ομολογία συνιστά μόνο η παραδοχή από έναν κατηγορούμενο πραγματικών περιστατικών που αφορούν την εναντίον του κατηγορία. Τα υπόλοιπα δεν συνιστούν ομολογία, συνιστούν δηλώσεις συγκατηγορουμένων. Βεβαίως δηλώσεις μπορεί να κάνει οποιοσδήποτε για οποιοδήποτε θέμα.
Βέβαια δεν αναφέρθηκα τυχαία στο σχέδιο του Κώδικα, στην διάταξη που περιέχεται στο σχέδιο Κώδικα Ποινικής Δικονομίας του 34 γιατί και ο Καθηγητής Αργύρης Καρράς, είναι στο Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο, β΄έκδοση του 1998, ουσιαστικά αυτόν τον ορισμό υιοθετεί, σελίδα 437 του έργου. Ομολογία είναι η αβίαστη παραδοχή εκ μέρους του κατηγορουμένου πραγματικών περιστατικών που συνιστούν τη βάση της κατηγορίας εναντίον του.
Αξίζει να δούμε, έχει ένα νομίζω γενικότερο ενδιαφέρον. Τι λέει η αιτιολογική έκθεση του σχεδίου Κώδικα Ποινικής Δικονομίας που έχει δημοσιευθεί το 1935 σχετικά με το άρθρο 197 του σχεδίου που λέει αυτά που σας είπα για την ομολογία. Εδώ σε σχέση με το φλέγον ζήτημα της αποδεικτικής αξίας μιας ομολογίας μας λέει το σχέδιο του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας σελίδα 61 ότι η ομολογία του κατηγορουμένου τότε μόνο θεωρείται ως απόδειξη όταν συμφωνεί προς τα λοιπάς αποδείξεις. Αυτό ας το συγκρατήσουμε.