Ανεπίσημα πρακτικά δίκης 17Ν (09/10/2003) Μέρος 01/04

Πέμπτη, 09 Οκτωβρίου 2003 20:00
A- A A+

ΠΕΜΠΤΗ 9 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2003

ΩΡΑ ΕΝΑΡΞΕΩΣ: 09:10

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: ΜΙΧΑΗΛ ΜΑΡΓΑΡΙΤΗΣ

Α΄ ΜΕΡΟΣ

09:10 – 10:45

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Καλή σας ημέρα σε όλους. Επαναλαμβάνεται η συνεδρίαση που έχει διακοπεί.

ΑΡΧΙΦΥΛΑΚΑΣ: Κύριε Πρόεδρε, ο κρατούμενος Τέλιος Κωνσταντίνος δεν θα εισέλθει καθόλου στην αίθουσα του Δικαστηρίου σήμερα λόγω ασθενείας. Ο κρατούμενος Γεωργιάδης θα έρθει σε λίγα λεπτά.

Ι. ΜΥΛΩΝΑΣ: Την καλημέρα μου και από μένα κ. Πρόεδρε, κ.κ. Δικαστές, κ.κ. Εισαγγελείς. Να συνεχίζουμε την τοποθέτησή μας ως υπερασπιστές του κ. Τζωρτζάτου. Χθες είχαμε μείνει στο τέλος ενός νομίζω πολύ σημαντικού ζητήματος που αφορά, που καθορίζει ευθέως θα έλεγα αυτή τη Δίκη, την ερμηνεία του άρθρου 211α του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.

Θα ήθελα λίγο να συνοψίσω αυτά που έχω πει για να κάνω και την σύνδεση με τη σημερινή μου τοποθέτηση γιατί βέβαια όπως είχα πει και χθες εύλογα πολλοί συνήγοροι πολιτικής αγωγής άλλοι με περισσότερο, άλλοι με λιγότερο πειστικό τρόπο ανέφεραν στο Δικαστήριό σας μία σειρά από επιχειρήματα τα οποία βάλλουν κατά της εφαρμογής του άρθρου 221α.

Βέβαια έχει πολύ μεγάλη σημασία αυτό το άρθρο γιατί είναι ένας κανόνας αποδεικτικών απαγορεύσεων, είναι μία επιλογή του νομοθέτη η οποία αποτελεί ισχύον δίκαιο και οφείλουμε να την εφαρμόσουμε είτε μας αρέσει υποκειμενικά, είτε όχι αλλά υπάρχει από το 1996 στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας αυτό το άρθρο 211α που πολύ απλά μας λέει ότι δεν μπορεί να στηριχθεί καταδίκη για μία κατηγορία εις βάρος του κ. Τζωρτζάτου. Για παράδειγμα μόνο σε μαρτυρίες συγκατηγορουμένων γιατί νομίζω προέκυψε με σαφήνεια από την αναφορά των σχετικών αποφάσεων του Αρείου Πάγου ότι μπορεί το 211α να μιλάει για συγκατηγορούμενο αλλά το κάνει επειδή έτσι γίνεται από την τεχνική σκοπιά του νομοθέτη.

Το έχει επισημάνει και ο συνάδελφος κ. Τζανετής αυτό αλλά υπάρχουν νομίζω 3 ή 4 αποφάσεις του Αρείου Πάγου (σας διάβασα) που εφαρμόζουν βεβαίως το 211α ακόμα κι όταν έχουμε μαρτυρίες συγκατηγορουμένων, στον πληθυντικό. ¶ρα είναι πολύ σημαντικό να τονιστεί στο Δικαστήριό σας και πάλι ότι μία καταδίκη, μία κρίση περί ενοχής δεν μπορεί να βασιστεί αποκλειστικά και μόνο σε μαρτυρίες συγκατηγορουμένων.

Βέβαια το είπαμε και χθες, η διάταξη του άρθρου 211α είναι ένας κανόνας δικαίου που έχει πλήρη ισχύ, πρέπει να εφαρμοστεί κατά γράμμα και τα όσα έχουν υποστηριχθεί περί απλής υπόδειξης ή περί οδηγίας απλής προς τον Δικαστή που δεν τον δεσμεύει, κάποιος συνάδελφος πολιτικής αγωγής είχε μιλήσει νομίζω για μια συμβολική λειτουργία αυτού του άρθρου, απλώς δεν ανταποκρίνονται στη νομική πραγματικότητα όπως ακριβώς την έχει ερμηνεύσει και ο ¶ρειος Πάγος.

Βέβαια νομίζω ότι κατέρρευσε και το άλλο επιχείρημα ότι εντάξει έχουμε αυτή τη διάταξη αλλά κι αν δεν την τηρήσουμε δεν τρέχει τίποτα γιατί δεν προβλέπεται η δικονομική κύρωση. Εδώ σας ανέφερα αρκετές αποφάσεις του Αρείου Πάγου με προεξάρχουσα την 1553 αν θυμάμαι καλά με εισηγητή τον κ. Λαφαζάνο που λέει σαφέστατα ότι έχουμε μία αποδεικτική απαγόρευση, έχουμε μία δικονομική κύρωση. Αν παραβιάσουμε το 211α έχουμε απόλυτη ακυρότητα του άρθρου 171.1δ.

Κάποιες άλλες αποφάσεις δέχονται και τον αναιρετικό λόγο της έλλειψης αιτιολογίας. Βέβαια δεν θα ήθελα να φανταστώ ότι θα μπορούσε το Δικαστήριό σας να πει ότι εντάξει δεν μας νοιάζει εμάς, έτσι κι αλλιώς η πρωτοβάθμια απόφαση δεν υπόκειται σε αναίρεση, θα προβούμε συνειδητά σε μία αγνόηση αυτής της νομολογίας του Αρείου Πάγου, τι μας νοιάζει εμάς αν υπάρχει δικονομική κύρωση. Δεν νομίζω ότι το Δικαστήριό σας μπορεί να σκεφτεί έτσι γιατί ναι μεν δεν υπόκειται σε αναίρεση η απόφασή σας, πρώτα θα ασκηθεί έφεση, θα έχουμε ένα δευτεροβάθμιο Δικαστήριο και κατόπιν θα πάμε στον ¶ρειο Πάγο αλλά νομίζω ότι η υποχρέωση εφαρμογής του δικαίου ισχύει ανεξάρτητα από το αν έχουμε το φόβητρο της άσκησης αναίρεσης ή όχι.

Εδώ λοιπόν θα υπογραμμίσω ότι δεν γεννάται θέμα μη εφαρμογής του 211α αφού θυμίσω ότι και τα υποστηριχθέντα από μια πλευρά της πολιτικής αγωγής και από τον κ. Τακτικό Εισαγγελέα περί δήθεν αντισυνταγματικότητας αυτού του άρθρου πρώτον, αντικρούονται από μια άλλη μερίδα της πολιτικής αγωγής και ομόφωνα από τη θεωρία και νομίζω η καλύτερη απόδειξη το ότι δεν υπάρχει θέμα αντισυνταγματικότητας είναι ότι έχουμε 11 αποφάσεις το 2002 του Αρείου Πάγου, μία βρήκα του 1997, άλλη μία σας ανέφερα του 2003 όπου κανονικά εφαρμόζει ο ¶ρειος Πάγος αυτό το άρθρο.

Βεβαίως ξέρουμε όλοι ότι αυτεπαγγέλτως εξετάζει την συνταγματικότητα μιας διάταξης ο ¶ρειος Πάγος και αν είχε γεννηθεί και η παραμικρή αμφιβολία για την τυχόν ύπαρξη αντισυνταγματικότητας ο ¶ρειος Πάγος αυτές τις 13 αποφάσεις που σας ανέφερα θα είχε εξετάσει από μόνος του θέμα.

ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: (εκτός μικροφώνου)

Ι. ΜΥΛΩΝΑΣ: Εδώ αναφέρεστε στο άλλο επιχείρημα ότι ενδεχομένως, το έχετε υποστηρίξει εσείς κ. Τακτικέ Εισαγγελέα, έχει καταργηθεί σιωπηρώς από τον ειδικό νόμο 2928/2001 η συγκεκριμένα διάταξη. Ανέφερα και χθες, ας το πω άλλη μια φορά και τώρα, ότι αν υπήρχε οποιαδήποτε σκέψη κατά την επεξεργασία του σχεδίου αυτού του νόμου περί ρητής ή σιωπηρής κατάργησης ή αν θέλετε ευρύτερα επίδρασης αυτού του ειδικού ποινικού νόμου στο άρθρο 211α, πρώτος ο κ. Μαρκής, ο κ. Αναπληρωτής Εισαγγελέας ή ο κ. Λίβος ο εκλεκτός Λέκτορας του Ποινικού Δικαίου που ήταν μέλη της Επιτροπής που συνέταξε αυτόν το νόμο θα σπεύσει να το επισημάνει.

Βέβαια σας ανέφερα και την εισηγητική έκθεση του νόμου όπου δεν γίνεται καμία αναφορά για αποδεικτική απαγόρευση, για περιορισμό του 211α. Νομίζω ήταν σε αυτό το σημείο πολύ σαφής και εύστοχη η παρατήρηση της κας Βόζεμπεργκ από τα πρακτικά ότι ο 2928 δεν ασχολείται με αυτό το ζήτημα. Αλλά μια και ήρθε η κουβέντα στον 2928 νομίζω ότι μπορώ να κάνω μία παρέκβαση και να αναφερθώ κι εγώ σε αυτόν το νόμο τον 2928, τον αντιτρομοκρατικό νόμο όπως τον έχει χαρακτηρίσει και ο κ. Τακτικός Εισαγγελέας γιατί βέβαια έχει πολύ μεγάλη σημασία σε αυτή την υπόθεση.

Θυμίζω και πάλι ότι είμαστε 8 μήνες ενώπιον ενός Τριμελούς Εφετείου και όχι ενώπιον ενός Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου μόνο και μόνο επειδή εφαρμόσαμε κάποια διάταξη αυτού του νόμου. Βέβαια το συνεκτικό στοιχείο, αυτό που συνδέει κατά το κατηγορητήριο και τους 19 κατηγορουμένους είναι η υποτιθέμενη ένταξή τους σε μία Οργάνωση, την 17Ν η οποία θεωρείται από το κατηγορητήριο ότι υπάγεται ακριβώς στις διατάξεις αυτού του νόμου και ειδικότερα στο άρθρο 187 όπως έχει τροποποιηθεί.

Ας αναφέρω λοιπόν μερικές σκέψεις δικές μου γι’ αυτόν το νόμο. Βέβαια όπως ξέρετε πολύ συχνά έχω την καλή ή κακή συνήθεια να μην λέω δικές μου απόψεις αλλά να χρησιμοποιώ την αυθεντία κάποιων σημαντικότερων, κάποιων ανώτερων από μένα. Πολύ συχνά έχω αναφερθεί στον Καθηγητή Ανδρουλάκη. Παλαιότερα στον Ζησιάδη και στον Καθηγητή Καρρά 1-2 φορές. Αυτό θα κάνω και τώρα. Βέβαια αυτή τη φορά θα πρωτοτυπήσω λιγάκι, δεν θα αναφερθώ στον αγαπημένο μου Καθηγητή τον κ. Ανδρουλάκη. Μαντέψτε κ. Πρόεδρε σε ποιον θα αναφερθώ και το είχατε εύστοχα επισημάνει χθες, σε έναν άλλο Καθηγητή που το γράμμα του αρχίζει από Α, στον Επίκουρο Καθηγητή Ηλία Αναγνωστόπουλο γιατί είναι ένας πολύ καλός νομικός ανεξάρτητα από τις θέσεις που παίρνει.

Για να δούμε λοιπόν τι μας έχει πει ο κ. Αναγνωστόπουλος γι’ αυτόν το νόμο τον 2928. Θυμίζω βέβαια ότι σε όλη την διάρκεια της διαδικασίας εδώ πέρα ο κ. Αναγνωστόπουλος που εκπροσωπούσε τα θύματα αμερικανικής και αγγλικής υπηκοότητας ήταν όχι μόνο ο υποστηριχτής των εντολέων του, κάτι που όφειλε να κάνει, αλλά ήταν γενικότερα ο ένθερμος υποστηριχτής και με νομικά επιχειρήματα όλης της διαδικασίας. Μας είχε πει ότι η προδικασία ήταν υποδειγματική, ότι δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα. Μάλιστα μας είχε πει ότι θα έπρεπε και ο κ. Τζωρτζάτος να φέρει και μια φωτογραφία για τα βασανιστήρια. Πολλά ενδιαφέροντα και πρωτότυπα είχαμε ακούσει από τον κ. Αναγνωστόπουλο.

Το κοινό σημείο αυτών των τοποθετήσεών του των ευρύτερων που δεν αφορούν τις υποθέσεις που εκπροσωπούσε ήταν η πλήρης υποστήριξη του νομοθετικού πλαισίου το οποίο βέβαια ξεκινάει με το νόμο 2928. Αυτά μας τα έλεγε ο κ. Αναγνωστόπουλος το 2003. Ξέρετε τι έλεγε λίγο παλαιότερα; Όχι το 1986 που έχει γράψει αν θυμάμαι καλά το άρθρο για τους μάρτυρες του στέμματος που σας ανέφερε ο συνάδελφος ο κ. Παρασκευόπουλος, ότι το 1997 που είχε το δημοσίευμα που σας ανέφερα, οι παρατηρήσεις του που σας ανέφερα χθες για το 211α.

Ας πάμε στο 2001 γιατί στο 2001 και ειδικότερα στις 19 Μαρτίου είχε οργανωθεί από κοινού από την Εταιρεία Νομικών Βορείου Ελλάδος και την Ένωση Ελλήνων Ποινικολόγων μία επιστημονική εκδήλωση με θέμα «Το σχέδιο νόμου για την αντιμετώπιση του οργανωμένου εγκλήματος›, μετέπειτα νόμος 2928/2001 και εισηγητές τους κ.κ Παρασκευόπουλο Καθηγητή Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Ηλία Αναγνωστόπουλο Επίκουρο Καθηγητή Πανεπιστημίου Αθηνών και Χάρη Παπαχαραλάμπους Διδάκτορα Νομικής Δικηγόρων.

Βέβαια για καλή μας τύχη φρόντισε η Εταιρεία Νομικών Βορείου Ελλάδος να δημοσιεύσει αυτές τις εισηγήσεις σε ένα αυτοτελές τευχίδιο, είναι αυτό εδώ, Εκδόσεις ΣΑΚΚΟΥΛΑ Αθήνα-Θεσσαλονίκη του 2002 και βέβαια δημοσιεύει και την εισήγηση του κ. Αναγνωστόπουλου που έχει τίτλο – προσέξτε τον τίτλο - «Το σχέδιο νόμου για το οργανωμένο έγκλημα: εκσυγχρονισμός ή αποσύνθεση του φιλελεύθερου ποινικού δικαίου;›. Πολύ ενδιαφέρον ο τίτλος, έτσι μου φαίνεται εμένα τουλάχιστον.

Βεβαίως το περιεχόμενο ανταποκρίνεται στις υποσχέσεις που γεννά ο τίτλος, αποτελεί μία έντονη προσεκτική και με επιστημονικό τρόπο διατυπωμένη κριτική στο σχέδιο νόμου που με κάποιες λίγες διαφοροποιήσεις έγινε ο μετέπειτα νόμος 2928 στον οποίο βασίζεται αυτή η δίκη και τον οποίο με πάθος υπεράσπισε ο κ. Αναγνωστόπουλος μέσα σε αυτή την αίθουσα.

Πρώτα αναφέρει μερικά πολύ ενδιαφέροντα για τη νέα διατύπωση του άρθρου 187 του Ποινικού Κώδικα. Να μην σας κουράσω, ασκεί κριτική, θα προχωρήσω λίγο παραπέρα αφού επισημάνω μία χαρακτηριστική φράση «το absurdum, ελληνιστί παράλογο της σχεδιαζόμενης διάταξης του άρθρου 187 Ποινικού Κώδικα είναι προφανές›. Σε 4-5 σελίδες ασκεί την κριτική του. Πηγαίνω όμως παραπέρα. Στη συνέχεια μας λέει και μερικά ενδιαφέροντα πράγματα ο κ. Αναγνωστόπουλος για ένα ζήτημα που αποτέλεσε αντικείμενο μια ένστασης σε αυτό το Δικαστήριο την οποία βεβαίως με το γνωστό πάθος και τις νομικές του γνώσεις την πολέμησε ο κ. Αναγνωστόπουλος, αυτή την ένσταση που έχει να κάνει με την αναρμοδιότητα του παρόντος Δικαστηρίου επειδή παραβιάζεται το άρθρο 97 του Συντάγματος που αφορά τα Μικτά Ορκωτά Δικαστήρια.

Ειδικότερα είχε υποστηρίξει ο ομιλών ότι μία σαφής παραβίαση του άρθρου 97 του Συντάγματος από την οποία συνάγεται η αναρμοδιότητα του παρόντος Δικαστηρίου προκύπτει από το γεγονός ότι η ανθρωποκτονίες που σε μεγάλο βαθμό αποτελούν το κατηγορητήριο στην παρούσα υπόθεση υποχρεωτικά έπρεπε να υπαχθούν βάσει του Συντάγματος στα Μικτά Ορκωτά Δικαστήρια.

Να δούμε τι έχει πει το 2001 ο κ. Αναγνωστόπουλος έπ’ αυτού. Σελίδα 39 του βιβλίου που κρατάω μπροστά μου: «Ήδη ο αριθμός των κακουργημάτων που με διάφορους νόμους έχουν υπαχθεί στην αρμοδιότητα των Εφετείων υπερβαίνει τα επιτρεπόμενα από το Σύνταγμα όρια. Η περαιτέρω αποδυνάμωση των Μικτών Ορκωτών Δικαστηρίων θα προσκρούσει επομένως ευθέως στο Σύνταγμα›. Εννοείται αναφέρεται στην αποδυνάμωση με το σχέδιο νόμου που στη συνέχεια έγινε νόμος βάσει του οποίου όλες οι ανθρωποκτονίες που είναι συναφείς με το 187 και αυτές υπάγονται στο Τριμελές Εφετείο.

Έπ’ αυτού το 2001 ο κ. Αναγνωστόπουλος είχε σαφή άποψη. Διαβάζω και πάλι: «Η περαιτέρω αποδυνάμωση θα προσκρούσει ευθέως στο Σύνταγμα›. Βέβαια τι να κάνουμε; Ακριβώς το αντίθετο μας είπε το 2003. ¶νθρωποι είμαστε, αλλάζουμε και απόψεις, τι να γίνει; Να δούμε ένα άλλο σημείο. Στη συνέχεια θίγει άλλο ένα ζήτημα το οποίο απασχόλησε κι εδώ το Δικαστήριο. Αν θυμάμαι καλά είχε προβληθεί σχετική ένσταση από τον εκλεκτό συνάδελφό μου τον κ. Σταμούλη σχετικά με το πρόβλημα της κατάργησης της αναίρεσης κατά βουλευμάτων με αυτόν το νόμο. Ανέφερα και ο ίδιος ότι μια βασική αδυναμία στην παρούσα υπόθεση που είχε ως αποτέλεσμα και την παραβίαση του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ, ήταν η προχειρότητα του παραπεμπτικού βουλεύματος και η ελλιπέστατη νομική υποδομή που προσέφερε σε αυτή την υπόθεση.

Βέβαια είχα πει και στην αγόρευσή μου ότι αυτή η προχειρότητα ευλογήθηκε από το νομοθέτη γιατί με το νόμο 2928 καταργήθηκε η δυνατότητα άσκησης αναίρεσης κατά του παραπεμπτικού βουλεύματος. Βέβαια καταλαβαίνετε όταν οι Εφέτες που αποτελούν το Συμβούλιο που έκρινε την παρούσα υπόθεση ξέρουν ότι δεν μπορούν να ελεγχθούν από τον ¶ρειο Πάγο με μεγαλύτερη ταχύτητα και ευκολία καταλήγουν στα συμπεράσματα αυτά τα οποία κατέληξαν.

Τί μας λέει γι αυτά ο κ. Αναγνωστόπουλος. Σελίδα 41: «Κυριολεκτικά ακατανόητη είναι εξάλλου η σχεδιαζόμενη κατάργηση του ενδίκου μέσου της αναιρέσεως κατά βουλευμάτων στις υποθέσεις οργανωμένης εγκληματικότητας›.

Και λίγο πιο κάτω, στην επόμενη σελίδα: «Το επιχείρημα της επιτάχυνσης της διαδικασίας που προβάλλεται στην εισηγητική έκθεση είναι άστοχο, δεδομένου ότι η αναιρετική ενδιάμεση διαδικασία δεν είναι χρονοβόρος, συνήθως διαρκεί λίγους μήνες. Αλλά και γενικότερα πρέπει να σημειωθεί ότι η ταχύτητα της ποινικής διαδικασίας δεν είναι σκοπός που επιδιώκεται με κάθε τίμημα και δη εις βάρος της ποιότητας απονομής της δικαιοσύνης και της ασφάλειας στην εφαρμογή του Δικαίου›. Πολύ σωστά, συμφωνώ απολύτως.

Στη συνέχεια, ένα άλλο αντικείμενο κριτικής αυτού του νόμου από τον κ. Αναγνωστόπουλο, ήταν οι ειδικές ανακριτικές πράξεις που αλλάζουν εντελώς το δικονομικό πεδίο. Εδώ προσέξτε τί είχε γίνει στο σχέδιο νόμου και στη συνέχεια βέβαια και στο νόμο προβλεπόταν η δυνατότητα τηλεφωνικής παρακολούθησης των ατόμων. Εδώ είναι ένα από τα σημεία που ο κ. Αναγνωστόπουλος ασκεί εντονότατη κριτική.

Ακούστε τί λέει: «Το νομοσχέδιο επιχειρεί για πρώτη φορά να αποσυνδέσει τις ανακριτικές πράξεις από την ύπαρξη υπονοιών εναντίον ορισμένου προσώπου και να τις δικαιολογήσει με μόνη την υπόνοια της εγκληματικής δράσης της Οργάνωσης εν γένει. Με τον τρόπο αυτόν, οι ειδικές ανακριτικές πράξεις θα μπορούν να στρέφονται εναντίον απεριόριστου αριθμού προσώπων, αρκεί να κρίνονται χρήσιμες για τη διερεύνηση πράξεων της εγκληματικής Οργάνωσης›.

Προσέξτε τη συνέχεια: «Τέτοιο μαζικό ‘σκούπισμα’ προσώπων, πληροφορηθήκαμε διά των εφημερίδων ότι γίνεται για την αποκάλυψη των δραστών της δολοφονίας του Βρετανού Σόντερς› -κάτι μου θυμίζει το όνομα- «ότι δηλαδή ελέχθηκαν όλες οι τηλεφωνικές συνδιαλέξεις που έλαβαν χώρα σε τρία βόρεια προάστια των Αθηνών αμέσως προ της δολοφονίας και ότι στη συνέχεια εντοπίστηκαν οι εξ αυτών καταρχήν ύποπτες, προκειμένου να ακολουθήσει ο έλεγχος των προσώπων που εμπλέκονται σ’ αυτές. Είναι εύκολα αντιληπτό ότι δεν βρισκόμαστε πλέον ενώπιον ανακριτικής πράξεων που λαμβάνει χώρα σε φιλελεύθερο κράτος δικαίου, αλλά ενώπιον μαζικού αστυνομικού ελέγχου αορίστου αριθμού ανύποπτων πολιτών που δεν έχουν δημιουργήσει υπόνοιες εμπλοκής τους σε αξιόποινες πράξεις με τη συμπεριφορά τους, αλλά ελέγχονται μήπως ανάμεσα σε αυτούς ανακαλυφθεί κάποιος ύποπτος›.

Και βέβαια, ποιο είναι το ορθότατο συμπέρασμα του κ. Αναγνωστόπουλου: «Η μετάβαση από το φιλελεύθερο κράτος δικαίου στο αστυνομικό κράτος αυθαιρεσίας είναι προφανής. Στο πρώτο, ο πολίτης που δεν δίνει αφορμή υποψίας με τη συμπεριφορά του, δικαιούται να μην υποβάλλεται σε κρατικές ενέργειες που θίγουν θεμελιώδη δικαιώματά του. Στο δεύτερο, το αστυνομικό κράτος αυθαιρεσίας, κάθε πολίτης είναι δυνάμει ύποπτος και επομένως υποχρεούται να ανέχεται κάθε κρατικό έλεγχο προκειμένου να αποδυναμωθεί ή να επιβεβαιωθεί εις βάρος του κρατική υποψία›.

Και όλα αυτά με αφορμή τί; Την έρευνα μιας υπόθεσης που αφορά ένα θύμα, Εγγλέζο υπήκοο, τον αείμνηστο Σόντερς, τον οποίο βεβαίως στη συνέχεια εκπροσώπησε ο κ. Αναγνωστόπουλος σε αυτή την αίθουσα. Φαίνεται το ενδιαφέρον που τότε του είχε δημιουργηθεί και βέβαια το ενδιαφέρον τότε τον είχε οδηγήσει στη διατύπωση ότι έχουμε μεταβεί πια στο αστυνομικό κράτος αυθαιρεσίας, είναι προφανές κάτι τέτοιο. Αυτό το ενδιαφέρον τον έκανε στη συνέχεια να αναλάβει και την υπόθεση Σόντερς. Βέβαια από την ακριβώς αντίθετη όψη.

Στη συνέχεια, αναφερόμενος στο άρθρο 6 παρ. 3δ της ΕΣΔΑ, στο οποίο θα έρθω στη συνέχεια και στους ανώνυμους ή ψευδώνυμους μάρτυρες μας λέει ο κ. Αναγνωστόπουλος στη σελ. 49: «Αλλά οι ανώνυμες ή ψευδώνυμες μαρτυρίες θέτουν σε πολύ σοβαρό κίνδυνο την ίδια την ανεύρεση της αλήθειας και τον σχηματισμό ορθής δικανικής πεποιθήσεως, προϋπόθεση της οποίας είναι η διαλεκτική κατ’ αντιδικίαν αναζήτηση της αλήθειας από τους γνωστής ταυτότητας παράγοντες της δίκης›.

Τί μας λέει λοιπόν για το άρθρο 6 παρ. 3δ ο κ. Αναγνωστόπουλος για το συναφές θέμα των μαρτύρων βέβαια, όχι των συγκατηγορουμένων; Ότι προϋπόθεση να λάβουμε υπόψη αυτές τις μαρτυρίες, πρέπει να έχουμε μια διαλεκτική κατ’ αντιδικία αναζήτηση της αλήθειας. Ασκεί έντονη κριτική στη συνέχεια και στον έλεγχο του DNA, προφανώς σύμφωνα με τα λεγόμενά του το 2001 δεν ήταν σύμφωνος με το ισχύον δίκαιο ο τρόπος που έγινε η λήψη του DNA στον κ. Σάββα Ξηρό.

Δεν θα επεκταθώ, θα καταλήξω για να μη σας κουράζω με το επίμετρο αυτής της πολύ ενδιαφέρουσας εισήγησης. Σας το διαβάζω όλο, είναι πολύ σύντομο. Στη σελ. 52 λέει ο κ. Αναγνωστόπουλος: «Όσα προηγήθηκαν δείχνουν πόσο αναγκαία είναι η ενασχόληση με το νομοσχέδιο για το οργανωμένο έγκλημα σε όλες τις λεπτομέρειές του. Εάν το νομοσχέδιο αυτό γίνει νόμος του κράτους χωρίς προηγουμένως να υποστεί σοβαρές αλλαγές και βελτιώσεις› -προσθήκη του ομιλούντος, έγιναν κάποιες αλλαγές, δεν ήταν όμως πολύ σοβαρές και σημαντικές- «εάν λοιπόν δεν έχουμε αλλαγές, φοβούμαι ότι θα προκαλέσει πολύ μεγαλύτερη βλάβη απ’ ότι οι παλαιότεροι αντιτρομοκρατικοί νόμοι. Οι αντιτρομοκρατικοί νόμοι απειλούσαν έξωθεν και προσωρινά το δικαιϊκό μας σύστημα. Το νέο νομοσχέδιο απειλεί να μολύνει τον ίδιο τον πυρήνα του φιλελεύθερου ποινικού μας δικαίου για την υπεράσπιση του οποίου αξίζει κάθε προσπάθεια›.

Έτσι τελειώνει το κείμενο του κ. Αναγνωστόπουλου. Εδώ θα πρέπει να αναφερθώ και σε κάποιες κακοήθειες, κάποια σχόλια που ακούγονται υβριστικά θα έλεγα για τον κ. Αναγνωστόπουλο, που μάλλον δείχνουν ζήλια γι αυτόν τον ικανό ποινικολόγο και θεωρητικό του δικαίου. Έχει ακουστεί ανωνύμως ότι «γιατί ανέλαβε ο κ. Αναγνωστόπουλος αυτή την υπόθεση; Μόνο και μόνο για τα χρήματα›. Και κάποιοι πραγματικά κακοήθεις τί λένε; Ότι έχει πάρει και 100 εκατομμύρια δραχμές και παραπάνω.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Όποιος μεταφέρει κακοήθειες, καταλαβαίνετε τί χαρακτήρα έχει κι αυτός. Παρακαλώ πάρα πολύ.

Ι. ΜΥΛΩΝΑΣ: Όχι κ. Πρόεδρε, αυτά δεν τα δέχομαι.... Επιτρέψτε μου να ολοκληρώσετε.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Να μην ολοκληρώσετε. Για απόντα άνθρωπο να λέτε ότι ανέλαβε μόνο για τα χρήματα.

Ι. ΜΥΛΩΝΑΣ: Εγώ λέω ότι ακούγονται κακοήθειες εις βάρος του. Εγώ σχολιάζω αρνητικά που ακούγονται.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Δε χρειάζεται να τα σχολιάζετε.

Ι. ΜΥΛΩΝΑΣ: Παρακαλώ πολύ μη με διακόπτετε και αφήστε με να ολοκληρώσω.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Δε σας αφήνω να ολοκληρώσετε.

Ι. ΜΥΛΩΝΑΣ: Δημιουργούνται λανθασμένες εντυπώσεις.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Δε σας αφήνω να ολοκληρώσετε σ’ αυτό το θέμα.

Ι. ΜΥΛΩΝΑΣ: ¶λλη μία παραβίαση της ΕΣΔΑ κ. Πρόεδρε εκ μέρους σας;

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Εσείς την παραβιάζετε την ΕΣΔΑ. Δε σέβεστε την προσωπικότητα του άλλου. Ό,τι κακοήθεια ακούω εγώ στο δρόμο για τον έναν και για τον άλλον θα έρχομαι να τη μεταφέρω εδώ μέσα για να την αντικρούω δήθεν; Σας παρακαλώ πάρα πολύ! Έχετε περάσει κάθε όριο, δεν αφήσατε κανέναν! Τώρα λέτε «μεταφέρω κακοήθειες εδώ μέσα στην αίθουσα για να τις αντικρούσω›. Τί να πω;

Ι. ΜΥΛΩΝΑΣ: Αν σταματήσετε το φίμωμα της Υπεράσπισης και με αφήσετε να ολοκληρώσω θα δείτε ότι υπερασπίζομαι τον κ. Αναγνωστόπουλο.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Φίμωμα είναι αυτό; Δεν είπατε τίποτα!

Ι. ΜΥΛΩΝΑΣ: Θα δείτε ότι τον υπερασπίζομαι.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Τί να σας πω; ¶μα δεν έχετε το μέτρο καθόλου και δε σας το υποδεικνύει και κανένας άλλος, τί να πω; Εγώ σας το υποδεικνύω πάντως, ότι περνάτε το μέτρο.

Ι. ΜΥΛΩΝΑΣ: Είναι χαρακτηριστικό σας, όταν έχουμε κάποιο κρίσιμο σημείο εκεί να διακόπτετε.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Είναι κρίσιμο σημείο ότι διαδίδονται κακοήθειες εις βάρος του κ. τάδε και να μας πείτε ποιες είναι αυτές οι κακοήθειες. Να τις πείτε κι εδώ για να τις ακούσει όλος ο κόσμος.

...............: (εκτός μικροφώνου)

Ι. ΜΥΛΩΝΑΣ: Αυτά που λέτε παρακαλώ να τα λέτε στο μικρόφωνο για να καταγράφονται. Όχι όπως κάποιες φορές κλείνουμε το μικρόφωνο, προσβάλλουμε τους άλλους και δεν καταγράφονται στα πρακτικά.

Θα συνεχίσω την αγόρευσή μου. Έλεγα λοιπόν κάτι πολύ απλό: Ότι αυτές οι κακοήθειες, οι συκοφαντίες που ακούγονται για τον κ. Αναγνωστόπουλο δεν έχουν καμία βάση και βεβαίως δεν τις υιοθετώ καθόλου. Αντιθέτως, διαβάζοντας αυτή την εισήγησή του, κατάλαβα για ποιον λόγο ασχολήθηκε με την παρούσα υπόθεση ο κ. Αναγνωστόπουλος. Όχι βέβαια για το πεζό ζήτημα των χρημάτων. Αυτό εγώ δεν το δέχομαι γιατί ξέρω και τον κ. Αναγνωστόπουλο και ξέρω το ήθος του, ξέρω την επιστημοσύνη του. Αυτά είναι συκοφαντίες που έχουν ακουστεί. Κακώς, αλλά σας είπα, οι άνθρωποι δυστυχώς είναι κακοί, ζηλεύουν και πολύ συχνά θέλουν αδίκως να σπιλώσουν την υπόληψη κάποιου εκλεκτού δικηγόρου.

Κατάλαβα όμως διαβάζοντας αυτό το κείμενο τον πραγματικό λόγο για τον οποίον ο κ. Αναγνωστόπουλος ήρθε εδώ ως βασικός, αν θέλετε, συνήγορος της Πολιτικής Αγωγής. Γιατί βέβαια δεν ήταν απλώς ο εκπρόσωπος κάποιων εντολέων αλλοδαπής υπηκοότητας, ήταν ο συνήγορος Πολιτικής Αγωγής που με πάθος και ικανότητα επιστημονική, όχι μόνο δικηγορική, προσπάθησε να στηρίξει όλα όσα έχουν συμβεί σ’ αυτή την υπόθεση, από την προδικασία ξεκινώντας.

Γιατί λοιπόν το έκανε αυτό ο κ. Αναγνωστόπουλος; Για έναν και πολύ απλό λόγο: Γιατί αυτός ήταν ο τρόπος που επέλεξε να υπερασπιστεί με κάθε προσπάθεια τον πυρήνα του φιλελεύθερου Ποινικού Δικαίου. Μπορεί να ήταν ένας παράξενος τρόπος αν θέλετε, αλλά νομίζω ότι σ’ αυτό αποσκοπούσε ακόμα και από τη θέση της Πολιτικής Αγωγής. Το κύριο μέλημά του κ.κ. Δικαστές ήταν πράγματι, έτσι εκτιμώ εγώ, ίσως να κάνω λάθος, κανείς δεν είναι αλάθητος, ότι ήταν μία έμπρακτη προσπάθεια να υπερασπιστεί τον πυρήνα του φιλελεύθερου Ποινικού Δικαίου ο οποίος κινδυνεύει να μολυνθεί και για την υπεράσπιση του οποίου αξίζει κάθε προσπάθεια, ακόμα και από τα έδρανα της Πολιτικής Αγωγής.

Αυτά κ. Πρόεδρε, για να μην δημιουργούνται λανθασμένες εντυπώσεις για την θέση του ομιλούντος. Θα γυρίσω λίγο στο άρθρο 211α. Νομίζω ότι και το επιχείρημα που λέει ότι δεν θα το εφαρμόσουμε όταν έχουμε συγκατηγορούμενο μεν που δεν κατηγορείται για την ίδια πράξη δε και αυτό δεν ισχύει, και εκεί σας ανέφερα και τί λέει η θεωρία αλλά και ιδίως τί λέει ο ¶ρειος Πάγος στην απόφαση 1161/97 και το συμπέρασμά μου από την λεπτομερή εξέταση της προβληματικής του άρθρου 211α, είναι πολύ συγκεκριμένο και πολύ σαφές.

Μπορεί να μας αρέσει, μπορεί να μη μας αρέσει η ύπαρξη αυτής της διάταξης, για παράδειγμα σε πολλούς Βουλευτές του ελληνικού Κοινοβουλίου δεν άρεσε η ιδέα της θέσπισης αυτού του νόμου, όμως από τη στιγμή που σύμφωνα με τους ισχύοντες κανόνες της Κοινοβουλευτικής μας Δημοκρατίας έχει τεθεί σε ισχύ, είναι ένας κανόνας δικαίου όπως όλοι οι άλλοι κανόνες της Ποινικής Δικονομίας, έχει άμεση ισχύ, δεν είναι συμβολική διάταξη ούτε απλή οδηγία και εσείς οι Δικαστές, υποχρεούστε να την εφαρμόσετε.

Η μόνη διέξοδος την οποία βλέπω για να μπορέσετε να την παρακάμψετε ή να την αδρανοποιήσετε αν τυχόν το θελήσετε, είναι να πείτε ότι ναι, δεν έχουμε για τον κ. Τζωρτζάτο για παράδειγμα μόνο δύο συγκατηγορουμένους που τον επιβαρύνουν, έχουμε και κάποιες ενδείξεις. Όμως εδώ νομίζω ότι θα πρέπει να είστε προσεκτικοί και να θεωρήσετε ως ενδείξεις εκείνα τα στοιχεία που πραγματικά είναι.

Για παράδειγμα, επιτρέψτε μου λίγο, δεν εννοώ ότι θα κάνετε κάτι τέτοιο, αλλά αν κανείς θεωρούσε ως πρόσθετη ένδειξη ενοχής ότι ο κ. Τζωρτζάτος στραβοκοίταξε έναν μάρτυρα όταν έλεγε κάποια στοιχεία εις βάρος του –γιατί είναι πολύ γνωστό το απειλητικό βλέμμα του κ. Τζωρτζάτου, δυο ή τρεις μάρτυρες το έχουν επικαλεστεί ως μοναδικό σημείο αναγνώρισης-αν τέτοιου είδους δεδομένου δευτερεύουσας σημασίας εσείς τα αναβαθμίσετε σε ενδείξεις, νομίζω ότι και πάλι δεν θα έχετε εφαρμόσει ορθά το δίκαιο.

Και βέβαια, όπως ήδη έκανα μία αναφορά επικαλούμενος την απόφαση Τέλθνερ κατά Αυστρίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, η σιωπή ενός κατηγορουμένου σε κάποια επιμέρους ζητήματα και το ότι αυτός δεν βιάζεται ιδιαίτερα να αποδείξει την αθωότητά του σύμφωνα με την προτροπή του κ. Εισαγγελέα, δεν μπορεί να αποτελεί μία πρόσθετη ένδειξη η οποία θα εμποδίσει την εφαρμογή του άρθρου 211α.

Εδώ θα σας αναφέρω αυτό που δεν είχα πρόχειρο χθες σχετικά με τις ενδείξεις. Έγινε αναφορά, εσφαλμένη αναφορά όπως σας έδειξα χθες από τον κ. Αναγνωστόπουλο στο άρθρο 192 του ιταλικού Κ.Ποιν.Δ. και μάλιστα στην παράγραφο 3. Όμως αυτό το άρθρο έχει και μία δεύτερη παράγραφο. Στο άρθρο 192 παράγραφος 2 του ιταλικού Κ.Ποιν.Δ. του 1989 όπως αυτός ισχύει τώρα, μας λέει ότι «η ύπαρξη ενός πραγματικού περιστατικού μπορεί να συναχθεί από ενδείξεις, μόνο τότε, όταν αυτές έχουν μία μεγάλη βαρύτητα και είναι ακριβώς οριζόμενες, μπορούν να προσδιοριστούν με σαφήνεια και επιπλέον όταν μεταξύ τους είναι σε αρμονία›. Κάπως έτσι είναι η μετάφραση.

Νομίζω ότι είναι σαφής ο Ιταλός νομοθέτης και νομίζω ότι σ’ αυτό το σημείο πρέπει να τον ακολουθήσετε κι εσείς γιατί υπάρχει ένα κενό. Ο δικός μας Κώδικας δεν προσδιορίζει ειδικότερα πώς πρέπει να αντιμετωπίσουμε τις ενδείξεις. ¶ρα λοιπόν, ως πρόσθετο επιχείρημα όσον αφορά την αποδεικτική βαρύτητα των ενδείξεων, επικαλούμαι τη σαφή ρύθμιση του άρθρου 192 παρ. 2 του ιταλικού Κ.Ποιν.Δ. που μας λέει ότι θα χρησιμοποιήσουμε και τις ενδείξεις, πότε όμως, όταν είναι σοβαρές, ακριβείς και επιπλέον μεταξύ τους βρίσκονται σε αρμονία.

Βέβαια έγινε μια προσπάθεια από τον κ. Αναγνωστόπουλο να συσχετισθεί το άρθρο 211α και με τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Ανέφερε δύο αποφάσεις, οι οποίες δεν συνεισφέρουν τίποτα στην ερμηνεία του 211α. Η πρώτη, το είπα χθες το μεσημέρι γιατί απλώς είναι άσχετη με το αντικείμενο. Το άρθρο 211α του Κ.Ποιν.Δ. αφορά μαρτυρία συγκατηγορουμένου και όπως σας διάβασα χθες η απόφαση Ισγκρώ δεν μιλά για δηλώσεις συγκατηγορουμένου, μας λέει γιατί είχε πει ένας μάρτυρας στην προδικασία, ο οποίος στη συνέχεια δεν εμφανίστηκε στο Δικαστήριο.

Απορώ με αυτή την επιπολαιότητα, επιτρέψτε μου να πω, ενός Πανεπιστημιακού. Δεν είναι δυνατόν σε τρία σημεία να μας λέει ότι «ξέρετε κύριοι, εδώ, σ’ αυτή την υπόθεση μιλάμε για συγκατηγορούμενο και τον συγκατηγορούμενο δεν μπόρεσαν να φέρουν στο ακροατήριο›, όταν από το κείμενο της απόφασης προκύπτει ότι μιλάμε για μάρτυρα.

Υπάρχει όμως και μία δεύτερη απόφαση, την οποία έχει επικαλεστεί ο κ. Αναγνωστόπουλος. Είναι η Φεραντέλι και Σαντ’ ¶ντζελο κατά Ιταλίας της 7/8/1996. Εδώ εισαγωγικά να επισημάνω ότι το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο είχε δεχθεί παραβίαση του άρθρου 6 λόγω ελλείψεως αντικειμενικής αμεροληψίας των δικαστών που δίκασαν αυτή την υπόθεση και βέβαια λόγω υπερβολικής διάρκειας της ποινικής δίκης, η οποία είχε διαρκέσει 16 χρόνια. Και ξέρετε γιατί είχε διαρκέσει 16 χρόνια και κατά τούτο ήδη είναι ένα πολύ κακό παράδειγμα για συσχετισμό με την παρούσα υπόθεση, γιατί σε αυτή την υπόθεση, αν θέλετε είναι ένα σχολικό παράδειγμα για το πόσες φορές μπορεί να γίνει και να ξαναγίνει μία δίκη. Γιατί; Στην πρώτη δίκη αθωώθηκαν οι κατηγορούμενοι. Στη συνέχεια, άσκησε ο Εισαγγελέας έφεση, καταδικάστηκαν σε Β’ βαθμό.

Βέβαια ήρθε η σειρά του Αρείου Πάγου. Αναιρέθηκε η καταδικαστική απόφαση. Ξεκίνησε δεύτερος γύρος εκδίκασης της υπόθεσης στην ουσία. Έρχεται πάλι το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο μετ’ αναίρεση αθωώνει τους κατηγορουμένους. Στη συνέχεια η Εισαγγελία ασκεί καινούργια αναίρεση. Αναιρείται η απόφαση, ξανα-αθωώνονται οι κατηγορούμενοι. Είμαστε στον τρίτο γύρο εκδίκασης της υπόθεσης. Ασκείται πάλι έφεση. Βέβαια, μετά από την έφεση καταδικάζονται οι κατηγορούμενοι για ανθρωποκτονία, ασκείται πάλι αναίρεση η οποία τελικά απορρίπτεται.

Φανταστείτε λοιπόν πόσο μπερδεμένη και σύνθετη ήταν αυτή η υπόθεση, πόσο δύσκολη ήταν η εκτίμηση των δεδομένων, που είχαμε, έχω χάσει κι εγώ τώρα το λογαριασμό, πόσες αθωώσεις, πόσες καταδίκες, πόσες αναιρέσεις. ¶ρα λοιπόν και μόνο από αυτό δεν είναι το καταλληλότερο παράδειγμα για συσχετισμό με την παρούσα υπόθεση. Αλλά δεν αρκεί αυτό.

Εδώ πράγματι ο λόγος γίνεται για έναν συγκατηγορούμενο του οποίου μάλιστα η στάση είναι εντελώς προβληματική. Στην αρχή καταγγέλλει τους συγκατηγορουμένους του, μετά τα παίρνει πίσω, μετά ξανα-καταγγέλλει και, προσέξτε μία χαρακτηριστική λεπτομέρεια, αναφέρεται στην παράγραφο 15 της απόφασης αυτής, αυτός ο ουσιαστικά μοναδικός μάρτυρας κατηγορίας, συγκατηγορούμενος, βρίσκεται κρεμασμένος στο κελί του με ένα χαρτομάντιλο στο στόμα.

Βέβαια οι αρχές θεώρησαν ότι αυτοκτόνησε. Ελάτε όμως που ο συγκεκριμένος κατηγορούμενος είχε μόνο ένα χέρι. Πώς κρεμάστηκε μόνος του ο μονόχειρας στο κελί του μέσα; ¶λλη μία απορία που μου δημιουργήθηκε. Βέβαια, ο ατυχής αυτός συγκατηγορούμενος που μπόρεσε να αυτοκτονήσει καίτοι μονόχειρας και να κρεμαστεί στο κελί του, ήταν συγκατηγορούμενος και πράγματι είχε πει κάποια πράγματα, ήταν αυτός που επιβάρυνε τους κατηγορουμένους και προσφεύγοντας μετέπειτα στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο.

Εδώ, αυτή η υπόθεση δεν συνεισφέρει τίποτα στην ερμηνεία του άρθρου 211α γιατί το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, χωρίς να περιέχει κάποια ειδικότερη σκέψη, θεωρεί ότι ο συγκεκριμένος κατηγορούμενος ήταν μάρτυρας. Δεν έχει όμως κάποια ιδιαίτερη νομική προβληματική που να μας βοηθήσει, που να συνεισφέρει στην παρούσα υπόθεση και το πιο σημαντικό απ’ όλα, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο δεν καταλήγει σε παραβίαση του άρθρου 6 παρ. 3δ γιατί λέει ότι η μαρτυρία του συγκεκριμένου συγκατηγορουμένου που αυτοκτόνησε και δεν μπορούσε να εμφανιστεί μετά στο ακροατήριο, δεν ήταν η μοναδική.

Λέει το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο δεχόμενο σ’ αυτό το σημείο τους ισχυρισμούς της ιταλικής κυβέρνησης, ότι υπήρχαν και πολλά άλλα, μια σειρά από στοιχεία και δηλώσεις, τα οποία συνηγορούσαν υπέρ της ενοχής των συγκεκριμένων κατηγορουμένων. Και βέβαια, στην παράγραφο 30 της απόφασης του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, αναφέρονται δέκα τέτοια πρόσθετα στοιχεία, ενδείξεις ή δηλώσεις.

¶ρα θεωρεί λοιπόν το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο ότι εδώ ναι μεν βασίστηκαν τα ιταλικά δικαστήρια, βέβαια εκείνα που καταδίκασαν γιατί υπήρχαν και πάρα πολλά που αθώωσαν τους κατηγορουμένους, αλλά το τελικό αποτέλεσμα μετρά, η καταδίκη, βασίστηκε λοιπόν η τελική καταδίκη των προσφευγόντων και στην μαρτυρία του αποβιώσαντος συγκατηγορουμένου, αλλά όχι μόνο σε αυτήν γιατί υπήρχαν και τουλάχιστον 10 άλλα στοιχεία ενοχοποιητικά.

¶ρα, κατά τούτο δεν συνεισφέρει τίποτα στην προβληματική του 211α η συγκεκριμένη απόφαση γιατί βεβαίως σε οποιαδήποτε υπόθεση ελληνική, και στην παρούσα υπόθεση, αν έχουμε μία μαρτυρία συγκατηγορουμένου και αν έχουμε και άλλες 10 ενδείξεις που μάλιστα είναι σε αρμονία μεταξύ τους και κρίνονται σοβαρές από το Δικαστήριο, δεν γεννάται θέμα εφαρμογής του 211α. Το 211α εφαρμόζεται όταν δεν έχουμε άλλες ενδείξεις. ¶ρα ατυχής ήταν και αυτή η επίκληση της απόφασης από τον εκλεκτό συνάδελφο, τον κ. Αναγνωστόπουλο στο μέτρο που δεν συνεισφέρει τίποτα για την ερμηνεία του 211α. Όταν έχουμε 10 σοβαρές πρόσθετες ενδείξεις ενοχής δεν έχουμε μόνο μία μαρτυρική κατάθεση, νομίζω είναι αυτονόητο.

Τελειώνω λοιπόν με το 211α και λέω το εξής απλό: Συνταγματικά κατοχυρωμένες είναι οι αποδεικτικές απαγορεύσεις στην ελληνική έννομη τάξη οι οποίες βεβαίως συνιστούν περιορισμό της αρχής της ηθικής απόδειξης. Μία από αυτές τις αποδεικτικές απαγορεύσεις έχει και κατοχύρωση σε επίπεδο νόμου. Είναι το άρθρο 211α του Κ.Ποιν.Δ. Σύμφωνα με την πάγια, επιτρέψτε μου να πω, νομολογία του Αρείου Πάγου, σας ανέφερα αποφάσεις του 2002 και μία του 2003, δεν έχουμε καμία μεταστροφή μέχρι στιγμής, το 211α είναι ένας κανόνας δικαίου που δεν είναι αντισυνταγματικός, είναι ένας κανόνας που δεν αποτελεί απλή οδηγία που βρίσκει πλήρη εφαρμογή και αν τυχόν παραβιαστεί, υπάρχει και δικονομική κύρωση είτε η απόλυτη ακυρότητα του 171 είτε η έλλειψη αιτιολογίας.

Το 211α εφαρμόζεται όχι μόνο όταν έχουμε μαρτυρία ενός, αλλά και δύο ή τριών, αν θυμάμαι καλά ήταν μια απόφαση του Αρείου Πάγου, συγκατηγορουμένων, άρα εφαρμόζεται ακόμα και όταν πολλοί συγκατηγορούμενοι και μόνο αυτοί επιβαρύνουν τον κ. Τζωρτζάτο για παράδειγμα. Και βέβαια το 211α εφαρμόζεται ακόμα όταν ο συγκατηγορούμενος που τα λέει κατηγορείται όχι ακριβώς για την ίδια πράξη αλλά για συναφή, σας ανέφερα την απόφαση, την 1161/97 που δέχεται ότι ακόμα και ο κλεπταποδόχος θεωρείται συγκατηγορούμενος στην ίδια πράξη.

Δεν υπάρχει κανένας συσχετισμός, κανένας περιορισμός του 211α από τον ειδικό ποινικό νόμο, τον 2928. Η μόνη δυνατότητα κ.κ. Δικαστές που έχετε να ξεφύγετε από την εφαρμογή του 211α που επιτάσσει ο νόμος, είναι να κρίνετε ότι ναι, για τη συγκεκριμένη ανθρωποκτονία, ληστεία ή οποιαδήποτε άλλη κακουργηματική πράξη δεν υπάρχει ως ένδειξη μόνο η μαρτυρία συγκατηγορουμένου, αλλά υπάρχουν και άλλα αποδεικτικά στοιχεία τα οποία τις περισσότερες φορές θα είναι ενδείξεις.

Αυτές οι ενδείξεις πώς θα αξιολογηθούν; Προτείνω να εφαρμόσετε αυτά που λέει ο ιταλικός Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, ότι αυτές οι ενδείξεις μπορούν να αποτελέσουν αποδεικτικά στοιχεία μόνο όταν είναι σοβαρές, σημαντικές, ακριβείς, όχι αόριστες και όταν μεταξύ τους συνδυάζονται και δεν έρχεται η μία σε αντίφαση με την άλλη. Τα ίδια που λέει δηλαδή και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο στην υπόθεση Φεραντέλι και Σαντ ¶ντζελο.

Υπάρχει όμως μία δεύτερη αποδεικτική απαγόρευση που αφορά συγκατηγορούμενο. Αυτή προκύπτει από την ερμηνεία του άρθρου 6 παράγραφος 3δ της ΕΣΔΑ όπως αυτή γίνεται από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο. Βέβαια το ότι ήταν ατυχέστατα τα δύο παραδείγματα της νομολογίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου που ανέφερε ο κ. Αναγνωστόπουλος δεν μειώνει τη σημασία αυτής της διάταξης. Θα δούμε, υπάρχουν άλλες αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου που συνεισφέρουν πάρα πολύ σημαντικά στοιχεία για την σωστή και νόμιμη κρίση της παρούσας υπόθεσης.

Εδώ εισαγωγικά θέλω να αναφέρω τρία στοιχεία με δεδομένο ότι πρώτος ο ομιλών είχε συνεισφέρει την προβληματική του 6.3δ στο παρόν Δικαστήριο όταν στις 7 Μαίου είχα πει ότι υπάρχει μία πολύ σημαντική πρακτική συνέπεια όταν κάποιος συγκατηγορούμενος κάνει δηλώσεις εις βάρος άλλου κατηγορουμένου και είχα πει τότε ότι εφόσον αυτός ο συγκατηγορούμενος θεωρηθεί ως μάρτυρας κατηγορίας γεννάται θέμα εφαρμογής του άρθρου 6 παράγραφο 3δ της ΕΣΔΑ το οποίο θεσπίζει αναφαίρετο δικαίωμα στον άλλο συγκατηγορούμενο και στον συνήγορό του τον επιβαρυνόμενο να απευθύνει ο ίδιος ευθέως ερωτήσεις στον επιβαρύνονται συγκατηγορούμενο. Αυτά είχα πει στις 7 Μαίου.

Βέβαια ίσως δεν ήμουν κι εγώ τόσο σαφής, δημιουργήθηκε μία παρανόηση κατά την ταπεινή μου άποψη. Το άρθρο 6 παράγραφος 3δ της ΕΣΔΑ δεν καθιστά τον συγκατηγορούμενο μάρτυρα, δεν τον μαρτυροποιεί. Όπως θα δούμε και στη συνέχεια εδώ η σχετική απόφασή σας κάνει ένα λάθος. Πρώτα να διευκρινίσουμε ότι το βασικό πεδίο εφαρμογής του 6.3δ είναι οι ανώνυμες μαρτυρίες αλλά εδώ αναφερόμαστε σε μία επιμέρους πτυχή του πεδίου εφαρμογής του άρθρου 6.3δ που έχει να κάνει με τον συγκατηγορούμενο. Θα ήταν απλουστευτικό και ακόμα χειρότερο μη νόμιμο το να πει κανείς «ναι, επικαλούμαι το άρθρο 6.3δ για να καταστήσω έναν συγκατηγορούμενο μάρτυρα›. Στο ελληνικό δικαιϊκό σύστημα ο συγκατηγορούμενος, κάθε κατηγορούμενος δεν μπορεί να γίνει μάρτυρας, παραμένει διάδικος. Αυτό έχει μία πολύ μεγάλη σημασία.

Προτεινόμενα για εσάς



Δημοφιλή