Κατά συνέπεια λοιπόν δε νομίζω ότι υπάρχει καμία αντίφαση η οποία να δικαιολογεί το λαγό απ’ το καπέλο που νομίζει ότι βγάζει ο κ. Εισαγγελέας, αντιθέτως υπάρχει μία φαινομενικά σαφής κατάθεση η οποία όμως δε λέει κάτι ξεχωριστό από αυτά που λέει η δικογραφία και μία τραγικά αόριστη κατάθεση-απολογία ιδίως του Τζωρτζάτου, η οποία δε λέει τίποτα και εν πάση περιπτώσει δεν μπορεί απ’ αυτήν, με όποια αξιοποίηση και να γίνει και του συνολικού αποδεικτικού υλικού να δοθεί οποιοσδήποτε άλλος ρόλος πλην αυτού ο οποίος φέρεται ότι δίνεται στον εαυτό του από τον ίδιο τον κ. Τζωρτζάτο, ο ρόλος δηλαδή του οδηγού για την παραλαβή και τη διαφυγή.
Η οποία διαφυγή βέβαια όπως προείπα δεν στοιχειοθετεί ούτε καν υπόθαλψη εγκληματίου διότι έχει γίνει κάτω από συνθήκες που έχει πάψει η οποιαδήποτε καταδίωξη και συνεπώς δεν υφίσταται ανάγκη φυγάδευσης του δράστη, το δε έγκλημα έχει προ πολλού ολοκληρωθεί και σε τίποτα δεν συμβάλλει στην πραγματοποίησή του ο φερόμενος ως απλός συνεργός διά των ενεργειών αυτών.
Υπάρχει η κατάθεση του Σάββα Ξηρού η οποία όμως δεν αναφέρει τίποτα διότι δεν ήταν παρών και συνεπώς δεν είναι προς αξιολόγηση. Διαβάζω και πάλι τελειώνοντας με αυτό, την έκθεση αυτοψίας και κατασχέσεως της μοτοσικλέτας η οποία έχει αναγνωσθεί ότι «στις 10/8/87 ενεργούντες αναζητήσεις για την ανεύρεσης της υπ’ αριθμ. τάδε μοτοσικλέτας που χρησιμοποίησαν για τη διαφυγή τους οι δράστες της βομβιστικής ενέργειας εναντίον λεωφορείου Αμερικανών που έλαβε χώρα στις 16:40 στις 10/8/87 στην οδό Ακτής 9, περιοχής Βούλας Αττικής, εντοπίσαμε στις 20:15 της 10/8/87 τη μοτοσικλέτα αυτή στη διασταύρωση των οδών Μεταξά και Πανόπης στη Γλυφάδα κρυμμένη μέσα σε καλλωπιστικούς θάμνους της πρασιάς που υπήρχε εκεί σαν συνέχεια του πεζοδρομίου›. Αυτό το έγγραφο νομίζω μας δείχνει τη γεωγραφική απόσταση των δύο αυτών μερών.
Έρχομαι τώρα στην απόπειρα ανθρωποκτονίας του Κάρος. Εδώ επειδή δεν έχω την εισαγγελική πρόταση πρόχειρη έχω την εντύπωση –αν κάνω λάθος διορθώστε με- ότι ήσαστε απαλλακτικοί με το σκεπτικό ότι δεν συνιστά αρχή εκτέλεσης αλλά μόνο απλές προπαρασκευαστικές πράξεις. Είναι προφανές αυτό το πράγματα, εδώ θα συνταχθώ, προσθέτοντας μόνο και το εξής που έχει μία σημασία, ότι ακόμα και σε περίπτωση αντίθετης κρίσης εδώ δεν έχουμε καθόλου ομολογία από τον Βασίλη Τζωρτζάτο για την πράξη αυτή στην προανακριτική του απολογία, δεν έχουμε επίσης καμία αναφορά στο πρόσωπό του ούτε από τον Τσελέντη ούτε από τον Σάββα Ξηρό.
Αναφορά υπάρχει μόνο από τον Χριστόδουλο Ξηρό η οποία αναφορά είναι αόριστη: « Λάβαμε μέρος εγώ, ο αδερφός μου ο Σταμάτης και ο Αλέκος, επιλέξαμε ως χρόνο πραγματοποίησης τη στιγμή που επέστρεφε στην οικία του, τοποθετήσαμε τον εκρηκτικό μηχανισμό στον σκουπιδοτενεκέ› κτλ. Βεβαίως και αν ακόμα το Δικαστήριο καταλήξει στην κρίση ότι στοιχειοθετείται η αρχή εκτέλεσης και κατά συνέπεια απόπειρα ανθρωποκτονίας ή απόπειρα έκρηξης και πάλι δεν είναι δυνατό νόμιμα να καταδικαστεί ο Βασίλης Τζωρτζάτος. Αυτό λόγω του 211α, δεδομένου ότι το μόνο επιβαρυντικό στοιχείο είναι η κατάθεση, η προηγούμενη απολογία του Χριστόδουλου Ξηρού.
Προχωρώ στην κατηγορία για άμεση συνέργια του Βασίλη Τζωρτζάτου στην ανθρωποκτονία του Αθανασιάδη Μποδοσάκη. Την υπόθεση αυτή την ανέπτυξε εξαντλητικά επίσης ο κ. Μυλωνάς. Θα σταθώ λίγο διότι είναι από τις πλέον σοβαρότερες κατηγορίες που αντιμετωπίζει, δεδομένου ότι κατηγορείται για συμμετοχή σε βαθμό άμεσης συνέργιας. Εδώ θα ήθελα να θέσω υπόψη του Δικαστηρίου πέραν όσων είπε ο κ. Μυλωνάς, τα ακόλουθα:
Πρώτον, η φερόμενη ομολογία του Βασίλη Τζωρτζάτου που είναι και το μόνο εν προκειμένω εις βάρος του αποδεικτικό στοιχείο, διότι εδώ δεν έχουμε απολογίες συγκατηγορουμένων, ο μεν Χριστόδουλος Ξηρός δε λέει κάτι σχετικά, ο δε Δημήτρης Κουφοντίνας βεβαίως επίσης δε λέει. Ο μόνος που λέει, ο Βασίλης Τζωρτζάτος, κάνει μια ομολογία η οποία έχει δύο πολύ σημαντικά χαρακτηριστικά.
Το ένα είναι ότι είναι το μοναδικό σημείο της προανακριτικής του απολογίας που υπάρχει η διατύπωση αυτή και είναι και η μοναδική κατηγορία για την οποία υπάρχει ειδική αναφορά στην αμέσως επόμενη ανακριτική απολογία ενώπιον της κας Μπούρη. Ξεκινά με τη φράση που λέει «ξέχασα να σας πω για την περίπτωση του βιομήχανου Αθανασιάδη Μποδοσάκη›. Αυτό νομίζω ότι δείχνει πάρα πολύ καθαρά το πώς λαμβάνονται αυτού του είδους οι απολογίες, διότι το «ξέχασα› και το «θυμήθηκα› είναι προφανές ότι είναι μετά από υπαγόρευση και μετά από πίεση από πάνω.
Μας έχει μιλήσει και ο κ. Τσελέντης σε όλες του τις καταθέσεις διεξοδικά για το οργανόγραμμα της αστυνομίας με το οποίο υπεδείκνυε στους διαφόρους κατηγορουμένους το ένα και το άλλο αδίκημα κτλ. και βεβαίως νομίζω ότι το «ξέχασα› έρχεται να συμπληρώσει ένα κενό ίσως διότι ξέχασαν να λάβουν την κατάλληλη απολογία από τον Χριστόδουλο Ξηρό που προηγήθηκε προηγουμένως για την υπόθεση Μποδοσάκη. Εκεί δεν υπήρχε ένοχος κανείς, κι έπρεπε να βρεθεί ένοχος και να ενοχοποιηθούν και άλλοι από μία απολογία. Και γι αυτό τον λόγο ελήφθη η απολογία αυτή.
Το δεύτερο χαρακτηριστικό της είναι η κοινοτοπία. Τί φέρεται να λέει; «Κάποιοι είχαν κοιτάξει πιο μπροστά ότι περνούσε από συγκεκριμένο σημείο, εγώ με τον Λουκά είδαμε το σημείο δυο τρεις φορές πριν την ημέρα της εκτέλεσης, κάναμε παρατήρηση στους δρόμους διαφυγής, μετρούσαμε τους χρόνους, πόση ώρα άνοιγαν και έκλειναν τα φανάρια. Την ημέρα της εκτέλεσης, πρωινή ώρα μαζί με το Λουκά πήγαμε και πήραμε απαλλοτριωμένη μηχανή που είχαμε προηγουμένως σταθμεύσει σε δρόμο στο Μαρούσι, οδηγούσα εγώ και πήγαμε σε μία πλατεία στη λεωφ. Κηφισίας στο Μαρούσι και περιμέναμε ειδοποίηση από τον Μανόλη. Ο Μανόλης ήρθε. Εκεί που περιμέναμε με μία μηχανή μας ειδοποίησε ότι έρχεται κι έφυγε. Εμείς ήμαστε έτοιμοι, φορούσαμε γάντια μηχανής. Από όπλα εγώ είχα ένα μύλο περίστροφο, ο Λουκάς είχε παραδοσιακό 45άρι, εγώ φορούσα κράνος και ο Λουκάς τραγιάσκα. Μόλις πέρασε ο Μποδοσάκης τον πλευρίσαμε› κτλ.
Όλα αυτά μέχρι και το κράνος και η τραγιάσκα, η διαδρομή, τα πάντα, ήταν γνωστά από τη δικογραφία. Βεβαίως υπάρχει και η επινόηση η οποία προσθέτει άλλον έναν ένοχο, τον Χριστόδουλο Ξηρό, εκεί δεν καταλαβαίνω σε τί συνίστατο η ανάγκη να τους ειδοποιήσει αφού ήταν με μηχανή κι αφού έτσι κι αλλιώς ήταν γνωστή η διαδρομή του θύματος, είχε παρατηρηθεί κτλ. σε τί χρειαζόταν να ειδοποιήσει αλλά το ποια διαδρομή έκανε το θύμα, το πώς έγινε η δολοφονία του, το ότι ήταν με μηχανή, το ποιοι επέβαιναν και το τί φορούσαν στο κεφάλι, ήταν όλα αυτά γνωστά.
Αλλά η αλήθεια είπαμε ότι είναι σαν το φως το οποίο και μία χαραμάδα μικρούλα να βγει, θα μπει. Το έγγραφο που μου είχε κάνει πιο πολύ εντύπωση όταν μελέτησα τη δικογραφία αυτή, ήταν μία πάρα πολύ εμπεριστατωμένη αίτηση του συμπαθέστατου συνηγόρου Πολιτικής Αγωγής κ. Σινιόσογλου, ο οποίος επί δύο σελίδες εξηγούσε στον κ. Ανακριτή για ποιο λόγο θα πρέπει να κληθεί μάρτυρας ο κ. Μερκούρης, ο οδηγός του λεωφορείου που παρακολουθούσε τη διαδρομή του θύματος.
Πρώτον, ο κ. Μερκούρης ήταν αυτόπτης μάρτυρας της δολοφονίας και μάλιστα από πλεονεκτική θέση, το μεν διότι το λεωφορείο που οδηγούσε ήταν σταματημένο 15 μέτρα από το σημείο της δολοφονίας, το δε διότι είχε πανοραμική θέα των γεγονότων λόγω της υπερυψωμένης θέσης του ως οδηγού λεωφορείου.
Δεύτερο, κατέθεσε ρητά ότι σε όλο το προ της δολοφονίας του ημίωρο, συναντήθηκε σε παράλληλη πορεία με τη μοτοσικλέτα των δολοφόνων τουλάχιστον τρεις φορές παρατηρώντας λεπτομερώς οδηγό και συνεπιβάτη.
Τρίτο και σημαντικότερο, η περιγραφή από τον μάρτυρα των συνθηκών της δολοφονίας των δραστών και λοιπών περιστατικών, είναι σήμερα πλέον εντυπωσιακές: α) διότι η κατάθεσή του επιβεβαιώνεται από όλα τα στοιχεία της προανάκρισης και της σημερινής προανάκρισης και ανάκρισης και β) διότι η περιγραφή του για τον Δημήτριο Κουφοντίνα είναι εκπληκτικής ακρίβειας και φωτογραφικής πιστότητας (ηλικία 25-27 ετών, τα μάτια του στρογγυλά, τα χείλη κτλ..)
Επειδή υπό τα σημερινά δεδομένα ο μάρτυρας αυτός αναδεικνύεται σε άνθρωπο σπάνιας παρατηρητικότητας, ακρίβειας και σαφήνειας και επομένως μία νέα κατάθεσή του κρίνεται απολύτως απαραίτητη για την αναγνώριση του Κουφοντίνα, επειδή ορθώς ο κ. Ειδικός Εφέτης Ανακριτής κάλεσε τον παραπάνω μάρτυρα να καταθέσει δύνάμει της τάδε κλήσης αλλά το Α.Τ. Περιστερίου δεν τον βρήκε στην παλιά διεύθυνση διόιτι προφανώς μετά 15ετία άλλαξε διεύθυνση ή συναξιοδοτήθηκε ή ασκεί άλλο επάγγελμα, ζητά να ανευρεθεί ο Δημήτριος Μερκούρης είτε από τον τόπο της γέννησής του, είτε από τον ΟΑΣ ή το Σωματείο Συνταξιούχων του ΟΑΣ ή από το ΙΚΑ ή από κάποιο άλλο στοιχείο.
Τα πάντα για να βρεθεί ο Μερκούρης. Ευτυχώς βρέθηκε ο Μερκούρης. Ο Μερκούρης βέβαια περιέγραφε από την προανακριτική του κατάθεση και τους δύο δράστες. Πράγματι λέει ότι –δεν έχω κάποιο λόγο να τον αμφισβητώ- ότι σε όλη τη διαδρομή παρακολουθούσε το λεωφορείο και του έκανε εντύπωση ότι η μηχανή η οποία ακολουθούσε το αυτοκίνητο του Μποδοσάκη αντί να κάνει έναν ελιγμό και να φύγει, ήταν μπλεγμένη στην κίνηση, αλλά δυστυχώς ή ευτυχώς ο άνθρωπος είναι πάρα πολύ σαφής στις περιγραφές που κάνει.
Λέει: «Συγκεκριμένα ο οδηγός της μοτοσικλέτας ήταν 25-27 ετών περίπου, φορούσε κράνος και το ύψος του ήταν γύρω στο 1,60›. Ο Βασίλης Τζωρτζάτος την περίοδο εκείνη, γεννηθείς το 1955 ήταν 33 χρονών και όχι 25-27. Κράνος βεβαίως φορούσε –όχι ο Τζωρτζάτος, φορούσε ο οδηγός της μηχανής, αυτό ήταν εύλογο για χίλιους δύο λόγους- και το ύψος του γύρω στο 1,60. Το ύψος δεν θα μπορούσε κανείς να αντιτάξει βάσιμα ότι το λέει επιπόλαια διότι τον είδε πάνω στη μηχανή, διότι τον είδε φευγαλέα για λίγο, τον παρακολουθούσε επί μιάμιση ώρα από τη διασταύρωση της λεωφόρου Κηφισίας με το δρόμο που ξεκινά από τα Μελίσσια μέχρι το ΥΓΕΙΑ που έγινε η συγκεκριμένη ενέργεια, το λέει ο ίδιος στην προανακριτική, το είπε κι εδώ πέρα.
Είναι προφανές εξ αντιδιαστολής από την περιγραφή που κάνει στον δεύτερο δράστη, του οποίου το ύψος δεν το προσδιορίζει, ότι θεωρεί πιο κοντό τον οδηγό από τον δεύτερο δράστη, διότι το 1,60 που λέει είναι χαρακτηριστικό, είναι κάτω του μέσου όρου του ύψους ενός μέσου άντρα. Είναι κι ένα δεύτερο στοιχείο προσδιοριστικό ότι δεν ήταν αυτός. Εδώ λοιπόν έχουμε τον πιο αξιόπιστο μάρτυρα που η Πολιτική Αγωγή σκίζεται να φέρε, όχι εμείς, που εμείς θα έπρεπε κανονικά.
Έρχεται και βεβαίως ούτε τον Κουφοντίνα αναγνωρίζει, παρά τα όσα αντίθετα εκτιμούσε η Πολιτική Αγωγή ότι θα συμβούν, αλλά δεν αναγνωρίζει ούτε τον Τζωρτζάτο και μένει στην προηγούμενη προανακριτική του κατάθεση. Εδώ λοιπόν με τί στοιχεία το Δικαστήριό σας θα μπορέσει να ανατρέψει αυτή τη μαρτυρία ενός ανθρώπου ο οποίος ούτε έχει κανένα συμφέρον από την έκβαση της Δίκης ούτε κάποιοι λόγο να πει ψέματα και βεβαίως ούτε κάποιο λόγο να αμφισβητήσουμε την αξιοπιστία ή τη μνήμη του που τότε την έχει καταθέσει κι έχει πει συγκεκριμένα για ύψος 1,60.
Βεβαίως δεν διασκεδάζονται όλα αυτά ούτε με τις τραγιάσκες διότι είχε κατατεθεί από τον μάρτυρα τον κ. Παπαρούνη, τον άλλο μάρτυρα, ούτε με το σημείο που δήθεν λέει ότι άφησαν τη μηχανή, το οποίο είναι λάθος γιατί λέει για Παράδεισο Αμαρουσίου ενώ είχε βρεθεί στο Κάτω Χαλάνδρι. Συνεπώς δεν προκύπτει κανένα ενοχοποιητικό στοιχείο για τον Τζωρτζάτο ούτε για την υπόθεση Αθανασιάδη Μποδοσάκη. Ίσως επειδή το συνειδητοποίησε η Πολιτική Αγωγή αυτό, στην αγόρευσή της ουδέν διέλαβε για την υπόθεση, απησχόλησε συνολικά το Δικαστήριο πάνω από 5-6 ώρες –αυτά τα λέω για να μην κάνετε παράπονα σε εμένα- και μία κουβέντα για την υπόθεση δεν ακούστηκε από τα χείλη της παρά το γεγονός ότι υπήρχαν τόσο χρήσιμα και σοβαρά θέματα όσον αφορά την ενοχή αυτών που εμπλέκονται στη συγκεκριμένη υπόθεση, αλλά τέτοια πίστη είχε και η Πολιτική Αγωγή στην πεποίθηση περί ενοχής των κατηγορουμένων που περί άλλα ετύρβασε όταν αγόρευσε.
Υπόθεση Νορντίν: Η κατηγορία εδώ για τον Τζωρτζάτο είναι απλή συνέργια συνιστάμενη στο γεγονός ότι τελώντας εν γνώσει για την εκτέλεση της άδικης πράξης προέβη κατά τις αμέσως προηγούμενες ημέρες στην τοποθέτηση των εκρηκτικών υλών και επιπλέον το πρωί της ημέρας μετέφερε και άφησε τη μοτοσικλέτα που ήταν κλεμμένη κτλ.
Τί μας λέει εδώ η πρόταση του κ. Εισαγγελέα: «Στις 28/6/88 σειρά είχε ο Γουίλιαμ Έντουαρντ Νορντίν, ναυτικός ακόλουθος της Αμερικανικής Κυβέρνησης στην Ελλάδα που υπηρετούσε στην Πρεσβεία των ΗΠΑ. Ο άτυχος αυτός άνθρωπος εδέχθη επίθεση από τους κατηγορουμένους Χριστόδουλο Ξηρό, Σάββα Ξηρό, Δημήτριο Κουφοντίνα, Βασίλη Τζωρτζάτο και Πάτροκλο Τσελέντη. Ο πρώτος, ο Χριστόδουλος έχει δράσει ως αυτουργός, είναι ο άνθρωπος που πάτησε το μπουτόν. Οι δε λοιποί κατηγορούμενοι, ο Σάββας Ξηρός, ο Κουφοντίνας, ο Τζωρτζάτος και ο Τσελέντης συμμετείχαν σε αυτή την πράξη, δηλαδή ετοίμασαν τη βόμβα, μετέφεραν το αυτοκίνητο και ειδικότερα ο Βασίλης Τζωρτζάτος ως επαγγελματίας ηλεκτρολόγος έκανε τις συνδέσεις με τη βόμβα και τα καλώδια, όλη τη σύνδεση με την οποία επετεύχθη η από απόσταση πυροδότηση της βόμβας με την οποία έγινε έκρηξη και επέφερε τον αργό θάνατο του θύματος›.
Δεν υπάρχει κάποιο άλλο περιστατικό το οποίο να αιτιολογεί την πρόταση περί ενοχής του Βασίλη Τζωρτζάτου, υπάρχουν μόνο τα στερεότυπα περί ηλεκτρολογικών γνώσεων. Εδώ φαίνεται ότι η Εισαγγελία κάνει επιλογή όσων επιθυμεί να ακούσει από τον κ. Τσελέντη. Θα μου πείτε «και εσείς το κάνετε κ. συνήγορε›. Εγώ το κάνω, δικαιούμαι να το κάνω γιατί είμαι Υπεράσπιση. Η ιστάμενη ή καθήμενη δικαιοσύνη δεν δικαιούται να το κάνει.
Εάν θα πιστέψουμε τον Πάτροκλο Τσελέντη πρέπει να τον πιστέψουμε στο σύνολό του εκτιμώντας και σταθμίζοντας βέβαια την αξιοπιστία όσον λέει, διότι υπάρχουν πράγματα που τα λέει κατόπιν εορτής, πράγματα που τα λέει κατόπιν προϊούσας μνήμης, πράγματα τα οποία τα λέει έτσι τη μία φορά και αλλιώς την άλλη. Ένα από τα λίγα τα οποία τα λέει στεντόρια, με τον ίδιο τρόπο, είναι ότι καμία σχέση και κανέναν ρόλο δεν έπαιζαν οι ηλεκτρολογικές γνώσεις του Τζωρτζάτου, διότι πειραματίζονταν όλοι και δεν ήταν ένα θέμα ειδικών γνώσεων ή ηλεκτρολόγου, υπήρχαν άλλοι οι οποίοι είχαν ειδικές ηλεκτρολογικές και ηλεκτρονικές γνώσεις και ασχολούνταν με τους τηλεχειρισμούς κτλ.
Αυτά δεν φαίνεται να τα λαμβάνει υπόψη ο κ. Εισαγγελέας στην αγόρευσή του, αρκείται και μόνο στην τυπική ιδιότητα του ηλεκτρολόγου του Τζωρτζάτου την οποία στο κάτω-κάτω πρώτοι εμείς εισκομίσαμε στο Δικαστήριο φέρνοντας και την άδεια του επαγγέλματος το οποίο ασκεί διότι δεν έχουμε να κρύψουμε τίποτα από τη Δίκη, και βγάζει από αυτό συμπεράσματα. Είναι όμως τα πράγματα έτσι;
Εδώ έχουμε τα εξής χαρακτηριστικά από πλευράς αξιολόγησης των πραγματικών περιστατικών: Οι μάρτυρες οι οποίοι ήρθαν μιλούν για δύο δράστες, ασχέτως αν το βούλευμα και ο Εισαγγελέας μιλούν για πέντε. Σε ό,τι αφορά τους μάρτυρες δεν υπάρχει καμία απολύτως επιβαρυντική κατάθεση εις βάρος του Βασίλη Τζωρτζάτου. Σε ό,τι αφορά τους κατηγορουμένους, υπάρχουν τα εξής:
Χριστόδουλος Ξηρός: «Στην πρώτη επίθεση ήμαστε χωρισμένοι σε δύο ομάδες. Στην πρώτη ομάδα συμμετείχαν ο αδερφός μου ο Σάββας, ο Αλέκος και ο Σταμάτης. Αυτοί αναλαμβάνουν την προετοιμασία και τοποθέτηση του παγιδευμένου με εκρηκτικά αυτοκινήτου στο προεπιλεγμένό σημείο όπως και έγινε. Δεν θυμάμαι ποιος τοποθέτησε τα εκρηκτικά εντός του αυτοκινήτου›. Αυτοί αναλαμβάνουν, «δε θυμάμαι ποιος το έκανε› όμως. «Η δεύτερη ομάδα απετελείτο από εμένα και τον Λουκά οι οποίοι ταυτόχρονα με την τοποθέτηση του αυτοκινήτου μπήκαμε σε διπλανό ακατοίκητο σπίτι. Τη στιγμή που πέρασε ο στόχος με το αυτοκίνητο, εγώ πάτησα το μπουτόν του τηλεχειρισμού. Στη συνέχεια εγώ με τον Λουκά πήγαμε στο σημείο που είχαμε αφήσει την κλεμμένη μοτοσικλέτα και επιβιβαστήκαμε με κατεύθυνση τα Μελίσσια που την εγκαταλείψαμε›.
Και εδώ ισχύει το ότι αν θα πάρουμε μια κατάθεση ως αξιόπιστη, θα την πάρουμε στο σύνόλό της. Θέλετε να πάρετε του Χριστόδουλου; Δε θα φορτώσετε στον Τζωρτζάτο ότι είχε αφήσει την κλεμμένη μηχανή, διότι ο Χριστόδουλος λέει «την αφήσαμε εμείς›, η άλλη ομάδα είχε αναλάβει άλλα. Βεβαίως η άλλη ομάδα είχε αναλάβει άλλα, ξέρει ότι είχε αναλάβει, δεν ξέρει όμως ποιος απ’ αυτούς που ανέλαβαν τα είχε εκτελέσει. Τα άλλα είναι η προετοιμασία δηλαδή του παγιδευμένου αυτοκινήτου.
Κατά συνέπεια, ως προς το πρώτο σκέλος της οργάνωσης της επιχείρησης η απολογία του Χριστόδουλου Ξηρού ενέχει αοριστία για τον Τζωρτζάτο διότι δεν θυμάται αν αυτός είχε κάνει κάτι ούτε και τί είχε συγκεκριμένα αναλάβει, ως προς το δεύτερο, περιέχει την ομολογία μιας πράξης την οποία το βούλευμα την αποδίδει στον Τζωρτζάτο. Ο ίδιος ο Τζωρτζάτος λέει «σε εμένα ο Λουκάς ανέθεσε να αφήσω μία απαλλοτριωμένη μοτοσικλέτα, τη μοτοσικλέτα την πήγα στις 8 η ώρα την ημέρα της έκρηξης, την άφησα και έφυγα. Μαζί μου ήταν ο Μιχάλης›.
Δε μας λέει όμως πού την άφησε και έφυγε, ποιο ήταν δηλαδή το προκαθορισμένο μέρος διότι εδώ γεννάται ένα άλλο ζήτημα. Ενόψει της προηγούμενης κατάθεσης του Χριστόδουλου Ξηρού, την άφησε ο Τζωρτζάτος στο προκαθορισμένο μέρος όπου τη βρήκε ο Χριστόδουλος Ξηρός και την πήρε και έφυγε ή την άφησε κάπου απ’ όπου την πήρε ο Χριστόδουλος Ξηρός, την πήγε κάπου αλλού και στη συνέχεια μαζί με κάποιους άλλους όπως λέει «πήγαμε και την αφήσαμε τη μοτοσικλέτα κάπου και στη συνέχεια την πήραμε και φύγαμε›;
Ούτε και αυτό είναι σαφές και όπως καταλαβαίνετε, αν ισχύει το δεύτερο από τα ερωτήματα τα οποία έθεσα, δεν έχουμε καμία συνδρομή πριν από την τέλεση του εγκλήματος και καμία απλή συνέργια σε ό,τι αφορά τη μοτοσικλέτα. Σε ό,τι αφορά την προετοιμασία του παγιδευμένου αυτοκινήτου, ο Τζωρτζάτος ουδεμία συμμετοχή ομολογεί, ο Χριστόδουλος ουδεμία συγκεκριμένη πράξη του αποδίδει.
Υπάρχουν και άλλες βεβαίως απολογίες συγκατηγορουμένων. Ο μεν Σάββας λέει ότι ο Σταμάτης έκανε τη σύνδεση, ο δε Τσελέντης λέει στις 25/7/2002 ότι «το αυτοκίνητο το πήγα με κάποιον άλλον, δε θυμάμαι με ποιον, το άφησα και έφυγα με το λεωφορείο›. Βεβαίως αυτά ο Τσελέντης τα είπε κι εδώ πέρα στο ακροατήριο. Λέει στις 4/8/2003: «Έτσι μια μέρα πήρα κάποιο αυτοκίνητο κλεμμένο και το πήγα σε ένα δρόμο στην Κηφισιά. Δεν είχα ξαναπάει στη ζωή μου ούτε έχω ξαναπάει ούτε θυμάμαι πώς λέγεται ούτε ξέρω να πάω τώρα πια. Στο αυτοκίνητο αυτό, στο πίσω μέρος είχαν τοποθετηθεί εκρηκτικά. Τα είχαν βάλει λίγο πιο πριν σ’ εκείνη την περιοχή από κάποιο άλλο αμάξι, γιατί εγώ δεν θα έπαιρνα ένα αυτοκίνητο από μεγάλη απόσταση γεμάτο εκρηκτικά να το πάω κάπου αλλού. Δηλαδή το πήρα 500 μέτρα, 1 χιλιόμετρο, το πήγα και το άφησα εκείνο το πρωινό, πάλι δε θυμάμαι με ποιον ήμουν και ποιοι άλλοι ήταν εκεί πέρα›.
Εδώ θα πρέπει να πω ότι ασχέτως της στάθμισης του επιχειρήματος «εγώ δε θα μπορούσα να πάρω ένα αμάξι με εκρηκτικά και να το πάω σε μεγάλη απόσταση›, -δηλαδή θα μπορούσε ηλεκτρολόγος να τα έκανε να μην εκραγούν από έναν τυχαίο κίνδυνο επειδή ήταν ηλεκτρολόγος και θα διασκέδαζε τον κίνδυνο της μεγάλης απόστασης, θα αποσοβούσε και το τυχαίο δηλαδή κίνδυνο; Εν πάση περιπτώσει, αυτό το λέω παρεμπιπτόντως επειδή είναι ένα στοιχείο του τρόπου σκέπτεσθαι του Τσελέντη.
Τί μένει λοιπόν; Μένει η απολογία του Σάββα Ξηρού η οποία βέβαια είναι από τις πρώτες, στις 25/7/2002 και έχει ληφθεί κάτω από τις συνθήκες οι οποίες προαναφέρθηκαν εχθές στον ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟ. Έχουμε και κάποια άλλα στοιχεία όμως εδώ από τα οποία το κυριότερο είναι οι παρατηρήσεις του μάρτυρα ειδικών γνώσεων, του Κων/νου Πανουσόπουλου, σε ό,τι αφορά τη μεγιστοποίηση των κινδύνων τυχαίας έκρηξης από την εκδοχή ότι κάποιος τοποθετεί το παγιδευμένο αυτοκίνητο με τα εκρηκτικά συνδεδεμένα με τον μηχανισμό πυροδοτήσεως –προσέξτε, έτσι λέει το βούλευμα- από την προηγούμενη ημέρα στο σημείο της έκρηξης και βεβαίως ο άνθρωπος αυτός σας απέδειξε κάτι το οποίο προκύπτει και από την κοινή λογική, ότι μία τέτοια ενέργεια ήταν αφάνταστα επικίνδυνη διότι ο κίνδυνος ανάφλεξης και πυροδότησης από ένα τηλεχειρισμό, ακόμα και από ένα τηλεχειριστήριο γκαράζ ήταν τεράστιος.
Η εκδοχή αυτή λοιπόν διαψεύδεται και από τον πραγματογνώμονα, ήδη έχει διαψευσθεί και από τον Τσελέντη ο οποίος λέει ότι την ίδια ημέρα το πήγε το αυτοκίνητο εκεί και το επισημαίνω αυτό διότι πέρα απ’ όλα τα άλλα είναι ένα δείγμα συνολικής αξιοπιστίας του τρόπου με τον οποίο το βούλευμα αυτό στήθηκε και του γεγονότος ότι στη διαδικασία και της ανάκρισης και της Δίκης δεν υπήρξε ένας άνθρωπος με ειδικές γνώσεις, ένας πραγματογνώμονας, για να προφυλάξει και τους δικαστικούς λειτουργούς από γκάφες τέτοιου είδους. Συνεπώς δεν υπάρχει κανένα ενοχοποιητικό στοιχείο και στην υπόθεση Νορντίν.
Έρχομαι στη ληστεία του Α.Τ. Βύρωνα. Εδώ έχουμε κι ένα ειδικό φαινόμενο, το φαινόμενο που ακούει στη όνομα κα Νίκη Βεργή, η αστυνομικός η οποία ήρθε εδώ πέρα. Σας έλεγα προχθές ξεκινώντας αφενός τις ιδιομορφίες τις βιωματικές με τις οποίες η ελληνική αστυνομία έζησε τα χρόνια της δράσης της 17Ν και τους ειδικούς εξευτελισμούς που έχει υποστεί σε κάποιες περιπτώσεις που συναντήθηκε άμεσα μαζί της, κορυφαία των οποίων ήταν η αφαίρεση των όπλων από το Α.Τ. Βύρωνα.
Δε νομίζω να έχει θιγεί –το έχουν πει και οι κ.κ. Εισαγγελείς αυτό το πράγμα- τόσο σοβαρά ποτέ το κύρος της ελληνικής αστυνομίας, όσο από εκείνη την σχεδόν μη βίαιη θα έλεγε κανένας όπως περιγράφεται από τα πραγματικά περιστατικά εδώ πέρα, ενέργεια αφοπλισμού των αστυνομικών από τη 17Ν. Βεβαίως το πρόσωπο το οποίο ενσωματώνει και ενσαρκώνει την εκδικητικότητα και το βίωμα αυτού του εξευτελισμού, έλαχε να είναι η Αξιωματικός υπηρεσίας την ημέρα εκείνη στο Α.Τ. Βύρωνα, η κα Νίκη Βεργή η οποία έχει κάθε λόγο και να διογκώσει τη βία που υποτίθεται της ασκήθηκε και να επιτύχει τη σύνταξη ιατροδικαστικής έκθεσης κ. Αναπληρωτή Εισαγγελέα που το είπατε στην αγόρευσή σας για το σαγόνι της και να έρθει εδώ προσπαθώντας να ξεπλύνει τη ντροπή, έστω και 15 χρόνια μετά.
Βεβαίως η κα Βεργή είχε και άλλα πράγματα να προασπίσει. Είχε να προασπίσει τη δική της αξιοπιστία διότι σας απέδειξα με τα έγγραφα τα οποία κατέθεσα ότι η κα Βεργή εστερείτο όχι μόνο ειδικής αξιοπιστίας κατά τα όσα προέκυψαν από τα πραγματικά περιστατικά και κατωτέρω θα αναπτύξω, αλλά εστερείτο και γενικής αξιοπιστίας, διότι είναι ένας άνθρωπος ο οποίος δικάστηκε και δεν καταδικάστηκε μεν, αφέθηκε ατιμώρητη διότι κρίθηκε ότι τέλεσε το αδίκημα της ψευδορκίας αλλά το τέλεσε προκειμένου να προστατεύσει οικείο της πρόσωπο κι έτσι απηλλάγη με την απόφαση του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Πατρών, την οποία σε απόσπασμα εδώ σας προσκόμισα.
Ήταν μια υπόθεση η οποία έκανε αρκετό σούσουρο στην αστυνομία, στην τοπική κοινωνία στην οποία ζει και προσέθεσε στο παθητικό της και άλλα δυσμενή στοιχεία πλην όσων αυτή καθαυτή η ανοργανωσιά του Α.Τ. του οποίου είχε το ρόλο του Αξιωματικού Υπηρεσίας της επέφερε εκείνο το καλοκαίρι του ’88.
Ήρθε λοιπόν η κα Βεργή εδώ πέρα και ήρθε, αστυνομικός ούσα, ύστερα από ένταλμα βίαιης προσαγωγής. Εκτιμήστε αυτό πρώτα απ’ όλα, τη υποταγή στη νομιμότητα και στο καθήκον. Χρειάστηκε ένταλμα βίαιης προσαγωγής για να έρθει αστυνομικός να καταθέσει ως μάρτυρας. Λέτε να μην το ήξερε; Στον Ανακριτή με ένταλμα βίαιης προσαγωγής πήγε; Όχι βέβαια. Είναι πιο πονηρή η κυρία. Περίμενε να έρθουν κάποιοι μάρτυρες οι οποίοι αναγνωρίζουν, να δει πώς πάει η Δίκη –θέλω να θυμίσω ότι ιδίως για τον Τζωρτζάτο ο πρώτος μάρτυρας που χρονικά εμφανίστηκε εδώ και φέρεται ότι τον αναγνώρισε ήταν η αλησμόνητη κα Ευγενούλα στις 18/4/2003 στην υπόθεση Μπουλούκμπαση η οποία κατά πολύ επόταν χρονικά από την υπόθεση του Βύρωνα.
Αν είχε έρθει στη σειρά της η κα Βεργή θα έπρεπε να είχε έρθει από τον Μάρτιο. Επέλεξε να έρθει τότε για να έρθει διαβασμένη και απέδειξε ότι έχει μία πολύ καλή κατάρτιση στην επί δικαστηρίου συμπεριφορά και αρκετό θράσος. Διότι είχε την τάση να επιλέγει τις ερωτήσεις τις οποίες της έκανα, να λέει «άλλη ερώτηση› αντί να απαντά και να αισθάνεται ότι το Δικαστήριο είναι μια φυσική προέκταση του χώρου της εξουσίας την οποία κατά τρόπο ανίκανο είχε ασκήσει τουλάχιστον στην περίπτωση του Βύρωνα.
Η κα Νίκη Βεργή λοιπόν ήρθε εδώ πέρα και αφού προσπάθησε να ηρωοποιήσει τον εαυτό της πράγμα το οποίο ακόμη και τον κ. Τσελέντη έβγαλε από τα ρούχα του και το είπε στην απολογία του με τον πιο ήπιο τρόπο που θα μπορούσε, ακόμα κι εκείνος αγανάκτησε, είναι καταφανές, με τα ψέματα τα οποία έλεγε, ήρθε εδώ πέρα να μας πει το άσπρο μαύρο.
Ήρθε να πει ότι ήταν ο Βασίλης Τζωρτζάτος το πρόσωπο το οποίο εισήλθε στο Α.Τ. συνοδευόμενο από τον Σάββα ντυμένο ως ψευτο-αστυνομικό και παριστάνοντας ο Τζωρτζάτος τον ψευτο-κρατούμενο, όταν στην προανακριτική της κατάθεση με πολύ μεγάλη ακρίβεια, ακρίβεια η οποία υπήρχε σε όλες τις περιγραφές των προσώπων που έκανε, έλεγε ότι αυτός που παρίστανε τον ψευτο-κρατούμενο έχει ύψος 1,67 και μακριά καστανά μαλλιά. Συμβαίνει ο Τζωρτζάτος να μην έχει τίποτε από αυτά, ούτε να είχε. Το ύψος του είναι 1,80, τα μαλλιά του δεν ήταν ποτέ ούτε καστανά ούτε μακριά.
Αλλά η κα Βεργή ήρθε έτοιμη εδώ πέρα να οικοδομήσει το ψέμα της. Είχε και τις γόβες στο μυαλό της κι έγινε θέμα μια μέρα ολόκληρη για τις γόβες. Διότι η κυρία ήρθε διαβασμένη, περισσότερο από εμένα, οφείλω να πω. Διότι αυτό το οποίο κατά λογική επαγωγή προσπάθησα να τη φέρω σε αδιέξοδο –θυμάστε τη σκηνή, που σηκώσατε τον κ. Τζωρτζάτο να πάει δίπλα της, φάνηκε το ύψος του και σε σχέση με το δικό της και ότι εν πάση περιπτώσει δεν είναι 1,67 και εκείνη την ώρα κάποιος από μηχανής θεός στο μυαλό της κας Βεργή φάνηκε και είπε «φορούσε και γόβες, που ήταν 6 πόντους οι γόβες›.
Και άρχισε ένας διάλογος εκεί πέρα, «πώς είναι δυνατόν να φοράτε 6 πόντους γόβες και να είστε η Αξιωματικός Υπηρεσίας που η Αξιωματικός Υπηρεσίας κατά το Π.Δ. 141/91 που διέπει τα καθήκοντά του πρέπει να είναι έτοιμος επιχειρησιακά για να μετέχει ακόμη και σε αυτόφωρες επιχειρήσεις και εν πάση περιπτώσει πώς με αυτόν τον τρόπο μπορεί να περιλαμβάνεται σαν τμήμα της στολής ένα τακούνι τόσο κτλ., και αν υπάρχει Κανονισμός και αν δεν υπάρχει› κτλ.
Η κυρία λοιπόν ήρθε μελετημένη. Το ανακάλυψα ψάχνοντας να βρω τον Κανονισμό στολής της αστυνομίας που ίσχυε το 1988. Από την έρευνα την οποία έκανα, προέκυψαν τα εξής: Ότι με το νόμο που ιδρύθηκε η ΕΛ.ΑΣ το 1984, δε θυμάμαι τώρα τον αριθμό του νόμου, το άρθρο 35 αν δεν κάνω λάθος εξουσιοδοτεί τον εκάστοτε Υπουργό Δημόσιας Τάξης όπως ο ίδιος ή εξουσιοδοτώντας δε θυμάμαι ποιο άλλο διοικητικό όργανο του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης, συντάξει Υπουργική απόφαση με την οποία να καθορίσει τον κανονισμό στολής.
Η πρώτη Υπουργική απόφαση με την οποία καθορίζεται στα πλαίσια της ενιαίας ΕΛ.ΑΣ κανονισμός στολής, είναι το 1991. Υπάρχει ένα νομικό κενό στις προηγούμενες περιόδους, επιχείρησα να το προσεγγίσω με τις αρμόδιες υπηρεσίες του νομικού αρχείου του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης διότι οι τράπεζες νομικών πληροφοριών δεν είχαν καμία δυνατότητα συνεισφοράς και τελικά βρέθηκε ο παλαιότερος κανονισμός που ίσχυε, της Αστυνομίας Πόλεων, υπ’ αριθμ. 99/80 περί στολής αστυνομικών, ο οποίος καθορίζει και την υπόδηση της γυναικείας στολής.
Πράγματι λέει για 6 πόντους μέγιστο μήκος τακουνιού στις γυναίκες. Είναι το ίδιο νούμερο που ανέφερε η κα Βεργή εδώ πέρα και είναι χαρακτηριστικό της αξιοπιστίας της. Κατά τα λοιπά, κανένα άλλο αποδεικτικό στοιχείο δεν βαρύνει τον κ. Τζωρτζάτο για οποιαδήποτε συμμετοχή στην ενέργεια αυτή. Καταρχήν δεν αναφέρεται από τον Σάββα Ξηρό στην προανακριτική του απολογία στις 20/7.
Στις αναφορές όλων των απολογιών του κ. Τσελέντη δεν υπάρχει σιγουριά για τον Τζωρτζάτο. Θα θυμίσω χαρακτηριστικά την τελευταία από αυτές, 7/8/2003 στο ακροατήριο. Παπαδάκης: «Στο Α.Τ. Βύρωνα ο Τζωρτζάτος ήταν ή δεν ήταν;› Τσελέντης: «Πρέπει να ήταν› -ένα «πρέπει› είχαμε στον Μομφεράτο, ένα δεύτερο «πρέπει› έχουμε κι εδώ- «δεν είμαι 100% σίγουρος›. «Εξακολουθείτε λοιπόν να έχετε την αβεβαιότητα διότι εδώ δεν έρχεστε σε αντίφαση με ό,τι λέτε. Στις 25/7/2002 λέτε ‘ίσως να ήταν και ο Σταμάτης’ και δε θυμάστε τίποτα περί Σταμάτη στις επόμενες καταθέσεις›. Πράγματι, δε θυμάται τίποτε.
Ο Σάββας Ξηρός όπως προείπα, στις 20/7 λέει: «Ένα μήνα αργότερα εγώ, ο Χριστόδουλος, ο Αλέκος, ο Ταινίας, ο Λουκάς, ο Στέλιος, μπήκαμε στο Α.Τ. Βύρωνα για να πάρουμε....› κτλ.. Δεν αναφέρει τον Σταμάτη, αντιθέτως συνεχίζοντας αναφέρει ότι «ντύθηκα αστυνομικός με στολή που μου έδωσαν και με τον Χριστόδουλο πλησιάσαμε τον φρουρό του Α.Τ.›, ότι ο Χριστόδουλος δηλαδή ήταν εκείνος ο οποίος παρίστανε τον ψευτο-κρατούμενο.
Φέρεται να λέει στην προανακριτική απολογία: «Πρώτοι εισήλθαν ο Λουκάς που φορούσε στολή αστυνομικού κι εγώ που παρίστανα τον κρατούμενο›. Το ίδιο σε ότι αφορά το ρόλο του κρατουμένου φέρεται να καταθέτει και ο Κωνσταντίνος Καρατσώλης στις 20/7/2002. Το ίδιο σε ότι αφορά βεβαίως τον κρατούμενο φέρεται να καταθέτει και ο Βασίλειος Τζωρτζάτος στις 18/7/2002 και συνεπώς νομίζω ότι καμία απολύτως αξιοπιστία να έχει η κατάθεση της κας Βεργή.
Ως προς το αν υπάρχει ενοχή ή συμμετοχή κατ’ άλλο τρόπο με άλλο ρόλο, με άλλη ιδιότητα του Τζωρτζάτου εκεί; Ο ίδιος σε μία απολογία κοινότυπη που δεν έχει κανένα νεώτερο στοιχείο και ειδικότερα από την φερόμενη ως προηγηθείσα του Χριστόδουλου Ξηρού λέει ότι «πήγαμε με ένα φορτηγάκι απαλλοτριωμένο κλειστό συνολικά 6 άτομα›. Τα 6 άτομα τα οποία λέει είναι άτομα που ήδη έχουν προκύψει στην δικογραφία από την προηγούμενη απολογία του Χριστόδουλου.
«Ο Λουκάς ντυμένος αστυνομικός με τον Μανώλη που παρίστανε τον κρατούμενο μπήκαν πρώτοι στο Τμήμα› και αυτό προκύπτει από προηγούμενες απολογίες. «Όταν είδαμε ότι ακινητοποίησαν τους αστυνομικούς μπήκαμε και οι υπόλοιποι τρεις που ακολουθούσαμε σε κοντινή απόσταση. Ο Μιχάλης και κάποιοι άλλοι που δεν θυμάμαι ανέβηκαν στους πάνω ορόφους με την απειλή των όπλων και κατέβασαν τους αστυνομικούς και τους βάλαμε σε ένα γραφείο. Οι υπόλοιποι έψαχναν τα συρτάρια›.