Ανεπίσημα πρακτικά δίκης 17Ν (16/10/2003) Μέρος 4/7

Πέμπτη, 16 Οκτωβρίου 2003 21:04
A- A A+

Ποια ήταν η εμφάνιση εκείνη την περίοδο του κ. Τζωρτζάτου; Είχε μουστάκι. Σας φέραμε μία φωτογραφία από τις 18/1/1993, ένα μήνα περίπου μετά από το συμβάν στην γιορτή του φίλου του του κ. Αθανασίου Σταματούκου η οποία εικονίζει τον Τζωρτζάτου, τον Σταματούκο και τον άλλο φίλο τους τον κ. Αναγνωστόπουλο οι οποίοι ήρθαν και οι δύο εδώ πέρα και κατέθεσαν ως μάρτυρες και επιβεβαίωσαν την παρουσία τους στην φωτογραφία, την παρουσία του Τζωρτζάτου και το χρόνο που βγήκε η φωτογραφία.

Διάψευση σε αυτό δεν υπήρξε από κανέναν. Επιχειρήθηκε η αμφισβήτηση της αξιοπιστίας από τον κ. Παπαδημητρίου με το επιχείρημα «μα η φωτογραφία είναι ένα μήνα μετά›. Θα τον ευχαριστήσω τον κ. Παπαδημητρίου εδώ διότι δεν θα μπορούσε να υπάρξει καλύτερο επιχείρημα υπέρ του Τζωρτζάτου από αυτό.

Πείτε μου κάτι κ.κ. Δικαστές, αν σας έφερνα μία φωτογραφία εκείνης της ημέρας, της 21/12 του Τζωρτζάτου με μουστάκι τότε τί θα λέγατε και τί θα έλεγε ο κ. Παπαδημητρίου; Ότι είναι αθώος ή ότι είναι ένοχος και είχε λόγο εκείνη την ημέρα να πάει να βγάλει μια φωτογραφία για να είναι διαφορετικός απ’ ότι εμφανίστηκε στο περιστατικό Παπαδημητρίου και τη φέρει εδώ; Πώς θα αντιμετωπίζατε δηλαδή την Υπεράσπιση του Τζωρτζάτου εάν σας έφερνε μια φωτογραφία βεβαίας χρονολογίας και υπάρχουν τρόποι, δικαστές είστε, τα ξέρετε, πρόσθεσης βέβαιης χρονολογίας από ένα έγγραφο με μία επικύρωση από μία δημόσια υπηρεσίας και έλεγα «να πώς ήταν στις 21, στις 22, στις 23/13, ή έστω τα Χριστούγεννα ο Τζωρτζάτος›.

Τότε θα είχατε να μου αντιτάξετε εύλογα ότι «κάθε μέρα πάει και βγάζει φωτογραφίες αυτός και έτυχε εκείνη τη μέρα να πάει να βγάλει φωτογραφία; Γιατί; ¶λλαζε ταυτότητα;› Γιατί να πάει να βγάλει φωτογραφία, να πάει να φωτογραφηθεί σε μία ημέρα η οποία δεν είναι ούτε η επέτειος του γάμου του, ούτε τα βαφτίσια του παιδιού του ούτε κάποιο κοινωνικό γεγονός ούτε κάποιο γεγονός που χρειάζεται μια αναμνηστική φωτογραφία ή κάτι άλλο. Τότε πραγματικά θα ήταν αναξιόπιστη, τότε πραγματικά θα ήταν οργανωμένη η από μέρους του δημιουργία του άλλοθι.

Είναι ένα επιχείρημα που το χρησιμοποιεί ο κ. Τακτικός Εισαγγελέας γενικά, όχι στην περίπτωση το Τζωρτζάτου, πάρα πολλές φορές. Ξέρει να δικαιολογεί τους μάρτυρες οι οποίοι δε θυμούνται, διότι αυτό κατά την κρίση του αυτό καταδεικνύει την έλλειψη οργανωμένου σχεδίου το οποίο αυτοί υπηρετούν. Εάν αυτό το επιχείρημα ανήκει στην ομάδα των επιχειρημάτων τα οποία διαμορφώνουν την κρίση σας, δε θα πρέπει να υιοθετηθεί και για την περίπτωση αυτή εδώ πέρα; Ένα μουστάκι χρειάζεται τουλάχιστον μήνες για να μπορέσει να γίνει.

Και βεβαίως αν μία φωτογραφία προσκομιζόταν και είχε βγει την ημέρα που είχε γίνει το συμβάν, τότε νομίζω τα πράγματα θα ήταν όντως ύποπτα. Εν πάση περιπτώσει, δεν υπάρχει φυσικά ύστερα από όλα αυτά κανένα νόμιμο ενοχοποιητικό στοιχείο εναντίον του Τζωρτζάτου και είναι και προφανές ότι ο νομικός χαρακτηρισμός της πράξης ως απόπειρας ανθρωποκτονίας δεν ανταποκρίνεται στα πραγματικά περιστατικά. Εδώ δεν έχετε και το άγχος της παραγραφής για να μπορέσετε να προβείτε στη μεταβολή της κατηγορίας προς τον προσήκοντα νομικό χαρακτηρισμό.

Έρχομαι τώρα στην επόμενη υπόθεση που είναι η ληστεία στο ΜΑΡΙΝΟΠΟΥΛΟ. Έχει ήδη αναπτυχθεί από τον κ. Μυλωνά, το κυριότερο στοιχείο είναι ότι δεν στοιχειοθετείται το αδίκημα αυτό ανεξαρτήτως του ποιοι το διέπραξαν, πώς και πότε, δεν στοιχειοθετείται δηλαδή με τη μορφή τη διακεκριμένη της παραγράφου 2 του άρθρου 308 η οποία επαυξάνει την βαρύτητα της ποινικής αξιολόγησης, μιας ληστείας η οποία έχει τελεστεί με ιδιαίτερη σκληρότητα.

Διότι και αν ακόμα ήθελε θεωρηθεί ότι το ξυλοκόπημα του άτυχου πραγματικά αυτού ανθρώπου και εκείνο το βαρέλι με τη φέτα που του έβαλαν στο κεφάλι αποτελούν περιστατικό ιδιαίτερης σκληρότητας, αυτή η σκληρότητα δεν απετέλεσε μέσο τέλεσης της ληστείας. Αυτή η συμπεριφορά εκδηλώθηκε μετά. Είναι σαφής η κατάθεση του μάρτυρα και ήταν σαφές από αυτήν πότε τελείωσε η ληστεία, μέχρι πού και πότε ξεκινάει αυτή η ιδιαίτερη σκληρότητα.

Ένα δεύτερο θέμα είναι ότι κατά την κρίση μου, και νομίζω ότι εφαρμόζοντας το μέτρο της αναλογικότητας και των περιστάσεων που προσήκει και στην εμπειρία τη δική σας από καθημερινές ληστείες και άλλες υποθέσεις ότι δεν είναι μέτρο ιδιαίτερης σκληρότητας ούτε κάποιες σωματικές βλάβες ούτε φυσικά το βαρέλι με τη φέτα, είναι περισσότερο το δεύτερο ευτράπελο παρά σκληρό.

Ένα άλλο ζήτημα είναι ότι δεν προκύπτουν στοιχεία από την ακροαματική διαδικασία, από τα οποία θα μπορούσε να επιχειρηθεί η επέκταση του δόλου της ιδιαίτερης σκληρότητας πέραν του προσώπου του δράσαντος στα πρόσωπα των λοιπών συναυτουργών της ληστείας και συνεργών. Βεβαίως δεν υπάρχει και καμία απολύτως περιγραφή του παθόντος μάρτυρα η οποία να συνδέει οποιονδήποτε τρίτον πλην εκείνου ο ποίος του φόρεσε το βαρέλι.

Και αν θέλουμε να λέμε και τα πράγματα με το όνομά τους, η ληστεία η απλή έχει 15ετή παραγραφή. Από τις 23/12/1987 η 15ετία συμπληρώθηκε στις 23/12/2002, εισαγόταν χαρακτηρισμένη από τον Εισαγγελέα κ. Καρούτσο ως ληστεία της παρ. 1 του 380 στη βασική της μορφή η κατηγορία αυτή, το Συμβούλιο παρόλη την ταχύτητα δεν κατάφερε να υπερβεί τον απαιτούμενο χρόνο για τη μη συμπλήρωση της 15ετούς παραγραφής της απλής ληστείας ώστε πριν από τις 23/12/2002 και το βούλευμα να έχει εκδοθεί και η κλήτευση των υπαιτίων της πράξης αυτής στο ακροατήριο για να δικαστούν.

Τί να κάνει για να μην αναλάβει την ευθύνη μιας παραγραφής, μια ευθύνη που βέβαια διόλου δεν θα του αντιστοιχούσε στην πραγματικότητα, διότι όταν καλείται ένα Δικαστικό Συμβούλιο, και θεοί να το απαρτίζουν, μέσα σε μισό μήνα να βγάλει δεν ξέρω πόσες δικογραφίες, ασφαλώς θα κάνει και λάθη και θα κάνει πράγματα για να καλύψει καταστάσεις, βρήκαμε το βαρέλι για σανίδα σωτηρίας για να το βαφτίσουμε «ιδιαίτερη σκληρότητα› η οποία έχει 20ετή παραγραφή, και έτσι απαγγείλαμε αυτή την κατηγορία.

Πέραν αυτού, επί του ουσιαστικού μέρους, εδώ δεν έχει ομολογήσει ο Βασίλης Τζωρτζάτος καμία συμμετοχή. Είναι άξιο σημασίας ότι και ο Τσελέντης ο οποίος έχει μία συμπεριφορά διαφορετική δεν αναφέρει τίποτα ούτε για τον εαυτό του ούτε για άλλους σχετικά με αυτό το συμβάν, προσωπικά έχω ιδιαίτερες αμφιβολίες εάν καν έχει γίνει από τη 17Ν αυτή η ληστεία ή ανήκει σε ένα στοκ ληστειών το οποίο έχει προστεθεί από την Αντιτρομοκρατική στα πλαίσια της διόγκωσης στις ενέργειές της και με οδηγεί στην υποψία αυτή ότι και η φερομένη ως απολογία του Χριστόδουλου Ξηρού η οποία μιλά για το θέμα αυτό έχει ως ακολούθως και εδώ είναι ένα μεγάλο παράδοξο:

«Επίσης από το 1985 μέχρι το 1998 έχω συμμετάσχει με άλλα μέλη της Οργάνωσης στις ακόλουθες ληστείες: α) στο σούπερ μάρκετ ΜΑΡΙΝΟΠΟΥΛΟΣ στην περιοχή των Αμπελοκήπων, δίπλα στου ΦΛΟΚΑ μαζί με τους Λουκά, Σταμάτη, Αλέκο και τον αδερφό μου Σάββα με ποσό περίπου 5 εκατομμύρια›. Εδώ λοιπόν υπάρχει μία πλήρως αόριστη περιγραφή, είναι στο τέλος της απολογίας του, είναι προφανές ότι αυτά είναι στοιχεία τα οποία εκ των υστέρων υποβάλλονται πιθανότητα βάσει κάποιου οργανογράμματος όπως ο κ. Τσελέντης έχει πει για τον τρόπο που εξετάστηκε από την Αστυνομία αλλά εν πάση περιπτώσει, η απολογία αυτή έχει έναν τρόπο διατύπωσης που δεν πείθει ούτε καν αν ο ίδιος ο φερόμενος ως απολογούμενος γνωρίζει ποια ήταν αυτά για τα οποία απολογείται και λέει ότι συμμετείχε και αυτός και οι άλλοι.

Και βέβαια καμία αναγνώριση ως προς τον κ. Τζωρτζάτο δεν υπάρχει από τον κ. Νικολόπουλο, τον παθόντα μάρτυρα εδώ πέρα. Συνεπώς και σε αυτή την κατηγορία το Δικαστήριό σας πρέπει να αποφασίσει την απαλλαγή του κ. Τζωρτζάτου.

Έρχομαι στην υπόθεση της ληστείας στο Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο Πατησίων 316. Γι αυτήν δεν έχουμε και εδώ κανένα αποδεικτικό μέσο εναντίον του Τζωρτζάτου, έχουμε μία πάρα πολύ περίεργη, αντιφατική και εναλλασσόμενη εξέλιξη καταθέσεων του κ. Τσελέντη ο οποίος απολογούμενος στις 25/7/2002 δε λέει τίποτε σχετικά με το αδίκημα αυτό. Εν συνεχεία απολογούμενος εκ νέου στις 30/7/2002 επίσης δε λέει τίποτα και στις 22/10/2002 κάνει την πρώτη του αναφορά στο αδίκημα αυτό όπου όμως αναφέρει ως μόνο συμμέτοχο που θυμάται τον Κουφοντίνα, δεν θυμάται άλλους συμμετόχους και λέει ότι μπήκε ο ίδιος στο ταμείο στα πλαίσια του καταμερισμού των ρόλων ανάμεσα σε αυτούς που συμμετείχαν στη ληστεία.

Υπάρχει η απολογία του Σάββα Ξηρού, «η επόμενη ενέργεια στην οποία πήρα μέρος ήταν η ληστεία στο Τ.Τ. Πατησίων. Στην ενέργεια αυτή ήμαστε 4 άτομα, εγώ, ο Σταμάτης (Τζωρτζάτος), ο Αλέκος, ο Ταινίας και ο Λουκάς. Εγώ έμεινα έξω από το Ταμιευτήριο. Η αποστολή μου ήταν να προσέχω και να ειδοποιήσω αν ερχόταν κάποιος αστυνομικός. Οι άλλοι τρεις μπήκαν στο Ταμιευτήριο. ¶κουσα πυροβολισμούς στο Ταμιευτήριο και όπως έμαθα αργότερα αντάλλαξαν πυροβολισμούς με τον εκεί φρουρό αστυνομικό και ο Λουκάς τον τραυμάτισε. Αν θυμάμαι καλά πήραμε χρήματα και το όπλο του αστυνομικού φρουρού›.

Καταρχήν αυτή η απολογία του Σάββα Ξηρού είναι η μόνη μέχρι τη διαδικασία στο ακροατήριο που ανέφερε τον Τζωρτζάτο, δεν του προσδιόριζε κάποιον ιδιαίτερο ρόλο, λέει απλώς ότι στην ενέργεια αυτή ο Σάββας έμεινε έξω από το Ταμιευτήριο και οι άλλοι μπήκαν μέσα.

Στη συνέχεια έχουμε την απολογία Τσελέντη εδώ στο ακροατήριο. Ερωτάται ο κ. Τσελέντης από μένα το εξής: «Εδώ στις 25/7/2002 δεν κάνατε αναφορά στην προανακριτική σας απολογία. Στην πρώτη ανακριτική της 30/7/2002 επίσης καμία αναφορά. Για πρώτη φορά μιλάτε στις 22/10/2002 και λέτε ‘όσον αφορά τη ληστεία σε βάρος του Τ.Τ. Πατησίων, στις 13/7/88 θυμάμαι ότι πράγματι πήρα μέρος. Ως προς τον σχεδιασμό της εν λόγω ληστείας με ενημέρωσε ο Κουφοντίνας και στη ληστεία αυτή σίγουρα εκτός από μένα έχει λάβει μέρος και ο Δημήτρης Κουφοντίνας ντυμένος αστυνομικός. Μπήκε πρώτος στο Ταμιευτήριο, μπήκα και εγώ και πήγα αριστερά στο γκισέ που ήταν το ταμείο. Για τους υπόλοιπους συμμετόχους δε θυμάμαι ποιοι ήταν ούτε πόσοι ακριβώς, πάντως ήμαστε τουλάχιστον πέντε’›.

Περιγράφετε στη συνέχεια τη ληστεία αυτή, δεν έχει νόημα να το διαβάσω όλο γιατί δεν κάνετε αναφορά σε άλλο πρόσωπο, ερχόμαστε πάλι στις 4/8, εδώ απολογούμενος και ξεκινάτε λέγοντας τα εξής: «Αυτό που θυμάμαι για μετά, ήταν η ληστεία στο Τ.Τ. της Πατησίων. Απ’ ότι θυμάμαι έγινε μεσημέρι. Πήγαμε μεσημέρι με ένα αυτοκίνητο που παρκάραμε πάνω στην Πατησίων απ’ έξω. Ήμουν εγώ, ο Δημήτρης Κουφοντίνας, ο Βασίλης Τζωρτζάτος, ο Σάββας Ξηρός και πρέπει να ήταν και ο Αλέξανδρος Γιωτόπουλος έξω με τον Σάββα Ξηρό. Στο Κατάστημα αυτό υπήρχε φρουρός αστυνομικός. Πρέπει να μπήκε πρώτος, δε θυμάμαι, πιθανόν ο Τζωρτζάτος και να πήγε προς το ταμείο. Μετά μπήκε ο Κουφοντίνας που πήγε και απείλησε τον αστυνομικό και του είπε ότι γίνεται ληστεία. Πίσω του μπήκα κι εγώ. Όταν μπήκα κι εγώ μέσα δεν είδα τον αστυνομικό να κάθεται στη θέση του. Είχε φύγει και είχε πάει να κρυφτεί σε μια αποθηκούλα. Εγώ πήγα μπροστά απ’ την κοπέλα που ήταν ταμίας και πρέπει ο Τζωρτζάτος να έμπαιναν από μέσα να πάρουν τα λεφτά›.

Σταματώ εδώ γιατί τελειώνει η περικοπή που μ’ ενδιαφέρει και παρατηρώ ότι ενώ στις 21/10/2002 που είναι η πρώτη φορά που αναφέρεστε σε αυτή τη ληστεία μιλάτε μόνο για τον Κουφοντίνα και για εσάς και λέτε ότι δεν θυμάστε ποιοι ήταν οι άλλοι ούτε τί έκανε ο καθένας, έρχεστε εδώ και κατονομάζετε την πεντάδα εξαρχής και κάνετε μάλιστα και διανομή ρόλων. Μάλιστα ο ρόλος τον οποίο δίνεται στον Τζωρτζάτο είναι ο ρόλος τον οποίο είχατε δώσει στον εαυτό σας στις 21/10, ότι εκείνος μπήκε πρώτος και πήγε στο ταμείο. Δώστε μου μία εξήγηση γι αυτή την αντίφαση›.

Απάντηση: «Έτσι το θυμήθηκα για τη συγκεκριμένη πράξη από χθες το βράδυ μέχρι σήμερα› -προσέξτε, από τις 6/8 μέχρι τις 7/8, η απολογία του έχει αρχίσει 4/8, ημέρα Παρασκευή, Δευτέρα συνεχίζεται, 5, 6, 7, 8 του μηνός, εκείνο το βράδυ λοιπόν ανάμεσα στην τρίτη και τέταρτη μέρα της απολογίας του σκέφτηκε και θυμήθηκε. «Έχω να πω και κάτι άλλο: Χθες ο κ. Ραχιώτης ανέφερε ότι υπάρχουν μάρτυρες που λένε ότι σταμάτησε το αυτοκίνητο και βγήκαν 4 άτομα. Αυτό είναι φυσιολογικότατο, όλοι εσείς δε μπορείτε να ξέρετε...› και πάει σε άλλο θέμα.

Ξαναρωτώ: «Εσείς κ. Τσελέντη αναφερθήκατε στον εαυτό σας γιατί το να πείς ‘δε θυμάμαι τί έκανε ο Τζωρτζάτος’ ή ‘δε θυμάμαι τί έκανε ο άλλος’ πάει κι έρχεται. Εσείς αναφερθήκατε στον εαυτό σας και βλέπω εδώ ότι αλλάζετε ρόλο. Δηλαδή ενώ λέτε την άλλη φορά ότι ‘στις 21/10/ εγώ μπήκα μέσα και πήγα στον ταμία’, τώρα βλέπω το αποδίδετε στον Τζωρτζάτο. Δε θυμάστε πόσοι ήταν οι άλλοι και ποιοι ήταν και τί έκαναν. Τώρα θυμάστε και πώς ήταν και ποιοι ήταν και τί έκαναν. Ειλικρινά, εγώ για να πειστώ ότι δεν επηρεαστήκατε από όσα ακούσατε από τους μάρτυρες και κάποιους υπολογισμούς εν πάση περιπτώσει που θέλετε να κάνετε για να ελαφρύνετε τη δικονομική σας θέση και το λέω αυτό διότι ο τρόπος που φέρεται ότι μπήκε στο ταμείο, μπήκε με πιστόλι και ενδεχομένως έχει κάποια εμπλοκή – θυμάστε τον μάρτυρα Παπαπάνο ο οποίος πήγε να ενοχοποιήσει τους πάντες, μέχρι και τον Τζωρτζάτο και να λέει ότι τον ξέρει γιατί θυμήθηκε τη φωνή του που την άκουγε απέξω στα μικρόφωνα και κάτι βλακείες και στο τέλος τα πήρε πίσω όλα›.

Αυτά όλα ήταν παρών ο κ. Τσελέντης και τα έβλεπε και βλέπουμε ότι εκεί που έχει δώσει στον εαυτό του ένα ρόλο από τους πρώτους που μπαίνουν και πάνε στο ταμείο στις 21/10 που απολογείται στον Ανακριτή, έρχεται εδώ και δίνει πιο υποβαθμισμένο, δεν είναι η πρώτη φορά που το κάνει αυτό και η μόνη. Το κάνει και στο Μομφεράτο, το κάνει και στο Ρέντη, το κάνει και αλλού, ανάλογα αυξάνονται ή μειώνονται οι οδηγητικές του ικανότητες, ανάλογα αυξάνεται και μειώνεται η μνήμη του εδώ.

Και ω! του θαύματος, την παραμονή της ημέρας που θα τον ερωτούσα τί ακριβώς έγινε και ποιος πήγε στο Ταμείο και ποιος πήγε εδώ και ποιος πήγε εκεί, εκείνη την ημέρα θυμάμαι, την τρίτη προς τέταρτη ημέρα της απολογίας του. Εάν θα πρέπει να βασιστούμε στη μαρτυρία του Τσελέντη, έχω την εντύπωση ότι το Δικαστήριο πρέπει να αναβάλλει για κρείσσονες τη Δίκη, σε δύο τρία χρόνια θα έχει θυμηθεί πολύ περισσότερα. Είναι μία σκέψη κι αυτή, στα πλαίσια της αρχής ότι οι ισοβίτες που είναι στη φυλακή, είναι ζωντανά αρχεία μνήμης όλων των αναμνήσεων από τις παιδικές τους στιγμές και η μνήμη αυτή ευτυχώς διαρκώς αναπαράγει και ανανεώνει και αναδημιουργεί παραστάσεις και αναπλάθει.

Αυτά λοιπόν σε ό,τι αφορά τον κ. Τσελέντη. Λέω παρακάτω: «Εγώ πώς να πειστώ ότι δεν επηρεαστήκατε απ’ όσα ακούσατε από τους μάρτυρες, από κάποιους υπολογισμούς που θέλετε να κάνετε για να ελαφρύνετε τη δικονομική σας θέση και να δώστε όλα αυτά τα πράγματα; Και κάτι ακόμα πάνω σ’ αυτό, κατ΄ κόρον έχετε πει, σας έχουν ρωτήσει, έχει απαντήσει η αστυνομία με κάποιο οργανόγραμμα ότι σας βοήθησε να πείτε διάφορα πράγματα, να θυμηθείτε κτλ.›. Τσελέντης: «Μου θύμιζε τις ημερομηνίες για ανθρωποκτονίες και εκεί η ανάκριση γινόταν πάνω σ’ αυτό το θέμα›. «Πώς ξέφυγε από το οργανόγραμμα της αστυνομίας η ληστεία του Τ.Τ. και δεν έχετε πει σε καμία από τις πρώτες καταθέσεις;› «Ανθρωποκτονίες με ρωτούσαν, που έχασαν άνθρωποι τη ζωή τους›. «Μα κι εδώ είχαμε απόπειρα ανθρωποκτονίας του κ. Παπαπάνου που ήταν στο Ταμιευτήριο φρουρός› «Δε θυμάμαι να με ρώτησαν γι αυτό, θα ήταν γραμμένα αν με είχαν ρωτήσει›. «Πώς ήταν γραμμένα όλα; Τρεις διαφορετικές διατυπώσεις υπάρχουν. Υπάρχει μία υπόθεση που η αστυνομία σας τη θυμίζει εξ ολοκλήρου, του Μομφεράτου. Υπάρχει μία άλλη, έτσι λέει εκεί μέσα τουλάχιστον που θυμίζει τη δική σας συμμετοχή στην υπόθεση Κάρος. Υπάρχει μία γενική διατύπωση ότι χάρις στο οργανόγραμμα της αστυνομίας θυμηθήκατε. Αυτό το οργανόγραμμα τί περιείχε;› κτλ.

Εδώ λοιπόν βλέπουμε ένα άλλο χαρακτηριστικό του κ. Τσελέντη, την εναλλασσόμενη ομολογία του σε ό,τι αφορά την κατανομή των ρόλων στις διάφορες ενέργειες που συμμετείχε ανάλογα με τη βαρύτητα που προσκτά είτε ο ρόλος ο δικός του είτε ο ρόλος των άλλων, όπως αυτή προκύπτει μέσα από την εξέλιξη της Δίκης και παίρνει και τις προφυλάξεις, είναι διστακτικός γιατί αυτά που σας είπα είναι 7/8. Όταν το ξεκίνησε, έριξε μισοάδειο-μισογεμάτο, δηλαδή: «Στο Κατάστημα αυτό υπήρχε φρουρός αστυνομικός, πρέπει κάποιος να μπήκε πρώτος, δε θυμάμαι, πιθανόν ο Τζωρτζάτος και να πήγε προς το Ταμείο›. Έτσι απαλά φεύγει από τον δικό του ρόλο που ήταν εκείνος που μπήκε στο Ταμείο πρώτος στις 21/10 όπως λέει στον Ανακριτή. «Κάποιος πρέπει να μπήκε πρώτος›, βέβαια, κάποιος μπαίνει πρώτος και κάποιος δεύτερος και κάποιος τελευταίος, «πρέπει να ήταν ο Τζωρτζάτος›, μετά θυμήθηκε το βράδυ της 6η προς 7η Αυγούστου κτλ. και είπε αυτά τα πράγματα.

Νομίζω ότι ούτε και εδώ το μοναδικό αποδεικτικό στοιχείο το οποίο υπάρχει που είναι η απολογία του κ. Τσελέντη ακόμα και επιτρεπτά λαμβανομένη υπόψη είναι προφανές ότι είναι αντιφατική και ότι επιχειρεί όχι απλώς να ενοχοποιήσει κάποιον συγκατηγορούμενο, αλλά και αν πάρουμε υπόψη το κριτήριο ενός επιχειρήματος κάποιου από την Πολιτική Αγωγή ότι δεν πρέπει να εφαρμόζουμε το 211α όταν κάποιος πάει να μετακυλήσει τις δικές του ευθύνες στον άλλον, εδώ είναι καταφανές ότι πρόσθετα με το γενικό κριτήριο του 211α συντρέχει και το στοιχείο της προσπάθειας μετακύλισης του ρόλου τον οποίον είχε αυτός επειδή ο ρόλος είναι κοντά σε πιστόλια, σε ταμείο και σε τέτοια, σε κάποιον άλλον που εν προκειμένω συμβαίνει να είναι ο Τζωρτζάτος.

Τέλος είναι ανάξια λόγου νομίζω η αναφορά, η επιπόλαια και ανακληθείσα άμεση αναφορά του κ. Παπαπάνου τότε που είχε έρθει εδώ πέρα δήθεν ότι αναγνώρισε τον Τζωρτζάτο και ότι τον αναγνώρισε διότι θυμήθηκε τη φωνή του μετά 10 χρόνια, την οποία άκουσε απέξω καθώς καθόταν περιμένοντας τη σειρά του για να καταθέσει και όταν του είπαμε «τί άκουσες να λέει στο μικρόφωνο ο Τζωρτζάτος που ήσουν έξω και άκουγες, με ποιον μιλούσε και τί έλεγε› δεν είχε τί να πει και στο τέλος είπε από μόνος του «αφήστε, το παίρνω πίσω, έτσι το είπα› κτλ.

Ερχόμαστε στην υπόθεση της ληστείας της ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ Πατησίων. Εδώ υπάρχουν τα εξής χαρακτηριστικά: Ο Βασίλης Τζωρτζάτος δεν έχει επίσης ομολογήσει και εδώ, φέρεται να ενοχοποιείται από τις καταθέσεις των συγκατηγορουμένων Χριστόδουλου, Σάββα και Τέλιου και υπάρχει κι ένας μάρτυρας, ο κ. Ασπραδάκης Γεώργιος ο οποίος με ένα ποσοστό δικονομικά έτσι κι αλλιώς υπολειπόμενο αλλά περιέργως διφορούμενο, ακριβώς 50% μας λέει ότι ο Τζωρτζάτος ήταν μαζί με άλλους 4 όχι βέβαια στο συμβάν στη ληστεία, αλλά ήταν σε ένα αυτοκίνητο το οποίο δύο μέρες πριν από τη ληστεία, βρισκόταν μπροστά στο μαγαζί της αδερφής του το οποίο είναι κάπου κοντά στην Τράπεζα και πιθανότατα αυτοί που βρίσκονταν μέσα παρακολουθούσαν την τράπεζα.

Στην κατάθεση αυτή υπάρχουν οι εξής αντιφάσεις και τα εξής κενά: Μας είπε ο κ. Ασπραδάκης ότι ο ίδιος έχει ένα μαγαζί λίγο πιο πέρα από αυτό της αδερφής του, μακριά εν πάση περιπτώσει από το οπτικό πεδίο της Τράπεζας και ότι κάποια ημέρα η αδερφή του τον ειδοποίησε να προστρέξει για βοήθειά της στο μαγαζί διότι κάποιοι περίεργοι κι ύποπτοι άνθρωποι περιφέρονται επί πολλή ώρα εκεί απέξω.

Το να κλείσει ένας επαγγελματίας το μαγαζί του μέρα μεσημέρι και να φύγει δεν είναι κάτι που το κάνει κάποιος για ψύλλου πήδημα, είναι κάτι που το κάνει για σοβαρό λόγο. Εάν για παράδειγμα έχει μία βασιμότητα η δι αυτού μεταφερόμενη καταγγελία της αδερφής του ότι όντως έκανε κάτι, υπήρξε κάποια ύποπτη κίνηση τότε, θα πρέπει να ερευνηθεί και να αξιολογηθεί γιατί η κυρία αυτή δεν κάλεσε την αστυνομία ή τουλάχιστον γιατί δεν συγκρατούσε τον αριθμό κυκλοφορίας του αυτοκινήτου. Ερώτημα το οποίοι επεκτείνεται και στο πρόσωπο του κ. Ασπραδάκη ο οποίος μετέβη εκεί πέρα. Μέχρι την ώρα που μετέβη ήσαν ακόμα οι άνθρωποι αυτοί εκεί και το αυτοκίνητο και τους είδε και τους 4 μέσα στο αυτοκίνητο και συγκράτησε και τα χαρακτηριστικά τους μέσα από το αυτοκίνητο. Αυτά όλα είχε το νου του να τα κάνει, αλλά τον αριθμό κυκλοφορίας να μην τον πάρει.

Το δεύτερο είναι ότι προανακριτικά όταν πήγε και κατέθεσε δεν έκανε καμία περιγραφή προσώπων. Προανακριτικά φυσικά μετά τη ληστεία, διότι πριν από τη ληστεία και στις δύο μέρες οι οποίες προηγήθηκαν από την παρατήρηση αυτού του περιστατικού μέχρι τη ληστεία, ούτε την αστυνομία φώναξε, ούτε πήγε στην αστυνομία να καταγγείλει το συμβάν αυτός ούτε η αδερφή του, ούτε καν κατονομάζει –και είναι και αυτό ένα παράξενο, δεν ήθελε να κατονομάσει- το πρόσωπο της αδερφής του η οποία ήταν εκεί.

Τον δε κ. Τζωρτζάτο, όταν εκλήθη να τον περιγράψει πριν τον αναγνωρίσει κατά το άρθρο 225 παρ. 2, -η κατάθεση είναι στις 2/5- ρωτά ο κ. Πρόεδρος, αφού έχει πει και σε κάτι άλλους ποσοστά 50%: «Αναγνωρίσατε κανέναν άλλον;› Ασπραδάκης: «Δεν είμαι βέβαιος, αναγνωρίζω κάποιον άνθρωπο σε ποσοστό πάνω από 50% αλλά νιώθω ότι.....› «Όχι, να το πείτε, ποιον και με τί ποσοστό που λέτε εσείς... να ξέρουμε κι εμείς για να το ελέγξουμε, να μη μένει αιωρούμενο τίποτα..... Για τον Κουφοντίνα λέτε ως επιβάτης του AUTOBIANCHI, τελείωσα με αυτόν, δε ρωτάω πάλι. Σε άλλες φωτογραφίες αναγνωρίσατε κανέναν;› «Νομίζω, κατά πάσα πιθανότητα ότι ένας κατηγορούμενος, με ποσοστό όμως 50%, δεν μπορώ να είμαι βέβαιος γιατί δεν είχε κάποια χαρακτηριστικά να με τραβήξουν, ήταν ένας κοινός άνθρωπος με κοντά μαλλιά αδύνατος, πρέπει να ήταν ο κ. Τζωρτζάτος›.

Επανέρχεται ο Πρόεδρος μετά από κάποιες άλλες ερωτήσεις: «Εγώ δε θα του θυμίσω τίποτα. Αυτούς τώρα αν τους δείτε, που λέτε εσείς, τον κ. τάδε ή οποιονδήποτε άλλον τέλος πάντων αναγνωρίσατε, μπορείτε να τους δείτε τώρα εδώ;› «Ναι, μπορώ, εκτός αν έχω κάνει λάθος στα ονόματα. Πάντως αν τους δω θα τους δείξω›. «Λάιβ, που λέμε εδώ πέρα, ζωντανά. Και να μου πείτε γιατί τους αναγνωρίσατε. Εντάξει, οι φωτογραφίες είναι φωτογραφίες, περιγράψτε τους καταρχήν. Αυτόν που είπατε ως Τζωρτζάτο, είναι ψηλός, κοντός, κανονικός;› «Όχι, είναι κοντύτερος από μένα, γύρω στο 1,70-1, 75. Είχε κοντά μαλλιά αδύνατος›. Έτσι τον περιγράφει.

Πρόεδρος: «Τί ανάστημα έχετε κ. Τζωρτζάτε;› «1,80›. Ασπραδάκης: «Ήταν πιο αδύνατος εκείνη την εποχή κατά 5 κιλά περίπου, ίσως και παραπάνω. Πρόεδρος: «Κύριε μάρτυς, πιο αδύνατος μπορεί να ήταν, πιο κοντός μπορεί να ήταν τότε;› «Έτσι μου φάνηκε›. «Τώρα δηλαδή που τον βλέπετε τί λέτε; Αυξάνονται οι πιθανότητες αναγνώρισης ή μειώνονται;› «Είναι ακριβώς ίδιες, 50% που σας είπα›. «50% λέτε›. «Ναι.›. «Το 50%, δηλαδή ίσες πιθανότητες να ήταν, ίσες και να μην ήταν›. «Εκείνος ξέρει από μέσα του›. «Καλά, δεν υπάρχει λόγος, τί να ξέρει ο άνθρωπος.... δε μπορώ να ρωτήσω αυτόν τώρα, εσάς ρωτάμε›.

Αυτή είναι λοιπόν η βεβαιότητα του κ. Ασπραδάκη ο οποίος δεν έχει καμία βεβαιότητα, έχει 50%. Θα ήθελα να επισημάνω με όλη την καλή διάθεση που έχω απέναντί σας ότι ένας μάρτυρας ο οποίος θα ρωτηθεί επανειλημμένα από έναν δικαστή για να κλονίσει το 50% θα το κάνει πιο εύκολα 51 παρά 49, εν πάση περιπτώσει δεν το αύξησε ούτε το μείωσε, το άφησε στο 50% αλλά εν πάση περιπτώσει τί είναι αυτό το 50% που είδε και είπε; Ότι ίσως να ήταν ο Τζωρτζάτος ένας μαζί με άλλους 4 οι οποίοι ήταν δυο μέρες πριν εκεί που έγινε η ληστεία.

Είναι μέσα στον κύκλο της ενέργειας του εγκλήματος για να χαρακτηριστεί έστω απλή συνέργια; Προφανώς όχι. ούτε έκρηξη έχουμε εδώ πέρα να πάει για προετοιμασία κτλ. Έχουμε απλώς προπαρασκευαστικές πράξεις εάν θεωρήσουμε ότι ήταν αυτός. Αλλά βεβαίως δεν ήταν διότι ούτε με το 50, ούτε με το 80 ούτε με το 99% δεν μπορεί να προκύπτει ενοχοποιητική κρίση Δικαστηρίου στηριγμένη σε τέτοιο επίπεδο βεβαιότητας, μάλλον μη βεβαιότητας ενός μάρτυρα.

Και βεβαίως δεν συνεισφέρουν ούτε οι απολογίες των υπολοίπων κατηγορουμένων, του Σάββα, του Χριστόδουλου η οποία είναι απολύτως αόριστη πάνω σε αυτό. Λέει ο Χριστόδουλος ότι «σε υποκαταστήματα της ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ στα Πατήσια μαζί με τους Λουκά, Σταμάτη, Μάρκο και τον αδερφό μου.....› δε θα σας το διαβάσω για να το αναλύσω, απλώς και μόνο διότι δεν έχει ομολογήσει ο Τζωρτζάτος εδώ πέρα και κατά συνέπεια είναι που είναι χωλά από μόνα τους ως αποδεικτικά μέσα οι απολογίες αυτές με το 211α, θεωρώ ότι δεν πρέπει να σας κουράζω αναλύοντάς τες.

Δεν έχει ομολογήσει, όπως δεν έχει ομολογήσει και στην επόμενη ληστεία ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ του Περιστερίου αυτή τη φορά, όπου πλην του ότι δεν έχει ομολογήσει ο ίδιος, δεν αναφέρεται από τον Χριστόδουλο Ξηρό εδώ πέρα, δεν αναφέρεται από τον Κονδύλη ο οποίος βέβαια Κονδύλης έτσι κι αλλιώς αρνείται τη δική του συμμετοχή στη ληστεία, απλώς τον αναφέρω επειδή είναι ένας από τους συγκατηγορουμένους για την υπόθεση αυτή.

Αναφέρεται από τον Σάββα Ξηρό αορίστως και αναφέρεται και από τον Θωμά Σερίφη στην κατάθεση στην προδικασία, η οποία βεβαίως δε μπορεί να ληφθεί υπόψη και κακώς, σύμφωνα και με τα όσα είπε ο κ. Μυλωνάς αναγνώσθηκε εδώ σύμφωνα με το άρθρο 6, παρ. 3δ της ΕΣΔΑ, δεδομένου ότι μαρτυροποιήθηκε χωρίς να παρέχεται η δυνατότητα άσκησης υπερασπιστικών δικαιωμάτων στον ενοχοποιούμενο από την μη επαναληφθείσα στο ακροατήριο απολογία του εκείνη. Συνεπώς και για την ΤΡΑΠΕΖΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ του Περιστερίου δεν υπάρχουν ενοχοποιητικά αποδεικτικά στοιχεία σε βάρος του.

Έρχομαι στην τελευταία των κατηγοριών που είναι η ληστεία στα ΕΛΤΑ Αιγάλεω. Εδώ υπήρξε ένα νομικό θέμα με το βούλευμα, το οποίο δεν έχω κανένα λόγο να επαναλάβω αυτά τα οποία είπε ο κ. Μυλωνάς, είναι απλώς και θα καταγραφεί ως ένα από τα παράδοξα της ταχύτητας και της βίας να βγει αυτό το βούλευμα, το οποίο αναφέρει ότι οι πέντε άνθρωποι πυροβόλησαν έναν, από απόσταση δεν ξέρω πόση για να τον σκοτώσουν. Αυτά έχουν ξεκαθαριστεί εν πάση περιπτώσει νομίζω στην πορεία και δεν πρέπει να χάνουμε χρόνο γι αυτά.

Εδώ έχουμε υποτιθέμενη ομολογία από τον Βασίλη Τζωρτζάτο, η οποία είναι απολύτως αόριστη και λέει απλώς, «συμμετείχα μαζί με τον Αποστόλη, τον Λουκά, τον Μιχάλη και τον Λάμπρο στη ληστεία στα ΕΛΤΑ Αιγάλεω.› Είναι και αυτή μια από τις χρονικά ύστερες προς ύστατες φερόμενες ενέργειές του στην 17Ν, που λογικά εάν πράγματι είχε συμμετάσχει και ήταν η απολογία αβίαστη και πραγματική, θα είχε λόγους να αναπτύξει πραγματικά περιστατικά και να πει τι ακριβώς έγινε, όπως λέει και ο Χριστόδουλος Ξηρός. «Στα Ταχυδρομικά Ταμιευτήρια Αιγάλεω, μαζί με τους Λουκά, Σταμάτη, Αποστόλη, Φώτη, Λάμπρο κλπ.› Αόριστα. Επομένως τα λέει Ταχυδρομικά Ταμιευτήρια Αιγάλεω, δεν λέει ΕΛΤΑ Αιγάλεω, αλλά ας δεχθούμε την ερμηνεία του κ. Ευαγγελάτου ότι εννοεί αυτά.

Εδώ επίσης δεν υπάρχει καμιά αναφορά από τον Σάββα Ξηρό για τον Βασίλη Τζωρτζάτο. Λέει εδώ ότι στις 22.8. «Το ’92 θυμάμαι ότι ήμαστε εγώ, ο Τζωρτζάτος, ο Χριστόδουλος, ο Λουκάς ντυμένος αστυνομικός, ο Αποστόλης, ο Τούρκος και κάποιος που δεν θυμάμαι. Ο Λάμπρος στην ληστεία αυτή συντόνιζε την επιχείρηση και καθότανε σε ένα κλειστό φορτηγάκι έξω από την τράπεζα και κρατούσε αυτόματο όπλο για παν ενδεχόμενο. Από την ληστεία αυτή σε βάρος των ΕΛΤΑ Αιγάλεω πήραμε 395 εκατομμύρια δραχμές.›

Καταρχήν από την όλη διατύπωση εκείνης της απολογίας του Σάββα Ξηρού, διατηρώ πολύ σοβαρές αμφιβολίες, εάν αναφέρεται στη συγκεκριμένη ληστεία μ’ αυτά τα περιστατικά που λέει. Γιατί Λάμπρος και φορτηγάκι δεν έχει αναφερθεί πουθενά αλλού, από κανέναν σ’ αυτήν. Ίσως να είναι κακή διατύπωση της απολογίας, αλλά εν πάση περιπτώσει ουδόλως πείθει γι’ αυτό το πράγμα.

Λέει στις 9/8 «η ληστεία σε βάρος των ΕΛΤΑ Αιγάλεω, έγινε πριν τα Χριστούγεννα του ’91 και συγκεκριμένα 16.12.91, αυτό το θυμάμαι γιατί ήταν οι συντάξεις και το δώρο Χριστουγέννων μαζί, πήραμε γύρω στα 290 εκατομμύρια δραχμές. – Θυμίζω ότι το ποσό της ληστείας αυτής, επειδή έχουν ακουστεί πολλά και υπάρχει εκείνο το τρομερό ερώτημα πού πήγαν τα λεφτά κλπ, δεν έχει βεβαιωθεί από κανένα ισολογισμό, ήρθε ο μάρτυρας εδώ πέρα και το βεβαίωσε προφορικά, εκ διηγήσεως από προηγουμένους υπαλλήλους των ΕΛΤΑ, διότι ο ίδιος δεν ήταν παρών, ούτε μετείχε στα οικονομικά όργανα, ή στα ελεγκτικά όργανα των ΕΛΤΑ τότε, και ούτε έφερε κανένα αποδεικτικό στοιχείο τυπικό, αυτό το οποίο απαιτείται κατά την νομοθεσία, των ανωνύμων εταιρειών και του δημοσίου λογιστικού, για να αποδεικνύεται μια ζημία εδώ πέρα.

«Κατά τη διάρκεια της ληστείας ειδοποίησε την αστυνομία κάποιος κι συγκεκριμένα τον τροχονόμο. Ο τροχονόμος ήρθε στην τράπεζα και βγήκε ο Λουκάς και τον πυροβόλησε. Φύγαμε όλοι μαζί, επιβιβαστήκαμε σε δυο οχήματα. Ο Τούρκος Αποστόλης έχει πεθάνει. Νομίζω ότι τον είχε βαφτίσει ο αδελφός μου Χριστόδουλος. Ο ξάδελφός μου δεν είχε συμμετοχή στην οργάνωση.› Για τον Τζωρτζάτο δεν λέει τίποτα.

Το τέταρτο χαρακτηριστικό και το κυριότερο αυτής της υπόθεσης είναι το πολύ βεβαρυμένο ιστορικό αναξιοπιστίας, της όλης διαχείρισης της υπόθεσης ΕΛΤΑ Αιγάλεω, στο οποίο εμπλέκονται δυστυχώς, έχοντας μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό ευθύνης, οι υπάλληλοι του τοπικού καταστήματος των ΕΛΤΑ και ιδίως οι διευθυντές.

Έχουν αναγνωρίσει δυο γενιές κατηγορουμένων για την υπόθεση αυτή, ομάδα Δαναλάτου κλπ. Ο κ. Γρίβας έχει τιμωρηθεί πειθαρχικά για αμέλεια υπηρεσιακή σοβαρή την ημέρα που έγινε το συμβάν, γιατί ούτε τα φώτα είχε ανάψει, ούτε την αστυνομία είχε ειδοποιήσει, ούτε τον συναγερμό είχε ενεργοποιήσει, ούτε εν πάση περιπτώσει άλλα πρόσθετα μέτρα ασφαλείας είχε πάρει, ενόψει του μεγάλου ποσού το οποίο επρόκειτο να διακινηθεί, έχει κάθε λόγο λοιπόν, να προσπαθεί να μετακυλήσει ευθύνες σ’ αυτές.

Το προηγούμενο με τις φωτογραφίες και με τις αναγνωρίσεις, των Δαναλάτου, Πατσέλη και ιδίως η κατηγορηματικότητα των αναγνωρίσεων, η οποία, αναδείχθηκε στο Δικαστήριό σας από την ανάγνωση της απόφασης του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου τότε, δείχνει πόσο πεπερασμένη είναι τα όρια αξιοπιστίας της φωτογραφικής μνήμης ενός μάρτυρα, ο οποίος καλείται να αναγνωρίσει και μάλιστα όχι δεκαετίες μετά όπως είναι τώρα απ’ τα ΕΛΤΑ Αιγάλεω. Τότε ήταν 3, 4 χρόνια.

Και είδατε την κατηγορηματικότητα με την οποία αναγνωρίστηκαν τα τότε πρόσωπα από σημάδια, από βεβαιότητες, από χαρακτηριστικά σημεία και όλα αυτά πήγαν περίπατο στη συνέχεια και αποδείχθηκε ότι ήταν λάθος. Και έτσι αποδείχθηκε ότι ήταν και εδώ πέρα, τουλάχιστον σ’ ότι αφορά τον Τζωρτζάτο.

Και ήρθανε με μια μάρτυρα από την προδικασία την κα Κιουρόγλου, η οποία είχε εμφανιστεί στον Ανακριτή και είχε πει: «Κάποια στιγμή γύρισα προς το πλάι όταν με είχαν στον τοίχο και αυτός που ήταν ντυμένος αστυνομικός, είχε στο πάνω χείλος κάτι σαν μορφασμό και μπορεί να ήταν ο Βασίλειος Τζωρτζάτος, όπως φαίνεται στην φωτογραφία που μου επιδεικνύετε, σίγουρη όμως δεν είμαι.›

Αυτά είχε πει στον Ανακριτή. Ήρθε εδώ και βεβαίως όχι μόνο δεν τον αναγνώρισε με βεβαιότητα, αλλά με βεβαιότητα διατύπωσε το αντίθετο. Εδώ θα ήθελα παρεμπιπτόντως να υπενθυμίσω μια πολύ χρήσιμη φράση του Εισαγγελέα κ. Μαρκογιαννάκη, είναι τώρα Εισαγγελέας Εφετών, που ήταν Εισαγγελέας της έδρας στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο τότε, μια ρήση που αν θα την άκουγε κανείς εκείνα τα χρόνια, θα του φαινότανε αυτονόητη. Σήμερα έχει πάψει να είναι αυτονόητη και αυτή, για την προϊούσα μνήμη των μαρτύρων. Λέει το σχόλιο του κ. Εισαγγελέα: «Η εμμάρτυρος απόδειξη, είναι το επισφαλέστερο αποδεικτικό μέσο. Ο μάρτυρας που εξετάστηκε ενώπιόν σας, υπήρξε θύμα περιστάσεων και γεγονότων της ημέρας εκείνης και του προηγουμένου χρονικού διαστήματος και ένας εσταυρωμένος της αναζήτησης της αλήθειας. Όλα αυτά τον έριξαν στο πρίσμα της υποστήριξης πραγμάτων που δεν είδε, αλλά που νόμιζε ότι είδε, τα όσα υποστηρίζει προσκρούουν στους κανόνες της λογικής και της κοινής πείρας, υπό την έννοια ότι όλα όσα είπε, έρχονται σε ακραίες αντιφάσεις. Και ο ισχυρισμός ότι η μνήμη ζωντάνεψε παρερχομένου του χρόνου, έρχεται και καταλύει αξίες και επιστημονικά δεδομένα.›

Εκφράζοντας λοιπόν τότε ο κ. Εισαγγελέας και ορθά την δυσπιστία του για τις μαρτυρικές αναγνωρίσεις, σκεφθείτε να ήταν και εδώ πέρα και να έβλεπε και αυτά που έχουν γίνει σ’ αυτή τη δίκη. Εδώ λοιπόν πώς περιγράφεται αυτός ο άνθρωπος ο ντυμένος αστυνομικός που κατά την κρίση της κας Κιουρόγλου, μοιάζει, γιατί κι αυτή ήταν μια έγκυρη μάρτυρας, δεν βγήκε να πει αναγνωρίζω, μοιάζει, αυτός είχε ένα μορφασμό ένα τικ που μου φέρνει. Βεβαίως η φωτογραφία δεν αποδίδει κανένα μορφασμό, κανένα τικ, διότι ο μορφασμός και το τικ προϋποθέτουν κίνηση και η φωτογραφία είναι ακίνητη.

Αλλά εν πάση περιπτώσει εντάξει είναι ένα κριτήριο αυτό το λέει. Πώς περιγράφεται αυτός ο ντυμένος αστυνομικός από τις άλλες μάρτυρες και στην απόφαση που αναγνώστηκε, αλλά και εδώ πέρα;

«Ο ψευτοαστυνομικός ήταν μπροστά μου,› έλεγε η μάρτυρας κα Φίλη Γεωργία , «ήταν μετρίου αναστήματος από εμένα που είμαι 1.50 ύψος.› Οι άλλοι μάρτυρες, ο κ. Γεροδήμος, η κα Φίλη, οι οποίοι κατέθεσαν, λένε για τον ψευτοαστυνομικό ότι είχε ύψος 1.60 με 1.65 επίσης. Και να δούμε τι είπε και η κα Κιουρόγλου στην κατάθεσή της εδώ στο ακροατήριο.

Προτεινόμενα για εσάς



Δημοφιλή