ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Επαναλαμβάνεται η συνεδρίαση που έχει διακοπεί.
Φ. ΡΑΓΚΟΥΣΗΣ: Η λαϊκή επιδοκιμασία που υπάρχει σήμερα, έχει τεράστια σημασία, γιατί σημαίνει ότι μια διαδικασία τέτοιων ενόπλων ενεργειών, δεν πρόκειται να οδηγήσει στην απομόνωση, αλλά αντίθετα στην λαϊκή υποστήριξη, στο δυνάμωμα της οργάνωσης και την βαθμιαία συμμετοχή νέων αγωνιστών.
Τι σημαίνει αυτό; Ότι για να έχουμε πολιτική δράση ή πολιτικό έγκλημα, πρέπει να είμαστε εκατό ή διακόσιοι; Επιλογή της οργάνωσης αυστηρά, μάλιστα όταν είναι συνωμοτική, μάλιστα όταν έχει τέτοια αν θέλετε δράση, που ακουμπάει ευθέως το κρατικό ιμπέριουμ, δεν θα προσέξει στις επιλογές; ¶ρα δηλαδή έχει λαϊκή βάση όταν είναι 4 όπως πολλές φορές ακούστηκε από την έδρα, μα πόσοι άνθρωποι ήταν; Τέσσερις, πέντε, είχανε μείνει δυο, ή τρεις ήταν εννιά. Αυτός είναι ο αγώνας να αποδείξουμε ότι ήταν αν θέλετε μακριά από τον ελληνικό λαό, γιατί δεν είχε εκατό και διακόσιους αγωνιστές;
Αυτό ήταν το νόημα; Εάν είχε δηλαδή διακόσιους, λέτε να μην μπορούσε να επιλέξει διακόσιους, τριακόσιους, αν θέλετε ανθρώπους που θα πλαισίωναν τις τάξεις της; Καθαρά για λόγους προστασίας της οργάνωσης, ήταν η αυστηρή επιλογή να είναι ολιγάριθμοι, έτσι λειτούργησε, σαν μετωπική οργάνωση, η οποία προσπαθούσε να επιλέξει αυστηρά, μέσα από διαδικασίες τις οποίες ακολουθούσαν οι ίδιοι, ποιοι θα πλαισίωναν τον αγώνα που έδιναν.
Χαρακτηρίζει όμως και το επίπεδο του αγώνα. Και μόνο με μια μακρόχρονη διαδικασία, ενόπλων ενεργειών, μπορούμε να φθάσουμε σε μια μαζική ένοπλη οργάνωση. Που θα αποτελέσει και την λαϊκή άμυνα, στα χτυπήματα - πραξικοπήματα του φασιστικού μηχανισμού του αυριανού ένοπλου λαού.
Δηλαδή η στρατηγική μας, η ιδεολογία μας, οι σχέσεις μας με την κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα, σημαίνει ότι, επιλέγουμε σήμερα τους στόχους για να αφυπνίσουμε τον ελληνικό λαό, ότι υπάρχει αντίπαλο δέος στα ύπουλα και φασιστικά χτυπήματα, τα οποία αντιμετωπίζουμε με την προσβολή ορισμένων στόχων.
Στους στόχους αυτούς, στεκόμεθα όχι με μίσος, όχι με κάποια αντιπαλότητα που ξεκινάει από ταπεινά ελατήρια, αλλά στεκόμαστε κριτικά σαν θεσμούς αντιλαϊκούς, εκπροσώπους αυτών των θεσμών και η πάλη την οποία επιδιώκουμε να κάνουμε, είναι αποκλειστικά πάλη θεσμών, αξιών, με ευαισθησία.
Έτσι όπως αντιλαμβανόμαστε εμείς την δημοκρατική μας συνείδηση και έτσι όπως πρέπει να παλεύομε, για την ελευθερία, την πρόοδο και την ισότητα.
Αναφέρονται δηλαδή ότι με την επιλογή των στόχων που γίνεται στο άρθρο 114 και στο 120 του Συντάγματος, ότι οποιαδήποτε παράβαση από την δημοκρατία, οποιαδήποτε έκπτωση των δημοκρατικών θεσμών, θα σημαίνει ότι υπάρχει μια μερίδα ένοπλου λαού, και ένοπλου λαού δεν σημαίνει απαραίτητα να τους έχουμε μοιράσει καλάσνικοφ, αλλά ανθρώπους αποφασισμένους οι οποίοι θα σταθούν στην αντίπερα όχθη, όταν επιχειρούνται αυτά τα ύπουλα χτυπήματα.
Ενός λαού ο οποίος θα αφυπνίζεται από την δράση μας και θα ξέρει ότι υπάρχει μια μετωπική ομάδα που ν’ αντικρούσει τις αθλιότητες αυτές τις οποίες παρακολουθούμε με τις κοινωνικές εκδηλώσεις της εξουσίας. Σε καμία περίπτωση δεν ζητάνε μια ανοιχτή συγκέντρωση. Δεν ζητάνε να προσεγγίσουν νέα μέλη υπό την έννοια της ανοιχτής συνάντησης. Δεν μπορούσαν, δεν έπρεπε. Όπου έγινε αυτό, με την έννοια των συμπαθούντων όπως αναφέρθηκε με τις Ερυθρές Ταξιαρχίες, οι Ερυθρές Ταξιαρχίες είχαν συμπαθούντες, οι οποίοι φθάσανε σε 10.000. Δεν ήταν μέλη. Δεν πήγε η 17Ν να καταλάβει την εξουσία. Ζήταγε έναν ένοπλο λαό προκειμένου να καθοδηγηθεί, όταν βλέπει την κατάλυση της δημοκρατίας. Εκτός εάν πιστεύει κανένας στην αίθουσα αυτή, ότι για να εφαρμοστεί το 114 του Συντάγματος και το 120, όταν καταλύεται η δημοκρατία και καταλύεται με πολλές μεθόδους, θα πρέπει να κάνουμε σειρά εμείς οι πολίτες έξω από το Πεντάγωνο, να μας μοιράσει όπλα η εξουσία, για να πάμε να χτυπήσουμε αυτούς που το καταλύουν.
Με τέτοιες πιθανότητες, και με τέτοιες συλλογιστικές, ούτε θα τους καταλάβετε ποτέ, ούτε μπορέσατε να νιώσετε την αγωνία αυτών των ανθρώπων που έδωσαν την κοινωνική τους ζωή, απομακρύνθηκαν από τις οικογένειές τους, απομακρύνθηκαν από πρόσωπα που αγάπησαν, για να μπορέσουν να ευοδώσουν ένα αγώνα, έτσι όπως πίστευαν αυτοί σωστό, έτσι όπως θα κρίνετε εσείς λάθος.
Το λάθος και το σωστό σε τέτοιες έννοιες είναι τόσο ρευστό, που δεν μπορεί κανένας να πει με σιγουριά, αν θέλετε με αυτοπεποίθηση, ότι το άσπρο είναι άσπρο, μανιχαϊστικά, και το μαύρο, μαύρο. Όλα αποτελούν συγκοινωνούντα δοχεία, όλα αποτελούν θέσεις, όλα αποτελούν βλέψεις ενός αγωνιστή, αλλά και μιας εξουσίας η οποία, επιτίθεται με μεγάλη μανία απέναντί τους.
Και αυτή η μανία την οποία εκδηλώνει η εξουσία, πρέπει να ξέρουμε ότι είναι ιστορικά και κοινωνικά, η δικαίωση του ένοπλου αγώνα, τον οποίον επέλεξαν αυτοί.
Κόντρα στις επιχειρούμενες αν θέλετε ερμηνείες, πιστεύοντας στον ένοπλο λαϊκό αγώνα, πιστεύοντας στον εξοπλισμό του λαού, όχι με όπλα μόνο, αλλά και με την αφύπνιση, με τις ευαισθησίες, με τον προσανατολισμό, αν θέλετε με την δυνατότητα να μπορεί να αποφασίσει, αν θέλετε με την δυνατότητα να μπορεί να αμφισβητήσει και να επαναστατήσει ήταν ο αγώνας της 17Ν, απέναντι στην κοινωνική αδικία και τον επιχειρούμενο εξανδραποδισμό.
Ένας αγώνας ο οποίος πρυτάνευσε μέσα τους, χωρίς άλλες παρεκκλίσεις, χωρίς αν θέλετε δοσιλογισμούς, χωρίς υποχωρήσεις. Ένας αγώνας που την έφερε σε 25 χρόνια να μάχεται την πιο σκληρή εξουσία, που είναι η κρατική. Μια μάχη που δόθηκε με συνέπεια στα πιστεύω τους, στα ιδεώδη τους. Και όταν κάποιος ανατινάχθηκε, και όταν κάποιος αποφάσισε τότε, με όλο το μεγαλείο της ψυχής του, να μη του αφαιρέσει την ζωή, τότε μόνο οδηγήθηκε στην αν θέλετε επιχειρησιακή εξάρθρωσή της.
Γι’ αυτό και πιστεύουμε ότι, όποιος ακουμπάει το μέγεθος που λέγεται 17Ν, ας μην ποτέ πιστέψει, ότι έχει τελειώσει μέσα από τη δίκη αυτή. Η 17Ν αποτελεί μια κοινωνική ανάγκη. Η 17Ν αποτελεί ένα μέγεθος κοινωνικό ελέγχου, της αναλγησίας της κρατικής και έτσι θα λειτουργεί μέσα στον ελληνικό λαό. Χωρίς σκοπιμότητες, χωρίς υποχωρήσεις και καταδίκες, έστω και υψηλές, έστω και αν τους στήνουν κάποιοι άλλοι που φροντίζουν από τώρα, ψηφίζοντας συνθήκες που δεν περάσανε μέσα από την βουλή να τις στείλουν κάπου μακριά, ότι θα μπορέσουν να επιτύχουν κάτι.
Και αν είναι γενικές και αόριστες αυτές οι προκηρύξεις, όπως σωστά τις διαβάσατε κύριε Πρόεδρε και σωστά ενημερώνετε ίσως και τους συνέδρους προέδρους, αν θα τους καταλάβετε ή όχι και αν αυτά έχουν γενικά και αόριστα, ας έρθει ένας βασικός εκπρόσωπος ένας άνθρωπος που εγώ προσωπικά θαυμάζω για το μεγαλείο της ψυχής του, που δίνει κάποιες απαντήσεις και δεν νομίζω να μην αποτελεί και αυτός, έναν αυθεντικό κριτή της 17Ν.
Ένας που όρθωσε το παράστημά του απέναντι στο Δικαστήριό σας έτσι όπως έπρεπε, χωρίς πισωγυρίσματα, χωρίς ψεύτικες επιλογές, χωρίς αν θέλετε ελεημοσύνες, μιας κάποιας ευνοϊκής αντιμετώπισης, απευθυνόμενος στο Δικαστήριό σας, λέει, «να ξεκόβετε ένα πολιτικό φαινόμενο από τις κοινωνικές του ρίζες, από τις αιτίες που το δημιούργησαν, ν’ αντιμετωπίζετε την 17Ν έξω από τις συγκυρίες που την γέννησαν, έξω από το κοινωνικό, πολιτικό, ιστορικό περιβάλλον, μέσα στο οποίο έδρασε στις ελληνικές και διεθνείς συνθήκες, των τελευταίων 30 χρονών.›
Είπε δηλαδή αυτό το οποίο αποτύπωσε σαν δράση της 17Ν. Και αρνήθηκε να δικαστεί γι’ αυτό που πίστευε. Γιατί έβλεπε μέσα από το Δικαστήριό σας, ότι δεν πλησιάσατε, ότι δεν τους ακουμπήσατε, ότι δεν προσπαθήσατε να καταλάβετε τις ιδέες τους, και πέρα από τα μιάσματα μιας εξουσίας η οποία τους χαρακτήριζε επειδή τους φοβότανε, περάσατε και εσείς στην ίδια γραμμή.
Με μεγάλο σεβασμό, αλλά χωρίς να ενδύετε ψευτοηρωϊσμούς και χωρίς να ενδύετε ελεημοσύνες, όπως τόνισα και προηγουμένως, στέκεται όρθιος απέναντι στο Δικαστήριό σας και λέει, «θεωρώ το Δικαστήριό σας δεν θέλει, ούτε μπορεί να δικάσει την 17Ν, γι’ αυτό που πραγματικά ήταν. Θα μας δικάσετε με βάση ένα δίκαιο της ανισότητας. Ένα δίκαιο που δεν μπορεί να κρίνει την δράση μας. Ένα Ποινικό Κώδικα που δεν μπορούσαμε να αποδεχθούμε σαν εργαλείο για την αξιολόγηση του αγώνα μας. Ένα δίκαιο που θα υποστούμε, αλλά δεν είμαστε υποχρεωμένοι να το αναγνωρίσουμε.
Είναι υψηλή στάση αυτή. Είναι έπαινος προς τους Δικαστές. Αναγνωρίζει το δίκαιο. Αναγνωρίζει αυτό που θα του επιβληθεί. Και σας βγάζει αν θέλετε και από την δύσκολη θέση. Και έχει μια αξιοσύνη η θέση αυτή. Γιατί πιστεύει ότι το Δικαστήριο αυτό, έτσι όπως συγκροτήθηκε, έτσι όπως έρχεται να εξετάσει την συγκεκριμένη δράση τους, δεν έχει εκείνα τα εχέγγυα τις αμερόληπτες και δίκαιες κρίσεις. Δική του προσωπικό πιστεύω, δική του θέση, έχει όμως το θάρρος να την πει απέναντί σας.
Και ότι δεν μπορείτε να δικάσετε ιδέες και δεν μπορείτε να πιστεύετε ότι εξαρθρώνετε μια οργάνωση που λέγεται 17Ν, επειδή δικάζετε πέντε, δέκα ανθρώπους, γιατί το κοινωνικό φαινόμενο δεν εξαλείφεται με καταδίκες.
Δίδει και μια εξήγηση με απόλυτο σεβασμό στο Δικαστήριό σας. Τα όριά σας φάνηκαν από την απόφασή σας για το λεγόμενο πολιτικό έγκλημα. Ο νόμος, το δίκαιο και το Σύνταγμά σας, σας επέτρεψαν να χαρακτηρίσετε την δράση της 17Ν σαν πολιτικό έγκλημα, όπως λέγεται. Δεν σας το επέτρεπε όμως η υπάρχουσα τάξη πραγμάτων, που ήθελε να δικαστούμε σαν κοινοί εγκληματίες και όχι σαν αυτό που είμαστε. Αιχμάλωτοι ενός ακήρυχτου και ανειρήνευτου κοινωνικού πολέμου, που αρχίζει από τότε που υπάρχουν τάξεις, που υπάρχουν πλούσιοι και φτωχοί, ισχυροί και ανίσχυροι, εκμεταλλευτές και εκμεταλλευόμενοι.
¶φεση αμαρτιών στο Δικαστήριο; Όχι. Μη το πάρετε έτσι. Θέση πολιτική, απέναντι στη κοινωνική του δράση και απέναντι σ’ αυτούς που τον δικάζουν. Έχει ευαισθησία η θέση αυτή. Δεν είναι από άνθρωπο ανάλγητο. Δεν είναι από σκληρό, δεν είναι από κοινωνικό μίασμα. Είναι από έναν άνθρωπο ο οποίος ορθώνει το παράστημά του και δίνει σε σας τους δικαστές, την θέση του με βάση τις παρεμπίπτουσες αποφάσεις.
Θα αξιώσετε να μην έχουμε λόγο γι’ αυτές; Θα αξιώσετε να υποχωρήσουμε και γι’ αυτές; Θα αξιώσετε να πούμε ότι όλα είναι καλά σ’ αυτήν την αίθουσα, επειδή πράγματι στήθηκε ένα δικαστήριο για να δικάσει μια ιδέα, μια θέση κοινωνική;
Αυθεντική και πάλι ερμηνεία, πέρα από την προκήρυξη της θέσεως της 17Ν. Και αξίζει, γιατί αυτές είναι οι μοναδικές θέσεις και όσες επιχειρεί να πει ο Ραγκούσης, ή επιχειρεί η πολιτική αγωγή, ή επιχειρούν οι αυτόκλητοι ερμηνευτές, ενός κοινωνικού φαινομένου, που ούτε κατάλαβαν, ούτε τους άγγιξε.
Η 17Ν από την πρώτη στιγμή επίμονα διακήρυσσε ότι ήταν μια οργάνωση απλών λαϊκών αγωνιστών. Από τα σπλάχνα του λαού προερχόταν. Την δική του φωνή αφουγκραζόταν. Τα δικά του συμφέροντα προσπάθησε να υπηρετήσει. Και μπροστά στο λαό νιώθει ότι πρέπει να λογοδοτήσει. Εγώ εδώ θα πω λίγα χρόνια και απλά για την οργάνωση και την δράση της, απευθυνόμενος σ’ αυτούς που μας πίστεψαν, μας στήριξαν ηθικά, που ένοιωσαν ότι αποτελούσαμε μια ελπίδα, μια σπίθα. Αλλά όπως είπε και κάποιος μάρτυρας, μια ανάσα, ένα στεναγμό ανακούφισης, μια στιγμή απόδοσης δικαιοσύνης, όπως ποτέ δεν μπορεί να είστε εσείς, για τους απλούς ανθρώπους.
Η τελευταία μου φράση δεν αφορά την συγκεκριμένη απονομή της δικαιοσύνης, αφορά, χωρίς να προσπαθώ να διερμηνεύσω κάτι, ότι δεν μπορεί το Δικαστήριο να δικάσει ιδεολογίες. Δεν θέλει το Δικαστήριο να δικάσει. Μένει στο στείρο ποινικό πνεύμα, διατάξεων οι οποίες γίνανε για άλλους, πρέπει να εφαρμοστούν για άλλους και δεν ακουμπάνε την ουσία του θέματος, δυστυχώς καθόλου.
Εάν θεωρήσετε την απόφασή σας, προσπάθεια κοινωνικής άμυνας, πάνω σ’ αυτό που λέγεται 17Ν, πιστεύω ότι θα έχετε αποτύχει στο ρόλο τον οποίον σας αναθέσαμε, εμείς σαν λαός, ένοπλος στα συναισθήματα, ένοπλος μέσα από τη δράση μας την κοινωνική; Ένας λαός όμως που πιστεύει στην ιδιαιτερότητα του έλληνα δικαστή και αυτό δεν πρέπει ποτέ να φύγει.
Χαρακτηρίζει την οργάνωσή του, αυτό που πίστεψε, σ’ αυτή που συμμετείχε, σ’ αυτό που αγωνίστηκε. Η 17Ν ήταν μια οργάνωση της επαναστατικής Αριστεράς, του κομματιού εκείνου της Αριστεράς που πιστεύει ότι το σημερινό κοινωνικό σύστημα, δεν μπορεί να αμβλύνει τις κοινωνικές ανισότητες, γιατί τις γεννά και βασίζεται σ’ αυτές.
Έπρεπε να το πει κατηγορούμενος για να το ξέρουμε; Δεν το βλέπουμε; Δεν το αφουγκραζόμαστε; Δεν το ζούμε στη καθημερινή πρακτική; Δεν βλέπουμε πώς επιτίθενται όλοι απέναντι στη δικαιοσύνη; Πώς προσπαθούν από ανεξάρτητη να την ποδηγετήσουν; Δεν βλέπουμε την ισότητα πώς καταπατείται; Δεν βλέπουμε την πρόοδο πως είναι δεσμοφύλακας ορισμένων μόνο ισχυρών, επιλεγμένων προσεκτικά, πώς θα την ασκήσουν; Δεν μπορεί να λύσει το πρόβλημα της ανεργίας, γιατί γεννά την ανεργία και χρειάζεται την ανεργία. Δεν μπορεί να εξαλείψει τους πολέμους γιατί γεννά τους πολέμους και τρέφεται απ’ αυτούς. Δεν μπορεί να στηρίξει την ισότιμη ανάπτυξη όλων των χωρών, γιατί βασίζεται στην άνιση ανάπτυξη και την λεηλασία του πλούτου των φτωχών χωρών.
Είναι κανένας μέσα στην αίθουσα που να διαφωνεί με τις θέσεις αυτές; Σαν διαπίστωση. Σαν κάτι που μας ακουμπάει όλους. Σαν μια αλήθεια ενός κομματιού εργαζόμενου ελληνικού λαού και σκληρά εργαζόμενου, όπως είναι οι δικαστές, έτσι ακόμα. Να φθάσουμε να το δούμε μέσα στην ουσία του το θέμα. Είναι κανένας που να διαφωνεί μ’ αυτή τη κραυγή της αλήθειας, που πηγάζει μέσα από έναν άνθρωπο ο οποίος επέλεξε αυτό τον δύσκολο δρόμο; Λάθος παραβατικό όπως πιστεύετε εσείς;
Αλλά όχι με ταπεινά ελατήρια. Όχι για πλουτοκρατισμό, όχι για να σφετεριστεί την εξουσία, αλλά σαν μια θέση την οποία επέλεξε, απέναντι σε ένα χειμαζόμενο συνάνθρωπό του, για να τον υποστηρίξει και να θέσει κάποιες πτυχές της δικής του προσωπικής ζωής, σ’ ολόκληρη την υπηρεσία αυτού που θεωρεί αντιλαϊκό αγώνα.
Η 17Ν δεν θεώρησε ότι αποτελεί το κέντρο της επανάστασης. Ούτε ο τρόπος δράσης της είναι ο μοναδικός. Αλλά από την αρχή διακήρυξε ότι η επαναστατική διαδικασία είναι μακρόχρονη, και περίπλοκη. Αποτελεί τον συνδυασμό όλων των μορφών πάλης αλλά χρειάζεται να ξεκινήσει από σήμερα.
Με την φράση αυτή οριοθετεί την συγκεκριμένη ιστορική στιγμή της 17Ν. Αφύπνιση, προσπάθεια, επαγρύπνηση, αμφισβήτηση, μορφή επανάστασης, που δεν χρειάζεται πολλούς. Σας είπα ότι η σπίθα, η φλόγα, δεν χρειάζεται για να ανάψει κάτι το εντυπωσιακό. Μια πληθώρα ανθρώπων που κανείς δεν ελέγχει και κανείς δεν ξέρει. Αλλά συγκεκριμένους ανθρώπους που έχουν τα αυτά πιστεύω, τις αυτές προσδοκίες, λίγους αλλά καλούς. Λίγους, αλλά αποφασισμένους. Έτσι γεννιούνται πάντοτε σπίθες και έτσι ξεκινούν.
Δεν έμαθα ποτέ αν η Φιλική Εταιρεία ήταν 300 και 500. Το αποτέλεσμά τους και πώς εξαπλώθηκε ήταν γνωστό. Κάνεις συνειρμούς; Όχι. Βάζω ιστορικά τα γεγονότα. Γιατί σαν δημοκρατία πάντοτε πίστευα, ότι να αντιμετωπίζουμε το πολιτικό έγκλημα και την 17Ν, είχαμε τα όπλα σαν δημοκρατία και δεν έπρεπε να περιμένουμε τον ιστορικό του μέλλοντος για να γράψει τι είναι η 17Ν και πώς την αντιμετωπίσαμε και πώς την δικάσαμε τότε. Γιατί τότε έχουμε χάσει αν θέλετε την ουσία των πραγμάτων, έχουμε χάσει όλη την υφή των θέσεών μας, την ποιότητά μας.
Ακούσατε ποτέ οι ¶γγλοι τον Καραολή και τον Δημητρίου να τους χαρακτηρίσουν σαν λαϊκούς αγωνιστές; Τους κρεμάσανε, αυτοί που δήθεν προσπαθούσανε και ανησυχούσανε, σαν κράτος δικαίου για την λάϊκα που πήγαινε με τον Σπούτινγκ επάνω και κρεμούσαν αθώους ανθρώπους στην προσπάθειά τους να ελευθερωθούν από το ζυγό που τους είχαν επιβάλει.
Μιάσματα δεν ήταν; Ξυπόλυτοι που τους λέγανε αλήτες δεν ήταν; Τι ήταν το διαφορετικό όλων αυτών των ανθρώπων που πάλεψαν σε μια ιστορική δεδομένη στιγμή, για κάτι που πίστεψαν σαν ορθό; Για κάτι που πίστεψαν ότι είναι για το λαϊκό κύρος, για την ανόρθωση ενός αγώνα, πέρα την αξιοπρέπεια την οποία επιβάλει η σύνεση και η αποφασιστικότητα ενός κοινωνικού συνόλου που λέγεται λαός. Λαός ελληνικός. Σ’ αυτόν πίστεψαν και γι’ αυτόν αγωνίστηκαν.
Οι λανθασμένες επιλογές, δεν είναι επιλογές που θα κρίνει το Δικαστήριό σας. Εσείς ποινικά τους κρίνετε. Ο λαός είναι ο μόνος και δυνατός και κυρίαρχος που θα τους κρίνει.
Το μεγάλο φόβητρο όλος ο ελληνικός λαός ξυπνούσε και αγωνιζόταν πώς θα εξαρθρώσει την 17Ν. Και όλοι ησυχάσαμε όταν έπιασαν ορισμένους ανθρώπους. Και όλοι ησυχάσαμε που τους είδαμε να τους περιτριγυρίζουν στην Αθήνα δίκην θηρίων, κουκουλοφόροι που δεν κατάλαβαν και δεν μπόρεσαν ποτέ, αυτοί και τα αφεντικά τους να καταλάβουν τι κρατούσαν στα χέρια τους.
Όμως το σύνολο του ελληνικού λαού, δεν ξυπνούσε ούτε κοιμόταν με το φόβο της 17Ν. Σε μια δημοσκόπηση λίγο πριν την έκρηξη του Πειραιά μόνο το 2% του δείγματος θεωρούσε την λεγόμενη τρομοκρατία πρόβλημα, τοποθετώντας το τελευταίο στην σχετική λίστα.
Μια εφεύρεση, ένα επίτευγμα, μια σκηνοθεσία, μια κατασκευή, ήταν όλα αυτά που προσπαθούσαν να μας περάσουν οι ξενοκράτορες και οι ντόπιοι σύμμαχοί τους. Τίποτα άλλο, ουδείς φοβήθηκε ποτέ την 17Ν. Ουδείς ένιωσε ποτέ να ανησυχεί από τη δράση της. Πιο πολλοί ήταν εκείνοι οι οποίοι επιδοκίμαζαν κάποιο από τα χτυπήματά τους. Γιατί, γιατί πίστευαν ότι υπάρχει μια λαϊκή δικαιοσύνη που στέκεται αντιμέτωπη σ’ αυτά τα οποία πράττουν απουσία του ελληνικού λαού, ξέχωρα απ’ αυτούς, χτυπώντας τον ελληνικό λαό με τον χειρότερο τρόπο.
Και κυρίως οι προδομένοι, όταν ανέβασαν ανθρώπους κρατώντας σημαίες, για να τους έχουν σήμερα να διοικούν και να τους έχουν σήμερα να υπηρετούν ποιους; Όχι πάντως τον ελληνικό λαό.
Η 17Ν χαρακτηρίστηκε από πολλούς οργάνωση του μέτρου. Παίρνοντας υπόψη της συγκυρία και το επίπεδο ανάπτυξης του κινήματος, δεν κήρυξε ολοκληρωτικό πόλεμο σε όλα τα μέτωπα. Δεν ανέβασε το επίπεδο της δράσης, σύμφωνα με τις εκάστοτε επιχειρησιακές δυνατότητές της. Δεν μπέρδεψε ποτέ τις επιθυμίες της με την πραγματικότητα. Την βία με την βιασύνη. Ήθελε η κάθε ενέργειά της να αποτελεί το μεγαλύτερο δυνατό αντίκτυπο, με την ελάχιστη δυνατή βία, ως προς τις συνέπειες.
Το κύριο βάρος της δραστηριότητάς της δεν έπεφτε στα κείμενα, στις προκηρύξεις, ή σε κάποιο έντυπο, παρά το ότι τα θεωρούσε αναγκαία και απαραίτητα, αλλά στις ενέργειές της. Το βάρος έπεφτε στις πράξεις και όχι στα λόγια. Πράγματι, προσπαθούσε μέσα από το χτύπημα αυτό να επιτύχει το μεγαλύτερο δυνατό αντίκτυπο.
Να συγκλονίσει, να αφυπνίσει, να ξυπνήσει, να τρομάξει τους ισχυρούς και να δώσει μια δυνατότητα μιας κοινωνικής σύγκλησης σε όσους ασκούσαν την εξουσία με την έννοια να τους κάνει πιο προσεκτικούς. Μια θέση την οποία εμείς έτσι αντιλαμβανόμαστε, σαν ένα κομμάτι του ελληνικού λαού το οποίο έβλεπε τη δράση της με ένα διαφορετικό μάτι απ’ αυτό που προσπάθησε η τρομολαγνεία και η έντονη επιθυμία αυτών που ασκούν σήμερα την διαχείριση της εξουσίας, να καθυποτάξει στη μνήμη μας, στο πνεύμα μας, στην ιστορική μας συνείδηση.
Ελάχιστη βία και πάντοτε με μεγάλο κίνδυνο της ζωής αυτών που έπρατταν. Ήταν πολλοί που έμεναν άναυδοι και πολλοί απορούσαν για την αποκοτιά τους. Θα μπορούσα να χτυπήσουν τους συγκεκριμένους στόχους πολύ πιο εύκολα. Θα μπορούσαν να δρέψουν δάφνες εάν ήθελαν μια κοινή ενέργεια που δεν θα είχε κανένα αντίκτυπο. Έθεταν πάντοτε σε κίνδυνο την ίδια τους τη ζωή. Το γεγονός ότι μπορούσαν να γίνουν αντιληπτοί, το γεγονός ότι θα μπορούσαν, αν θέλετε, να συλληφθούν και ότι θα μπορούσαν να εξαφανιστούν, το ότι θα μπορούσαν να σκοτωθούν μέσα σε μια ένοπλη σύρραξη την οποία θα είχαν με τις δυνάμεις καταστολής.
¶ρα η επιλογή τους αυτή ήταν επιλογή ταπεινών ελατηρίων; Ήταν επιλογή ανθρώπων που κοίταζαν να χτυπήσουν κάποιον και να σηκωθούν να φύγουν; Ή ήταν μια επιλογή που να δείξουν ότι το κράτος, αυτό που σας καταπιέζει, αυτός που ερμητικά δεν ακούει τις θέσεις σας και τις ανάγκες σας, τις προθέσεις σας και τις θέσεις σας, δεν είναι πανίσχυρο, αλλά έχει εκείνες τις ρωγμές κι εμείς το ξεφτιλίζουμε, το χτυπάμε, το κατεβάζουμε στο επίπεδο ενός κοινού ληστή, που μπορούμε και τον αντιμετωπίζουμε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.
Αυτός ο εξευτελισμός της εννοίας του κρατικού imperium, ήταν ένας από τους βασικούς στόχους. Γι αυτό έθεταν σε κίνδυνο τη ζωή τους. Γι αυτό δεν υπολόγισαν ποτέ αν θα συλληφθούν ή όχι. γι αυτό δεν υπολόγισαν εάν θα έρθουν κάποια στιγμή οι δυνάμεις καταστολής να τους εκτελέσουν όταν επέλεγαν τους στόχους τους. Εντυπωσιασμός και μόνο με κίνδυνο της ζωής τους, ένα εκείνο το οποίο επεδίωκαν. Να έχει το δυνατότερο μεγαλύτερο αντίχτυπο η πράξη τους στην προσπάθειά τους να επιδοκιμαστεί από την ίδια την εξουσία ο τρόπος της αξιοσύνης με τον οποίο έπρατταν.
¶φησαν πολλές φορές την εξουσία να είναι με ανοιχτό το στόμα. Έσπευσαν πολλοί να μην ξέρουν τί να πουν και τί δικαιολογία να έχουν. Πώς ξεφεύγουν; «Μπα, πράκτορες θα είναι, μπα, όχι, πιθανό να είναι αστυνομικοί, μπα όχι, έχουν υψηλά ιστάμενους, όχι, είναι κέντρα εξουσίας άλλα που τους προστατεύουν›. Παράτολμοι ήταν, παράτολμοι για τις ιδέες τους, γενναίοι πάνω σε αυτό που έπρατταν, αν θέλετε με την ίδια τη δυνατότητα να αμφισβητούν τη ζωή τους, σαν εκείνη που χτυπούσαν.
Καταλήγει ένα μέλος στην αναφορά του, στην κατάθεση της ψυχής του απέναντι στο Δικαστήριο σας, μια αναφορά που δείχνει μεγάλο σεβασμό, που μακάρι όλοι να τον είχαν απέναντι στα Δικαστήρια και κυρίως αυτοί που ασκούν την εξουσία: «Η δράση της 17Ν ήταν δράση συμβολική, επέλεγε στόχους σύμβολα της εξουσίας σε όλες τις εκτάσεις της. Οικονομική, κοινωνική, πολιτική. Εκπροσώπους των μηχανισμών και θεσμών του αστικού καθεστώτος, της ιμπεριαλιστικής ηγεμονίας με τους μηχανισμούς της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης, της ληστείας του κοινωνικού πλούτου και της δημόσιας περιουσίας των εξωνημένων πολιτικών, των διεφθαρμένων κρατικών λειτουργών, της κρατικής καταστολής. Οι ενέργειες της 17Ν είχαν παραδειγματικό χαρακτήρα και ταυτόχρονα προειδοποιητικό και προληπτικό, αφού αποσκοπούσαν να οδηγήσουν σε επανασχεδιασμό ή και αποχή ακόμα από πράξεις επιβλαβείς για το κοινωνικό σύνολο›.
Δεν προσπάθησα ποτέ να τους ερμηνεύσω, προσπάθησα μόνο να τους καταλάβω. Γιατί σας είπα, έχω κάποιες τύψεις μέσα μου, όταν κι εγώ σκέπαζα κάποιου ενοχλητικούς έτσι ώστε να μη μπουν ποτέ μπροστά μου και μου ζητήσουν να ενταχθώ κάπου ή να θέλω να αγωνιστώ για κάτι. Σας είπα και πριν ότι ο κομφορμισμός έδρασε γρήγορα πάνω μου και το καθωσπρέπει και ο πλουτοκρατισμός ήταν στοιχεία τα οποίας μιας αποξένωναν από κάθε λαϊκή πάλη. Όμως αυτό δε στάθηκε εμπόδιο να κατανοώ σήμερα μια δράση και να την υπερασπίζομαι.
Είπα προηγουμένως ότι ούτε προσπάθησαν ποτέ να σφετεριστούν την εξουσία ούτε ποτέ να γίνουν Υπουργοί ούτε να ασκήσουν συγκεκριμένα αξιώματα. Προειδοποιούσαν την εξουσία όταν επρόκειτο να λάβει κάποια μέτρα τόσο εξοντωτικά, τόσα άμεσα, έτσι να μην υπάρχει χρόνος για οτιδήποτε. Προσπάθησαν να είναι ο αντίποδας στη βία την κρατική, την ανάλγητη εξουσία και πίστεψαν μέχρι το τέλος ότι αυτή η πράξη τους ήταν καταξιωμένη απέναντι στον ελληνικό λαό. Έτσι διάλεγαν τους στόχους, όχι με μίσος αλλά απέναντι σε μια στρατηγική, μια ιδεολογία ζωής, η οποία τους πλούτιζε πάνω στον δύσκολο αγώνα τον οποίο αναλάμβανε.
Αναφερόμενος πάνω στο 114 και στο 120, έτσι όπως τα αντιλαμβάνεται, με υπερηφάνεια ο κατηγορούμενος λέει: «Μπορούν να γίνουν βίαιες ενέργειες στη Δημοκρατία; Μπορεί να θέλει κανείς να ανατρέψει μια τέτοια δημοκρατία; Και βέβαια μπορεί, γιατί πρόκειται για ένα σύστημα άρνησης της δημοκρατίας, γιατί πρόκειται για μια δημοκρατία που αυτοαναιρείται. Ο ένοπλος επαναστάτης δεν είναι μανιακός της βίας, παράφρονας, λάτρης των όπλων και των σκοτωμών. Σε αυτούς τους ανθρώπους διαθέτει πολλές και νόμιμες δυνατότητες να ασκήσουν τις έξεις τους›.
Μήπως είναι έτσι; Μήπως είναι πολύ κοντά στο πρόβλημα; Μήπως αγγίζει την αλήθεια; Μήπως αγγίζει αυτά τα οποία φοβόμαστε να πούμε και να εξομολογηθούμε μέσα μας; Μήπως έτσι είναι τα πράγματα; Μήπως επιτιθέμεθα σήμερα απέναντι σε κάθε τι δημοκρατικό, σε κάθε τι ελεύθερο, σε κάθε τι προοδευτικό; Μήπως συρρικνώνουμε τον απλό πολίτη υπέρμετρα με μέτρα τα οποία λαμβάνονται εδώ και πολλές φορές απέξω και μας έρχονται ξενόφερτα για να υπηρετήσουν καταστάσεις άλλες;
Και αυτός που αντιστέκεται, αυτός που κατεβαίνει, αυτός που διαμαρτύρεται, αυτός έστω που ακραία σηκώνει το όπλο, είναι μανιακός; Είναι ιδεοληπτικό φαινόμενο; Ή επιλέγει μια στρατηγική αγώνα τόσο μακρινή που είναι ξένη με εμάς; Γιατί έτσι πλαστήκαμε, γιατί έτσι ανατραφήκαμε, γιατί έτσι μάθαμε. Κι αν δεν μπορούμε σήμερα να τον δούμε, να τον ψαύσουμε, να δούμε αν ήταν μέσα μας κάποτε, αν τον θάψαμε, πρέπει να είναι τόσο ξένος; Τόσο εχθρικός; Ποιον φοβόμαστε τελικώς; Τον εαυτό μας ή αυτούς που δικάζουμε; Ποιο είναι το αντίπαλο δέος; Εμείς οι ίδιοι που δεν αντιδρούμε ή αυτοί που σήκωσαν κάποτε το όπλο, λάθος ή όχι, για να αντιστρέψουν τα πράγματα και να δώσουν μια άλλη μορφή πάλης από αυτήν που ξέραμε;
Ο επαναστάτης που μέσα από μια πολιτική ανάλυση επέλεξε τη βία σαν άμεσο μέτρο, είναι υποχρεωμένος να φτάσει αν είναι συνεπής με τον εαυτό του και τις ιδέες του ως τις ακραίες του συνέπειες. Πρώτα-πρώτα η επιλογή του αυτή βρίσκεται σε αντίθεση με τα προσωπικά του συμφέροντα. Έπειτα, έχει να ξεπεράσει το ένστικτο της αυτοσυντήρησης σε μια στάση ζωής, βιολογικά παράλογη γιατί κινδυνεύει να χάσει τη ζωή του και την ελευθερία του.
Κυρίως όμως έχει να αντιμετωπίσει μια βαθιά και δυσβάσταχτη αντίφαση ανάμεσα στην αγάπη για τη ζωή και την αναγκαιότητα να δρα κατά της ζωής. Ένα κείμενο που πραγματικά αγγίζει κάθε σκεπτόμενο πολίτη, αρνητικά ναι, θετικά ίσως, αλλά τον αγγίζει, γιατί είναι μια μεγάλη αλήθεια. Αποξενώθηκε από κάθε τι ωραίο που μπορεί να προσφέρει μια ήρεμη, οικογενειακή ζωή. Του το επέβαλλε κανένας; Όχι. Η ευαισθησία του; Ναι.
Έδρασε κατά τρόπο επικίνδυνο για τον εαυτό του; Βέβαια. Για τους άλλους; Επίσης. Για το κράτος και την κοινωνία, για το έθνος μας όχι όμως. Και όσο πιο βίαια είναι τα χτυπήματα τα οποία επιφέρει η ένοπλη πάλη, τόσο πιο μεγάλη είναι η αντίδραση που γεννά και τόσο πιο πολύ μεγαλώνει η επίθεση απέναντι σ’ αυτούς τους ανθρώπους. Όμως, οι επιλογές τους ήταν επιλογές που δεν μπορούν να αγγίξουν ποτέ τα ταπεινά ελατήρια. Δεν δικαιούμεθα να τους αποδίδουμε τέτοιες ενέργειες. Δε βολεύει να τους λέμε serial killers. Δε μπορούμε να τους λέμε τρελούς, δε μπορούμε να τους λέμε ιδεοληπτικούς.
Έχουν μέσα τους μια συνείδηση ανεπτυγμένη και έδρασαν κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες εμπιστοσύνης στο ιδεώδες που λέγεται ελευθερία και δημοκρατία. Εμάς μας φαίνεται πολύ μακρινό να εμπεδώσουμε μέσα στο δικό μας κοινωνικό σύστημα τις έννοιες αυτές και πολλές φορές βγάζετε αποφάσεις με τις οποίες καταγγέλλετε κι εσείς ορισμένα παρατράγουδα της εξουσίας.
Όμως πάνω απ’ όλα αυτά δε σημαίνει τίποτα. Αυτοί τόλμησαν, αυτοί βγήκαν στο προσκήνιο. Αυτοί ιστορικά καταξίωσαν αυτό το οποίο πολλοί δε μπόρεσαν να αξιώσουν. Έναν ένοπλο αγώνα για μια άμεση δημοκρατία. Τους είπαν, όπως λέει κι αυτός, εγκληματίες, ειδεχθείς δολοφόνους. Ο ένοπλος επαναστάτης σέβεται τη ζωή γι αυτό και παίρνει τα όπλα για να την υπερασπίσει απ’ όσους την κακοποιούν και την εξευτελίζουν.
Και μπορεί να οδηγηθεί και να αποδέχεται την απώλεια μιας ζωής εφόσον χρειάζεται για να προχωρήσει η επαναστατική υπόθεση, αλλά όταν πρόκειται γι αυτούς που ευθύνονται για την κακοποίηση και τον εξευτελισμό της ζωής των πολλών. Μια μεγάλη αντινομία, μια υπαρξιακή κρίση που λέγεται σεβασμός στη ζωή. Είναι πάρα πολύ περίεργο, αστείο, θλιβερό, να υπάρχουν αιτιάσεις κατά των μελών, όσων παραδέχονται πως ήταν της 17Ν, ότι δε σέβονται την ανθρώπινη ζωή.
Ποιοι το λένε; Αυτοί που τους συνέλαβαν, αυτοί που τους ανέκριναν. Βέβαια, υπάρχει και η Καντιανή φιλοσοφία, ότι η αξία της ζωής για οποιοδήποτε λόγο είναι αναφαίρετη. Και η βία; ¶λλο μεγάλο τέχνασμα! Όταν είναι έλλογη και θεσπισμένη επιτρέπεται. Αν της αφαιρέσουμε ένα απ’ αυτά τα πήλινα πόδια, δηλαδή το να είναι έλλογη και θεσπισμένη, τότε γίνεται 17Ν.
Ποιος κοροϊδεύει ποιον άραγε; Μιλάμε για την αφαίρεση της ζωής με την έννοια της ηθικής; Δηλαδή υπάρχει νομικός που να πιστεύει ότι η αξία της ζωής είναι μόνο ως προς την αφαίρεσή της ή όχι; Μα τότε θα λέγαμε ότι πόλεμοι, επαναστάσεις, βιαιότητες, αντιπαλότητες, πολιτικοί κίνδυνοι ενυπάρχουν διότι όταν σε κατεβάζει ένα Κόμμα και σου λέει «θα πας κάτω να χτυπηθείς με τους αντίπαλους› μπορεί να χάσεις και τη ζωή σου. Ενυπάρχει αυτό.
¶ρα η ανθρώπινη ζωή σαν ειδική αξία, αυτό δηλαδή το «είναι› το οποίο φέρουμε, το σαρκίο, δεν είναι αυτό το οποίο προστατεύει το σύνταγμα όταν λέει ότι είναι η αξία της ανθρώπινης ζωής και ο άνθρωπος είναι πρωταρχική αξία προστασίας του συντάγματος. Η έννοια της ζωής είναι η έννοια της κοινωνικής και πολιτικής ζωής του κοινωνού. Γεννιόμαστε άνθρωποι, βιώνουμε μέσα μας τις αξίες, αυτές που είναι επίκτητες ή αυτές που είναι σαν φυσικό εγώ και προχωρούμε τον δρόμο του ο καθένας.
Την αφαίρεση της ζωής αυτής μπορεί να μας την επιβάλλουν. ¶λλος για να υπερασπίσει έναν δίκαιο αγώνα, άλλος γιατί αυτός επέλεξε να πολεμήσει για την πατρίδα του. ¶λλος γιατί έμεινε στα μετόπισθεν και δε θέλει να θυσιάσει τη ζωή του. Η φυσική ζωή δεν είναι το προστατευόμενο αγαθό, αυτό το έχουν αφαιρέσει κατά πολύ αυτοί που γεννούν πολέμους, αυτοί που μας βάζουν να πολεμάμε με ανθρώπους που ούτε τους ξέραμε κι ούτε έχουμε ποτέ να μοιράσουμε τίποτα.
Αυτοί οι οποίοι μας βάζουν μέσα σε μία ασύδοτη κοινωνική ζωή, όπου ο εργαζόμενος είναι ο ευτελιζόμενος. Εκεί πράγματι η ανθρώπινη ζωή παίζει κάποιο ρόλο. Η έννοια των συνταγματικών διατάξεων και της Καντιανής φιλοσοφίας έτσι όπως θέλετε και την ακούσατε και από την Πολιτική Αγωγή, δεν είναι να προστατεύσει τη ζωή του ο Ραγκούσης σαν ζωή μόνο. Αυτή προστατεύεται ή αφαιρείται ανάλογα με τις επιλογές που θα κάνει κάποιος.
Η έννοια του να μην χρησιμοποιηθεί ο Ραγκούσης για οποιονδήποτε λόγο σαν μέσο, σαν πιόνι, σαν οικοδόμημα, σαν κατασκεύάσμα, σαν ένα παιχνιδάκι στα χέρια ενός άλλο, αυτό είναι που προστατεύει η συνταγματική επιταγή όταν λέει ότι ο άνθρωπος είναι απόλυτη αξία. Εκεί έχει αξία η ζωή η ανθρώπινη κι όχι στις επιλογές της. Πολύ πριν από εμάς, χωρίς να μπορούμε να το φανταστούμε, επιλέγουν πότε θα μας αφανίσουν και για ποιο λόγο θα μας αφανίσουν.
Η 17Ν δε χτυπούσε για να φανεί σε ένα συγκεκριμένο άνθρωπο, χτυπούσε έναν συγκεκριμένο στόχο για να αφυπνίσει ότι πίσω απ’ αυτόν υπάρχουν ενέργειες ανθρώπων οι οποίοι χάνουν καθημερινά τη ζωή τους σε ένα κομμάτι αγώνα που λέγεται κοινωνικός. Αυτό ήταν που ανέδιδε η προσπάθειά τους. Εξωπραγματικοί; ¶νθρωποι που δεν πρέπει να τους έχεις εμπιστοσύνη; Μιας άλλης εποχής; Τρελοί; Μπορεί.
Εκεί που γέλασα πολύ ήταν διαβάζοντας τη συνέντευξη του κ. Διώτη ο οποίος έλεγε –δεν ξέρω εκτός από τα νομικά αν έχει άλλη γενικότερη παιδεία, πάντως φαίνεται ότι σε ορισμένα πράγματα δεν έχει καθόλου παιδεία. Εκείνο λοιπόν που μου έκανε μεγάλη εντύπωση, ήταν αυτό που είπε: «Πολιτικά βρίσκονται στην εποχή του λίθου›. Βέβαια το λίθου, εμείς οι Έλληνες δεν το χρησιμοποιούμε, λέμε «λίθινη εποχή›, «εποχή του σιδήρου›, «του λίθου› είναι αμερικάνικη μετάφραση. Δεν ξέρω πώς έφτασε στα χείλη ενός Έλληνα Εισαγγελέα ο οποίος προέρχεται από τα ελληνικά νάματα και αυτός κτλ.
Ακριβώς μου έκανε εντύπωση η προσπάθεια απομειώσεώς τους, εξευτελισμού τους, να πει δηλαδή «αυτοί τί είναι αυτά τα πράγματα; Αυτοί δεν έχουν ιδέα τί τους γίνεται, στη λίθινη εποχή ζουν. Να όμως που και η λίθινη εποχή και η εποχή του σιδήρου, αναβιβάζει και θέτει κάποιες βάσεις, κάποιες προαιώνιες αξίες. Κάποιοι που μιλάνε για τον Ζήνωνα, κάποιοι που μιλάνε για τον Αρίστυπο, κάποιοι που μιλάνε για τους γνωστικούς, κάποιοι που μιλάνε για ανθρώπους οι οποίοι πέρα απ’ αυτό που επέβαλε κάποτε η έννομη τάξη σα θείο δίκαιο, επαναστατούσαν και προσπαθούσα να δείξουν ότι υπάρχει κι ένας άλλος δρόμος και άλλη μια διέξοδος.
Αφιέρωμα λοιπόν λίγο πιο κάτω από τη λίθινη εποχή, στον Εισαγγελέα που εξάρθρωσε την τρομοκρατία, τον Εισαγγελέα μας ο οποίος έθεσε τις βάσεις της έννομης κοινωνικής ειρήνης ή έτσι πιστεύει..
«Περνώντας οι γενιές τραβάνε στο χειρότερο. Θα φτάσει τότε ένας καιρός που οι άνθρωποι σε φοβερή κατάντια θα λατρεύουν τη δύναμη, θα λένε πως μονάχα η δύναμη είναι δίκαιο και το αγαθό κανένας δε θα σέβεται. Στο τέλος, όταν δεν θα υπάρχει αγανάκτηση για το άδικο και ούτε ντροπή μπροστά στην αθλιότητα, ο θεός θα τους αφανίσει όλους. Και όμως μπορεί να γίνει κάτι, μπορεί αν οι απλοί άνθρωποι σηκωθούν και ρίξουν τους κυβερνήτες που τους ποδοπάτησαν›.
Ελληνικός μύθος από την εποχή του σιδήρου και σας παρακαλώ πολύ, ούτε ο κ. Διώτης ούτε ο κ. Σύρος να προσπαθήσουν να συνδέσουν το οποιοδήποτε επαναστατικό διαβλέψουν μέσα σ’ αυτό τον ελληνικό μύθο που έχει γράψει ο Ησίοδος. Με τη δικαζομένη 17Ν δεν έχουν καμία σχέση αλλά οι ιδέες είναι ίδιες. Η έννοια της επανάστασης και της αντίστασης προβάλλει πάντοτε η ίδια, με την ίδια φρεσκάδα, καθημερινή, με όλες τις δυνατότητές της.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Στο σημείο αυτό να κάνουμε ένα διάλειμμα για μισή ώρα.
ΔΙΑΛΕΙΜΜΑ