Ανεπίσημα πρακτικά Δίκης 17Ν (23/10/2003) Μέρος 1/7

Πέμπτη, 23 Οκτωβρίου 2003 20:00
A- A A+

ΠΕΜΠΤΗ 23 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2003

ΩΡΑ ΕΝΑΡΞΕΩΣ: 09:10

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: ΜΙΧΑΗΛ ΜΑΡΓΑΡΙΤΗΣ

Α΄ ΜΕΡΟΣ

09:10 – 10:55

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Καλημέρα σε όλους. Επαναλαμβάνεται η συνεδρίαση που έχει διακοπεί. ¶παντες παρόντες.

Κύριε συνήγορε, φαντάζομαι συμπληρωματικά, δεν έχουμε να πούμε πια πολλά.

B. ΠΑΠΑΣΤΕΡΓΙΟΥ: Θα κινηθώ στο πλαίσιο του συναδέλφου.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Αν το Δικαστήριο το φορτίζετε συνέχεια με τα ίδια πράγματα δεν κερδίζετε τίποτα.

B. ΠΑΠΑΣΤΕΡΓΙΟΥ: Είναι αντιληπτό.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Όλα αρνητικά είναι αυτά. Όπου ακούμε πολλά πάει να πει ότι δεν δικαιολογούνται τα αδικαιολόγητα. Εδώ εσείς είχατε ήδη μία πρώτη παρουσίαση, συμπληρώστε πάνω σε αυτά. Μην μας πείτε πάλι τα ίδια.

B. ΠΑΠΑΣΤΕΡΓΙΟΥ: Βεβαίως, ο πυρήνας της αγόρευσής μου θα είναι το κατηγορητήριο. Θα κινηθώ σε αυτό το πλαίσιο.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Όχι πάλι τα ίδια όμως γιατί αν τα ακούσουμε δυο φορές ντουμπλαρισμένα τι να τα κάνουμε;

B. ΠΑΠΑΣΤΕΡΓΙΟΥ: Σύμφωνοι κ. Πρόεδρε, απλώς όπου υπάρξει κάποια επανάληψη θα είναι για μία άλλη προέκταση των επιχειρημάτων?.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Σας παρακαλώ πάρα πολύ να έχουμε φειδώ γιατί τώρα – σας είπα – έχουν γίνει τόσο μεγάλες παρεκβάσεις εδώ στο χρόνο που δεν χωράει τίποτε άλλο. Ήδη έχουν παραβεί πάρα πολύ το χρόνο. Μερικοί μιλούσαν άμετρα και χωρίς να καταλαβαίνουν σε ποιον τα λένε.

B. ΠΑΠΑΣΤΕΡΓΙΟΥ: Σύμφωνοι.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Εκτός αν τα έλεγαν για τον εαυτό τους.

B. ΠΑΠΑΣΤΕΡΓΙΟΥ: Όχι βέβαια. Και όταν φαινομενικά ωστόσο υπάρξουν κάποιες επαναλήψεις θα δείτε ότι αυτές αφορούν προεκτάσεις άλλες επιχειρημάτων τα οποία θα υποβληθούν και εν πάση περιπτώσει ας είναι και η όποια επανάληψη μία ευκαιρία να αναστοχαστούμε, να επανεκτιμήσουμε κάποιο επιχείρημα για έναν κατηγορούμενο που έχει μία ιδιαιτερότητα.

Θα ξεκινήσω κ. Πρόεδρε με δύο γενικότερες σκέψεις οι οποίες έχουν μία σχετική αυτονομία με την περίπτωση του κατηγορουμένου του συγκεκριμένου. Ωστόσο θεωρώ ότι θα πρέπει να ειπωθούν γιατί και έχουν μία σχέση έμμεση με τον κατηγορούμενο κατά την έννοια ότι αφορούν το πλαίσιο μέσα στο οποίο ο κατηγορούμενος εισάγεται προς δίκη και αφετέρου έχουν σχέση με μία ευρύτερη συζήτηση η οποία ατύπως διεξήχθη και στο ακροατήριο σε σχέση με το θεσμικό ρόλο του συνηγόρου.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: (εκτός μικροφώνου)

B. ΠΑΠΑΣΤΕΡΓΙΟΥ: Θα δείτε κ. Πρόεδρε το τι έχω να πω και για τον κατηγορούμενο.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: (εκτός μικροφώνου)

B. ΠΑΠΑΣΤΕΡΓΙΟΥ: Κύριε Πρόεδρε, διακόπτομαι στο πρώτο λεπτό της αγόρευσής. Θα διαπιστώσετε αν αντιλαμβανόμαστε ή όχι τις υποδείξεις σας. Θα το διαπιστώσετε μέσα στην αγόρευσή μου.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: (εκτός μικροφώνου)

B. ΠΑΠΑΣΤΕΡΓΙΟΥ: Κύριε Πρόεδρε, κ.κ. Δικαστές αντιλαμβάνεστε ότι τα διακυβεύματα από την ετυμηγορία σας σε αυτή τη συγκεκριμένη Δίκη εκφεύγουν από το πλαίσιο μιας κοινής ποινικής δίκης και έχουν κάποιες προεκτάσεις ευρύτερες. Τούτο διότι διεξάγεται αυτή η Δίκη σε ένα πλαίσιο μέσα στο οποίο αυτό το οποίο λέμε «πόλεμος κατά της τρομοκρατίας› είναι ένα γεγονός, είναι ένα μέτωπο το οποίο συνδέεται και με πλανητικές στρατηγικές κυριαρχίας αλλά και με εσωτερικούς πολιτικούς ή ευρύτερους κοινωνικούς συσχετισμούς.

Κατά αυτή την έννοια αυτό είναι μία πολύ ευρύτερη συζήτηση η οποία σίγουρα δεν είναι του παρόντος αλλά θα έλεγα ότι η συζήτηση αυτή αφορά και τη Δίκη και αφορά και το συγκεκριμένο κατηγορούμενο. Γιατί; Γιατί σε αυτό το πλαίσιο ακριβώς έχει αναγορευθεί η τρομοκρατία σαν ένα αντίπαλο δέος μέσα στην μεταπολεμική εποχή και αυτό το πράγμα έχει τις επιπτώσεις του στο νομικό πεδίο. Έχει δηλαδή σαν επίπτωση το ότι έχει εισαχθεί μια ειδική νομοθεσία σε σχέση με οτιδήποτε έχει να κάνει με αυτό το οποίο λέγεται τρομοκρατία και μέσα σε αυτό το πλαίσιο οι κατηγορούμενοι οι συγκεκριμένοι καλούνται να δικαστούν.

Αυτή η ειδική νομοθεσία θέτει σε δοκιμασία μία εγγενή αντίφαση που υπάρχει μέσα στο ποινικό δίκαιο που είναι η αντίφαση ανάμεσα στην ανάγκη για ασφάλεια και στην ανάγκη για ελευθερία. Θα ήταν ιδεατό ενδεχομένως να σκεφτούμε ότι αυτές οι δύο τάσεις μπορούν αρμονικά να συνδυαστούν, ότι μπορούμε δηλαδή να συνδυάσουμε το μέγιστο της ασφάλειας με το μέγιστο της ελευθερίας.

Ωστόσο η εμπειρία δείχνει και νομίζω το αντιλαμβάνεστε ότι οτιδήποτε προστίθεται από το ένα αφαιρείται από το άλλο. Το πρόβλημα με τους κατηγορουμένους είναι ότι η Δίκη αυτή δεν διεξάγεται έναν ιδεατό τόπο. Διεξάγεται σε μια συγκεκριμένη ιστορική συγκυρία που θα έλεγα ότι το εκκρεμές αυτής της σχέσης έχει κινηθεί προς την πλευρά της ενίσχυσης της ασφάλειας, δηλαδή της ενίσχυσης της καταστολής.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο θεωρώ ότι η θέση κάθε κατηγορουμένου είναι σε ένα βαθμό υπονομευμένη. Και είναι υπονομευμένη και η θέση του συνηγόρου και θα εξηγήσω τους δύο λόγους, τις δύο πρόσθετες δυσκολίες τις οποίες έχει ο συνήγορος και ο κατηγορούμενος όταν βρίσκεται σε αυτή τη Δίκη να αντιμετωπίσει πέρα από τις δυσκολίες του να αντικρούσει ένα κατηγορητήριο το οποίο υπάρχει εις βάρος του.

Σε σχέση με τον κατηγορούμενο, θα έλεγα ότι ο κατηγορούμενος θα πρέπει να ανατρέψει όχι μονάχα τις κατηγορίες, το υλικό το οποίο σε βάρος του υπάρχει αλλά και ένα άτυπο τεκμήριο ενοχής το οποίο έχει δημιουργηθεί σε βάρος του. Το τεκμήριο ενοχής έχει να κάνει στη συγκεκριμένη υπόθεση, στη συγκεκριμένη Δίκη με το γεγονός ότι ο συγκεκριμένος κατηγορούμενος τον οποίο εκπροσωπώ ο Γιωργιάδης έχει υποδειχθεί ως ένοχος με βεβαιότητα ενοχής και από τα ΜΜΕ κατά την διάρκεια της προδικασίας και συλλήβδην θα έλεγα όλοι οι κατηγορούμενοι από πολιτειακούς παράγοντες, από πολιτικούς παράγοντες και από την ηγεσία της Ελληνικής Αστυνομίας.

Θα έλεγα ότι αυτό δεν θα μπορούσε να επηρεάσει ένα έμπειρο Δικαστήριο και αυτό θα ήταν ίσως ένας φόβος της υπεράσπισης υπερβολικός, μια μεγάλη της καχυποψία. Ωστόσο γνωρίζετε κι εσείς ότι και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων έχει θεωρήσει ότι τέτοιου τύπου εκστρατείες του Τύπου και τέτοιου τύπου δηλώσεις πολιτικών παραγόντων, ανθρώπων οι οποίο βρίσκονται ψηλά στην ιεραρχία και της Αστυνομίας και της πολιτικής εξουσίας μοιραία μπορούν να επιδράσουν, να διεισδύσουν δηλαδή αυτές οι κρίσεις, η βεβαιότητα περί της ενοχής των κατηγορουμένων να διεισδύσουν ακόμα και στον εσωτερικό κόσμο, ακόμα και στο σχηματισμό της πεποίθησης ενός έμπειρου Δικαστηρίου.

Ο συνήγορος από την άλλη πλευρά είχε το δύσκολο έργο να προσπαθήσει να διαχειριστεί για τον εαυτό του το γεγονός ότι ανέλαβε την υπεράσπιση κατηγορουμένων που εμπλέκονται σε αυτή την υπόθεση. Στην ακροαματική διαδικασία αυτή η αμφισβήτηση εισήλθε μέσα από μία δήλωση συνηγόρου πολιτικής αγωγής που επανέφερε μία ορολογία την οποία θα έλεγα ότι από 1974 από την αποκατάσταση της δημοκρατίας και μετά την είχαμε ξεχάσει περί συνοδοιπορίας, πράγμα το οποίο άμεσα έθετε ένα ζήτημα των ορίων της υπεράσπισης σε αυτή τη Δίκη. Το όριο της υπεράσπισης σε αυτή τη Δίκη ήταν ουσιαστικά έτσι όπως ετίθετο και από την δήλωση του συνηγόρου πολιτικής αγωγής το να μην αμφισβητηθεί η προδικασία.

Κύριε Πρόεδρε, κ.κ. Δικαστές την υπεράσπιση του Γεωργιάδη δεν την αφορά το να κάνει μία υπεράσπιση μέσα από την οποία θα αμφισβητήσει την δυνατότητα της πολιτείας, τη δυνατότητα της δημοκρατίας να δικάσει τις πράξεις για τις οποίες διεξάγεται αυτή η Δίκη. Είναι διαφορετικό. Για μας είναι μία υπόθεση ενός κατηγορουμένου ο οποίος δεν έχει τέτοιου τύπου αντιλήψεις.

Ωστόσο είναι ένα ζήτημα το οποίο αφορά τη συνείδησή μας, αφορά το ρόλο μας σαν συνηγόρου το γεγονός ότι θεωρούμε ότι σε μία τέτοια υπόθεση ο συνήγορος υπεράσπισης μπορεί ακόμα και να εκφράσει απόψεις οι οποίες αμφισβητούν το δικαίωμα της πολιτείας να δικάσει τους συγκεκριμένους κατηγορούμενους. Η υπεράσπιση αυτή επειδή η ποινική δίκη είναι ένας ανοιχτός αγώνας, ένας αγώνας στον οποίο το όριο είναι το καθήκον ευπρέπειας και το καθήκον σεβασμού, τα όρια τα οποία θέτει ο κώδικας δεοντολογίας των δικηγόρων, κάθε δυνατότητα αμφισβήτησης θα πρέπει να είναι υπαρκτή.

Κατ’ αυτή την έννοια και η αμφισβήτηση της προδικασίας είναι κάτι το οποίο επιβάλλεται από μας τους συνηγόρους υπεράσπισης να συμβεί και κατ’ αυτή την έννοια ήταν άστοχες θα έλεγα οι απόψεις οι οποίες ακούστηκαν και οι οποίες εξίσωναν την αμφισβήτηση της προδικασίας με την αμφισβήτηση της ίδιας της δημοκρατίας. Νομίζω ότι αυτό ήταν άστοχο, ήταν μια ατυχής στιγμή.

Επιπλέον θα έλεγα ότι η δημοκρατία σαν ανοιχτό σύστημα είναι ικανό να γνωρίσει και να αποδεχθεί και τις αμφισβητήσεις της, να συνδιαλλαχθεί μαζί και να τις υπερνικήσει μέσα από τη δύναμη την οποία εγγενώς έχει σαν πολιτικό σύστημα και όχι να τις καταστείλει μέσα από την απαγόρευση και μέσα από την πάταξη.

Επειδή λοιπόν θεωρούμε ότι η ιστορία δεν είναι απούσα από αυτή την αίθουσα να προσαρμόσουμε λιγάκι την κοινοτοπία ότι είναι μία ιστορική Δίκη στα δεδομένα του κατηγορουμένου Γεωργιάδη τον οποίο εκπροσωπώ.

Ο Γεωργιάδης δεν είναι ένας κατηγορούμενος ο οποίος διεκδικεί ένα κομμάτι της Ιστορίας ( με «Ι› κεφαλαίο) που γράφεται αυτή την στιγμή στο ακροατήριο αυτό. Γι αυτόν η μοναδική ιστορία η οποία τον ενδιαφέρει να καταγραφεί και έχει καταγραφεί είναι η μικρή ιστορία των ανθρώπων που τον αγαπούν, των ανθρώπων που τον περιμένουν, των ανθρώπων που γνώρισε και της ζωής που είχε μέχρι τώρα.

Αυτό όμως το οποίο διακυβεύεται εν σχέσει με τον Γεωργιάδη σε αυτή τη Δίκη κατά την γνώμη της υπεράσπισης είναι η αντοχή του σεβασμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων του κατηγορουμένου μέσα σε μία δίκη και σε μία ειδική συγκυρία υπό το βάρος μιας ειδικής νομοθεσίας όπου ελλοχεύει ο κίνδυνος να παραβιαστούν τα στοιχειώδη δικαιώματα του κατηγορουμένου κάτω από τον πειρασμό που υπάρχει στο να υπάρξει ανοχή αυτής της παραβίασης υπό το βάρος αυτού του οποίου θα λέγαμε «δημόσιο συμφέρον›.

Κλείνω αυτόν τον πρόλογο και μπαίνω ευθύς στο κατηγορητήριο διευκρινίζοντας ότι αναπτύσσοντας τους ισχυρισμούς της υπεράσπισης εν σχέσει με το κατηγορητήριο υποχρεωτικά θα αναφερθώ σε προανακριτικές απολογίες των οποίων την εγκυρότητα την έχουμε αμφισβητήσει και υποβάλλαμε σχετικές ενστάσεις.

Έχει αποφανθεί το Δικαστήριό σας έπ’ αυτών. Εμείς θα τις επικαλεστούμε στο μέτρο κατά το οποίο υποβοηθείται η υπεράσπιση του συγκεκριμένου κατηγορουμένου για το λόγο ότι θεωρούμε ότι παρά το γεγονός ότι τις έχουμε προσβάλλει θα ήταν στέρηση μιας υπερασπιστικής δυνατότητας να μην τις επικαλεστούμε στο μέτρο που αυτές ευνοούν την υπεράσπιση του κατηγορουμένου.

Εξάλλου το τι ανταποκρίνεται στην αλήθεια και τι δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια μέσα από όλα αυτά τα οποία περιλαμβάνονται σε αυτές τις καταθέσεις είναι κάτι το οποίο εσείς θα το σταθμίσετε στο πλαίσιο της συγκρότησης της δικής σας κρίσης στο πλαίσιο του κανόνα της ηθικής απόδειξης.

Εισέρχομαι στο κατηγορητήριο ξεκινώντας θα έλεγα από αυτά τα οποία φαινομενικά φαίνονται περισσότερο απλά, δηλαδή από κείνες τις κατηγορίες οι οποίες υπάρχουν σε βάρος του Γεωργιάδη και για τις οποίες υπάρχει απαλλακτική πρόταση από την Εισαγγελική Αρχή.

Κατηγορείται καταρχήν ο Γεωργιάδης ότι το Νοέμβριο και τον Δεκέμβριο του 1998 στην Καισαριανή συνήργησε, μάλλον υπήρξε αυτουργός δύο κλοπών μοτοποδηλάτων και μιας κλοπής πινακίδων προκειμένου αυτά να χρησιμοποιηθούν για τη ληστεία στην οδό Χρεμωνίδου. Για την κατηγορία αυτή υπάρχει απαλλακτική πρόταση του κ. Εισαγγελέα. Αναφέρει ο κ. Εισαγγελέας ότι ο Βασίλης Ξηρός περιγράφει την κλοπή του φορτηγού και των μοτοποδηλάτων και δεν υπάρχει αναφορά στον Γεωργιάδη.

Συντασσόμαστε με αυτή την πρόταση με την διευκρίνιση βεβαίως που και αυτό έχει να κάνει με τα πράγματα τα οποία ειπώθηκαν κατά την εισαγωγή μου ότι κανένα στοιχείο μέσα στη δικογραφία δεν υπήρχε εξ αρχής το οποίο να συνδέει τον Γεωργιάδη με τη συγκεκριμένη πράξη. Δηλαδή ακόμα και το αποδεικτικό υλικό το οποίο εμείς την εγκυρότητα αμφισβητούμε δεν είχε οποιαδήποτε αναφορά σε σχέση με τον κατηγορούμενο Γεωργιάδη εν σχέσει με την διάπραξη αυτής της πράξης.

Θα έλεγα ότι εδώ μας ξενίζει κάπως το γεγονός ότι παραπέμφθηκε ο κατηγορούμενος αυτός για ένα κακούργημα, είναι κακούργημα η διακεκριμένη κλοπή, είναι κλοπή από κοινού χωρίς να υπάρχει οποιοδήποτε αποδεικτικό στοιχείο σε βάρος του. Ας σημειωθεί εδώ ότι αυτοί οι ισχυρισμοί είχαν υποβληθεί και με υπομνήματα ενώπιον του Συμβουλίου των Εφετών πλην όμως στην περίπτωση αυτή ίσως και η ταχύτητα της διαδικασίας συνέβαλλε προκειμένου η παραπομπή αυτή να υπάρξει, επαναλαμβάνω χωρίς το οποιοδήποτε στοιχείο.

Συνεχίζω λέγοντας ότι υπάρχει μια κατηγορία για απλή οπλοκατοχή, ότι δηλαδή ο Γεωργιάδης έφερε όπλο κατά την ληστεία στην οδό Χρεμωνίδου στο Παγκράτι. Και για την κατηγορία υπάρχει επίσης απαλλαχτική πρόταση από τον κ. Εισαγγελέα. Προκύπτει δηλαδή ότι δεν κατείχε όπλο ο Γεωργιάδης ούτως ή άλλως. Εξάλλου υπάρχει άρνηση της πράξης και άρνηση της συμμετοχής στην πράξη έτσι κι αλλιώς αλλά κι εδώ να παρατηρήσω ότι από κανένα στοιχείο δεν προέκυπτε οποιαδήποτε οπλοκατοχή του Γεωργιάδη εν σχέσει με την πράξη αυτή. Δηλαδή υπήρξε μια παραπομπή χωρίς να στηρίζεται σε κανένα αποδεικτικό στοιχείο.

Προχωρώ στην κατηγορία της διακεκριμένης οπλοκατοχής. Κατηγορείται ο κατηγορούμενος Γεωργιάδης ότι από κοινού με άλλους κατηγορούμενους κατείχαν τα όπλα τα οποία βρέθηκαν στα δύο κρησφύγετα της Οργάνωσης στην οδό Χρεμωνίδου και στην οδό Δαμάρεως. Και γι αυτήν την κατηγορία υπήρξε απαλλακτική πρόταση με το σκεπτικό ότι προέκυψε από την διαδικασία ότι η δυνατότητα χρήσης των όπλων αυτών ανά πάσα στιγμή, δηλαδή η δυνατότητα θεμελίωσης κατοχής κατά την έννοια του εντοπισμού των όπλων και της δυνατότητας να τα κατέχουν, να τα χρησιμοποιήσουν ανά πάσα στιγμή, να τα διαθέτουν υπήρχε για τρεις μόνο από τους κατηγορούμενους.

Είναι προφανές ότι από την στιγμή που υπάρχει άρνηση της κατηγορίας συντασσόμαστε και με αυτή την πρόταση. Να προσθέσουμε σε αυτό ότι ούτως ή άλλως δεν προέκυψε από την διαδικασία καμία δυνατότητα κατοχής των όπλων αυτών από τον συγκεκριμένο κατηγορούμενο. Εν σχέσει προς την ενοικίαση του κρησφύγετου της Δαμάρεως ο Γεωργιάδης από την αρχική του τοποθέτηση αναφέρει ότι το κλειδί το οποίο παραλαμβάνει από τον ιδιοκτήτη και είναι κάτι το οποίο έχει προκύψει και από την διαδικασία το δίνει την ίδια ημέρα στον κατηγορούμενο Σάββα Ξηρό. Επομένως δεν διαθέτει κλειδί από το διαμέρισμα αυτό σε καμία περίπτωση.

Επίσης θα έλεγα ενισχύοντας την Εισαγγελική πρόταση στο ζήτημα αυτό ότι η 17Ν σύμφωνα με τα στοιχεία τα οποία έχουν έρθει ενώπιόν σας δεν είναι μία Οργάνωση στην οποία το κάθε μέλος αυτενεργώντας θα μπορούσε ανά πάσα στιγμή να πάει και να πάρει κάποια όπλα από ένα κρησφύγετο. Ήταν μία Οργάνωση δηλαδή στην οποία υπήρχε ένας καταμερισμός εργασίας ο οποίος ήταν φανερός και στις ενέργειες της Οργάνωσης. Υπήρχε πρόσωπο συγκεκριμένο το οποίο αρκετοί εκ των κατηγορουμένων έχουν κατονομάσει ως το άτομο εκείνο το οποίο διέθετε και συνέχεια παραλάμβανε για λογαριασμό της Οργάνωσης τα όπλα αυτά.

Επομένως η δυνατότητα του κάθε απλού μέλους κι αν ακόμα ήθελε να υποτεθεί ότι ο Γεωργιάδης ήταν, που υπάρχει άρνηση του γεγονότος αυτού, μέλος της 17Ν δεν θα μπορούσε να διαθέτει, δεν θα μπορούσε να κατέχει τα όπλα αυτά.

Προχωρώ στο ζήτημα της ληστείας. Ο κατηγορούμενος Γεωργιάδης σύμφωνα με την Εισαγγελική πρόταση είναι απλός συνεργός στη ληστεία που έγινε στην οδό Χρεμωνίδου στο Παγκράτι το Δεκέμβριο 1998. Θα ξεκινήσω από το βούλευμα προσθέτοντας στη χθεσινή επιχειρηματολογία του συναδέλφου μου. Σύμφωνα με το βούλευμα ο Γεωργιάδης έχει 4 μορφές, 4 τρόπους με τους οποίους έχει συνδράμει την ομάδα η οποία διέπραξε αυτή τη ληστεία κατά το χρόνο αυτό.

Η πρώτη μορφή συμμετοχής κατά το βούλευμα είναι η κατόπτευση της περιοχής της ληστείας τις προηγούμενες ημέρες. Αυτό μας λέει το βούλευμα. Η δεύτερη μορφή συμμετοχής είναι ότι στάθμευε και μετακινούσε ένα αυτοκίνητο τύπου LADA, το αυτοκίνητο του Σάββα Ξηρού προκειμένου να τοποθετεί ο Σάββας Ξηρός στη θέση του ένα βαν με το οποίο έγινε η διαφυγή των δραστών της ληστείας εκείνη την ημέρα.

Η τρίτη μορφή συμμετοχής, συνδρομής που παρείχε κατά το βούλευμα ο Γεωργιάδης είναι ότι επιτηρούσε την περιοχή ένοπλος κατά την τέλεση της ληστείας. Η τέταρτη μορφή συμμετοχής – επαναλαμβάνω την διατύπωση ακριβώς του βουλεύματος – είναι ότι μετά την διαφυγή των δραστών απομάκρυνε το αυτοκίνητο του Σάββα Ξηρού από την περιοχή.

Ως προς αυτές τις 4 μορφές θα έλεγα ότι ως προς την πρώτη, κατόπτευση της περιοχής πριν από την ληστεία και την τρίτη, επιτήρηση της περιοχής ένοπλος κατά την διάρκεια της ληστείας δεν προέκυψε τίποτα όχι μόνο από την διαδικασία αλλά από κανένα αποδεικτικό στοιχείο και της προδικασίας. Είναι μία διατύπωση, είναι ένα εφεύρημα των συνταχτών του βουλεύματος, δεν προκύπτει από κανένα αποδεικτικό στοιχείο.

Θα ασχοληθώ με τις άλλες δύο μορφές υπό τις οποίες τυποποιείται η συμμετοχή του Γεωργιάδη που είναι η στάθμευση του αυτοκινήτου LADA στην περιοχή, η μετακίνησή του μάλλον προκειμένου να σταθμευθεί το βαν και η απομάκρυνση του αυτοκινήτου του Σάββα Ξηρού από την περιοχή. Να δούμε λίγο το αποδεικτικό υλικό το οποίο υπάρχει εν σχέσει προς όλα αυτά.

Υπάρχει η αρχική τοποθέτηση του Γεωργιάδη από την προανακριτική του απολογία που αρνείται κάθε δόλο ως προς την ενέργεια αυτή. Λέει δηλαδή ο Γεωργιάδης κατά λέξη: «χωρίς να μου πει κανένας τίποτα και τι επρόκειτο να γίνει εν σχέσει με την εν λόγω Τράπεζα› αυτή είναι η διατύπωση ακριβώς, «λίγες μέρες πριν την ληστεία εγώ σε καθημερινή βάση μετακινούσα το αυτοκίνητο προκειμένου να μπει το βαν›. Είναι σαφές ότι αρνείται δηλαδή μία γνώση εν σχέσει με τη ενέργεια αυτή.

Υπάρχουν βεβαίως οι καταθέσεις του Σάββα Ξηρού ο οποίος αναφέρεται με έναν ιδιαίτερο τρόπο στον τρόπο με τον οποίο αυτός αντιλαμβάνεται μία συμμετοχή του Γεωργιάδη. Λέει όμως κατά λέξη ότι «δεν συμμετείχε ο Γεωργιάδης σε αυτή τη ληστεία, ήξερε βέβαια ότι θα συμβεί απλώς πήγε και πήρε το αυτοκίνητό μου από την περιοχή›. Το ίδιο λέει και ο Βασίλης Ξηρός χωρίς να αναφέρεται σε δόλο του Γεωργιάδη εν σχέσει με την ενέργεια αυτή. Μας λέει δηλαδή ο Βασίλης Ξηρός στην προανακριτική κατάθεσή του ότι «ο Γεωργιάδης ένα από τα πράγματα που έχει κάνει για την Οργάνωση είναι ότι μετακίνησε το αυτοκίνητο του αδελφού μου, το LADA›. Δεν αναφέρει κάτι σε σχέση με στάθμευση βαν στην περιοχή αυτή προκειμένου να μην βρίσκεται στην περιοχή της ληστείας χωρίς λόγο.

Θα αξιολογήσουμε τις καταθέσεις αυτές παρότι κατά την γνώμη μας όλες δεν ανταποκρίνονται στην αλήθεια κατά το εξής: η κατάθεση του Σάββα Ξηρού και του Βασίλη Ξηρού περιγράφουν εκείνη την μορφή συμμετοχής κατά μία έννοια η οποία στο βούλευμα τυποποιείται ως απομάκρυνση του αυτοκινήτου του Σάββα Ξηρού μετά τη ληστεία από τον τόπο της ληστείας προκειμένου να μην βρίσκεται εκεί χωρίς λόγο.

Εδώ υπάρχουν δύο στοιχεία τα οποία θεωρώ ότι πρέπει να αξιολογήσετε. Το πρώτο ότι αναφέρονται ουσιαστικά σε μετακίνηση του αυτοκινήτου του Σάββα Ξηρού μετά τη ληστεία. Όμως η συνδρομή όπως γνωρίζουμε αναφέρεται στη συνδρομή πριν ή κατά την τέλεση της πράξης. Επομένως κατά την έννοια αυτή είναι μία αναφορά η οποία υπάρχει στο βούλευμα, η όποια συνδρομή παρέχεται που εμείς θεωρούμε ότι δεν έχει παρασχεθεί βεβαίως με δόλο έχει παρασχεθεί μετά την τέλεση της ληστείας.

Κατά το δεύτερον αναφέρονται σε μία πράξη την οποία δεν την συνδέουν με κανένα τρόπο. Θα δείτε και τις προανακριτικές τους καταθέσεις, με την τοποθέτηση στο σημείο αυτό του βαν με το οποίο έγινε η απόδραση των ληστών. Κατ’ αυτή την έννοια το επιχείρημα της υπερασπίσεως είναι ότι δεν υπάρχει καμία συνάφεια της μετακίνησης του αυτοκινήτου του Σάββα Ξηρού το οποίο απλώς απομακρύνεται από την περιοχή με την τοποθέτηση του βαν με το οποίο έγινε η διαφυγή των δραστών. Δηλαδή απουσιάζει ο αναγκαίος αιτιώδης σύνδεσμος ανάμεσα στην υποτιθέμενη συνδρομή του Γεωργιάδη ως προς την κύρια πράξη, την πράξη της ληστείας

Υπάρχει βεβαίως και είναι λογικό το Δικαστήριό σας να το εκτιμήσει η ίδια η κατάθεση του Γεωργιάδη ο οποίος Γεωργιάδης λέει ότι δεν είχα βεβαίως δόλο ως προς την ενέργεια αυτή πλην όμως μετακινώντας σε καθημερινή βάση το αυτοκίνητό μου εν συνεχεία τοποθετείται ένα βαν στη θέση του και το βαν αυτό προκύπτει ή εν πάση περιπτώσει συμπεραίνεται από το Δικαστήριό σας ότι είναι το βαν με το οποίο έχει γίνει η διαφυγή των δραστών.

Θα έλεγα ότι θα πρέπει να σκεφτούμε τουλάχιστον δύο λόγους για τους οποίους αυτή η εξιστόρηση είναι πάρα πολύ δύσκολο να ανταποκρίνεται στην αλήθεια. Θα έλεγα το πρώτο είναι το εξής: δεν αντιλαμβάνομαι, δεν αντιλαμβάνεται η υπεράσπιση δηλαδή του Γεωργιάδη σε τι εξυπηρετεί μία καθημερινή, σε καθημερινή βάση δηλαδή μετακίνηση δύο αυτοκινήτων προκειμένου να εξασφαλιστεί μία θέση στάθμευσης για ένα αυτοκίνητο.

Το μοναδικό το οποίο μπορεί να εξασφαλίσει μία τέτοιου τύπου διαδικασία είναι η κίνηση υποψιών ουσιαστικά από τυχόν περαστικούς, από ανθρώπους οι οποίοι κατοικούν στην περιοχή οι οποίοι με απορία φαντάζομαι αλλά και με κάποια καχυποψία θα έβλεπαν μία επαναλαμβανόμενη καθημερινή μετακίνηση αυτοκινήτων στην περιοχή τους. Νομίζω ότι αυτό σε κανέναν συνωμοτικό κανόνα δεν ανταποκρίνεται και τουναντίον να υπονόμευε τον ίδιο το στόχο των δραστών ως προς την κύρια πράξη, την πράξη της ληστείας.

Ένα δεύτερο ζήτημα το οποίο νομίζω ότι πρέπει να αξιολογήσετε, είναι ότι το αυτοκίνητο το οποίο φέρεται να μετακινεί προκειμένου να υπάρξει αυτός ο ελιγμός ο συγκεκριμένος ο κατηγορούμενος Γεωργιάδης, είναι το LADA του Σάββα Ξηρού. Το LADA του Σάββα Ξηρού όμως είναι αυτοκίνητο το οποίο δεν έχει κλεμμένες πινακίδες, δεν είναι κλεμμένο αυτοκίνητο, είναι αυτοκίνητο το οποίο κυκλοφορεί κανονικά με κανονικές πινακίδες.

Αν υποθέσουμε λοιπόν ότι αυτού του τύπου η μετακίνηση κινούσε τις υποψίες κάποιων ανθρώπων της περιοχής, είναι νομίζω πραγματικά αδικαιολόγητο και ανεξήγητο από συνωμοτική σκοπιά να εμπλέκεται σε αυτή τη διαδικασία το αυτοκίνητο ενός εκ των μελών της Οργάνωσης. Νομίζω λοιπόν ότι με αυτά τα δεδόμενα η εξιστόρηση η οποία υπάρχει στην προανακριτική απολογία του Γεωργιάδη δεν πρέπει να ανταποκρίνεται στην αλήθεια και θα πρέπει να δεχθούμε αυτό το οποίο και ο ίδιος ο Γεωργιάδης λέει, ότι δηλαδή η μετακίνηση υπήρξε άπαξ του αυτοκινήτου του Σάββα Ξηρού και μάλιστα χωρίς δόλο, χωρίς γνώση του Γεωργιάδη εν σχέσει προς την κύρια πράξη, την πράξη της ληστείας.

Έρχομαι στην πράξη της έκρηξης, συμπληρωματικά ως προς αυτά τα οποία χθες μας εξέθεσε ο συνάδελφός μου. Τα στοιχεία τα γνωρίζετε, σας τα εξέθεσε κι εχθές. Θα προεκτείνω ένα-δυο από τα επιχειρήματά του. Σας εξέθεσε χθες ο συνάδελφός μου ότι υπάρχει ανάληψη ευθύνης για την πράξη αυτή, από μία Οργάνωση που λέγεται ΜΑΗΣ ’98.

Ευλόγως θα αναρωτηθεί το Δικαστήριό σας αν αυτή η Οργάνωση είναι υπαρκτή, δηλαδή αν τυχόν ήταν μια Οργάνωση η οποία εμφανίστηκε με ένα τηλεφώνημα, επομένως μπορεί να πρόκειται περί φάρσας, περί πλάκας, ή αν είχε κάποια δραστηριότητα στο προηγούμενο διάστημα το οποίο να μας κάνει να πιστεύουμε ότι πράγματι υπήρξε μια έστω μικρής έκτασης δραστηριότητα της συγκεκριμένης Οργάνωσης στο χρόνο αυτόν στον οποίο τοποθετείται και η έκρηξη αυτή, το 1998.

Όπως προκύπτει από την εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ της 24/6, είναι αναγνωστέο έγγραφο διότι σας έχει κατατεθεί κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, η Οργάνωση ΜΑΗΣ ’98 έχει εμφανιστεί και ανέλαβε την ευθύνη για ένα διπλό βομβιστικό χτύπημα στα γραφεία της ΟΛΥΜΠΙΑΚΗΣ ΑΕΡΟΠΟΡΙΑΣ και στα γραφεία της ΙΟΝΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ στη λεωφόρο Συγγρού στις 17/5/1998. Πρόκειται δηλαδή για μία από τις Οργανώσεις εκείνες οι οποίες πράγματι κατά καιρούς υπάρχουν τέτοιες, εμφανίζονται για ένα μικρό χρονικό διάστημα, αναλαμβάνουν την ευθύνη κάποιων μικρών πράξεων και εν συνεχεία διαλύονται, εξαφανίζονται, συγχωνεύονται ενδεχομένως με κάποιες άλλες.

Πάντως είναι μια Οργάνωση υπαρκτή, έχει τρεις ενέργειες, η έκρηξη στην ALPHA ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΙΣΤΕΩΣ για την οποία κατηγορείται και παραπέμπεται ο κατηγορούμενος Γεωργιάδης είναι μία εξ αυτών και να προσθέσω ότι οι άλλες δύο ενέργειες της Οργάνωσης ΜΑΗΣ ’98, δηλαδή η βομβιστική επίθεση στην ΙΟΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ και στην ΟΛΥΜΠΙΑΚΉ ΑΕΡΟΠΟΡΙΑ τον Μάιο του ’98 δεν είναι ενέργειες οι οποίες συνδέονται με τη 17Ν με οποιονδήποτε τρόπο. Ουδέποτε έχει αναλάβει και γι αυτές την ευθύνη η 17Ν, ούτε προέκυψε κάτι από τη διαδικασία, ότι συνδέεται η 17Ν με οποιονδήποτε τρόπο με τις ενέργειες αυτές.

Θα ήθελα να κάνω έναν συλλογισμό τώρα εν σχέσει με την αλήθεια, με την ουσιαστική αλήθεια της προανακριτικής κατάθεσης του Γεωργιάδη, όταν αναφέρεται αυτός στην έκρηξη και στη συμμετοχή του στην ALPHA ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΙΣΤΕΩΣ. Κάποια σημεία τα είχε αναπτύξει ο συνάδελφός μου.

Το γεγονός της έκρηξης σύμφωνα με την κατάθεση του Γεωργιάδη, του έχει κάνει πολύ μεγάλη εντύπωση διότι αναφέρεται στην προανακριτική του απολογία και λέει ότι «κοιτάζοντας στην τηλεόραση μου έκανε πολύ μεγάλη εντύπωση το πόσο μεγάλη ζημιά έπαθε η τράπεζα›. Θα έλεγα το φυσιολογικό, το αυτονόητο, πράγμα το οποίο θα έκανε ο δράστης της ενέργειας αυτής, στην περίπτωσή μας ο Γεωργιάδης αν προσχωρούσαμε στιγμιαία στο ενδεχόμενος ότι ο Γεωργιάδης είναι ο δράστης, θα ήταν την επόμενη ημέρα να πάρει μια εφημερίδα και να δει το ρεπορτάζ σχετικά με την πράξη αυτή.

Τί θα έβλεπε λοιπόν ο Γεωργιάδης αγοράζοντας οποιαδήποτε εφημερίδα την επόμενη ημέρα, προκειμένου να δει τα αποτελέσματα της πράξης εκείνης της τόσο σημαντικής, της τόσο οριακής για την μέχρι τώρα ζωή του την οποία διέπραξε; Θα έβλεπε ότι η αστυνομία θεωρεί ότι η πράξη αυτή συνδέεται με την Οργάνωση 17Ν. Φαντάζομαι αντιλαμβάνεστε ότι αυτό το γεγονός θα ήταν ένα μεγάλο χτύπημα, ένα ισχυρό σοκ για τον ίδιο τον κατηγορούμενο.

Επίσης θα αντιλαμβανόταν ο κατηγορούμενος διαβάζοντας την εφημερίδα της επόμενης ημέρας, ότι υπάρχει ανάληψη ευθύνης από Οργάνωση για την ενέργειά του αυτή και η Οργάνωση αυτή στην οποία ανήκει χωρίς να το γνωρίζει σύμφωνα με τα όσα αναφέρονται στην προανακριτική του απολογία, λέγεται ΜΑΗΣ ’98. Και όμως, αυτό το στοιχείο, το γεγονός δηλαδή ότι ο Γεωργιάδης απολογούμενος ενώπιον της Αντιτρομοκρατικής δεν αναφέρει τίποτα για τα στοιχεία μας κάνει να θεωρήσουμε σαν λογικό, σαν αληθές, το ακατανόητο στην Υπεράσπιση και νομίζω ευρύτερα ενδεχόμενο, ο ίδιος ο δράστης να μην ενδιαφέρθηκε καθόλου για το ποια ήταν τα αποτελέσματα της δράσης του και για το ποιος ανέλαβε την ευθύνη της δράσης αυτής.

Δηλαδή αν ο Γεωργιάδης πραγματικά συνδεόταν με βιωμένο γεγονός, αν πραγματικά είχε διαπράξει την πράξη αυτή, νομίζω ότι και στην ίδια την προανακριτική του κατάθεση θα υπήρχε μία αναφορά που θα έλεγε ότι «εγώ ενημερώθηκα τις επόμενες ημέρες›, δεν ήταν ένα γεγονός το οποίο δεν είχε κάποια δημοσιότητα, είχε δημοσιότητα και τηλεοπτική και από τον Τύπο, ότι «εκείνος ο οποίος ανέλαβε την ευθύνη της πράξης αυτής, η ομάδα η οποία με είχε προσεγγίσει και με είχε προσηλυτίσει, ήταν η Οργάνωση ΜΑΗΣ ’98›. Ή ακόμα περισσότερο ότι η αστυνομία υποψιάζεται ότι η Οργάνωση αυτή είναι η 17Ν. Όμως τέτοιου είδους γνώση, τέτοιου τύπου πεποίθηση δεν επικαλείται ο Γεωργιάδης και αυτό νομίζω ότι είναι τουλάχιστον απορίας άξιο.

Ένα ακόμα στοιχείο, το οποίο και πάλι αναπτύχθηκε αλλά θα το προεκτείνω εν σχέση με την έκρηξη αυτή, είναι ότι πράγματι είναι μια ενέργεια την οποία δεν την έχει αναλάβει η Οργάνωση 17Ν με προκήρυξη. Θα έλεγα ότι είναι η μοναδική ή σχεδόν μοναδική ενέργεια για την οποία δεν υπάρχει ανάληψη ευθύνης. Ορθώς επισημάνθηκε από την Εισαγγελική Έδρα κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, ότι το σήμα κατατεθέν θα έλεγα ήταν κάτι το οποίο η 17Ν πάγια έκανε, ήταν η τακτική της, να διεκδικεί την ευθύνη των πράξεών της.

Μάλιστα, αν τυχόν η μη γνωστοποίηση, η μη δημοσιοποίηση εξυπηρετούσε κάποιο στόχο, ας υποτεθεί εδώ ότι εξυπηρετούσε το στόχο ο νεοφώτιστος Γεωργιάδης να μην αντιληφθεί ότι βρίσκεται πραγματικά στην αυλή της 17Ν –χρησιμοποιώ φράσεις που υπάρχουν μέσα στις προανακριτικές- θα μπορούσε να υπάρχει ανάληψη ευθύνης με μεταγενέστερη προκήρυξη.

Συγκεκριμένα στις 8/6/2000 η 17Ν αναλαμβάνει αναδρομικά μια σειρά από πράξεις οι οποίες έχουν τελεστεί την προηγούμενη διετία. Λέει λοιπόν στην προκήρυξή της η οποία αναφέρεται στη δολοφονία του Στήβεν Σόντερς, ότι «παρεμπιπτόντως σας λέμε ότι αναλαμβάνουμε την ευθύνη και για τις ακόλουθες πράξεις: Ρουκέτα σε γραφείο του ΠΑΣΟΚ το ’99, βόμβα στο ΠΑΣΟΚ Γαλατσίου, ρουκέτες σε τράπεζες στον Πειραιά, έκρηξη βόμβας στην Ολλανδική Πρεσβεία, ρουκέτα στην κατοικία του Γερμανού Πρέσβη›.

Η ανάληψη της ευθύνης για όλες αυτές τις πράξεις γίνεται αναδρομικά, ένα-δυο χρόνια μετά, με προκήρυξη την οποία βγάζει η 17Ν το 2000 και το 2000 είναι χρόνος που σύμφωνα με το κατηγορητήριο, ο Γεωργιάδης έχει πλέον πλήρη γνώση ότι βρίσκεται στη 17Ν. Επομένως ο λόγος ο οποίος θα μπορούσε να είναι αποτρεπτικός για την Οργάνωση προκειμένου να διεκδικήσει την πατρότητα και αυτής της ενέργειας, για τη βόμβα δηλαδή στην ALPHA ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΙΣΤΕΩΣ, έχει πλέον εκλείψει.

Επομένως, είναι εντελώς ακατανόητο, είναι εντελώς ασυνεπές προς όλη την πρακτική της Οργάνωσης 17Ν το γεγονός ότι αυτή η ενέργεια δεν διεκδικείται από την Οργάνωση, όταν μάλιστα μία άλλη Οργάνωση την έχει διεκδικήσει. Και την έχει διεκδικήσει με τηλεφώνημα. Να επισημάνω επίσης σε σχέση με όλα τα προηγούμενα, ότι ουδείς των φερομένων ως εμπλεκομένων στην ενέργεια αυτή, δηλαδή και ο Βασίλης Ξηρός και ο Σάββας Ξηρός δεν κάνουν την παραμικρή αναφορά σε σχέση με τη συγκεκριμένη πράξη.

Δηλαδή δεν υπάρχει καμία εξιστόρηση εκ μέρους τους, ενώ υπάρχει μία αρκετά αναλυτική απαρίθμηση άλλων ενεργειών για την ενέργεια αυτή στην οποία εμπλέκεται ως αυτουργός ο κατηγορούμενος Γεωργιάδης. Θα έλεγα όμως ότι κι αν όλες αυτές οι αντενδείξεις δεν ήταν αρκετές, θα έλεγα ότι ήταν αρκετό το ίδιο το περιεχόμενο της προανακριτικής κατάθεσης του ίδιου του Γεωργιάδη.

Είπε κι εχθές ο συνάδελφός μου ότι περιγράφει ο Γεωργιάδης στην προανακριτική του κατάθεση μια διαδικασία μύησης στην Οργάνωση αυτή, η οποία όμως είναι μια διαδικασία η οποία διαρκεί, δεν γίνεται δηλαδή ξαφνικά σε μία ημέρα. Και αυτό είναι πάρα πολύ λογικό, μία Οργάνωση συνωμοτική θα πρέπει πρώτα –και αυτό προκύπτει και από τα κείμενά της- να βεβαιωθεί για το κατά πόσον ο ενδιαφερόμενος να στρατολογηθεί ως μέλος έχει ένα επίπεδο πολιτικής συμφωνίας με την Οργάνωση, έχει μία δυνατότητα να συνδράμει από άποψη ικανοτήτων και από άποψη συγκρότησης κοινωνικής, πολιτικής, ή οτιδήποτε άλλο.

Λέει λοιπόν ο Γεωργιάδης ότι το φθινόπωρο του ’98 κατέβηκε στην Αθήνα, αυτό έχει ήδη προκύψει στη διαδικασία από την κατάθεση των μαρτύρων Γκαλέρα, Ευαγγέλογλου και Καρατσόπουλου και ξεκινά μια διαδικασία μύησης η οποία διαρκεί 5 μήνες. Αν προσθέσετε δηλαδή το διάστημα μέσα στο οποίο υπάρχει αυτή η εξιστόρηση, φτάνουμε στο Φεβρουάριο του 1999.

Το λέω αυτό για να αντικρούσω την τυχόν σκέψη η οποία μπορεί να υπάρχει για το επιχείρημα του ότι ο Γεωργιάδης παίρνει το αεροπλάνο και βάζει τη βόμβα. Δηλαδή το να σχετικοποιηθεί η σημασία της κατάθεσης των μαρτύρων αυτών. Η διαδικασία η οποία περιγράφεται μέσα στην προανακριτική απολογία, δεν είναι μια διαδικασία μιας ξαφνικής απόφασης του Γεωργιάδη να συνδράμει μια Οργάνωση, είναι μια διαδικασία μύησης και μια διαδικασία μύησης η οποία διαρκεί. Και διαρκεί ενόσω αυτός βρίσκεται στην Αθήνα.

Επομένως αυτό το πράγμα είναι σε πλήρη αντίθεση με ένα οποιοδήποτε ενδεχόμενο, όντας στη Θεσσαλονίκη, δουλεύοντας κανονικά στο επιπλοποιείο το οποίο είχε, στο βαφείο επίπλων το οποίο είχε, ταυτόχρονα να βρίσκεται σε μια διαδικασία μύησης, προσέγγισης με την Οργάνωση αυτή. Και μάλιστα για να επιστεγάσει αυτή την διαδικασία μύησης, ξαφνικά, αιφνιδιαστικά, να παίρνει ένα αεροπλάνο ή ένα τρένο και να έρχεται εδώ προκειμένου να συμμετάσχει σε μια ενέργεια.

Νομίζω ότι αυτό είναι ένα πλήρως αντιφατικό συμπέρασμα το οποίο αντιφάσκει και με την κοινή λογική αλλά και με το πνεύμα της προανακριτικής κατάθεσης του Γεωργιάδη. Θα έλεγα δηλαδή ότι η προανακριτική κατάθεση του Γεωργιάδη σύμφωνα με όλα τα προηγούμενα, είναι μία κατάθεση η οποία δεν μας δίνει μια βιωμένη εμπειρία. Είναι αρκετά προφανές ότι είναι μία τεχνικού τύπου κατάθεση η οποία δεν δίνει κάποιο βίωμα από τη μεριά του καταθέτοντος.

Εν σχέσει προς τα παραπάνω θα έλεγα θα πρέπει να έρθουμε αναγκαστικά στο ζήτημα του «εάν όμως όλα αυτά δεν ισχύουν, τότε γιατί λέγονται;› Νομίζω ότι δεν μπορούμε να δώσουμε κάποια απάντηση στο ερώτημα αυτό το οποίο είναι εύλογο, εάν δεν έρθουμε στο κλίμα υπό το οποίο εξετάζεται ο Γεωργιάδης και αν δεν δώσουμε και μια ερμηνεία γιατί η Αστυνομία επιλέγει μ’ έναν τρόπο να εμπλέξει τον Γεωργιάδη σε αυτή την ιστορία.

Θα ξεκινήσω από το τελευταίο, στο οποίο θα προχωρήσω και στη συνέχεια. Εκτιμώ ότι η Αστυνομία κατά τη στιγμή κατά την οποία ο Γεωργιάδης προσάγεται στην Αντιτρομοκρατική, έχει πεποίθηση ότι ο Γεωργιάδης εμπλέκεται στην ιστορία και γι αυτό ακριβώς τον ανακρίνει κατ’ αυτόν τον τρόπο. Το γεγονός ότι υπάρχει μια τέτοιου τύπου πεποίθηση, νομίζω ότι απορρέει από δύο πράγματα:

Πρώτον, ο Γεωργιάδης τους λέει εξαρχής ότι «εγώ πράγματι ήμουν ο άνθρωπος ο οποίος πήγα και νοίκιασα τη Δαμάρεως›. Νομίζω ότι αντιλαμβάνεστε ότι στα μάτια ενός αξιωματικού, ενός αστυνομικού της Αντιτρομοκρατικής Υπηρεσίας, είναι σαφές ότι ο άνθρωπος ο οποίος εμπλέκεται σε μια τέτοιου τύπου διαδικασία είναι πάρα πολύ δύσκολο να είναι άσχετος με την Οργάνωση αυτή.

Εκ του γεγονότος αυτού, εκ της ειλικρίνειας δηλαδή με την οποία ο Γεωργιάδης από την πρώτη στιγμή μίλησε για την δική του συμπτωματική σχέση με το γεγονός της ενοικίασης του κρησφυγέτου της Δαμάρεως, δημιουργείται πεποίθηση στην Αντιτρομοκρατική Υπηρεσία ότι ο Γεωργιάδης εμπλέκεται με δόλο, είναι μέλος δηλαδή της Οργάνωσης αυτής. Νομίζω ότι αυτό είναι το κλειδί για να κατανοήσουμε γιατί συμβαίνουν όλα αυτά και γιατί συμβαίνουν όλα αυτά με αποδέκτη τον Γεωργιάδη.

Το δεύτερο στοιχείο από το οποίο βεβαιωνόμαστε ότι πράγματι έχει δημιουργηθεί μια τέτοια πεποίθηση πριν καν εξεταστεί ο Γεωργιάδης, είναι οι εφημερίδες της 17/7/2002. Όπως γνωρίζετε οι απογευματινές εφημερίδες, τυπώνονται τα μεσάνυχτα της προηγούμενης ημέρας. Τα μεσάνυχτα της προηγούμενης μέρας, σύμφωνα με τα όσα μας λέει η έκθεση κατάθεσης έστω και μαρτυρική του Γεωργιάδη, κατάθεση δεν υπάρχει. Αυτή δίνεται στις 4 τα χαράματα της Τετάρτης.

Η απογευματινή εφημερίδα της Τετάρτης λοιπόν, η οποία έχει ήδη τυπωθεί, κυκλοφορεί με πρωτοσέλιδο τίτλο «Αερογέφυρα για 17Ν τη νύχτα›. Είναι δηλαδή η μεταφορά του Γεωργιάδη μαζί με τον Βασίλη Ξηρό και τον Χριστόδουλο, αναφέρεται όμως και στον Γεωργιάδη, με ένα C-130 της Αντιτρομοκρατικής από τη Θεσσαλονίκη στην Αθήνα. Η πεποίθηση λοιπόν ότι ο Γεωργιάδης είναι ένοχος, έχει σχηματιστεί πριν ακόμα ο Γεωργιάδης καταθέσει και νομίζω ότι αυτό το πράγμα είναι ένα γεγονός το οποίο πλήρως πιστοποιείται από την εφημερίδα της ημέρας εκείνης.

Για τα ζητήματα των συνθηκών με τις οποίες λήφθηκαν αυτές οι καταθέσεις έχουν ειπωθεί πολλά κι εσείς έχετε ήδη κρίνει. Ωστόσο επαναφέρω τηλεγραφικά κάποιους ισχυρισμούς που νομίζω ότι αποδείχθηκαν μέσα από τη διαδικασία και είναι λογικό να ληφθούν υπόψη και από σας κατά τον σχηματισμό της κρίσης σας σύμφωνα με τον κανόνα της ηθικής απόδειξης.

Ένα αναμφισβήτητο γεγονός είναι ότι ο Γεωργιάδης μαρτυροποιήθηκε. Αυτό προκύπτει από το ίδιο το υλικό της δικογραφίας. Δηλαδή το πρώτον εξετάστηκε ως μάρτυρας, με σαφήνεια είχαν εγερθεί σε βάρος του υπόνοιες ενοχής, δεν είναι μονάχα ο τύπος, είναι και οι συνθήκες υπό τις οποίες προσήχθη στην Ασφάλεια στην Αθήνα, σιδεροδέσμιος με ένα C-130 και επομένως είναι πλήρως ακατανόητη, συνιστά παραβίαση των δικαιωμάτων του συγκατηγορουμένου με την έννοια ότι υπήρξε κατηγορούμενος, ήταν ήδη κατηγορούμενος όταν προσέρχεται στην Αθήνα, το γεγονός ότι μαρτυροποιήθηκε κα εξετάστηκε ως κατηγορούμενος. Περί αυτού νομίζω ότι δεν υπάρχει καμία αμφιβολία.

Προτεινόμενα για εσάς



Δημοφιλή