Θεωρώ ότι αυτός ο ισχυρισμός ή αυτός ο συλλογισμός τέλος πάντων, καθόλου δεν επιβεβαιώθηκε από τις περιστάσεις. Διότι καταρχήν είναι αδιανόητο, δεν είναι λογικό, οι δράστες, τέσσερις άνθρωποι, να κυκλοφορούν στα στενά των Σεπολίων με την ελπίδα να συναντήσουν κάποιους αστυνομικούς για να τους στήσουν ενέδρα και όταν αυτοί εμφανίστηκαν, να ακινητοποιηθούν αυτοστιγμή οι δύο από τους τέσσερις.
Επιπλέον, αν είχαν τέτοια πρόθεση, θα είχαν τουλάχιστον μεριμνήσει για το μέσο διαφυγής τους. Το ότι πήγαν εκεί με τα πόδια συνηγορεί υπέρ της άποψης ότι μοναδικός τους σκοπός ήταν να κλέψουν ένα αυτοκίνητο με το οποίο και θα έφευγαν στη συνέχεια.
Η δεύτερη σκέψη που θέλω να εκφράσω αφορά την περίφημη προκήρυξη που αναφέρθηκε και ο κ. Πρόεδρος σε κάποια άλλη περίπτωση, την προκήρυξη της 3/11/91 η οποία κυκλοφόρησε από την Οργάνωση μετά από χτύπημα στα ΜΑΤ και στην οποία αναφέρεται «τους απλούς αστυνομικούς δεν τους θεωρούμε εξ ορισμού εχθρούς και γι αυτό δεν τους χτυπάμε παρά μόνο αν κινηθούν εναντίον μας, αν βγάλουν πιστόλι και μας χτυπήσουν›.
Με τη φράση αυτή νομίζω δεν επιβεβαιώνεται τίποτε άλλο, παρά ότι η 17Ν κανένα σκοπό δεν είχε να χτυπήσει ουδέποτε απλούς αστυνομικούς. Το γεγονός αυτό επιβεβαίωσε και ο Κονδύλης εδώ, ο οποίος είπε «δεν είχαμε τίποτα με τους απλούς αστυνομικούς›. Η επισήμανση ότι «θα τους χτυπήσουμε μόνο εάν έρθουν εναντίον μας›, δε δηλώνει κανέναν ανθρωποκτόνο σκοπό, δε λέει ότι «θέλουμε να τους εξολοθρεύσουμε›, αλλά να μπορέσουμε να απεμπλακούμε ουσιαστικά από αυτούς.
Ούτως ή άλλως νομίζω ότι στο Ποινικό μας Δίκαιο δε μπορεί να στοιχειοθετηθεί τέτοιου είδους γενικός ανθρωποκτόνος δόλος εναντίον όλης της αστυνομίας από μία τέτοια επισήμανση σε προκήρυξη. Η προσπάθεια τώρα να παρουσιαστεί κυρίως από την Πολιτική Αγωγή η οποία ξεκίνησε την αναφορά της στο περιστατικό με τη φράση «στις 20/11/91 έλαβε χώρα μία εγκληματική ενέργεια πρωτοφανούς θράσους και σκληρότητας σε βάρος αστυνομικών εν ώρα διατεταγμένης υπηρεσίας στα Σεπόλια›, η άποψη αυτή περί ενέδρας, που στηρίχθηκε και σε αυτή την προκήρυξη η οποία είχε κυκλοφορήσει μία εβδομάδα πριν, ξεκίνησε από την αναφορά των ίδιων των αυτοπτών μαρτύρων αστυνομικών οι οποίοι ήρθαν εδώ και έλεγαν ότι «ήταν μια καλοκουρδισμένη ομάδα, ο καθένας ήξερε με ακρίβεια το ρόλο του, ήθελα να μας σκοτώσουν...›
Νομίζω ότι αυτή η αιτία που έγινε αυτή η προσπάθεια εκ μέρους των αστυνομικών, να προσδώσουν ένα τελείως εξωπραγματικό νόημα σε μία συμπλοκή, ξεκίνησε από το γεγονός ότι το περιστατικό των Σεπολίων προκάλεσε θα έλεγε κανείς όνειδος στην αστυνομία η οποία βρέθηκε πρόσωπο με πρόσωπο με τη 17Ν και η 17Ν αν και ασυντόνιστη με έναν εκ των τεσσάρων, εντελώς άπειρο, που δεν ήξερε καν πού βρισκόταν, κατάφερε να διαφύγει.
Γι αυτό και το γεγονός αυτό καταγράφηκε στις εφημερίδες της εποχής ως επίδειξη ερασιτεχνισμού της αστυνομίας και όχι δεξιοτεχνίας της 17Ν. Αυτή νομίζω είναι η αιτία όλης αυτής της σκέψης και γι αυτό και οι αστυνομικοί ήρθαν εδώ τώρα που έχουν συλληφθεί κάποιοι, για να αποκαταστήσουν, θα έλεγε κανείς, τα πράγματα. Θεωρώ λοιπόν και συνοψίζω, ότι λαμβάνοντας υπόψη όλα τα πραγματικά περιστατικά, όπως αποδείχθηκαν από τη διαδικασία εδώ, αλλά και από την δικογραφία, δεδομένου ότι το περιστατικό στα Σεπόλια ήταν μία συμπλοκή, μια ένοπλη συμπλοκή η οποία κράτησε λίγα λεπτά και ακολουθώντας το ίδιο το σκεπτικό του κ. Αναπληρωτή Εισαγγελέα που επισημαίνει ότι ένας άνθρωπος τελείως άπειρος σε γεγονότα αιφνίδια που συμβαίνουν απανωτά, σχεδόν ταυτόχρονα δε μπορούσε και δεν έπραξε απολύτως τίποτα, πρέπει να τον απαλλάξετε από κάθε συμμετοχή στις επιμέρους πράξεις, δηλαδή και στις απόπειρες ανθρωποκτονίας αλλά και στις εκρήξεις.
Όσον αφορά το θέμα της ληστείας του ταξί, και εδώ ορθά έχει εκφραστεί ο κ. Εισαγγελέας, πραγματικά ελλείπει ο σκοπός της παράνομης ιδιοποιήσεως που είναι απαραίτητος για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος. Επιπλέον, το ότι καθυστερούν οι δράστες για να αφήσουν τον ταξιτζή να πάρει την είσπραξή του, νομίζω επιβεβαιώνει τον ισχυρισμό ότι ο στόχος τους δεν ήταν να ληστέψουν το ταξί, αλλά να διαφύγουν, πράγματι άλλωστε το παράτησαν μερικά μέτρα πιο πέρα.
Το θέμα τώρα της απόπειρας κακουργηματικής κλοπής. Στην κατηγορία όπως διατυπώνεται στο βούλευμα, συνδυάζεται η περίπτωση δ’ με την περίπτωση ε’ του άρθρου 374. Δηλαδή είναι πρόσωπα που διαπράττουν κλοπές κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια και από την επανειλημμένη τέλεση κλοπών και ληστειών προκύπτει σκοπός τους για πορισμό εισοδήματος και σταθερή ροπή προς τη διάπραξη κλοπών και ληστειών ως στοιχείο της προσωπικότητάς τους, επιπλέον δε έχουν ενωθεί για να διαπράττουν κλοπές και ληστείες.
Νομίζω ότι με κανένα τρόπο δε συντρέχει η περίπτωση ε’ καταρχήν του άρθρου 374 που δημιουργεί υποκειμενικό όρο του αξιόποινου και επαυξάνει την ποινή, μετατρέποντας την κλοπή σε ιδιαίτερα διακεκριμένη. Πρέπει να προκύπτει ότι σκοπός της κλοπής είναι ο προσπορισμός εισοδήματος, κάτι που εδώ αποκλείεται εκ των πραγμάτων. Τα κλεμμένα οχήματα, όπως προέκυψε από τη διαδικασία, χρησιμοποιούνταν για ενέργειες της Οργάνωσης, σε καμία περίπτωση όμως δεν προκύπτει ότι τα πουλούσαν, ότι προσπορίζονταν από αυτά εισόδημα. Αντίθετα, μετά από τη χρήση τους τα εγκατέλειπαν.
Όσον αφορά τώρα το εδάφιο Δ του 374 το πλαίσιο ποινής που προβλέπεται για την κακουργηματική κλοπή εδώ είναι ίδιο με το πλαίσιο ποινής που προβλέπεται για την συμμετοχή σε εγκληματική Οργάνωση κατά το άρθρο 187 του Ποινικού Κώδικα.
Δεδομένο ότι η απαξία του 374 εδώ βρίσκεται στο υποκείμενο της κλοπής, είναι έγκλημα που τελείται κατά συμμετοχή και μάλιστα οργανωμένη συμμετοχή προσβάλλοντας έτσι όχι μόνο τη συγκεκριμένη ιδιοκτησία αλλά και το έννομο αγαθό της δημοσίας τάξης. Είναι ένα σύνθετο έγκλημα που περιλαμβάνει το 187 και την απλή κλοπή του 372.
Εφόσον εδώ κατηγορούνται αυτοτελώς για τη συμμετοχή στην Οργάνωση που είναι ήδη κακούργημα, νομίζω ότι ήδη έχουμε μία προσβολή του έννομου αγαθού της δημόσιας τάξης και με τον συνδυασμό αυτό του 187 και του 374 έχουμε διπλή τιμώρηση. Μία φορά έχει προσβληθεί η δημόσια τάξη.
Θεωρώ λοιπόν ότι πρέπει να εφαρμόσετε κατά συρροή του 187 το κακούργημα πλέον με το 372 και να θεωρήσετε την κλοπή αυτή πλημμεληματική όπου εδώ φυσικά έχει παραγραφεί. Ακόμη κι αν θεωρήσετε την κλοπή κακουργηματική από τα πραγματικά περιστατικά τι προκύπτει; Προκύπτει ότι πράγματι έχουμε αρχή εκτέλεσης της κλοπής. Υπάρχει δηλαδή απόπειρα όπως είπα και προηγουμένως.
Προκύπτει ότι κάποιος, ένας είχε μπει μέσα στο αυτοκίνητο που επρόκειτο να κλαπεί. Αυτός ο κάποιος δεν είναι ο Κονδύλης. Αυτό προέκυψε από τη διαδικασία από τις περιγραφές των μαρτύρων. Δεν προκύπτει από καμία περιγραφή κανενός τι έκαναν οι άλλοι στο διάστημα αυτό. Ο Καδάς λέει «μας έδωσε σήμα το τηλεφωνικό κέντρο ότι 4 ύποπτα άτομα στην περιοχή περιεργάζονται οχήματα με φακούς›. Όταν έφτασαν είδαν 1 άτομο και μπροστά άλλα 2 άτομα.
Ο Κότσιας λέει «στο ένα πεζοδρόμιο ήταν 1 άτομο και έρχονταν άλλα 2 άτομα›. Ο Κονδύλης λέει «εγώ με κάποιον άλλον περιμέναμε να βγει το αυτοκίνητο για να μπούμε μέσα και να φύγουμε›. Ο ρόλος λοιπόν του Κονδύλη κατά την εκτέλεση της κλοπής δεν προκύπτει με σαφήνεια. Από την περιγραφή του προκύπτει ότι θα επόπτευε ή επόπτευε γενικώς τον χώρο.
Εκείνο που προκύπτει με σαφήνεια είναι ότι δεν είναι αυτός που έχει κάνει ο ίδιος αρχή τελέσεως του εγκλήματος. Επομένως δεν μπορεί να θεωρηθεί συναυτουργός της κλοπής αυτής. Τώρα το ότι μετά θα έμπαινε στο αυτοκίνητο για να φύγουν όλοι μαζί αυτό πλέον είναι συνδρομή στο στάδιο της ουσιαστικής αποπεράτωσης και δεν είναι συνδρομή στο οικείο έγκλημα.
Επομένως νομίζω ότι μόνο ως απλός συνεργός στην απόπειρα της κλοπής αυτής μπορεί να κηρυχθεί ένοχος. Ενόψει όλων αυτών που προανέφερα και τελειώνοντας με τα Σεπόλια θέλω να πω ότι από κανένα στοιχείο – το είπα, δεν θα το επαναλάβω – δεν προκύπτει ενοχή του Κονδύλη στις επιμέρους πράξεις που συνθέτουν το περιστατικό της συμπλοκής.
Για τη ληστεία θεωρώ ότι πρέπει να απαλλαγούν όλοι γιατί δεν πληρούται η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος ενώ για την απόπειρα της κλοπής επικουρικά κι αν την θεωρήσετε κακουργηματική πρέπει να τον κρίνετε ένοχο για απλή συνέργια και όχι για συναυτουργία. Αυτά ως προς τα Σεπόλια, είναι η πρώτη κατηγορία που βαρύνει τον Κονδύλη.
Μετά την συμπλοκή στα Σεπόλια ο Κονδύλης δεν φαίνεται να συμμετέχει σε καμία ενέργεια της Οργάνωσης για διάστημα μεγαλύτερο των δύο ετών. Η επόμενη κατηγορία που τον βαρύνει αφορά την ανθρωποκτονία του Τούρκου Διπλωμάτη Ομέρ Σιπαχίογλου που έγινε στο Παλαιό Φάληρο στις 4/7/94.
Ο Κονδύλης κατηγορείται για απλή συνέργια σε ανθρωποκτονία εκ προθέσεως. Ο ίδιος δέχεται καταρχήν ότι είχε συμφωνήσει ότι πρέπει να γίνει ένα χτύπημα εναντίον Τούρκου Πράκτορα. Δίνει αναλυτικά το πολιτικό στίγμα της ενέργειας, την εντάσσει στο πολιτικό κλίμα της εποχής της και εξηγεί τους λόγους για τους οποίους συμφώνησε στην αναγκαιότητα ενός τέτοιου χτυπήματος. Αποδέχεται δε και την παρουσία του στο περιστατικό και από κει και πέρα εκθέτει τα πραγματικά περιστατικά ως εξής:
Λέει ότι η Οργάνωση δεν είχε καταλήξει στο πρόσωπο και στο είδος του χτυπήματος, ότι ο ίδιος ήξερε ότι η Οργάνωση παρακολουθεί κάποιους και λέει ότι ένας από τους υπό παρακολούθηση στόχους είχε χαθεί και ενόψει του γεγονότος ότι ήταν καλοκαίρι και αυτός που συμμετείχε ως τότε στην παρακολούθηση έλειπε, κλήθηκε ο ίδιος ο Κονδύλης να συμμετάσχει στην παρακολούθηση.
Πράγματι πήγε το πρωί νωρίς στις 4/7 μετά από 8ωρη νυχτερινή βάρδια στο εργοστάσιο που εργαζόταν. Διευκρινίζει ότι ο ρόλος του ήταν η φύλαξη του αυτοκινήτου με το οποίο θα έφευγαν μετά την παρακολούθηση γιατί είχε πλαστές πινακίδες και ήταν στραβά παρκαρισμένο. Η ενέργεια τελικά έγινε εκείνη την ημέρα. Ο ίδιος λέει ότι αν γνώριζε ότι η ενέργεια θα γινόταν εκείνη την ημέρα δεν θα πήγαινε για έναν αντικειμενικό λόγο. Ήταν εξαντλημένος μετά από 8ωρη βραδινή βάρδια στο εργοστάσιο και δεν μπορούσε να συνδράμει με κανέναν τρόπο.
Σε ερώτηση μάλιστα του Αναπληρωτή κ. Προέδρου του κ. Γεωργαντόπουλου «στην ανακριτική σου απολογία είπες ότι για την δολοφονία του Τούρκου Σιπαχίογλου?› «γνώριζα ότι πρόκειται να πάμε να τον σκοτώσουμε ή να τραυματίσουμε έναν Τούρκο Πράκτορα, ο δικός μου ρόλος ήταν μήπως γίνει τίποτα κατά την διάρκεια της πράξης για να τους βοηθήσω›. Υπερθεματίζει θα έλεγε κανείς και λέει «ναι, την επόμενη, την μεθεπόμενη που θα γινόταν η ενέργεια θα πήγαινα, αυτό το ρόλο θα είχα, εγώ θα ήμουν αυτός που θα πήγαινα να κοιτάξω, να εποπτεύσω αν συμβεί κάτι στους άλλους›.
Από τη θέση που ήταν τη συγκεκριμένη ημέρα που έγινε η ενέργεια λέει ότι δεν μπορούσε να εποπτεύει το σημείο που βρίσκονταν οι άλλοι γιατί δεν είχε οπτική επαφή με το σημείο αυτό πράγμα που επιβεβαιώθηκε εδώ και από τον αυτόπτη μάρτυρα Παπαδόπουλο, ιδιοκτήτη του περιπτέρου που τον αναγνώρισε σε σημείο πολύ μακριά από το σημείο του συμβάντος.
Με το μόνο πράγμα που είχε οπτική επαφή ήταν πράγματι με το αυτοκίνητο με το οποίο θα έφευγαν. Εξαρχής έχει καταθέσει ότι δεν γνωρίζει ποιος πυροβόλησε γιατί δεν είδε, δεν είχε οπτική επαφή με το σημείο αυτό και δεν κρατούσε όπλο πράγμα που επίσης κατέθεσε εδώ και ο μάρτυρας Παπαδόπουλος ο οποίος τον είδε και λέει «δεν είδα να κρατάει τίποτα›.
Υπάρχει κάποιο στοιχείο από το οποίο να προκύπτει με ασφάλεια ότι είχε γίνει άλλου είδους συνεννόηση, ότι γνώριζε πράγματι ο Κονδύλης ότι εκείνη την ημέρα θα πραγματοποιηθεί το χτύπημα; Η μόνη αναφορά από συγκατηγορούμενο είναι αυτή του Σάββα Ξηρού στην προανακριτική του στις 20/7 όπου λέει «στη δολοφονία Σιπαχίογλου ήμουν εγώ με κάποιον άλλον και τον ¶ρη, οι άλλοι είχαν το νου τους για παν ενδεχόμενο›. Είναι μία τελείως αόριστη αναφορά που δεν διευκρινίζει ούτε το βαθμό γνώσης, ούτε τι συνεννόηση είχε γίνει πριν από αυτό.
Από την προανακριτική και την ανακριτή κατάθεση του Κονδύλη του ίδιου προκύπτει η γενική βούλησή του να συμμετάσχει την οποία με επιμονή επιβεβαίωσε και στο ακροατήριο ενώπιόν σας. Φαίνεται όμως η άγνοιά του περί του χτυπήματος αν δηλαδή επρόκειτο να σκοτώσουν ή να τραυματίσουν καθώς και η άγνοιά του για το πρόσωπο που επρόκειτο να χτυπηθεί. Αγνοεί τελείως την ταυτότητα του υποψηφίου θύματος.
Από την εξήγηση που κάνει ο Κονδύλης φαίνεται ότι καμία διάθεση δεν έχει να απομακρύνει τις ευθύνες του για την πράξη αυτή. Θα έλεγε κανείς ότι με υπερβάλλοντα ζήλο διευκρινίζει και ξαναδιευκρινίζει ότι θα πήγαινε στην ενέργεια αν γινόταν ένα μήνα μετά, μια βδομάδα μετά γιατί επεδοκίμαζε την ιδεολογικοπολιτική σημασία ενός τέτοιου χτυπήματος. Δεν αρνείται ούτε την γενική του γνώση ότι κάτι προετοιμαζόταν και διευκρινίζει ότι ξέρει ότι η Οργάνωση παρακολουθεί ήδη κάποιους.
Ο λόγος που δεν θα πήγαινε εκείνη την ημέρα είναι αντικειμενικός. Ήταν εξαντλημένος μετά από βαριά 8ωρη νυχτερινή εργασία στο εργοστάσιο και εξ αντικειμένου δεν θα μπορούσε να έχει τη συγκέντρωση που χρειάζεται για να μπορέσει να συνδράμει με οποιονδήποτε τρόπο σε μια τέτοια ενέργεια.
Αυτά λέει ο ίδιος. Πέρα από το τι λέει ο ίδιος θεωρώ ότι για την ποινική αξιολόγηση της συμμετοχής του στη συγκεκριμένη πράξη τίθεται ένα ζήτημα επαγωγής το οποίο θεωρώ ότι πρέπει να θέσω. Η αντικειμενική υπόσταση της συνδρομής του εδώ καλύπτεται από μία υλική ενέργεια, τη διαφυγή του μεταφορικού μέσου όπως ορθά επεσήμανε και ο συνήγορος υπεράσπισης της πολιτικής αγωγής στην υπόθεση αυτή ο κ. Γιαννίδης.
Πράγματι είναι απαραίτητο να προσέχει κάποιος ένα κακώς παρκαρισμένο αυτοκίνητο με πλαστές πινακίδες στην παραλιακή λεωφόρο και 08:00 το πρωί γιατί σε περίπτωση εντοπισμού του από τον πρώτο τυχαίο αστυνομικό οι συνέπειες θα μπορούσαν να είναι πολύ μεγάλες.
Η ενέργεια αυτή της διαφύλαξης του μεταφορικού μέσου μπορεί να συνδέεται πράγματι με την κύρια πράξη και μπορεί να νοηθεί ως πράξη βοηθητική στην πραγμάτωση της αντικειμενικής υπόστασης της ανθρωποκτονίας εδώ. Η ίδια όμως υλική ενέργεια μπορεί να θεωρηθεί και ως βοηθητική πράξη στην προπαρασκευαστική πράξη της παρακολούθησης του μελλοντικού θύματος. Και σε αυτή την περίπτωση οι συνέπειες από τον εντοπισμό του αυτοκινήτου θα ήταν μεγάλες.
Επομένως η αντικειμενική υπόσταση δεν αρκεί. Πρέπει να ανατρέξουμε στην υποκειμενική υπόσταση για να δούμε αν στοιχειοθετείται εδώ η απλή συνέργια. Για την στοιχειοθέτηση της απλής συνέργιας χρειάζεται δόλος του απλού συνεργού, δηλαδή γνώση και θέληση να παράσχει οποιαδήποτε βοήθεια στον φυσικό αυτουργό της πράξης.
Ο Κονδύλης γνωρίζει ότι κάποια στιγμή θα χτυπηθεί με κάποιον τρόπο ένας Τούρκος, αυτό όμως δεν αρκεί. Στο αντικείμενο του δόλου συμμετοχής περιλαμβάνεται και ο χρόνος τέλεσης του αδικήματος. Ο δόλος πρέπει να είναι dolus presens. Εδώ στον χρόνο τέλεσης λείπει το γνωστικό στοιχείο. Υπάρχει μήπως συνεπίγνωση; Αυτό που ονομάζει ο Ανδρουλάκης το περιθώριο γνώση, όχι θεωρώ γιατί ο ίδιος λέει ότι «αν ήξερα ότι εκείνη την ημέρα θα γίνει το χτύπημα δεν θα πήγαινα για έναν αντικειμενικό λόγο, είχα βάρδια βραδινή στο εργοστάσιο στην προηγούμενη νύχτα›.
Εάν υπήρξε επιγενόμενος δόλος, αν μετά τους είπε «μπράβο, καλά κάνατε και τον χτυπήσατε αφού ήταν κατάλληλες οι συνθήκες› ούτε αυτός αρκεί για την στοιχειοθέτηση της απλής συνέργιας. Γιατί τώρα κάνω όλη αυτή τη σκέψη; Η σημασία νομίζω αυτής της σκέψης τελικά εντοπίζεται στην αποδοχή της δυνατότητας του ανθρώπου να αλλάζει γνώμη γιατί τελικά μπορεί κανείς να διαγνώσει με την ασφάλεια και τη βεβαιότητα που είναι απαραίτητη για την κατάγνωση της ενοχής εδώ ότι μετά από μία βδομάδα ή ένα μήνα ο Κονδύλης θα πήγαινε στο χτύπημα ή το χτύπημα θα γινόταν.
Ενόψει όλων αυτών των σκέψεων θεωρώ ότι θα μπορούσαν να υπάρξουν αμφιβολίες, ότι υπάρχουν αμφιβολίες για την ενοχή του και θεωρώ ότι πρέπει να το σκεφτείτε το ζήτημα αυτό. Μετά από αυτή την ενέργεια υπάρχει πάλι ένα χρονικό κενό στην δραστηριότητα τον Κονδύλη στην Οργάνωση, πάλι δύο ετών και ο Κονδύλης φέρεται να συμμετάσχει στην έκρηξη στην Πρεσβεία των Ηνωμένων Πολιτειών στις 15/2/96.
Κατηγορείται για απλή συνέργια σε έκρηξη με κίνδυνο για άνθρωπο και για απλή συνέργια σε απόπειρα ανθρωποκτονίας εκ προθέσεως κατά των τριών αμερικανών που βρίσκονταν στο κτίριο της Πρεσβείας. Ο Κονδύλης αποδέχεται την συμμετοχή του στην ενέργεια αυτή, εξηγεί το πολιτικό της στίγμα, λέει ότι αποφασίστηκε ως συμβολική ενέργεια να χτυπηθεί κάποιο κτίσμα της Πρεσβείας. Πράγματι χτυπήθηκε μαντρότοιχος που περιβάλει τον υπαίθριο χώρο στάθμευσης.
Δεν δέχεται ότι υπήρξε ανθρωποκτόνος δόλος και προσδιορίζει το ρόλο του, την απλή συνέργια στην έκρηξη ως εξής, λέει: «εγώ στεκόμουν πιο πάνω μήπως περάσει ή πλησιάσει πεζός ή λεωφορείο ώστε να ματαιωθεί το χτύπημα›. Το ρόλο αυτό του έχει προσδώσει και ο Σάββας Ξηρός στην προανακριτική απολογία. Αρνείται από κει και πέρα την κατηγορία της απόπειρας ανθρωποκτονίας.
Τι προέκυψε από τη διαδικασία; Ο μάρτυρας Ανδριόπουλος Φώτιος υπάλληλος της WACKENHUT o οποίος είχε υπηρεσία στην Πρεσβεία εκείνη την ημέρα βεβαιώνει ότι οι τρεις αμερικανοί υπάλληλοι βρίσκονταν μέσα στο κτίριο της Πρεσβείας την ώρα του χτυπήματος. Αν οι δράστες ήθελαν να χτυπηθεί το κτίριο θα έπρεπε να στοχεύσουν την ρουκέτα πολύ πιο ψηλά. Η απόσταση του μαντρότοιχου από το κτίριο είναι τεράστια και σε ερώτηση για τον νόημα του χτυπήματος λέει και ο ίδιος «εγώ πιστεύω κ. Πρόεδρε ότι ήθελαν απλώς να πουν ότι χτύπησαν την Πρεσβεία, τίποτα παραπάνω›. Ενώ σε ερώτηση «εάν μπορούσε να σκοτωθεί κανείς› απαντά κατηγορηματικά «όχι›.
Ορθά λοιπόν ο κ. Αναπληρωτής Εισαγγελέας κατά την διατύπωση της πρότασής του έκρινε ότι η κατηγορία της απόπειρας εδώ δεν ευσταθεί και με το αιτιολογικό ότι από την διαδικασία προέκυψε ότι οι άνθρωποι που διακινδύνευσαν από αυτή την έκρηξη ήταν προσωπικό ασφαλείας ιδιωτικής εταιρείας το οποίο φύλαγε το πάρκινγκ. Αυτή η διακινδύνευση όμως καθώς και των ενοίκων των πολυκατοικιών στα οποία έσπασαν τα τζάμια είναι αρκετά για να θεμελιώσουν την ευθύνη των κατηγορουμένων για την έκρηξη που τους αποδίδεται, δηλαδή το εδάφιο Β του 270.
Ο κ. συνήγορος υπεράσπισης της πολιτικής αγωγής στην υπόθεση αυτή, ο κ. Αναγνωστόπουλος ζήτησε περαιτέρω μεταβολή της κατηγορίας σε απόπειρα ανθρωποκτονίας εκ προθέσεως εναντίον αυτού του προσωπικού ασφαλείας που έκανε περιπολίες στο πάρκινγκ χωρίς να το προσδιορίζει ονομαστικά. Επικαλούμενος μάλιστα το γεγονός ότι η ώρα ήταν 23:00 το βράδυ, εκείνη την ώρα γινόταν αλλαγή βάρδιας και κυκλοφορούσε πολύς κόσμος γύρω από την Πρεσβεία.
Νομίζω ότι σε καμία περίπτωση αυτή η κατηγορία δεν μπορεί να σταθεί διότι το μόνο που αποδείχθηκε από αυτόν τον ισχυρισμό είναι πράγματι ότι ήταν η ώρα αλλαγής βάρδιας και αυτό ήδη καταρρίπτει τον ισχυρισμό του. Γιατί; Ο μάρτυρας Ανδριόπουλος είπε εδώ στο ακροατήριο ότι «ήταν 22:55 την ώρα που έγινε το χτύπημα και το θυμάμαι γιατί 23:00 ξεκινούσα την βάρδιά μου να κάνω την περιπολία γύρω-γύρω από την Πρεσβεία›. Τελείωνε δηλαδή ένας φύλακας στις 22:50 και στις 23:00 άρχιζε την περιπολία του ο επόμενος.
Από την κατάθεση αυτή προκύπτει ότι υπήρχε ένα ενδιάμεσο διάστημα ίδιο κάθε φορά, το 5λεπτο αυτό στις 10:55 όπου κανένας φύλακας δεν έκανε περιπολία. Η αλλαγή βάρδιας και το κενό αυτό προφανώς είχε παρατηρηθεί από τα μέλη της Οργάνωσης που είχαν κάνει την παρακολούθηση στο σημείο αυτό και γι’ αυτό επέλεξαν αυτήν ακριβώς την ώρα για την ρήψη της ρουκέτας.
Από πού προκύπτει ότι είχε γίνει η παρακολούθηση; Το λέει ο Κονδύλης αλλά και σε κάθε ενέργεια γινόντουσαν τέτοιες παρακολουθήσεις. Νομίζω ότι ο ανθρωποκτόνος δόλος εδώ δεν μπορεί να στηριχθεί ούτε στη γενική αντιπάθεια της Οργάνωσης προς τους αμερικανούς που επεσήμανε επίσης ο κ. Αναγνωστόπουλος.
Ο συλλογισμός του ότι η Πρεσβεία είναι το άντρο του εχθρού και όποιος χτυπηθεί δεν έχει σημασία είναι αυθαίρετος και εδώ καθόλου δεν επιβεβαιώθηκε από τις περιστάσεις που επέλεξαν οι δράστες για να κάνουν το χτύπημα. Περαιτέρω λέει ότι στην υπόθεση αυτή δεν αφιέρωσαν ιδιαίτερη προκήρυξη γιατί την θεώρησαν λίγο ρεζίλι και καταλογίσθηκε στις επιχειρησιακές αποτυχίες της Οργάνωσης γιατί στην πραγματικότητα είχαν άλλο στόχο, είχαν ανθρωποκτόνο δόλο απέναντι σε κάποιους αμερικάνους.
Νομίζω ότι ούτε ο ισχυρισμός αυτός ευσταθεί γιατί η Οργάνωση σε κάθε περίπτωση που αποτύγχανε το στόχο της έβγαζε προκήρυξη και το έλεγε όπως έκανε στην υπόθεση Τσαντ, στην υπόθεση Βαρδινογιάννη, στην υπόθεση Πέτσου.
Τελικά νομίζω ότι την απάντηση για το στόχο του χτυπήματος την δίνουν και τα ίδια τα δημοσιεύματα της εποχής. Χτύπημα εντυπωσιασμού λένε, θεαματικό χτύπημα, στόχος ήταν ο εντυπωσιασμός και αυτό επετεύχθη πλήρως. Επομένως νομίζω ότι πρέπει να ακολουθήσετε την πρόταση του κ. Αναπληρωτή Εισαγγελέα και να απαλλάξετε εδώ τους κατηγορουμένους από την κατηγορία της απλής συνέργιας, την απόπειρα ανθρωποκτονίας εκ προθέσεως και τον Κονδύλη για την κατηγορία της απλής.
Η τελευταία πράξη στην οποία θα αναφερθώ και περιλαμβάνεται στο κατηγορητήριο είναι η ληστεία της Τράπεζας Εργασίας του Περιστερίου. Την άφησα τελευταία παρόλο που προηγείται χρονικά διότι έγινε στις 18/7/1990 γιατί είναι η μόνη πράξη που ο Κονδύλης αρνείται κατηγορηματικά από την πρώτη στιγμή και η οποία προηγείται χρονικά της γνωριμίας του με τα μέλη της Οργάνωσης.
Τι προέκυψε από την διαδικασία. Κατέθεσαν εδώ ενώπιόν σας 5 μάρτυρες εκ των οποίων κανένας δεν αναγνώρισε τον Κονδύλη στη ληστεία αυτή. Ο μάρτυρας Χρηστίδης ο οποίος προανακριτικά στις 11/9/2002 είχε πει στον Ανακριτή κ. Μπίρμπο ότι «η φωτογραφία του Κονδύλη που μου επιδεικνύεται μοιάζει με το πρόσωπο του ενός από τα δύο άτομα που μας κατέβασαν από το πατάρι και λέω ‘μοιάζει’ χωρίς να είμαι απόλυτα βέβαιος›.
Ο μάρτυρας αυτός κατέθεσε εδώ στο ακροατήριο. Δεν επιβεβαίωσε την αναγνώρισή του, όχι μόνο αυτό, είπε «τον άνθρωπο αυτόν εγώ δεν τον έχω ξαναδεί, δεν μου θυμίζει τίποτα›. Επιπλέον ο Θωμάς Σερίφης ο οποίος από την αρχή έχει ομολογήσει την συμμετοχή του στη ληστεία αυτή και είναι ένας άνθρωπος ιδιαίτερα ειλικρινής και αξιοπρεπής και μην ξεχνάμε είναι ο άνθρωπος ο οποίος είπε «δεν θέλω να μιλήσω για συγκατηγορουμένους, μην με μετατρέψετε σε μάρτυρα κατηγορίας›, σηκώθηκε εδώ αυθόρμητα στις 29/8 κατά την απολογία του Κονδύλη και είπε «δεν ήταν ο Κονδύλης στο πατάρι, ήμουν εγώ›.
Είπε συγκεκριμένα «το δεύτερο άτομο που ανέβηκε επάνω και κατέβασε τους υπαλλήλους ήμουν εγώ, ο Κονδύλης δεν έχει καμία σχέση›. Επιπλέον ο Θωμάς Σερίφης εξ αρχής από την προανακριτική του απολογία έχει πει ότι δεν γνώριζε καθόλου τον Κονδύλη στην Οργάνωση, το ίδιο δε έχει πει και ο Κονδύλης.
Εξάλλου θυμίζω ότι ο Σάββας Ξηρός στο ακροατήριο δήλωσε εδώ ενώπιόν σας ότι η πρώτη συμμετοχή του Κονδύλη ήταν στα Σεπόλια όταν είπε ότι ήταν τελείως άπειρος την εποχή εκείνη, δηλαδή 1,5 χρόνο μετά τη ληστεία στο Περιστέρι. Ο ίδιος ο Κονδύλης έχει δηλώσει ήδη από την προανάκριση και το επιβεβαιώνει και σήμερα ότι γνώρισε κάποια μέλη της Οργάνωσης και άρχισε να συζητά μαζί τους το νωρίτερο το Νοέμβριου του ΄90 δηλαδή 5 μήνες μετά τη ληστεία.
Ορθά λοιπόν ο κ. Εισαγγελέας πρότεινε την απαλλαγή του από τη ληστεία αυτή με μία επισήμανση, ότι δεν υπήρξε μάρτυρας που τον αναγνώρισε στο ακροατήριο, δεν υπήρξε δηλαδή ένας μάρτυρας που τον αναγνωρίζει και ο Θωμάς που αντικρούει αυτό, δεν υπήρξε κανένας μάρτυρας που τον αναγνώρισε εδώ στο ακροατήριο.
Πώς κατέληξε όμως να παραπέμπεται γι’ αυτήν τη ληστεία; Από μία εντελώς αόριστη αναφορά του Χριστόδουλου Ξηρού στις 18/7 στην προανακριτική του απολογία όπου θα έλεγε κανείς ότι ο Χριστόδουλος εκεί μοιράζει λεφτά και ανθρώπους σε επιμέρους ληστείες. Σε έναν κατάλογο αναφέρει αριθμημένο ληστεία στην τάδε Τράπεζα ήμουν εγώ, αυτός, εκείνος, ο άλλος και 2-3 που δεν θυμάμαι και το ποσό ήταν αυτό. Έτσι αναφέρει και τον Κονδύλη χωρίς να του προσδίδει κανέναν απολύτως ρόλο στην ληστεία αυτή.
Προσπαθώντας ο Κονδύλης να εξηγήσει στην προανάκριση γιατί τον αναφέρουν σε μία ληστεία που δεν έχει κάνει ανασύρει από τη μνήμη του, προσπαθεί να συνδυάσει ένα περιστατικό μεταφοράς κάποιου συγκατηγορουμένου, το θυμάστε από το Περιστέρι στην Αθήνα που καμία σχέση δεν μπορεί να έχει με τη ληστεία αυτή γιατί υπάρχει η γνωστή χρονική ανακολουθία.
Εξάλλου εξ αρχής αρνείται κατηγορηματικά ότι έχει ποτέ συμμετάσχει σε ληστεία. Επομένως το μόνο στοιχείο που υπάρχει εδώ είναι αυτή η ανακληθείσα προανακριτική αναφορά του Χριστόδουλου Ξηρού. Σε κάθε περίπτωση δε, εδώ στην περίπτωση αυτή νομίζω εφαρμόζεται το άρθρο 211α ακόμη και με την πιο στενή ερμηνεία που υποστηρίχθηκε εδώ μέσα της διάκρισης μεταξύ ενικού και πληθυντικού αριθμού συγκατηγορουμένων που αναφέρουν κάποιον.
Αλλά και αυτή η αναφορά αίρεται θα έλεγα από τη διαβεβαίωση εδώ ενώπιόν σας του Θωμά Σερίφη ότι ο Κονδύλης δεν ήταν στη ληστεία αυτή. Τελειώνοντας νομίζω ότι και στην απίθανη περίπτωση που δεχόσασταν ότι περιστατικό που ανέφερε ο Κονδύλης πράγματι αναφέρεται σε εκείνη την ημερομηνία της ληστείας ακόμη και αυτό αν ήταν έτσι δεν συνιστά συμμετοχή του στη ληστεία διότι πλέον η πράξη βρίσκεται στο στάδιο της ουσιαστικής αποπεράτωσης όπου δεν χωρεί απλή συνέργια κατά την πάγια άποψη και της νομολογίας και της θεωρίας.
Επομένως δεν τίθεται ζήτημα επιλογής μεταξύ δύο ή περισσοτέρων στοιχείων, δεν υπάρχει κανένα στοιχείο εδώ ικανό να στοιχειοθετήσει την ενοχή του Κονδύλη για την πράξη αυτή και πρέπει να τον απαλλάξετε.
Όσον αφορά την κατηγορία της προμήθειας εκρηκτικών δεν θα αναφερθώ, έχει αναφερθεί ήδη ο κ. Εισαγγελέας αναλυτικά και πολλοί συνάδελφοι. Το μόνο που θέλω να πω πράγματι είναι ότι ελλείπει εδώ η φυσική εξουσίαση και η δυνατότητα αυτής εφόσον όλα τα μέλη δεν είχαν πρόσβαση στα κρησφύγετα της Οργάνωσης. Για τον Κονδύλη θέλω μόνο να διευκρινίσω ότι δεν είχε κλειδιά και επιπλέον δεν του βρέθηκε σε κανένα κρησφύγετο ούτε αποτύπωμα, ούτε DNA.
Η τελευταία κατηγορία που τον βαρύνει είναι η κατηγορία της συμμετοχής στην Οργάνωση. Για την κατηγορία αυτή, την κατηγορία της συμμετοχής κατ’ άρθρο 187 δεν έχουμε καμία πρόταση από τους κ.κ. Εισαγγελείς. Συγκεκριμένα σε ερώτηση της υπεράσπισης για το ζήτημα αυτό ο κ. Τακτικός Εισαγγελέας απάντησε ότι για μία σειρά ζητημάτων θα τοποθετηθώ στην δευτερολογία μου. Πέραν αυτού υπάρχει βέβαια και η γενική αναφορά περί ενοχής για τα παραληφθέντα όλων.
Είναι κατανοητό ότι το ζήτημα εδώ προς διερεύνηση αφορά τον προσδιορισμό του χρόνου αποχώρησης για να δούμε ποιος είναι και ο εφαρμοστέος κανόνας δικαίου. Το αδίκημα της ένταξης σε εγκληματική Οργάνωση του άρθρου 187 το έχετε θεωρήσει διαρκές και διαρκεί όσο διαρκεί και η ιδιότητα του μέλους ανεξάρτητα από το αν η Οργάνωση συνεχίζει να υπάρχει και μετά την αποχώρηση του κάθε μέλους.
Στα διαρκή εγκλήματα εφαρμόζεται κατά την κρατούσα νομολογία ο νόμος που ισχύει κατά την τελείωση της πράξης. Ως ένταξη τώρα κατά τον Μανωλεδάκη και ορθά νοείται η ενεργητική συμμετοχή του μέλους στην Οργάνωση και όχι η παθητική μη αντίδρασή τους στην ύπαρξη της ομάδας. Γιατί το έγκλημα της συμμετοχής δεν μπορεί να τελεσθεί δια παραλήψεως γιατί είναι έγκλημα συμπεριφοράς και όχι αποτελέσματος.
Στο παραπεμπτικό βούλευμα διατυπώθηκε η άποψη ότι όλοι οι κατηγορούμενοι παρέμειναν στην Οργάνωση μέχρι την ημέρα της συλλήψεώς τους δεδομένου ότι σε όλο αυτό το χρονικό διάστημα δεν προέβησαν σε καμία φανερή ενέργεια που να δείχνει σαφή και σταθερή βούληση αποχωρήσεως από αυτήν. Αποσυνδέεται δε η συμμετοχή από την τέλεση συγκεκριμένης άδικης πράξης.
Ήδη από την πρόταση του κ. Εισαγγελέα για την περίπτωση του Γιάννη Σερίφη στην οποία αναφέρομαι μόνο ως προς το νομικό της μέρος διακρίνεται μία απομάκρυνση της εισαγγελικής έδρας από την άποψη αυτή περί πανηγυρικής αποχωρήσεως.
Τί λέει η πρόταση: «Από τη διαδικασία του ακροατηρίου, δεν προσεφέρθη κανένα στοιχείο ότι παρέμεινε στην Οργάνωση μετά το έτος τάδε›. Από την πλευρά της Πολιτικής Αγωγής και συγκεκριμένα από την πλευρά του κ. Αναγνωστόπουλου διατυπώθηκε η άποψη που βρίσκεται πολύ κοντά στη λογική του βουλεύματος, ότι καθόλου δεν σημαίνει ότι έπαψε να είναι κανείς μέλος της Οργάνωσης επειδή παύει να συμμετέχει σε ενέργειες πρώτης γραμμής.
Αυτό που χαρακτηρίζει το συμμετέχειν είναι η βούληση κάποιου να είναι μέλος και η ετοιμότητά του να είναι εκεί για ό,τι τον χρειαστεί η Οργάνωση και να προσφέρει εκείνες τις υπηρεσίες που οι υποκειμενικές του δυνάμεις και οι αντικειμενικές συνθήκες επιτρέπουν. Είναι δηλαδή η λογική της υποταγής του ατόμου στη βούληση της ομάδας. Η άποψη αυτή νομίζω καταδεικνύει πόσο προβληματική είναι η διάταξη του άρθρου 187 ενόψει της αοριστίας του όπως αντικαταστάθηκε με τον τελευταίο αντιτρομοκρατικό νόμο, τον 2928/2001.
Η βούληση να είμαι μέλος έχει καθαρά φρονηματικό χαρακτήρα εφόσον εν εξωτερικεύεται. Η δε ετοιμότητα κάποιου να είναι εκεί για ό,τι τον χρειαστεί η Οργάνωση, εφόσον και αυτή δεν εξωτερικεύεται, ανάγεται πια σε ψυχολογικά στοιχεία που δεν μπορούν να ανιχνευθούν από ένα Δικαστήριο και κάποιος ο οποίος έχει πιθανόν αποπεμφθεί από την ομάδα και δεν έχει πια καμία επαφή, έχει χάσει τα ίχνη της, θα μπορούσε να αισθάνεται ο ίδιος έτοιμος να διαθέσει τον εαυτό του ανά πάσα στιγμή στην ομάδα. Δε μπορεί να θεωρηθεί όμως μέλος.
Η υιοθέτηση μιας τέτοιας ερμηνείας νομίζω ότι δημιουργεί τεράστιους κινδύνους από δικαιοπολιτική καθαρά άποψη καθώς οδηγεί στην εγκατάλειψη πια της αρχής «καμία ποινής χωρίς εγκληματική πράξη› και στην αυτόνομη τιμώρηση του φρονήματος χωρίς πράξη. Ακόμη και αν εφαρμόσετε μια τέτοια εκδοχή, θα πρέπει νομίζω να την εφαρμόσετε πάντα με γνώμονα την αρχή «η αμφιβολία υπέρ του κατηγορουμένου›.
Όσον αφορά τον Κονδύλη: Ο Κονδύλης ισχυρίζεται ότι έφυγε από την Οργάνωση το 1996. Πράγματι δε βαρύνεται με καμία κατηγορία πέραν του έτους 1996, η τελευταία είναι η κατηγορία για την έκρηξη στην Αμερικανική Πρεσβεία. Ο ίδιος εξηγεί αναλυτικά τις συνθήκες, τους πολιτικούς και προσωπικούς λόγος που τον οδήγησαν στην αποχώρηση το έτος 1996. το 1996 αρρώστησε βαριά ο πατέρας του, γεγονός που επιβεβαίωσε και η αδερφή του Αναστασία Κονδύλη που κατέθεσε εδώ μάρτυρας και όπως είπε κι εκείνη, ο Κονδύλης ήταν συνέχεια δίπλα του, οικονομικά και πρακτικά, μέχρι το θάνατό του.
Εξήγησε επίσης και τους πολιτικούς λόγους της αποχώρησής του, της διαφοροποίησής του. Αλλά νομίζω ότι αυτή η αποχώρηση εξηγείται και διαφαίνεται καλύτερα μέσα από την ίδια την πολιτική του πορεία. Πριν ενταχθεί στη 17Ν ο Κονδύλης είχε έντονη συνδικαλιστική δράση και παρουσία στο μαζικό κίνημα. Αυτή η δράση διεκόπη το 1991 όταν ήρθε σε επαφή με το ένοπλο. Από το 1996 επαναδραστηριοποιείται στο συνδικαλιστικό κίνημα. Οι μάρτυρες υπεράσπισης αναφέρθηκαν διεξοδικά στην επιστροφή του στα συνδικαλιστικά όργανα το ’96 απ’ όπου είχε εξαφανιστεί το’ 91.
Ο μάρτυρας Νικολάου μίλησε για ένα κενό και μία επανεμφάνιση που τώρα μπορεί να εξηγήσει. Ο μάρτυρας Μπάτζος είπε ότι από το ’91 απείχε από τα κοινά και επανήλθε το ’96-’97. Ενώ ο μάρτυρας Πανέρας –όλοι αυτοί είναι συνάδελφοί του από το εργοστάσιο- είπε ότι γύρω στο ’93-’96 δεν ήθελε καθόλου να συνεργάζεται ούτε με το Σωματείο ούτε με τους υπόλοιπους συνδικαλιστές. Μετά το ’96 η στάση του άλλαξε και άρχισε να ασχολείται με τα κοινά.
Το 1998 συμμετείχε και στις δημοτικές εκλογές ως υποψήφιος στην Κίνηση Πολιτών Βύρωνα, πράγμα που δείχνει, λέει ο μάρτυρας Κωνσταντουλάκης, ότι θέλει πραγματικά να κλείσει αυτόν τον κύκλο της ζωής του τον μικρό. Ταυτόχρονη ένταξη τώρα και στα δύο, είναι αδιανόητη γιατί το πλαίσιο είναι τελείως διαφορετικό, υπάρχει τεράστια διάσταση ανάμεσα σε αυτά τα πράγματα.
Θέλω να αναφερθώ και στο ζήτημα το περίφημο που πολύς λόγος έγινε εδώ, του κινδύνου που διέτρεχε κάποιος εάν ήθελε να αποχωρήσει από την Οργάνωση. Ο Κονδύλης περιγράφει τη διαδικασία της αποχώρησής του πολύ απλά. Λέει «συζήτησα με τον Δημήτρη Κουφοντίνα, καταλήξαμε ότι δεν μπορώ πλέον να βοηθήσω και λόγω του χρόνου και λόγω των απόψεών μου›.
Η άποψη που εκφράστηκε εδώ κατά κόρον, ότι όσοι ήθελα να φύγουν από την Οργάνωση απειλούνταν με «απόλυση› δεν επιβεβαιώθηκε από πουθενά και νομίζω ότι και ο ίδιος ο κατηγορούμενος που την επικαλείται δηλώνει τελικά ότι έφυγε, αποχώρησε από την Οργάνωση. Οι προσπάθειες τώρα –και γι αυτό αναφέρομαι ειδικά σε αυτό- του κ. Αναγνωστόπουλου, του συνηγόρου υπεράσπισης της Πολιτικής Αγωγής να στηρίξει αυτή την εκδοχή και στον Κονδύλη, νομίζω ότι τελικά οδηγούν στην πλήρη διαστρέβλωση όσων είπε.
Ο Κονδύλης μίλησε για ένα φόβο αλλά διευκρίνισε ότι ο φόβος του υπήρχε πριν έρθει σε επαφή με τα μέλη της Οργάνωσης και αυτό γιατί προερχόταν από έναν πολιτικό χώρο, το ΚΚΕ το οποίο αντιμετώπιζε πάντοτε και αυτό είναι γνωστό με ιδιαίτερη καχυποψία το χώρο της ένοπλης δράσης, προσεγγίζοντάς τον πάντα με θεωρίες συνομωσίας. Ποτέ δε μίλησε για φόβο για τη ζωή του ή για την οικογένειά του. Ερωτώμενος δε εδώ κατά την απολογία του από συνήγορο υπεράσπισης αν υπέστη οποιαδήποτε πίεση κατά την αποχώρησή του, απάντησε κατηγορηματικά «όχι›.
Θεωρώ λοιπόν ότι από τη διαδικασία κανένα στοιχείο δεν προκύπτει για συμμετοχή του στην Οργάνωση 17Ν μετά το έτος 1996. Αντίθετα η αποχώρησή του νομίζω δεν επιδέχεται αμφισβήτηση. Θα ήθελα όμως να επισημάνω εδώ ότι η κατηγορία για συμμετοχή στην Οργάνωση του 187 είναι μια αυτοτελής κατηγορία, ένα κακούργημα αυτοτελές και ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου ότι αποχώρησε είναι άρνηση της κατηγορίας.
Επομένως, για να καταδικάσει το Δικαστήριό σας πρέπει να έχει και το βάρος απόδειξης της συμμετοχής μέχρι σήμερα. Δεν έχει ο κατηγορούμενος την υποχρέωση να άρει κάθε αμφιβολία ότι αποχώρησε τότε ή τότε. Δεδομένου λοιπόν ότι ο Κονδύλης θεωρώ ότι προέκυψε ότι αποχώρησε το’ 96, η εφαρμοστέα διάταξη δεν μπορεί να είναι πλέον το νέο άρθρο 187 όπως αντικαταστάθηκε με το Ν. 2928/2001 γιατί είναι διάταξη ουσιαστικού δικαίου που δεν μπορεί να εφαρμοστεί αναδρομικά.